Έτρεξαν με φόβο και θαυμασμό στον ναό να ακούσουν την παναρμόνιο φωνή!

8 Σεπτεμβρίου 2021

Άγιος Σπυρίδων Επίσκοπος Τριμυθούντος.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Κάποτε ο άγιος Σπυρίδων, εισήλθε σε ένα Ναό της πόλεώς του να ψάλλει τις εσπέριες ωδές, να τελέσει δηλαδή τον Εσπερινό, όπως ήταν συνήθεια. Κατά σύμπτωση όμως δεν υπήρχε λαός στον Ναό.

Επειδή λοιπόν δεν ήταν παρών κανένας άλλος, παρά οι νεωκόροι και οι λειτουργοί, ο Άγιος έδωσε εντολή να ανάψουν περισσότερα φώτα (καντήλια) από εκείνα που συνήθως άναβαν· ο ίδιος δε στεκόταν ιλαρός κατευθείαν απέναντι από το Θυσιαστήριο, την Αγία Τράπεζα, αναφωνώντας τη συνηθισμένη «ειρήνη», δηλαδή το «ειρήνη πάσι».

Επειδή όμως δεν υπήρχε λαός, όπως συνηθιζόταν, για να δώσει την απάντηση, να αντιφωνήσει δηλαδή, ακούστηκε άνωθεν φωνή πολλών μυριάδων, αντιφωνούντων το: «Και τω πνεύματί σου».

Η φωνή δε εκείνη ήταν μουσικότατη και παναρμόνια· και είχε τέτοια διαφορά, που δεν έμοιαζε καθόλου με ανθρώπινη.

Αλλά και όταν ο διάκονος εκφωνούσε τα «ειρηνικά», κατελήφθη από φόβο και δέος.

Και τούτο, γιατί επίσης άκουσε, ω του θαύματος!, το «Κύριε, ελέησον», έτσι θεσπεσίως αναφωνούμενο. Και η παναρμόνια εκείνη φωνή ακουγόταν και έξω από τον ιερό Ναό.

Έτσι, όσοι βρίσκονταν εκεί πλησίον έτρεξαν όλοι προς τον Ναό με φόβο και θαυμασμό· και προτού μπουν μέσα, επλήγη η ακοή τους από τη φωνή εκείνη, την άκουσαν δηλαδή σε όλο της το μεγαλείο.

Μόλις όμως μπήκαν μέσα, δεν άκουγαν πλέον κανέναν ούτε έβλεπαν κανέναν, παρά μόνον τον δίκαιο, τον άγιο Σπυρίδωνα δηλαδή, και τους λίγους συλλειτουργούς του.

Που και αυτοί έλεγαν ότι και οι ίδιοι ως εκείνη την ώρα δεν είχαν δει κανέναν· όντως όμως έφθανε στην ακοή τους φωνή θείας αγαλλιάσεως.

Απόσπασμα από το βιβλίο Συμεών του Μεταφραστού, «Βίος και πολιτεία Σπυρίδωνος του Θαυματουργού», των εκδόσεων της Αποστολικής Διακονίας, σ. 65.