Η χρήση του Ευαγρίου από τους αιρετικούς

30 Σεπτεμβρίου 2021

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Babai του Μεγάλου, ο οποίος συναριθμεί τον Ευάγριο ανάμεσα στους τρεις αγίους δασκάλους που δίδαξαν το σύνολο της πνευματικής ζωής, μαζί με τον Ιωάννη Απαμείας και τον Θεόδωρο Μοψουεστίας, σημειώνοντας ότι κακολογούν τον Ευάγριο αυτοί που δεν τον κατανοούν[1]. Άλλωστε ο Babai ήδη από τις αρχές του ΣΤ΄ αιώνα αναφέρει μία διεφθαρμένη έκδοση των Γνωστικών Κεφαλαίων που πιστεύει ότι δημιουργήθηκε από την μοχθηρία των ανθρώπων[2], μία θέση που επαναλαμβάνεται και από τον Ιωσήφ Hazzaya τον Η΄ αιώνα, ο οποίος υπογραμμίζει ότι οι αντιγραφείς διαπράττουν αλλοιώσεις και κυρίως οι μεταφραστές στο κείμενο των Γνωστικών Κεφαλαίων του Ευαγρίου[3].

Ωστόσο, όχι μόνο οι Νεστοριανοί, αλλά και οι Μονοφυσίτες αναγνωρίζουν τον Ευάγριο ανάμεσα στους δασκάλους της ορθοδοξίας. Γι’ αυτό και ο Διονύσιος Bar Salidi, ένας από τους γονιμότερους συγγραφείς της ιακωβιτικής Εκκλησίας και επίσκοπος Αμίδας τον ΙΒ΄ αιώνα, στηριζόμενος στην S₁ σχολιάζει τα Γνωστικά Κεφάλαια του Ευαγρίου πιστεύοντας αναμφισβήτητα στη γνησιότητα της διδασκαλίας του[4]. Έτσι όσο πιθανές είναι οι παραλείψεις των ωριγένειων ιδεών από τα Γνωστικά Κεφάλαια, άλλο τόσο είναι πιθανές και οι προσθήκες των ιδεών αυτών. Ίσως και ο τρόπος γραφής του, ο σκοτεινός και αλληγορικός, έδινε την αφορμή στους μεταφραστές και σχολιαστές του για την παραμόρφωση της διδασκαλίας του σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, όπως άλλωστε είχε παρατηρηθεί από τους Σύριους πολύ νωρίς. Επιπροσθέτως, δεν θα πρέπει να αγνοούμε ότι η απόσταση ανάμεσα στο πρωτότυπο ευαγριανό κείμενο των Γνωστικών Κεφαλαίων και στις συριακές μεταφράσεις καλύπτει μία χρονική περίοδο περίπου εκατόν πενήντα με διακοσίων χρόνων.

Αν συνυπολογίσουμε την εμφάνιση των Ισοχρίστων μοναχών της Παλαιστίνης του ΣΤ΄ αιώνα, που εκφράζουν και τον ωριγενισμό της εποχής τους με μία χριστολογία ιδιαιτέρως αιρετική, μπορούμε ίσως να υπονοήσουμε τις αλλοιώσεις των Γνωστικών Κεφαλαίων του Ευαγρίου  ως δικό τους δημιούργημα. Είναι μήπως τυχαίο το γεγονός ότι ο ωριγενισμός που καταγγέλθηκε το 543 από το έδικτο του Ιουστινιανού παρουσιάζει εντυπωσιακές διαφορές από τους δεκαπέντε αναθεματισμούς της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου του 553[5];  Και αν σκεφτούμε τις αλλοιώσεις που σημειώθηκαν μέσα σε δέκα χρόνια, μπορούμε πολύ πιο εύκολα να κατανοήσουμε αυτές που πιθανόν να πραγματοποιήθηκαν μέσα σε εκατόν πενήντα με διακόσια χρόνια! Η απουσία- καταστροφή του ελληνικού κειμένου των Γνωστικών Κεφαλαίων του Ευαγρίου θα πρέπει να μας κάνει να αμφιβάλλουμε όχι μόνο για την αυθεντικότητα της S₁ αλλά και της S₂. Εξάλλου τα παράλληλα ελληνικά αποσπάσματα που χρησιμοποιεί ο Antoine Guillaumont για να κατοχυρώσει τις θέσεις του προέρχονται από μία εποχή, είτε του ΣΤ΄ αιώνα είτε μεταγενέστερη, όταν η συνοδική καταδίκη του Ευαγρίου αποτελούσε τετελεσμένο γεγονός και η αντιμετώπισή του ως αιρετικού από τους Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούνταν αυτονόητη[6].

Η αιρετική διδασκαλία των Ισοχρίστων μοναχών της Παλαιστίνης του ΣΤ΄ αιώνα είναι μία εκτροπή, που ίσως ο Ευάγριος δεν είχε σκεφτεί ποτέ. Φυσικά, όπως παρατηρεί ο John Bamberger, «εφόσον ο Ευάγριος ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να απαντήσει σ’ αυτούς που είδαν τις επιπλοκές της διδασκαλίας του ως μια απόκλιση από την ορθόδοξη πίστη, είναι αδύνατον να πούμε πώς ακριβώς θα είχε αντιμετωπίσει τις αντιρρήσεις που υπήρξαν ενάντια στη  χριστολογία του»[7]. Ωστόσο, η έννοια της συν-κληρονομίας που θεωρήθηκε ύποπτη ίσως εννοείται με τον τρόπο που παρουσιάζεται στη διδασκαλία του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ο οποίος τονίζει πως ο άνθρωπος που αισθάνεται την παρουσία του Θεού παύει να φοβάται και γι’ αυτό είναι ανοιχτός με τους συνανθρώπους του. Ο Χριστός γίνεται γι’ αυτόν τα πάντα. Νιώθει ότι δεν του λείπει τίποτα. Ακούει μια γνώριμη φωνή να τον διαβεβαιώνει: «Ἐγώ πατήρ, φησίν ὁ Χριστός, ἐγώ ἀδελφός, ἐγώ νυμφίος, ἐγώ οἰκία, ἐγώ ρίζα, ἐγώ θεμέλιος, πᾶν ὃπερ ἂν θέλῃς ἐγώ. Μηδενός ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγώ καί δουλεύσω. Ἦλθον γάρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγώ καί φίλος, καί μέλος, καί κεφαλή, καί ἀδελφός, καί ἀδελφή, καί μήτηρ, πάντα ἐγώ. Μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγώ πένης διά σέ, ἐπί σταυροῦ διά σέ, ἐπί τάφου διά σέ, ἂνω ὑπέρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπέρ σοῦ πρεσβευτής παραγέγονα παρά τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σύ, καί ἀδελφός, καί συγκληρονόμος, καί φίλος, καί μέλος. Τί πλέον θέλεις[8].

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

Παραπομπές:

[1] Βλ. A. Guillaumont, ό.π., σ. 269.

[2] Βλ. A. Guillaumont, ό.π., σ. 261.

[3] Βλ. A. Guillaumont, ό.π., σ. 215. Βεβαίως η άποψη του A. Guillaumont είναι εντελώς αντίθετη, όπως ήδη σημειώθηκε πιο μπροστά.

[4] Βλ. A. Guillaumont, ό.π., σσ. 290-293.

[5] Βλ. A. Guillaumont, ό.π., σ. 140.

[6] Βλ. A. Guillaumont, ό.π., σσ. 25-28.

[7] Βλ. J. Bamberger, ό.π., σ. 141.

[8] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, PG 58,700E.