Του Σταυρού στον Σαγματά

26 Σεπτεμβρίου 2021

Ἀναμνηστικὸ ποίημα

ἀπὸ τὴν γιορτὴ τοῦ Σταυροῦ στὸν Σαγματᾶ, τὸ 1974

ς Πρωτοσύγκελλος τότε τῆς Μητροπόλεως Θηβῶν καὶ Λεβαδείας καὶ Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σαγματᾶ ὁ νῦν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Λεβαδείας, Μακαριώτατος κ. κ. Ἱερώνυμος, κάθε χρόνο τοῦ Σταυροῦ, στὶς 14 Σεπτεμβρίου, τελοῦσε Ἱερὰ Ἀγρυπνία στὸ ἱστορικὸ αὐτὸ Μοναστήρι ποὺ κατέχει μεγάλο ἀπότμημα τοῦ Τιμίου Ξύλου τοῦ Σταυροῦ τοῦ γλυκυτάτου μας Ἰησοῦ. Ἐμεῖς, νεαροὶ τότε φοιτητές, μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀνεβαίναμε, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὴν πνευματικὴ πανδαισία τοῦ Σταυροῦ, τοῦ ὁποίου τὸ εὗρος καὶ τὸ μῆκος εἶναι οὐρανοῦ ἰσοστάσιον. Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ αὐτὴν ὡραιότατες καὶ ἀνεξίτηλες παραμένουν μέσα μας καὶ οἱ στιγμὲς ποὺ ὁ τότε Ἅγιος Καθηγούμενος καὶ νῦν Ἀρχιεπίσκοπος, μᾶς ὁδηγοῦσε στὴν ἄκρη τοῦ βράχου μὲ τὴν μοναδικὴ θέα, ὅπου ἀναπτύσσαμε διάφορα ἐπίκαιρα θέματα καὶ εἴχαμε ἐποικοδομητικὲς συζητήσεις μοναδικὲς συνοδευόμενες ἀπὸ ψαλμωδίες καὶ ψαλμοτράγουδα κατανυκτικὰ καὶ νοσταλγικὰ τῆς κατηχητικῆς καὶ κατασκηνωτικῆς ζωῆς.

Τὸ ποίημα ποὺ ἀκολουθεῖ προέρχεται ἀπὸ τὴν συλλογὴ: «Σκέψεις, εὐχὲς καὶ ἀναμνήσεις, Ποιήματα ἀπὸ τὴν ξένη γῆ» ποὺ ἔγραψα στὸ Manchester ὡς μεταπτυχιακὸς σπουδαστὴς τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1974.

Μονὴ Σαγματᾶ

Τοῦ Σταυροῦ στὸν Σαγματᾶ

Στοῦ Σαγματᾶ ποθήσαμε τ’ ἀρχαῖο Μοναστήρι,

ἀποσπερὶς ποὺ τοῦ Σταυροῦ κινάει πανηγύρι,

νὰ προσκυνήσουμε πιστὰ μὲ ζέση καὶ μὲ ζῆλο

κομμάτ’ ἀπ’ τὸ ζωοποιὸ τοῦ Σταυρωμένου Ξύλο.

Καὶ νὰ ἀνηφορίζουμε τὸ ἁπαλὸ τὸ δεῖλι

μὲ τὴν καρδιὰ χαρούμενη καὶ μὲ ψαλμοὺς στὰ χείλη,

ποὺ οἱ ἀπέναντι πλαγιὲς ἀντιλαλοῦν καὶ λένε:

«Γιὰ Σέ, Χριστέ, ἐρχόμαστε, γιὰ Σὲ ἀγαπημένε».

Γλυκὸ καμπάνας κτύπημα τὰ βήματά μας φέρει

στῆς ἐκκλησιᾶς τὸ πρόθυρο, κι’ ἐνῶ ποιεῖ τὸ χέρι

τῆς νίκης μας τὸ σύμβολο, τὸ ἅγιο Σημεῖο,

σκιρτᾶ ἡ ψυχὴ καὶ τοῦ Θεοῦ ὑμνεῖ τὸ μεγαλεῖο.

Στ’ ὀλόλαμπρο Καθολικό, στὴ μέση ἀκουμπισμένο,

μὲ ἄνθη καὶ βασιλικὰ καὶ μῦρα στολισμένο,

κομμάτι ἀπ’ τὸν τρισάγιο Σταυρὸ τοῦ Λυτρωτοῦ μας

σκορπᾶ εἰρήνης βάλσαμο καὶ ἠρεμεῖ τὸ νοῦ μας.

Σἂν ἀρχινᾶ ἑσπερικὸς ἡ θεία μελωδία

καὶ τὸ μοσχοθυμίαμα ποὺ χύνει εὐωδία

σὲ ἄλλο κόσμο μακρινὸ μᾶς ἀνυψεῖ μεγάλο,

ἐκεῖ ποὺ μόνον ἄγγελοι ὑμνοῦν τὸν Τρισμεγάλο.

Στὸ φῶς ποὺ γύρω μας σκορποῦν καντήλια καὶ λαμπάδες,

στὰ ἱερά τους ἄμφια ἀστράφτουν οἱ παππάδες

καὶ μέσ’ στὸ ἀντιφέγγισμα βλέπω μορφὲς Ἁγίων

νὰ ὑμνολογοῦν καὶ τὸν Σταυρὸ ν’ ἀσπάζονται τὸν θεῖον.

Κι εὐθὺς οἱ ἱλαρὲς μορφὲς τοῦ Σεραφείμ, τοῦ Κλήμη

κι ἄλλων ὁσίων ἀσκητῶν μοῦ ἔρχονται στὴν μνήμη,

Ἁγίων ποὺ ἀνάλωσαν δῶ πάνω τὴν ζωή τους

καὶ μὲ τὸν πόθο τοῦ Χριστοῦ ἀφῆσαν τὴν πνοή τους.

Ἀγάλλονται κι αὐτοὶ μὲ μᾶς τὴν ἅγια τούτην ὥρα

κι ἑνώνουν τὴ οὐράνια μὲ τὴν ἐπὶ γῆς χώρα,

ἀφοῦ τοῦ τρισμακάριστου Σταυροῦ ἀκολουθῆσαν

τὰ ἴχνη καὶ στοῦ Ἀβραὰμ τὴν ἀγκαλιὰ καθῆσαν.

Πέτα, ψυχή μου, πέταξε τοῦ οὐρανοῦ τὰ κάλλη

τὸ δεῖλι τοῦτο νὰ γευθεῖς καὶ στὴν πλατειὰ ἀγκάλη

τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ σφαλίσου, μὴ φοβᾶσαι,

τέτοιες στιγμὲς εὐχάριστες δὲν ζεῖς ὅπου καὶ νἆσαι.

Κι ὅταν μετὰ τ’ ἀπόδειπνο στὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ βράχο,

θὰ τὸ θυμᾶμαι μὲ χαρά, παντοῦ, ὅπου κι ἂν λάχω,

τραγούδι νιότης ἀρχινᾶ γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν χάρη,

νοίωθαμε θεϊκὸ παλμὸ νάχει ἡ φωνή μας πάρει.

Ἂς εἶναι σ’ ὅλη τὴν ζωή, μὴν τ’ ἀρνηθεῖς, Χριστέ μου,

τέτοια ψυχῆς ἀνάταση νὰ νοιώθω, Πλαστουργέ μου,

κι’ εὐφραινομένη ἡ καρδιὰ ἀπ’ τὴν τρανὴ θωριά Σου

νὰ μ’ ὁδηγεῖ παντοτινὰ στὸ ἅγιο θέλημά Σου.