Νικηφόρος Μικραγιαννανίτης (†). Ο δωρικός Ιεραπόστολος: Προσωπικές μαρτυρίες

21 Οκτωβρίου 2021

Τη Συνοδεία των Μικραγιαννανίτων «Γερασιμαίων» την είχα επισκεφθεί πολλές φορές, αλλά δεν είχε τύχει ποτέ να συναντήσω τον π. Νικηφόρο. Συνήθως έλειπε στην Αθωνιάδα για μαθήματα. Μια φορά όμως στάθηκα «τυχερός». Θα ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και οι Πατέρες της Συνοδείας τον περίμεναν από ένα αλλιώτικο ταξίδι. Θα γύριζε, λέει, από την Αφρική. Είχε πάει στο Ζαΐρ για να βοηθήσει στην Ιεραποστολή.

Γύρισε γεμάτος εντυπώσεις και δώρα. Τα δώρα ήταν από την ξυλογλυπτική τέχνη των ντόπιων και οι εντυπώσεις ήταν από τα ήθη και το τοπίο αυτής της εξωτικής χώρας. Όταν του θύμισα αυτήν την πρώτη συνάντησή μας, 30 χρόνια αργότερα, στο Ζαΐρ που είχε μετονομαστεί στο μεταξύ Κονγκό, στη δική μου πρώτη επίσκεψη στην Αφρική, σκέφτηκε λίγο, μισοχαμογέλασε και είπε: «Ήταν η πρώτη φορά που είχα κατέβει…».

Μετά από την πρώτη εκείνη φορά, μάθαινα αραιά τα νέα του. Την προσφορά του στην εκπαίδευση της Εκκλησίας της Αλβανίας, την ανάρρησή του στο θρόνο της Εκκλησίας της αφρικανικής χώρας, τον αγώνα του για το νεοσύστατο Πανεπιστήμιο της Εκκλησίας στην πρωτεύουσα Κινσάσα. Στην αγωνία του και στον αγώνα του αυτόν, άρχισε να επισκέπτεται τη Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης, ώστε να βρει διδάσκοντες για τα μαθήματα της Θεολογικής Σχολής του «Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη» της Κινσάσα. Ήδη οι καθηγήτριες του Τμήματος Θεολογίας Μαρία Καζαμία († 2016) και Νίκη Παπαγεωργίου είχαν ξεκινήσει να συνδράμουν στο έργο του, διδάσκοντας. Και ο Θεός ευδόκησε να αξιωθώ κι εγώ της τιμής της Ιεραποστολής.

Από την πρώτη στιγμή που κατέβηκα, με αιχμαλώτισε η μέριμνά του. Άοκνος, από το πρωί ώς το βράδυ να ασχολείται με τα ζητήματα της Επαρχίας του. Άκρως φιλακόλουθος, να βρίσκει χρόνο για τις καθημερινές ακολουθίες. Μια μητρόπολη αληθινό μοναστήρι. Συγκαταβατικός με τις αδυναμίες των ανθρώπων. Θυμάμαι έναν συνεργάτη του να δυσφορεί με τη μακροθυμία του: «Είπαμε να αγαπάς και να συγχωρείς, αλλά όχι κι έτσι! Τους πιάνει να τον κοροϊδεύουν και ούτε τους διώχνει ούτε τους φωνάζει! Μα γίνεται έτσι δουλειά;». Κι όμως γινόταν! Η καλοσύνη του τους άγριους ημέρευε και τους πονηρούς τούς συνέφερνε. Η πράα μορφή του έφερνε την καλή αλλοίωση στους γύρω του.

Ένα μεσημέρι έτυχε να βρεθούμε οι δυο μας στην επισκοπική οικία. Άρχισε να μαγειρεύει. Του ζήτησα να τον βοηθήσω, μα το δεν το επέτρεψε. «Είμαι καλόγερος, μην το ξεχνάς», είπε κοφτά. Με το ζόρι έκανα κι εγώ κάτι λίγα στο σερβίρισμα. «Είσαι μουσαφίρης, δεν θα το χαλάσουμε τώρα», επέμενε. Εκείνο που καταλάβαινα πως τον ευχαριστούσε, ήταν να λέμε για το Άγιο Όρος. Ιστορίες, πρόσωπα, θύμησες. Εκεί ζωντάνευε αλλιώτικα, ο τόνος της φωνής του άλλαζε, οι μνήμες του έδιναν δύναμη και ζωή.

Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνό του. Συνοφρυώθηκε σε αυτά που του έλεγε ο συνομιλητής του. Ήταν κάποιος ιερέας από τις ανατολικές περιοχές της χώρας – άρα και τις πιο ανήσυχες κοινωνικά. Του ανακοίνωσε ότι μια ένοπλη ομάδα απήγαγε τον ψάλτη του και ζητούσε λύτρα από την Εκκλησία… Αφού έδωσε οδηγίες για τις διαπραγματεύσεις και έκλεισε το τηλέφωνο, γύρισε και με είδε που ήμουν με κομμένη την ανάσα. «Είναι κάτι συνηθισμένο», με καθησύχασε. «Εξάλλου, κάθε φορά που χτυπάει το τηλέφωνο, ξέρω ότι θα είναι για κάποιο πρόβλημα, κατά κανόνα σοβαρό», συμπλήρωσε και συνέχισε τις αγιορείτικες αναμνήσεις (για την ιστορία, ο ψάλτης ελευθερώθηκε το ίδιο βράδυ, χάρη σε μερικές δεκάδες δολάρια…).

Την ίδια χαρισματική αταραξία έδειξε και σε μια άλλη περίπτωση, όταν μου ζήτησε να τον βοηθήσω σχετικά με μία ομιλία που θα έδινε σε ένα μεγάλο συνέδριο. Συγκεκριμένα, ήθελε να δώσει στους διοργανωτές κάποιες φωτογραφίες από τη διακονία του στο Κονγκό, για να προβάλλονται συνοδευτικά με τον λόγο του. Οι φωτογραφίες αυτές ήταν αποθηκευμένες σε κάποιον υπολογιστή και σε μερικά στικάκια. Εδώ βρισκόταν η δική μου αρωγή: να ψάξω να βρω μέσα στα αρχεία ποιες φωτογραφίες θα ήταν οι πιο κατάλληλες για την περίσταση. Αφού βρήκα τα σχετικά αρχεία, καθίσαμε μαζί και αρχίσαμε το ξεδιάλεγμα. Οι περισσότερες φωτογραφίες ήταν από τις πολυήμερες περιοδείες του. Βλέπετε, η χώρα του Κονγκό είναι τεράστια σε έκταση και ο ίδιος ήθελε τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο να περιέρχεται όλες τις ενορίες του.

Σε κάθε ομάδα φωτογραφιών, λοιπόν, στεκόταν, συλλογιζόταν και είχε κάτι «εξωτικό» να πει. Για το ποταμόπλοιο που χάλασε την ώρα του ταξιδιού και το πήγαν σε μια όχθη για να επιδιορθώσουν τη βλάβη και τους έπιασε η νύχτα κάτω από ένα τεράστιο δέντρο κι εκείνος έβλεπε την «κίνηση» στα κλαδιά του και αναρωτιόταν τι απ’ όλους τους ενοίκους του θα τους επισκεφθεί… Για τους κατοίκους των χωριών στην καρδιά της ζούγκλας που μαζεύτηκαν για να τον δουν, όταν πήγε να επισκεφθεί ένα χωριό Ορθοδόξων – αλλά και τους Ορθόδοξους πιστούς που χόρευαν και τραγουδούσαν στους ετερόδοξους επισκέπτες για τον δικό τους επίσκοπο που έφτασε στον τόπο τους, ενώ οι δικοί τους αρχιερείς δεν το έκαναν ποτέ… Για τον ηλικιωμένο Κονγκολέζο, από το γειτονικό χωριό, που τον πλησίασε και ζήτησε να πιάσει το χέρι του, γιατί δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του λευκό άνθρωπο… Για τον «βασιλιά» μιας φυλής που συζητούσε μαζί του για την εισδοχή στην Ορθοδοξία των ανθρώπων της… Για το αυτοκίνητο που χάλασε και χρειάστηκε μια μοτοσικλέτα να τον μεταφέρει… Και για τόσα άλλα…

Κάποια άλλη φορά, ύστερα από την ακολουθία του Όρθρου στο παρεκκλήσι του Επισκοπείου, μου ζήτησε να πάω μετά το πρωινό από το γραφείο του, να μου δώσει κάτι να ελέγξω. Πήγα και μου έδωσε μερικές επιστολές, να τις δω για τυχόν ορθογραφικά λάθη. Ήταν ευχαριστήρια κείμενα προς επιφανείς και μη δωρητές, αλλά και αιτήματα προς άλλους, ώστε να συνεργήσουν στις ανάγκες της Μητρόπολής του. Αφού έκανα όσες διορθώσεις χρειάστηκαν και του τις επέστρεψα, μου απολογήθηκε: «Ξέρεις, όλη μέρα δεν προλαβαίνω να συντάξω αυτές τις επιστολές και μόνο το βράδυ έχω τη δυνατότητα. Τότε όμως είμαι κουρασμένος και με το ζόρι προσπαθώ να μείνω ξύπνιος και να διαβάσω και να συντάξω την αλληλογραφία. Γι’ αυτό και κάνω λάθη και χρειάζεται να περιμένω να έρθει κανείς να τα ξαναδεί…».

Ίσως η πιο συγκλονιστική στιγμή ήταν τότε στα τέλη Μαΐου του 2016. Η πτήση έφτασε κανονικά το βράδυ και με παρέλαβαν από το αεροδρόμιο τα παιδιά, για να με μεταφέρουν στο Επισκοπείο. Το δείπνο δεν είχε τελειώσει ακόμα και η συζήτηση ήταν στο φόρτε της. Θέμα, τι άλλο; Το ίδιο που συζητιόταν σε όλη την Ορθοδοξία εκείνες τις μέρες: η επικείμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Κρήτης. Παρών κι ένας εξ Ελλάδος αρχιμανδρίτης, ο οποίος την επομένη θα επέστρεφε στην πατρίδα, «αρνητής» ωστόσο της Συνόδου.

Το τελευταίο που θα περίμενα εκείνον τον καιρό, ήταν να ξανακούσω τις ίδιες συζητήσεις στην καρδιά της Αφρικής. Ήδη στην Ελλάδα είχαν αρχίσει να αυξάνονται οι αντιρρήσεις για το σπουδαίο αυτό γεγονός της Εκκλησίας μας, με τη συνήθη επωδό: «Αν είναι να μαζευτούν μόνο για να βγάλουν φωτογραφία, καλύτερα να μη μαζευτούν». Ο επισκέπτης αρχιμανδρίτης διατύπωνε με παρρησία τις αντιρρήσεις του και ο μακαριστός πλέον ιεράρχης Νικηφόρος τού απαντούσε με μια ασυνήθιστη ζωηρότητα και ένταση. Παρά την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, τα επιχειρήματα ήταν εκατέρωθεν στερεά και το ενδιαφέρον αμείωτο. Όταν μετά το Απόδειπνο συνάντησα κατ’ ιδίαν τον Μητροπολίτη για να του παραδώσω ό,τι έπρεπε να παραλάβει προσωπικά, δεν άντεξα και του εξέφρασα την έκπληξή μου για το έντονο ύφος του, που πρώτη φορά βίωνα.

«Κοίταξε να δεις», μου είπε αμέσως. «Εμάς εδώ στην υποσαχάρια Αφρική, τα θέματα που πρόκειται να συζητηθούν μας ενδιαφέρουν ελάχιστα ή και καθόλου. Τι να μας ενδιαφέρει δηλαδή; Η νηστεία, που οι άνθρωποι εδώ μπορεί να βρουν όλη τη μέρα μόνο ένα αυγό να φάνε; Ο γάμος, που εδώ παλεύουμε με το πρόβλημα της πολυγαμίας; Εμένα τουλάχιστον ένα πράγμα με ενδιαφέρει: να βγουν στο τέλος μια φωτογραφία!». Έμεινα άναυδος. Γνώριζε τόσο πολύ τις ελλαδικές συζητήσεις; Τον ρώτησα και μου εξήγησε: «Εμείς εδώ έχουμε προβλήματα, που εσείς ούτε τα γνωρίζετε ούτε τα διανοείστε. Έχουμε, που λες, μια αιρετική ομάδα από την Αμερική που λέγεται “Βυζαντινή Ορθόδοξη Εκκλησία”. Αυτοί συνέπραξαν με τους ντόπιους παλαιοημερολογίτες και μας αρπάζουν τους ναούς. Και ξέρεις πώς τους παίρνω πίσω; Πηγαίνω στο δικαστήριο με το Ημερολόγιο της Μητρόπολης. Εκεί, το δείχνω στον δικαστή και του ζητάω να δει τις φωτογραφίες. Και μετά του λέω ότι αυτός είμαι εγώ και αυτός είναι ο Πατριάρχης της Αλεξάνδρειας και αυτή είναι η Σύνοδος του Πατριαρχείου που ανήκω. Ας μας πουν κι αυτοί, πού ακριβώς ανήκουν. Κι έτσι, μας επιστρέφουν τους ναούς μας. Τώρα λοιπόν θα προσθέσω και τη φωτογραφία της Μεγάλης Συνόδου και θα λέω: “Αυτός είναι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, αυτός είναι ο Πατριάρχης Μόσχας [ακόμη τότε, δεν είχε αποσύρει τη συμμετοχή της η Εκκλησία της Ρωσίας], αυτός είναι ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής”. Και το έργο μας θα γίνει πιο εύκολο». Και με αυτά τα λόγια με άφησε να αναλογίζομαι τη δυναμική του πλούτου της Ιεραποστολής και μαζί τον δυτικοκεντρισμό της εκκλησιαστικής μας σκέψης.

Θα ήθελα κλείσω τις αναμνήσεις αυτές με μια χαρακτηριστική στιγμή της βαθιάς και ανυπόκριτης ταπεινοφροσύνης του. Ζούσε ακόμη ο μακαριστός πλέον Ιγνάτιος Πενταπόλεως, ο οποίος είχε ολοκληρώσει τις ετοιμασίες για τον Ι. Ναό της Αγ. Βαρβάρας, δίπλα στις εγκαταστάσεις της Θεολογικής Σχολής, και μάλιστα με προσωπική εργασία και ακάματη νυχθημερόν επίβλεψη. Ενώ ήταν έτοιμα όλα για τα Θυρανοίξια, ο προκάτοχος του μακαριστού Νικηφόρου στην Εκκλησία του Κονγκό, μητροπολίτης Ιγνάτιος, διαπίστωσε κάποια ατέλεια και ζήτησε να ξεκινήσουν λίγο αργότερα. Παρ’ όλο που δεν επρόκειτο για κάτι σημαντικό και παρά το πιεστικό πρόγραμμα, ο επιχώριος Ιεράρχης δεν θέλησε να «χαλάσει το χατίρι» του «παππού», συνεννοήθηκε με τα μάτια με τον π. Χριστοφόρο, που είχε σταλθεί από την Ελλάδα για να συνοδεύσει τον μητροπολίτη Πενταπόλεως στο ταξίδι της επιστροφής, και δεν θέλησε να επιμείνει. Δέχθηκε να καθυστερήσει η τελετή για όσο χρειαζόταν και πήγε στο μεταξύ σε μια διπλανή ενορία, να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και να δει πώς πηγαίνουν τα πράγματα εκεί.

Αυτός ήταν/είναι ο Κινσάσα Νικηφόρος. Λιτός, απέριττος και δωρικός στις εκφράσεις και τα λόγια. Μα πολύ ουσιαστικός και παραγωγικός σε όποιο έργο τον έταξε η Εκκλησία (και με την ευκαιρία, ας πούμε και κάτι ακόμα. Όπως μου είχε εκμυστηρευθεί, δέχθηκε την πρόταση να διαδεχθεί τον μητροπολίτη Ιγνάτιο, μόνο επειδή ο γέροντάς του Σπυρίδων Μικραγιαννανίτης τού είπε ότι πρέπει να κάνει υπακοή στην Εκκλησία…). Σπάνια μορφή με ήθος δυστυχώς δυσεύρετο πλέον. Και όπως σοφά λέει μια άλλη άοκνη εργάτρια της Ιεραποστολής, η κ. Στέλλα Παπαδοπούλου, «αυτός ο άνθρωπος δεν χρειαζόταν να πει τίποτε. Σε γαλήνευε και σε δίδασκε μόνο με την παρουσία του».
Την ευχή του να έχουμε και να καταστούμε άξιοι να βοηθήσουμε να συνεχιστεί το έργο του!
*Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ιεραποστολικός Ταχυδρόμος», τεύχος 155, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2021