Το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα: Ιστορική προσέγγιση
28 Σεπτεμβρίου 2021Η Εκκλησιαστική Ακολουθία του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος τελείται κατά την είσοδο ενός λαϊκού στην τάξη των Μοναχών. Κατά την Ακολουθία αυτή κείρονται τα μαλλιά του ή της υποψηφίου μοναχού εις ένδειξιν απολύτου αφιερώσεως εις τον Θεό, αλλά και οριστικής αποδεσμεύσεως από τις κοσμικές συνήθειες[1]. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας, το τυπικό της λήψης της μοναχικής ιδιότητας, εκτός από την δοκιμασία, την κατήχηση, την μοναχική ομολογία την ένδυση των μοναχικών ενδυμάτων, περιελάμβανε και την ιερολογία της καθοσιώσεως. Τα περί της μοναχικής κουράς από λειτουργικής απόψεως ανάγονται στο τυπικό της αιγυπτιακής μοναστικής παράδοσης. Ιστορικά κείμενα επιβεβαιώνουν ότι το τυπικό που συνακολουθεί την τέλεση της μοναχικής κουράς προέρχεται από την εθιμική πράξη της κοινότητας του Παχωμίου[2].
Τα κείμενα των ευχών και γενικότερα η Ακολουθία του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος πέρασαν από διάφορα εξελικτικά στάδια, από την πρώιμη φάση της διαμόρφωσης του μοναχικου θεσμού, ως τα μεταβυζαντινά χρόνια, που φαίνεται ότι έλαβαν την σημερινή μορφή τους. Αυτό εύκολα διαπιστώνεται από την μελέτη τόσο αρχαίων Ευχολογίων που εκδόθηκαν από ειδικούς επιστήμονες λειτουργικολόγους[3], όσο και χειρογράφων ευχολογίων που απόκεινται στις μοναστηριακές και άλλες Βιβλιοθήκες[4].
Μοναχός καλείται «ο εις το χριστεπώνυμον πλήρωμα της Εκκλησίας ανήκων χριστιανός, όστις διά κανονικής και εγκύρου τελέσεως μοναχικής κουράς καθίσταται μέλος μοναχικής αδελφότητος, νομίμως και κανονικώς συνεστημένης Ι. Μονής»[5]. Οι μοναχοί δεν είναι ούτε κληρικοί, ούτε λαϊκοί αλλά είναι μία τρίτη τάξη πιστών, η οποία δεν έχει την ιερατική ιδιότητα και εξουσία. Σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (άρθρο 54, 3), ο οποίος επικαλείται και τον Ποινικό Κώδικα (αρθ. 176) θρησκευτικός λειτουργός θεωρείται και ο μοναχός.
Κατά τους κανόνες η μοναχική ζωή είναι ζωή μετανοίας. «Την εν μετανοία στηλογραφούσης ζωήν ημίν»[6] . Η τάξη των μοναχών είναι ποιμαινομένη και όχι ποιμαίνουσα : «Αι γαρ των μοναχών συνθήκαι υποταγής λόγον επέχουσι και μαθητείας, αλλ΄ ουχ διδασκαλίας, ή προεδρίας, ουδέ ποιμαίνειν άλλους, αλλά ποιμαίνεσθαι επαγγέλλονται»[7]. Έμμεσα όμως και σιωπηρά οι μοναχοί, όταν τελειωθούν, ποιμαίνουν με το άγιο παράδειγμά τους, τις συγγραφές, τις συμβουλές, τις προσευχές τους, αφού έχουν παρρησία προς τον Θεό. Δεν υπάρχει στη χριστιανική ζωή των λαϊκών αντίθεση με αυτή των μοναχών. Και οι δύο δρόμοι είναι «κεκλημένοι εις την σωτηρίαν διά μετανοίας και ασκήσεως»[8]
Το πνεύμα και οι στόχοι του μοναχισμού βρίσκονται εξ αρχής στο επίκεντρο της ζωής της Εκκλησίας. Η πλήρης αυταπάρνηση και αυτοπροσφορά του ανθρώπου προς τον Θεό αποτελεί την προϋπόθεση της χριστιανικής ζωής.[9]Μοναχισμός ορίζεται η αποταγή του κόσμου, η ολοκληρωτική απάρνηση των εγκοσμίων εκ μέρους του ανθρώπου και η ροπή αυτού να πορευθεί προς την έρημο, προκειμένου να πετύχει την ένωση του με τον Θεό[10]. Η Αυταπάρνηση αποτελεί γνήσιο και ευαγγελικό τρόπο ζωής, αλλά και έκφραση της αγάπης και θυσίας προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο.
Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης γράφει: “Για το αγγελικό και θείο μοναχικό σχήμα, πρώτος μεν έγραψε ο θείος Διονύσιος ( ο Αρεοπαγίτης). Όμως ότι αφορα το σχήμα το παρέδωσε ο ίδιος ο Σωτήρας. Και αυτό ετήρησαν οι μαθητές του. Διοτι το μοναχικό σχήμα δεν άρχισε και δεν νομοθετήθηκε μόνον από τους οσίους Παχώμιο, Παύλο τον Θηβαίο και Αντώνιο, όπως υποστηρίζουν μερικοί, αλλά από τον ίδιο τον Σωτήρα. Ακολούθως αφού μεταδόθηκε στους Αποστόλους, επειδή κι εκείνοι έζησαν κατά τον μοναχικό τρόπο ζωής, δηλαδή με αγνότητα, λιτότητα στις τροφές, πτωχεία στα ενδύματα, ακτημοσύνη και (αδιάλειπτες) προσευχές, εμπλουτίστηκε από τους μεταγενεστέρους και τελειοποιήθηκε από τους οσίους Πατέρες.
Οι ιεροί κανόνες διαγράφουν τα πλαίσια ασφαλείας, εντός των οποίων οι μοναχοί δεν διατρέχουν τον κίνδυνο να χαθούν, να απωλέσουν τη μοναχική τους ιδιότητα. Τα τυπικά των μονών καθόριζαν με κάθε δυνατή λεπτομέρεια κάθε σημείο της καθημερινής ζωής των μοναχών. Πάντοτε όμως λάμβαναν υπόψη ότι έχουν να κάνουν με πρόσωπα, γι’ αυτό πρόσεχαν να μην καταλυθεί η ελευθερία και η μοναδικότητά τους, καθώς τάξη και ελευθερία είναι αλληλένδετες, με συνέπεια να υπάρχει αρμονία στην κοινωνία των μοναχών[11] .
Οι Πατέρες βιώνουν τους κανόνες ως «μαρτύρια» Θεού αισθανόμενοι δι΄αυτούς χαρά, όπως αισθάνονταν οι πιστοί της Παλαιάς Διαθήκης και οι άγιοι Απόστολοι για τις εντολές του Θεού[12] . Σημειωτέον ότι το δίκαιο της Εκκλησίας είναι θεανθρώπινο, εφόσον εκφέρεται μεν από ανθρώπους με την επιστασία όμως του Αγίου Πνεύματος. Ο Αρχιμανδρίτης π. Γεώργιος Καψάνης, καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους υπογραμμίζει ότι οι ιεροί κανόνες μαρτυρούν την πραγματικότητα της Εκκλησίας ως θεανθρώπινης κοινωνίας, που πραγματοποιήθηκε ιστορικά και πραγματοποιείται και σήμερα με την παρουσία του Παρακλήτου Πνεύματος μακράν κάθε ιδεαλιστικής θεωρήσεως της Εκκλησίας. Και καταλήγει: «η θεολογικώς ζώσα Εκκλησία διατυποί κανόνας εκφράζοντας την θεολογίαν, ήτοι την Αλήθειαν αυτής». Οι ιεροί κανόνες αποτελούν μέρος της Παράδοσης της Εκκλησίας. Ως όρια δεν εξαντλούν το μέγα μυστήριο της Εκκλησίας, αλλά και χωρίς αυτούς η Εκκλησία δεν εκφράζεται ως κοινωνία αγάπης, ως θεόσδοτη τάξη και ενότητα, ως αρμονικό σώμα Χριστού.
Σ’ αυτά τα πλαίσια οι τρεις κλασικές αρετές του μοναχισμού, η ακτημοσύνη, η παρθενία και η υπακοή, ήταν φυσικό να έχουν κεντρική θέση. Πρώτος ο Χριστός είπε ότι χωρὶς αὐταπάρνησιν δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ γίνῃ μαθητὴς «οὕτως οὖν πᾶς ἐξὑμῶν, ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖ ςἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής» (Λουκ. 14, 33). Επίσης η προτίμηση της παρθενίας αντί γάμου εν ονόματι της βασιλείας του Θεού διαφαίνεται καθαρά στην Καινή Διαθήκη και την εκκλησιαστική παράδοση. Τέλος, η υπακοή αλλά οι άλλες αρετές που καλλιεργούν οι μοναχοί, όπως η ταπεινότητα, η νηστεία, η προσευχή, αποτελούσαν εξ αρχής ουσιώδη στοιχεία της ζωής των μελών της Εκκλησίας. Αλλά και η φυγή στην έρημο έχει την αφετηρία της στη ζωή του Χριστού.[13]
Η αρχή του μοναχισμού ανάγεται στην περίοδο των διωγμών ενάντια των Χριστιανών και την ανάγκη ασφάλειας των μελών της Εκκλησίας μέσω της απόσυρσης σε απομονωμένες περιοχές, εκεί υποβοηθούμενοι από τις κλιματολογικές συνθήκες επιδίδονταν στην άσκηση. Ο μοναχισμός έλαβε διαστάσεις τον 4ο αι., παρουσιαζόμενος ως κίνημα διαμαρτυρίας προς την εκκοσμίκευση, η οποία παρατηρήθηκε μετά την αναγνώριση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας. Τον γενικό όρο μοναχισμός ακολουθούν δύο διακριτές εκφάνσεις του, ο αναχωρητικός μοναχισμός και ο κοινοβιακός μοναχισμός[14]. Η Αίγυπτος είναι ο τόπος στον οποίο γεννήθηκε και από τον οποίο εξαπλώθηκε ο αναχωρητικός μοναχισμός. Δεδομένης της υψηλής θρησκευτικότητας του αιγυπτιακού λαού κατά την αρχαιότητα και της ιδιοτυπίας του τοπίου της ερήμου, η απομόνωση και η ησυχία που πρόσφερε η έρημος, ήταν ένα υψηλό κίνητρο για εκείνον που διακατεχόταν από μεταφυσική αγωνία και ενοχλείτο από τον θόρυβο της κοσμικής ζωής. Κινούμενοι από υψηλά ή και ταπεινά κίνητρα άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης προσέτρεξαν να κατοικήσουν σε ερημικές περιοχές, ανέγγιχτες από τον πολιτισμό, προκειμένου να αφιερωθούν στις πνευματικές επιδιώξεις τους.
Βασικό πρόβλημα του αναχωρητή υπήρξε η ενδιαίτηση. Φαίνεται πως οι κατοικίες των ασκητών διαμορφώνονταν με πρόχειρα υλικά, ικανά να προσφέρουν μια στοιχειώδη προστασία από τις ακραίες θερμοκρασιακές αλλαγές της ερήμου. Το δεύτερο στοιχείο που διέκρινε τον αναχωρητή από τον πρότερο κοσμικό βίο ήταν το ένδυμα, που υποδήλωνε και τη στροφή του προς τη νέα ζωή. Η απόρριψη του κοσμικού ενδύματος στην ακραία μορφή της ήταν απόρριψη των ενδυμάτων καθ’ ολοκληρίαν. Στις πηγές αναφέρονται πολλοί αναχωρητές που έζησαν το υπόλοιπο του μοναστικού βίου τους γυμνοί με μακριά μαλλιά και γενειάδα. Ο γενικός κανόνας, ωστόσο, ήταν η απέκδυση από του κοσμικού ενδύματος και η ένδυση του Αγγελικού Σχήματος, του μοναχικού δηλαδή ενδύματος, εθιμική προσφορά συνήθως του ενός γέροντα προς τον νέο μοναχό. Στο αγγελικό σχήμα, διαμορφωμένο ήδη από τον 4ο αιώνα, περιλαμβανόταν η μηλωτή, η ζώνη, ο ανάλαβος (επωμίδα, ωμοφόριο) και το κουκούλιον.Μετά την εγκατάσταση πολλών αναχωρητών στις ερήμους της Ανατολής, το αναχωρητικό σχήμα μαζί με την κουρά έγιναν τα βασικά σύμβολα[15] του τελετουργικού εισδοχής στη μοναστική ζωή[16]. Στην Αίγυπτο δημιουργείται νέος τύπος διαβίωσης των μοναχών, προσλαμβάνοντας την κοινοβιακό μορφή.Το κοινόβιο έλυσε βασικά λατρευτικά και πρακτικά προβλήματα των ασκητών της ερήμου, αλλά συγχρόνως συντόνιζε τους ασκητές και σε συγκεκριμένο πρόγραμμα ασκήσεως[17].
Οι μαρτυρίες υποδηλώνουν την ύπαρξη αναχωρητών στην Αίγυπτο ήδη από τα μέσα του 3ου αιώνα πατέρας του αναχωρητισμού θεωρείται ο Μέγας Αντώνιος[18] (251- 356μ.Χ.). Στα είκοσι του χρόνια, αρκετά πλούσιος αλλά και ορφανός, άκουσε κατά την Θεία Λειτουργία το Κάλεσμα του Χριστού προς τον πλούσιο νέο. (στο κατά Ματθαίον 19,21).Δέχτηκε τότε αδίστακτα την προσωπική του κλήση για ολοκληρωτική αυταπάρνηση, πώλησε τα υπάρχοντά του στους πτωχούς και μιμήθηκε το παράδειγμα των Αποστόλων, που εγκατέλειψαν τα πάντα και ακολούθησαν τον Χριστό. που έζησε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του σε συνθήκες απομόνωσης, προσευχής και νηστείας. Ο βίος του και η υποδειγματική συνέπειά του, αποτελούν αιώνια πηγή, απ’ όπου μπορούν οι άνθρωποι κάθε εποχής να αντλήσουν ζωντανά διδάγματα. Η άσκηση και η απομόνωση, όπως την εννοεί ο Μέγας Αντώνιος δε σημαίνει τέλεια αδράνεια του σώματος αλλά ισόρροπη συνάντηση με την ψυχή. Η προσευχή και η νηστεία αποτελούν ένα μέρος από τη δραστηριότητα του μοναχού, βοηθητικά μέσα απαραίτητα για την ανθρώπινη τελείωση.
Δίδασκε στους μαθητές του να μην θεωρούν τίποτα ανώτερο από την αγάπη του Χριστού και να μη νομίζουν ότι στερούνται κάτι αξιόλογο με την αποχή από τα κοσμικά αγαθά. Θύμιζε επίσης ότι η ανθρώπινη ζωή είναι εφήμερη, σε αντίθεση με το μέλλοντα αιώνα. Κατέληγε λέγοντας ότι δε θα πρέπει να κοπιάζουμε για την απόκτηση πρόσκαιρων αγαθών αλλά για την απόκτηση αιωνίων αγαθών, που είναι αρετές όπως η σωφροσύνη, η φρόνηση, η αγάπη και η σύνεση.
Οι πρώτοι αρνητές των εγκοσμίων, οι αναχωρητές ή ερημίτες, κατέφευγαν κυρίως γύρω από την κοιλάδα του Νείλου. Η αύξηση των οπαδών αυτής της τάσεως και η εγκατάστασή τους γύρω από τα ερημητήρια των διάσημων για την αρετή τους και την πίστη τους αναχωρητών οδήγησε σε μια νέα μορφή μοναχικής διαβιώσεως, τη λαύρα, που ήταν η μονή με χαλαρό σύστημα κοινοβιακής ζωής και οδήγησε σταδιακά στον κοινοβιακό μοναχισμό. Ιδρυτής του κοινοβιακού μοναχισμού θεωρείται ένας άλλος Αιγύπτιος, νεότερος του Μ. Αντωνίου, ο Παχώμιος. Ο μέγας Παχώμιος[19] , μετά από επτάχρονη άσκηση κατόπιν προσευχής και θείας κλήσεως δημιουργεί μοναστήρι, με εννέα μονές και οκτώ χιλιάδες μέλη, βασιζόμενος στο τυπικό που Άγγελος Κυρίου του υπέδειξε, υπαγορεύοντας τον κανόνα σε χάλκινη πλάκα, « δεύρο και εξελθών συνάγαγε πάντας τους νέους μοναχούς και οίκησον μετ’ αυτών, και κατά τον τύπον όν δίδωμι σοι ούτως αυτοίς νομοθέτησον»[20]. Ήταν εκείνος που οργάνωσε με στρατιωτική πειθαρχία –πρώην κατώτερος αξιωματικός του στρατού άλλωστε- το πρώτο μοναστικό κοινόβιο στην Άνω Αίγυπτο. Στο σύστημά του η προσευχή και η τράπεζα απαιτούσαν την από κοινού συμμετοχή, ενώ κάθε μοναχός ήταν επιφορτισμένος με κάποιο διακόνημα, συνήθως χειρωνακτική εργασία. Θεμέλιο για τη συγκρότηση και συνοχή της κοινοβιακής ζωής στον κοινοβιακό μοναχισμό υπήρξε η υπακοή στον ηγούμενο.
Περί το τέλος του 4ου αι. ο Παλλάδιος στη Λαυσαϊκή Ιστορία αναφέρει την ιστορία του Ευάγριου από τον Πόντο. Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία μετά τη θεραπεία του από βαριά ασθένεια αφού «του έδωσε η ίδια ρούχα και άλλαξε, έφυγε και πήγε στο όρος της Νιτρίας, στην Αίγυπτο»[21]. Βασικό στοιχείο η ένδυση του μοναχικού σχήματος. Κατά τον 5ο αι. ο Νείλος ο ασκητής σε μαρτυρία του αναφέρεται σε «ένδυμα σεμνόν των μοναχών», σε ευχή ευλογίας από τον ηγούμενο και σε χειροθεσία[22].
Ο άγιος Θεοδόσιος[23] : «Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος τόσο πολὺ εἶχε τρωθεῖ ἀπὸ τὴν θείαν ἀγάπην ὥστ εἐξεπλήρωσε εἰς τὸ ἀκέραιον τὴ νὑψηλὴν καὶ θεία ἐντολήν: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, ἐξὅληςτῆς καρδίας σου καὶἐξὅληςτῆςψυχῆς σου και ἐξ ὅλη τῆςἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἀγαπήσειςτὸν πλησίον σου ὡς σε αυτόν» και ὑπῆρξε ὁ θερμότερος συνήγορος καὶ ὀπαδὸς τοῦ ἀληθινοῦ καὶ ὑψηλοῦ μοναχικοῦ βίου, o ὁποῖος συνεδύαζε εἰς τὴν μοναχικὴν πολιτείαν τὴν παιδείαν καί τὴν μοναχικὴν ἄσκησιν τῆς φιλεργίας καὶ φιλοπονίας. Μιμεῖται τοὺς μεγάλους συμπολίτας του Καππαδόκας, Βασίλειον καὶ Γρηγόριον, οἱ ὁποῖοι συνεδύασαν ἁρμονικότερον καὶ ἀπέδειξαν μὲ τὸ παράδειγμά τους ὅτι εἶναι δυνατὴ ἡ συνύπαρξις τοῦ θεωρητικοῦ καὶ πρακτικοῦ βίου εἰς τὴν μοναχικὴν ζωήν. ως προϊστάμενος κοινόβιου έθεσε δυο κανόνες το «προσεύχεσθαι» και το «εργάζεσθαι» κι ανήγειρε φιλανθρωπικά ιδρύματα όπου κοινοβιάτες μοναχοί εργάζονταν κατά την ώρα της χειρωνακτικής απασχόλησης τους»[24].
1. 1 Πατέρες Διδάσκαλοι
Οι φιλοσοφικές και θεολογικές αρχές της αρχαιοελληνικής παράδοσης συγκρούστηκαν σφοδρότατα με την πίστη του Χριστιανισμού. Μάλιστα, οι διαφορές μεταξύ τους οδήγησαν στην εμφάνιση μεγάλων αιρέσεων. Η σύγκρουση αυτή και η αντιπαράθεση σταδιακά οδήγησε σε μία εκπληκτική θεολογική και πολιτιστική σύνθεση με βασικές συνιστώσες τον Χριστιανισμό και τον Ελληνισμό. Από τη γόνιμη συνάντηση της ελληνικής σκέψης με την πίστη και ζωή της Εκκλησίας διαμορφώθηκαν νέες θεωρήσεις στην κατανόηση του Θεού, του κόσμου, του ανθρώπου, της ιστορίας. Πρόκειται για μία νέα οντολογία, την οποία επεξεργάσθηκαν οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας ως επέκταση και ανανέωση της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, ως θετική ανταπόκριση στη φιλοσοφική πρόκληση[25].
Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και πατέρες της εκκλησίας, έγραψαν τα έργα τους κάτω από τις εξής κυρίως αφορμές και ανάγκες: του κηρύγματος, της εκφράσεως θείων εμπειριών, της λατρείας και της δοξολογίας, της διατηρήσεως της μνήμης, της φανερώσεως της αληθείας και αντικρούσεως της κακοδοξίας[26]
Με την αφορμή της φανερώσεως της αλήθειας, γίνεται αναφορά στην επίπονη προσπάθεια των συγγραφέων της Εκκλησίας να αντικρούσουν ύποπτες κι εσφαλμένες γνώμες και αντιλήψεις, διατυπωμένες από μέλη πάλι της Εκκλησίας. Οι αντιλήψεις αυτές αποτελούσαν μικρό ή μεγάλο εμπόδιο στην πνευματική προκοπή των πιστών, κι έθεταν σε κίνδυνο τη σωτηρία τους, αφού εξέφραζαν όχι την πραγματική αλήθεια, αλλά μια φανταστική κι ανύπαρκτη αλήθεια. Όπου κάποια μέλη της Εκκλησίας απέτυχαν και χαρακτηρίστηκαν κακόδοξοι κι αιρετικοί, άλλα που πέτυχαν και εργάσθηκαν με ακρίβεια μεγαλύτερη, ήταν γνησιότεροι φορείς της Παραδόσεως και, σύμφωνα με την πεποίθηση της εκκλησίας, φωτίστηκαν από το Άγιο Πνεύμα, ώστε να γίνουν Πατέρες-Διδάσκαλοι. Έτσι, Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας είναι ο φορέας της Παραδόσεως και του ήθους της Εκκλησίας, που με αφορμή μία μεγάλη θεολογική κρίση φωτίζεται και εκφράζει θεολογικά μια ευρύτερη εμπειρία της αλήθειας, με αποτέλεσμα να συμβάλλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση μιας κρίσεως, που αφορά στη σωτηρία.[27]
Τα πολυάριθμα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων και πατέρων που αναφέρονται σε θέματα όπως κατήχηση, κήρυγμα, δοξολογία, διήγηση θείων εμπειριών και θεοπτικών καταστάσεων, απαιτούν πολλά προσόντα, μεγάλη θεολογική κατάρτιση, βίωση και γνώση της Παραδόσεως της Εκκλησίας, ικανότητα και άσκηση στην ερμηνεία της Γραφής, ευρεία γνώση του πνευματικού και φιλοσοφικού κόσμου της εποχής τους. Όλα αυτά τα έργα προέρχονται από αξιόλογους πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς της Εκκλησίας που όμως δεν είναι Πατέρες-Διδάσκαλοι καθώς δεν παρουσιάζεται στο έργο τους αυτή η ιδιαιτερότητα διασάφησης της αληθείας με τρόπο ευρύτερο και βαθυνούστερο, απ’ όσο είχαν επιτύχει μέχρι τότε τα ιερά πρόσωπα της Παραδόσεως, που προηγούνταν αυτών, για τους οποίους η Εκκλησία έχει εκφράσει συνοδικά τη βεβαιότητά της για τη θεία φώτισή τους επάνω στο θεολογικό τους έργο, βεβαιότητα που δεν αντιπροσωπεύεται από προσωπικές γνώμες, αλλά από κυρωμένο φρόνημα της Εκκλησίας.
1. 2 Η Διδαχή των Πατέρων της Εκκλησίας
α) Ο Κλήμης Α’ ή Κλήμης Ρώμης ή Άγιος Κλήμης θεωρείται Αποστολικός πατέρας διότι μαθήτευσε δίπλα σε αποστόλους, αλλά και διότι θεωρήθηκε πως χειροτονήθηκε από αυτούς. Ο Κλήμης στη θεολογία του αρχικώς τονίζει πως οι εκκλησιαστικοί θεσμοί δεν αντλούν την δύναμή τους από το λαό, αλλά από το Θεό. Πηγή της αληθείας είναι Αυτός, ο οποίος διαμέσου του Ιησού και των Αποστόλων κατέστησε τους κληρικούς στην εκκλησία του. Έτσι προτάσσει αφενός το θείο χαρακτήρα των εκκλησιαστικών αξιωμάτων, αλλά και την αποστολική διαδοχή, αρχές που «παρέμειναν θεμελιώδεις στο Κανονικό Δίκαιο»[28]. Μέσα από τις επιστολές του ο Κλήμης, καταδεικνύει την φυσική τάξη και αρμονία που υπάρχει στην πλάση, μια αρμονία που όλα γίνονται με μέτρο από το Δημιουργό, ενώ ταυτόχρονα την αντιπαραβάλει προς την κοινωνία των ανθρώπων, η οποία πρέπει να διέπεται από τις ίδιες αρχές
β) Διονύσιος ΑρεοπαγίτηςΟ Διονύσιος αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην Εκκλησία του Χριστού. Οι αρετές που βίωνε δεν ήταν θεωρητικά σχήματα, αλλά ο ευαγγελικός νόμος. Η Ενατένιση του Θείου θεωρείται αποτέλεσμα της μοναστικής πνευματικότητας στο περί μυστικής θεολογίας σύγγραμμά του, και συμβουλεύει την άρνηση των αισθήσεων και της λογικής για να φτάσει ο άνθρωπος μέσα στην απόλυτη αγνωσία, δηλαδή στην ένωση με τον Θεό. Ειδικότερα προτρέπει: «Εσύ, δε, ω φίλε Τιμόθεε, ασχολήσου με τα μυστικά θεάματα, άφησε τις αισθήσεις σου και τις νοερές ενέργειες, όλα τα αισθητά και τα νοητά, όλα τα μη όντα και τα όντα, και όσο είναι εφικτό ανυψώσου για να ενωθείς κατά τρόπο ακατάληπτο με αυτόν που είναι επάνω από κάθε ουσία και κάθε γνώση. Διότι, όταν έλθεις σε έκσταση, που θα σε ελευθερώσει τελείως από τον εαυτό σου και από όλα τα πράγματα, όταν αφαιρέσεις τα πάντα και απαλλαγείς από τα πάντα, θα αναχθείς στην υπερούσια ακτίνα του θείου σκότους».[29]Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης στο έργο του Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας διασώζει το τυπικό της ακολουθίας της μοναχικής κουράς. Την ονομάζει «Μυστήριον της μοναχικής τελειώσεως». Περιέχει στοιχεία που υπάρχουν και στη σημερινή ακολουθία. « Ο ιερέας στέκεται μπροστά στο θείο θυσιαστήριο και απαγγέλει τη μοναχική επίκληση. Ο υποψήφιος μοναχός στέκεται πίσω από τον ιερέα και δε γονατίζει ούτε με τα δύο ούτε με το ένα πόδι ούτε έχει στο κεφάλι τα θεοπαράδοτα Λόγια (το Ευαγγέλιο), στέκεται απλά κοντά στον ιερέα που ιερολογεί τη μυστική επίκληση σ’ αυτόν. Όταν την τελειώσει ο ιερέας πηγαίνει στον υποψήφιο μοναχό και πρώτα τον ρωτά αν αποτάσσεται όχι μόνο τους τρόπους ζωής αλλά και τις φαντασίες της διαιρέσεως. Έπειτα του υποδεικνύει τον τελειότατο τρόπο ζωής, δίνοντας μαρτυρία ότι πρέπει να ανυψωθεί πάλι από τον ενδιάμεσο τρόπο. Και όταν αυτά όλα στη συνέχεια τα ομολογήσει ο νεόκουρος μοναχός, τότε αφού ο ιερέας, τον σφραγίσει σε σχήμα σταυρού τον κουρεύει, αφού επικαλεστεί την τριαδική υπόσταση της θείας μακαριότητας· και αφού του βγάλει όλα του τα ρούχα του φοράει άλλη φορεσιά και μαζί με τους άλλους ιερούς άνδρες (μοναχούς) όσοι παρευρίσκονται τον ασπάζεται και τον κάνει τέλειο κοινωνό των θεαρχικών μυστηρίων»[30].
γ) Ο Μέγας Βασίλειος[31]Στον τομέα του μοναχισμού ανέλαβε δράση, θέτοντάς τον υπό τον έλεγχο της εκκλησιαστικής ηγεσίας και εισήγαγε την ομολογία της αφιέρωσης στο Θεό και της ένταξης στην αδελφότητα, η οποία προέβλεπε αγαμία, υπακοή και ακτημοσύνη. Επίσης, έθεσε την αυθαίρετη πνευματικότητα του μοναχισμού στη σταθερή βάση της Αγίας Γραφής και τοποθέτησε τους μοναχούς στη γραμμή του κοινού βίου και της οργανωμένης δράσης. Από τα συγγραφικά έργα του Μ. Βασιλείου και ιδιαίτερα από τους «Όρους κατά πλάτος» και τους «όρους κατ’ επιτομήν»που αναφέρονται στην καθημερινή ζωή των μοναχών καθώς και τα «Ασκητικά», γνωστοποιείται ο Μοναχικός Κανόνας. Ὁ ἀσκητικὸς βίο ςἕνα σκοπὸν ἔχει, τὴν τῆς ψυχῆς σωτηρίαν, καὶ δεῖ πᾶντὸ δυνάμενον πρὸς αὐτὴν συνεργῆσαι τὴν πρόθεσιν, ὡς θείαν ἐντολὴν οὕτω μετὰ φόβου παραφυλάττειν. Οὐδὲ γὰρ αὐταὶ αἱ ἐντολαὶ τοῦ Θεοῦ πρὸς ἄλλο τι βλέπουσιν, εἰμὴ πρὸς τὸ σωθῆναι τὸν ὑπακούοντα.
Η προσπάθεια του Μεγάλου Βασιλείου να προσανατολίσει τους μοναχούς ορθά και να οργανώσει γενικά τον μοναχισμό βρήκε τεράστια απήχηση, διότι το έργο αυτό ήταν βιβλικά θεμελιωμένο, είχε πρακτικό χαρακτήρα, δίδασκε μετριοπαθή ασκητικό βίο και παρουσίαζε θαυμάσια ισορροπία θεωρίας και πράξεως. Δια του μοναχικού συντάγματος ο Μέγας Βασίλειος αναδείχθηκε ο κατεξοχήν Νομοθέτης του μοναχικού βίου στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία[32].
δ) Ιωάννης Σιναΐτης (Κλίμακος).Θεωρείται πως ο Άγιος Ιωάννης έφτασε σε υψηλά μέτρα αγιότητας με την άσκησή του, την υπακοή και τη βαθιά μελέτη των Πατερικών κειμένων. Ως βαθιά πνευματικός άνθρωπος καθοδήγησε πλήθος ψυχών στις μέρες του. Μέχρι σήμερα τα συγγράμματά του τυγχάνουν ευρείας χρήσης από τους πιστούς. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για το έργο του Κλίμακα, από το οποίο πολλές φορές ονομάζεται «Ιωάννης της Κλίμακος». Περιγράφει την πορεία προς την θέωση ως μία ανάβαση σε μια σκάλα προς τον ουρανό, κάθε σκαλί της οποίας είναι μία αρετή που πρέπει να κατακτήσει ο πιστός για να πετύχει τον σκοπόν του και να μην κατακρημνιστεί από αυτή. Οι βαθμίδες αυτές παραπέμπουν την μνήμη μας στην κλίμακα που είδε ο πατριάρχης Ιακώβ στην Παλαιά Διαθήκη: «και ενυπνιάσθη, και ιδού κλίμαξ εστηριγμένη εν τη γη, ης η κεφαλή αφικνείτο εις τον ουρανόν, και οι άγγελοι του Θεού ανέβαινον και κατέβαινον επ’ αυτής».( ΚΘ’ PG88 1160D-1161A). Η Κλίμακα είναι ένα βιβλίο που θεωρείται ότι έχει βοηθήσει πολλές ψυχές διαμέσου των αιώνων και μέχρι σήμερα διαβάζεται από τους πιστούς και ιδιαίτερα από τους Ορθόδοξους μοναχούς[33].
Η ρήση του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος «Φως μεν μοναχοίς άγγελοι, φως δε πάντων ανθρώπων μοναχική πολιτεία»[34], είναι επίκαιρη και προφητική για τους επερχόμενους αιώνες. Στην διαρκώς εντεινόμενη σύγχυση, στην αγνωσία και τον αποπροσανατολισμό, όπου επλήθυναν, κατά τον Προφήτη Ησαΐα, » οι τιθέντες το σκότος φως και το το φως σκότος», και κατά τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος ή το φως»[35], οι μοναχοί, κοινωνοί του φωτός της τρισηλίου θεότητος, διασώζοντας την θεογνωσία και επιτελώντας στη γη το έργο των αγγέλων, θα οδοδεικτούν στις σκοτεινές ατραπούς των υπαρξιακών αναζητήσεων το αληθινό φως και στο χάος της αβεβαιότητος την πίστη και την βεβαιότητα τη αναστάσεως και της αιωνίας ζωής.
ε) Ο Μάξιμος Ομολογητής(580 Κωνσταντινούπολη – 662 Λαζική, Πόντος)[36]: Ως μοναχός υπήρξε η κεντρική προσωπικότητα που πρωτοστάτησε στην εκκλησιαστική έριδα του μονοθελητισμού, η οποία είχε σαφείς πολιτικές, πολιτειακές και γεωπολιτικές προεκτάσεις[37], καθώς η θεολογία του υπήρξε ο πυρήνας της αντίδρασης στις βασιλικές επιδιώξεις για ένα θεολογικό συμβιβασμό μεταξύ ορθοδόξων καθολικών και μονοφυσιτών. Παράλληλα εξέφρασε με μεστό τρόπο τη διδασκαλία των προηγούμενων Οικουμενικών συνόδων, στοιχείο που τον οδήγησε και στο προσωπικό του μαρτύριο και εξορία. Το θεολογικό, φιλοσοφικό και συγγραφικό του έργο σήμερα εκτιμάται για την αρτιότητα και την ιδιαιτερότητα του, ως ένα εξαίσιο δείγμα υψηλής θεολογίας με σημαντική χρήση φιλοσοφικών όρων και μεθόδων[38], που δεν αφήνει ασυγκίνητους για την ποιότητά του, τους σημαντικότερους θεολόγους, ερευνητές και φιλοσόφους της εποχής μας. Εκάρη μοναχός στη μονή της Χρυσουπόλεως[39], στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινουπόλεως, κοντά στο φιλοσοφικό και πνευματικό κέντρο της εποχής, την Χαλκηδόνα. Εκεί δεν επιζήτησε κάποιο ιερατικό βαθμό, ενώ δεν είναι βέβαιο και αν ανήλθε στην θέση του ηγουμένου. Παρέμεινε στο μοναστήρι περί τα 10 έτη, διακρινόμενος για το ασκητικό του φρόνημα, όπως μαθαίνουμε από τις περιγραφές των ασκητικών επιδόσεών του καθώς και για το πνεύμα του και τη σοφία του ανάμεσα στους μοναχούς.
Στο λειτουργικό υπόμνημα που έγραψε ο ίδιος, την «Μυσταγωγία»,[40] παρατηρεί κανείς την προσπάθεια του να εισφέρει την ευλάβεια και την άσκηση που ζουν κατεξοχήν οι μοναχοί στην λειτουργική ζωή[41]. Ονομάζει μοναχικά κατορθώματα την ακτημοσύνη, την αδοξία, την εγκράτεια, την κακοπάθεια. Όλος ο πόλεμος του μοναχού στρέφεται προς τους δαίμονες, για να αποχωρισθούν από τα «πάθη τα νοήματα». Σημάδι του μοναχού ονομάζει την απαλλαγή από τα εμπαθή νοήματα και την καθαρά και αΰλου χάριτος καταξιωμένη προσευχή. Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο μοναχισμός είναι κλήση και κλίση, οδός αγάπης, πορεία ασκήσεως για το Θαύμα της Θέας του Θεού.
ς) Θεόδωρος Στουδίτης: Ο άγιος Θεόδωρος ήταν πνευματικός πατέρας επτακοσίων μοναχών[42] και πολλών άλλων πνευματικών του τέκνων, που συνδέονταν με τη μονή. Όλους αυτούς τους καθοδηγούσε πνευματικά με τακτικές κατηχήσεις, εξομολογήσεις και με επιστολές, και επαγρυπνούσε στην κυριολεξία για την πνευματική τους πορεία και προκοπή. Δεν μας άφησε συγγραφικό έργο καθαρά παιδαγωγικού χαρακτήρα.. Ως ηγούμενος ο Θεόδωρος είχε να ασχοληθεί με θέματα δογματικά και θέματα κανονικής τάξης του κοινοβίου. Ως διδάσκαλος ασχολείται με ζητήματα αγωγής και άσκησης των μοναχών στο χριστιανικό βίο. Τη θέση του Αγίου Διονυσίου ότι η μοναχική κουρά είναι μυστήριον ακολουθεί και ο Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης (8ος- 9ος αι.). «Οι μοναχικώς τελειούμενοι» είναι η υψηλότερη τάξη μεταξύ των εκτός της ιερωσύνης πιστών. Η μοναχική κουρά χαρακτηρίζεται ως «θείο μυσταγώγημα»[43]. Σε επιστολή του ο Άγιος Θεόδωρος κατατάσσει τη μοναχική κουρά μεταξύ των μυστηρίων. Ονομάζει την μοναχική τελειότητα και παρθενία τρίτη χάρη: «Και γαρ εκάλλυνεν ημάς ο Θεός κατ’ αρχάς μεν εν παραδείσω δια του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν αξιώματος. Ει και ότι μάλιστα δια παρακοής εζοφώσαμενε αυτους τε και συνεχέαμεν, πάλιν εκάλλυνεν ημάς εν τω της παρθενίας επαγγέλματι χαρισάμενος ημίν πάντα τα παραπτώματα, εξαλείψας το καθ’ ημών χειρόγραφον, τη σταυροφόρω ζωή επίσης τω βαπτίσματι».
ζ) Ευστάθιος ο Θεσσαλονίκης[44]στο έργο του Επίσκεψις βίου μοναχικού επί διορθώσει των περί αυτόν δίνει πληροφορίες για το τελετουργικό της μοναχικής κουράς. Απευθυνόμενος σε μικρόσχημο μοναχό λέει: «Τώρα θα μιλήσω για τον ανώτερο σου μοναχό, αυτόν που δεν είναι όπως εσύ, ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του Θεού, αλλά βαριά εξοπλισμένος· γι’ αυτόν που διαβάστηκε ευχή να διαμορφώσει το ήθος του και τη ζωή του μέσα από ενάρετες πράξεις, όπως απαιτεί ο Χριστός, και που για το λόγο αυτό σημαδεύτηκε, στο όνομα της Αγίας Τριάδος, με το να αποβάλει το μαλλί του ως περιττό και να δείξει ότι πενθεί· αυτόν που περιεβλήθη τον ιερό μανδύα, όπως θα περιεβάλλετο ένα θώρακα πανίσχυρο, και που έγινε, εξαιτίας όλων αυτών, κάτι ενδιάμεσο μεταξύ ανθρώπων και Θεού»[45].
Ο μοναχός λαμβάνει ευχή, σφραγίζεται σταυροειδώς στο όνομα της Αγίας Τριάδος, του γίνεται κουρά και ενδύεται ιερό μανδύα. Το «μορφωθήναι δι’ έργων αγαθών εν αυτώ τώ σωτήρι Χριστώ» και το πένθος είναι ο αγώνας του μοναχού, που τον κάνει να βρίσκεται «μέσον Θεού και ανθρώπων».
η) Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης βλέπει την ακολουθία της κουράς ως ένα «μυστήριο», το οποίο παραδόθηκε από τον Κύριο. Στηριζόμενος στις μαρτυρίες του Αγίου Διονυσίου ανατρέπει την πλάνη όσων λέγουν ότι η μοναχική κουρά είναι νεότερο λειτουργικό κατασκεύασμα. «Πλανώνται, λοιπόν, όσοι υποστηρίζουν ότι η τελετή του μοναχικού σχήματος είναι νεότερη και ότι δεν μας δόθηκε από το Σωτήρα η τους αποστόλους του, διότι αποδείχθηκε ότι αυτός που το παρέδωσε ήταν ο Χριστός ο Θεός μας και μετά οι μαθητές του, και ότι υπήρχε παραδεδομένο απ’ αυτούς το μυστήριο της μοναχικής τελειώσεως και περιβολή σχήματος διαφορετική από τα ενδύματα των κοσμικών»[46]. Την αρχαιότητα φανερώνει η αλλαγή των ενδυμάτων αυτών, που αποστέλλονταν στο κήρυγμα.
Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης γράφει: “Για το αγγελικό και θείο μοναχικό σχήμα, πρώτος μεν έγραψε ο θείος Διονύσιος ( ο Αρεοπαγίτης). Όμως ότι αφορα το σχήμα το παρέδωσε ο ίδιος ο Σωτήρας. Και αυτό ετήρησαν οι μαθητές του. Διοτι το μοναχικό σχήμα δεν άρχισε και δεν νομοθετήθηκε μόνον από τους οσίους Παχώμιο, Παύλο τον Θηβαίο και Αντώνιο, όπως υποστηρίζουν μερικοί, αλλά από τον ίδιο τον Σωτήρα. Ακολούθως αφού μεταδόθηκε στους Αποστόλους, επειδή κι εκείνοι έζησαν κατά τον μοναχικό τρόπο ζωής, δηλαδή με αγνότητα, λιτότητα στις τροφές, πτωχεία στα ενδύματα, ακτημοσύνη και (αδιάλειπτες) προσευχές, εμπλουτίστηκε από τους μεταγενεστέρους και τελειοποιήθηκε από τους οσίους Πατέρες”[47].
Σε άλλο κείμενο του ο Άγιος Συμεών δεν αμφιβάλλει για την ιερότητα της κουράς. Επαναλαμβάνει ότι ο Κύριος παρέδωσε το Αγγελικό και θείο Σχήμα στους αποστόλους γιατί και αυτοί ζούσαν ως μοναχοί (μοναδικώς έζων) με αγνεία, λιτότητα τροφών και ενδυμάτων, με ακτημοσύνη και προσευχές[48]. Αφού απαριθμήσει τα επτά γνωστά μυστήρια λέγει ότι το αγγελικό σχήμα περιλαμβάνεται στο μυστήριο της Μετανοίας.«Σε αυτό το μυστήριο της μετανοίας συγκαταλέγεται και το ιερώτατο σχήμα των μοναχών, το οποίο και είναι και ονομάζεται αγγελικό»[49].
Η θεολογική θέση του Αγίου Συμεών για το ότι είναι μυστήριο η μοναχική κουρά γίνεται σαφής με τη κατάταξη της τάξεως των μοναχών αμέσως μετά τους ιερωμένους. Αναφέρει δε ότι «μείζων (υψηλότερη) η μοναχική τάξις του κατά κόσμον ιερέως, ως φησί Διονύσιος, ου κατά την ιερωσύνην αλλά κατά τον βίον». Η Εκκλησία μάλιστα εκλέγει τους περισσοτέρους επισκόπους της από τους μοναχούς, που έχουν κατακοσμηθεί προηγουμένως με το θείο σχήμα και η χάρη της αρχιερωσύνης εξαγιάζει το ιερό σχήμα.
θ) Ο Όσιος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής σε μια επιστολή του γράφει: «Αλλη της ιερωσύνης η χάρις. Αλλη του σχήματος. Αλλη των μυστηρίων. Αλλη η ενέργεια χάριτος της ασκήσεως. Όλα εξέρχονται από μίαν πηγήν, αλλά διαφέρει το ένα του ετέρου τη υπεροχή και τη δόξη».
Διαβάστε εδώ ολόκληρη την μελέτη