Οι διώξεις του Ευαγρίου από τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας

22 Σεπτεμβρίου 2021

Ήδη ο απόστολος Παύλος βεβαιώνει ότι «ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε.  οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδὲ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ»[1].

Μάλιστα, αυτή την ισοτιμία των ανθρώπων διεκδίκησαν και οι Πατέρες της Εκκλησίας, και ιδιαιτέρως οι δάσκαλοι του Ευαγρίου, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και Μέγας Βασίλειος.  Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός δεν δίστασε να καταφερθεί ανοιχτά κατά των πολιτικών νόμων, που ήταν εναντίον των γυναικών, τονίζοντας με έμφαση: «Οὐ δέχομαι ταύτην τὴν νομοθεσίαν, οὐκ ἐπαινῶ τὴν συνήθειαν. Ἄνδρες ἦσαν οἱ νομοθετοῦντες, διὰ τοῦτο κατὰ τῶν γυναικῶν ἡ νομοθεσία… Θεὸς δὲ οὐχ οὕτως· ἀλλὰ, Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἥτις ἐστὶν ἐντολὴν πρώτη, ἵνα εὖ σοι γένοιται, ἐν ἐπαγγελίαις κειμένη. Καί, Ὁ κακολογῶν πατέρα ἤ μητέρα, θανάτῳ τελευτάτω. Ὁμοίως δὲ καὶ τὸ ἀγαθὸν ἐτίμησε, καὶ τὸ κακὸν ἐκόλασεν. Καί, Εὐλογία πατρὸς στηρίζει οἴκους τέκνων· κατάρα δὲ μητρὸς ἐκριζοῖ θεμέλια. Ὁρᾶτε τὸ ἴσον τῆς νομοθεσίας. Εἷς ποιητὴς ἀνδρὸς καὶ γυναικός, εἷς χοῦς ἀμφότεροι, εἰκὼν μία, νόμος εἷς, θάνατος εἷς, ἀνάστασις μία. Ὁμοίως ἐξ’ γυναικὸς καὶ ἀνδρὸς γεγόναμεν· ἕν χρέος παρὰ τῶν τέκνων τοῖς γονεῦσιν ὀφείλεται»[2].

Επίσης, ο Μέγας Βασίλειος όχι απλώς οραματιζόταν μία κοινωνία ισότητας, αλλά ως επίσκοπος Καισαρείας αγωνίστηκε γι’ αυτό. Η Βασιλειάδα ήταν η έμπρακτη απόδειξη αυτού του ζωντανού οράματος, που στηρίζονταν στην ασκητική αρχή «Ἒστω ἡ χρῆσις τῇ χρείᾳ σύμμετρος»[3].

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο πατριάρχης Θεόφιλος καταδίωξε τους φίλους και υποστηρικτές του Ευαγρίου, εφόσον δεν ακολουθούσαν τις επιταγές του. Αν και όφειλε να λειτουργεί ως εντεταλμένος πνευματικός ηγέτης, συμπεριφέρεται ως πολιτικός διπλωμάτης κοσμικού χαρακτήρα. Ενάμιση αιώνα αργότερα ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός θέλοντας να ικανοποιήσει τον λεγάτο του πάπα στην Κωνσταντινούπολη ελίσσεται διπλωματικά χρησιμοποιώντας την καταδίκη των Ωριγενιστών, ως ένα εξαιρετικό μέσον, για να συμφιλιωθεί με τον πάπα Βιγίλιο και με τους επισκόπους της Δύσης[4]. Δύο άνθρωποι οι οποίοι ασκούν μεγάλη εξουσία, ο πατριάρχης Θεόφιλος και ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, στρέφονται κατά του ωριγενισμού.Μέσα στην πολεμική τους πιθανόν να κρύβεται ο κρυφός, πλην δυναμικός πολιτικός λόγος ως ένα είδος αντιπολίτευσης στην κατεστημένη εξουσία κάθε μορφής, είτε εκκλησιαστικής είτε πολιτικής. Και οι δύο δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν σκληρά την εξουσία προκειμένου να επιβάλλουν τις απόψεις τους και να θεμελιώσουν τις θέσεις τους. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι  ο ωριγενισμός του ΣΤ΄ αιώνα δεν είναι μία αιρετική εκτροπή από το ορθόδοξο δόγμα.

Ως προς τον τρόπο ζωής του Ευαγρίου οφείλουμε να σταθούμε και σε ακόμη ένα σημείο.Ο Ευάγριος όχι μόνο δεν διαδίδει τις απόψεις του, αλλά φροντίζει επιμελώς να τις κρύψει από όσους δεν θα μπορέσουν να τις κατανοήσουν[5]. Παρουσιάζει λοιπόν ένα πολύ περίεργο προφίλ για αιρετικός, καθώς όπως είναι γνωστό οι αιρετικοί χρησιμοποιούν κάθε τρόπο για να μπορέσουν να διαδώσουν τις ιδέες τους. Η εσκεμμένη σκοτεινότητα και η χρήση της αλληγορικής μεθόδου βεβαιώνουν για τις προθέσεις του. Ακριβώς στο σημείο αυτό υπάρχει μία τεράστια διαφορά μεταξύ των Ωριγενιστών του Δ΄ και ΣΤ΄ αιώνα, καθώς εκείνοι του ΣΤ΄ αιώνα χρησιμοποιούν κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο[6], για να πετύχουν τον σκοπό τους, που δεν είναι άλλος από τη διάδοση της διδασκαλίας τους.

Επίσης, αξιοπρόσεκτη είναι και η μετατόπιση του δογματικού ενδιαφέροντος από την ανθρωπολογία στη χριστολογία[7]. Είναι γνωστό ότι ο Ευάγριος λαμβάνει μέρος στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο και υπερασπίζεται το δόγμα Νικαίας- Κωνσταντινουπόλεως[8]. Είναι δυνατόν ο υπερασπιστής της ορθοδοξίας, ο οποίος στην Κωνσταντινούπολη διακρίνεται για την ευγλωττία του κατά «πασῶν τῶν αἱρέσεων»[9] και ιδιαιτέρως του ορθολογικού ευνομιανισμού, να υποστηρίζει ότι ο Χριστός είναι απλώς μια λογική φύση, δηλαδή ένα κτίσμα; Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ευάγριος για τους Σύριους υπήρξε κριτήριο ορθοδοξίας, και γι’  αυτό οποιεσδήποτε προσθέσεις ή αφαιρέσεις στη διδασκαλία του όπως αυτή εκφράζεται  στο έργο του Γνωστικά Κεφάλαια είναι πολύ πιθανές, από όποια πλευρά και αν προέρχονται, καθώς κάθε παράταξη επιθυμούσε τη δική του συνηγορία.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

[1]Γαλ. 3, 27-28.

[2]Λόγος 37,6, PG 36, 289BC.

[3]ΜεγάλουΒασιλείου,Λόγοςἀσκητικὸςἕτερος (ἤὑποτύπωσιςἀσκήσεως, καὶπρόλογος, ἐν (τίςὁσκοπὸςτῆςἀσκήσεως)3, PG 31, 877A.

[4]Βλ. A. Guillaumont, ό.π.,σ. 132 καισ. 174.

[5]Βλ. A. Guillaumont, ό.π.,σ. 122. Πρβλ. Ἰ. Μωϋσέσκου, ό.π., σσ. 145-146.

[6]Βλ. A. Guillaumont, ό.π.,σ. 131 καισ. 306.

[7]Βλ. A. Guillaumont, ό.π., σσ. 180-181.

[8]Βλ. K. Korrigan, ό.π., σ.20. Πρβ. John Bamberger,ό.π., σ. lxxii και A. Casiday, ό.π., σσ.7-8.

[9] Βλ. Ἰ. Μωϋσέσκου, ό.π., σ. 24.