Η μεγαλύτερη αποκάλυψη του Θεού δια του Ιησού Χριστού είναι η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο

11 Σεπτεμβρίου 2022

Κυριακή πριν από την Μεγάλη εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού και η σημερινή Ευαγγελική περικοπή, επόμενο είναι, να περιστρέφεται και να συσχετίζεται με την Σταυρική θυσία του Υιού και Λόγου του Θεού. Αναφέρεται στο σταυρικό ήθος του αληθινού Χριστιανού, στον τρόπο της μετοχής του στο μυστήριο του Σταυρού.

Ακούσαμε στο σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα ότι ο Μωυσής ύψωσε το χάλκινο φίδι στην έρημο «και καθώς Μωυσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δει τον υιόν του ανθρώπου, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον[1]» .

Όπως είναι γνωστό από την Παλαιά Διαθήκη ο ισραηλιτικός λαός στην έρημο γόγγυσε εναντίον του Θεού και του δούλου του Μωυσή. Ο Θεός τότε διέταξε θανατηφόρα φίδια και δάγκωναν και θανάτωναν τους ασεβείς και γογγυστές Ισραηλίτες. Φόβος και τρόμος τότε έπεσε στους Ισραηλίτες και γι’ αυτό παρακάλεσαν τον Μωυσή να προσευχηθεί στο Θεό για να τους σώσει από τα θανατηφόρα φίδια. Μόλις προσευχήθηκε ο Μωυσής ο Θεός του είπε «ποίησον σεαυτῷ ὄφιν καὶ θὲς αὐτὸν ἐπὶ σημείου, καὶ ἔσται ἐὰν δάκῃ ὄφις ἄνθρωπον, πᾶς ὁ δεδηγμένος ἰδὼν αὐτὸν ζήσεται[2]». Δηλαδή, δημιούργησε ένα ομοίωμα φιδιού και βάλτο σ’ ένα υψηλό σημείο. Και έτσι όποιον δαγκάνει το φίδι θα βλέπει προς το ομοίωμα του φιδιού και δεν θα παθαίνει τίποτα. Πράγματι ο Μωυσής κατασκεύασε ένα χάλκινο φίδι, το ύψωσε πάνω σ’ ένα πάσσαλο και, όταν το φίδι δάγκωνε άνθρωπο, εκείνος κοίταζε προς το υψωμένο χάλκινο φίδι και σωζόταν από τον θάνατο. Ο χάλκινος όφις συμβόλιζε και προτύπωνε τον Χριστό, ο οποίος θα υψωνόταν στον σταυρό, για να σώσει αυτούς που θα πιστεύανε στη θεότητά του από το δηλητήριο της αμαρτίας. Γιατί, άραγε, ο Θεός δεν διέταξε το Μωυσή να υψώσει στον πάσσαλο ένα πραγματικό όφι αλλά ένα χάλκινο όφι; Ο Χριστός παρομοιάζεται με όφι, διότι υψώθηκε πάνω στο σταυρό σαν ο μεγαλύτερος κακούργος όλων των αιώνων. Όπως όμως ο όφις που ύψωσε ο Μωυσής δεν ήταν πραγματικός αλλά χάλκινος, έτσι και ο Χριστός δεν ήταν πραγματικός κακούργος, αλλά αντίθετα ήταν ο αγιώτερος άνθρωπος.

Το χάλκινο φίδι ήταν ομοίωμα φιδιού, τουτέστιν φίδι χωρίς δηλητήριο. Ο Χριστός από την άλλη είχε ως σώμα ανθρώπινο, χωρίς όμως το δηλητήριο της αμαρτίας. Ήταν Αναμάρτητος. Όσους δάγκωσαν τα φίδια εσώζοντο, εφόσον ατένιζαν το χάλκινο φίδι. Παρομοίως όσοι προσβάλλονται από την αμαρτία και δαγκώνονται από τον δαίμονα, εφ’ όσον πιστεύουν ακράδαντα στο πάθος του Σωτήρος θεραπεύονται από τα χτυπήματα του Σατανά και απολαμβάνουν την αιώνιον ζωήν.

Υψώθηκε, δηλαδή σταυρώθηκε σε μέρος επίσημο και υψηλό, ώστε να τον βλέπουν πολλά πλήθη ανθρώπων.Με την σταυρική του θυσία εξύψωσε την ανθρώπινη φύση στο ύψος της θεώσεως.

Το « ὑψωθῆναι» όμως κυρίως σημαίνει «δοξασθῆναι». Ο Σταυρός έγινε ύψος και δόξα του Χριστού. Δοξάσθηκε καθώς οι απόστολοί του, κήρυξαν την σταύρωση και την ανάστασή του σε όλη την οικουμένη. Για να κερδίσει λοιπόν ο πιστός την βασιλεία των ουρανών, δεν αρκεί να λέει ότι πιστεύει στον Εσταυρωμένο. Πρέπει να το αποδεικνύει εμπράκτως μετέχοντας κατά την δύναμίν του και βιώνοντας τα Πάθη του Χριστού. Για να προσβλέπει κάποιος στο Σταυρό, πρέπει να είναι εσταυρωμένος και νεκρός για τον κόσμο, αναφέρει ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης[3].

Καλούμαστε να θυμηθούμε ξανὰ το αρχικὸ νόημα του Σταυρού ως  οργάνου  βασάνων, τιμωρίας και εκτέλεσης, στο οποίο «ὑψώθηκε» κρεμασμένος ὁ Θεός, μέσα σε αβάσταχτο πόνο και εξευτελισμό. Ο Σταυρὸς γίνεται δόξα και νίκη για εμάς, μόνο στον βαθμό και στο μέτρο που τον αποδεχόμαστε ως ταπείνωση καὶ ἧττα στὸν αγώνα της καθημερινής μας ζωής. Αυτή η αντίφαση μας συνταράσσει κυριολεκτικὰ και μας φέρνει αντιμέτωπους με τον ίδιο μας τον εαυτό. Μας προτρέπει να παλέψουμε με το εγώ μας και να το ξεπεράσουμε με την πίστη ότι «τὰ ἀδύνατα πὰρ’ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι».

Ο Θεός έκανε τα πάντα για τη δική μας σωτηρία. Άραγε ποιο είναι το μέρος το δικό μας. Μπροστά σε τούτο το θαυμαστό γεγονός τι πρέπει εμείς να κάνουμε; Ένα βλέμμα πίστεως σε Εκείνον που πέθανε πάνω στο σταυρό για να μην πεθάνω εγώ και συ. Μια αναγνώριση της αμαρτωλής ζωής μας και ο Θεός κάνει μέσα μας το θαύμα της συγχώρεσης και της αναγέννησης. Ένα βλέμμα πίστεως αρκεί «για να μην απωλεστεί, πας ο πιστεύων εις Αυτόν, αλλά να έχει ζωήν αιώνιον».

[1] Ιωάννου 3, 14 – 15.
[2] Αριθμών 21, 8.
[3] Αγίου Γρηγορίου Νύσσης περί του βίου Μωσέως PG44,413D.