Ανακομιδή Οστών και Αγίων Λειψάνων
20 Οκτωβρίου 2021Η ανακομιδή οστών του τεθνεώτος και η απονομή τιμής σε αυτά είναι μία πρακτική και ένα τελετουργικό το οποίο έλκει την καταγωγή του από τα αρχαιότατα χρόνια.
Στην Παλαιά Διαθήκη ανακομίζονταν τα λείψανα και τιμώνταν ως εκδήλωση αγάπης και σεβασμού στα πρόσωπα που κοιμήθηκαν, αλλά και ως έκφραση της πίστης ότι αυτοί «ζουν» σε μιά άλλη ζωή και ελπίδας για την ανάσταση. Παράδειγμα η μεταφορά των λειψάνων του Ιωσήφ του Παγκάλλου από την Αίγυπτο στην γη της Επαγγελίας. Αλλά και η προφητεία του Ιεζεκιήλ για τα ξηρά οστά που λαμβάνουν σάρκα και τελικά και πνεύμα ζωής (Ιεζ. 37, 1-14) είναι προτύπωση της Αναστάσεως των νεκρών.
Η τιμή προς το σώμα του νεκρού υπήρχε και στην Αρχαία Ελλάδα κυρίως με πολιτική και εθνική χροιά και για την προβολή των επιφανών ανδρών ως υπόδειγμα στον λαό. Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε στον Ελλαδικό χώρο ανά τους αιώνες και ενισχύθηκε λαμβάνοντας βαθύ θεολογικό περιεχόμενο με την έλευση του Χριστιανισμού. Η κατάργηση του θανάτου και η προσμονή της Αναστάσεως μετά το γεγονός της Ενσάρκου Οικονομίας του Χριστού δίνουν στην αντιμετώπιση του νεκρού σώματος μία εντελώς νέα διάσταση. Ο νεκρός οράται μέσα στην προοπτική του φωτός της Αναστάσεως. Δεν θεωρείται μιαρός, αλλά αγαπητό σκήνωμα, άξιο τιμής και φροντίδας. Τον δρόμο για αυτή την νέα θέαση ανοίγουν τα ίδια τα ευαγγελικά κείμενα, τα οποία συνδέουν στενά την ταφή του Χριστού από τους κρυφούς μαθητές και τις Μυροφόρους με το γεγονός της Αναστάσεως.
Η μέριμνα του Ιωσήφ και του Νικοδήμου να μην μείνει το Σώμα του Ιησού στον Σταυρό και η φλέγουσα επιθυμία της Μαρίας της Μαγδαληνής και των άλλων γυναικών να μυρώσουν το Θείο Σώμα, τόσο έντονες ψυχικές αποτυπώσεις μέσα στα στο θείο και σωτήριο Πάθος, καθίστανται αγωγοί για τα αισθητήρια της ψυχής και του σώματος στην υποδοχή της Αναστάσεως.
Διά στόματος του Αποστόλου Παύλου η Ανάσταση αποτελεί το θεμέλιο και το νόημα όλης της πίστεως. Σε αυτήν ακριβώς την πίστη η Εκκλησία από τα πρώτα της χρόνια στήριξε την τιμή προς τους νεκρούς τους οποίους πια του θεωρεί κεκοιμημένους. Πολύ περισσότερη τιμή διαφύλαξαν τα μέλη της Εκκλησίας στα σκηνώματα και τα λείψανα των Αγίων, ιδιαίτερα των μαρτύρων στην αρχή, αλλά και κάθε αγίου στη συνέχεια.
Η θεολογία της Εκκλησίας δικαιολογεί την τιμή προς τα λείψανα, νοουμένου ότι θεωρεί τον άνθρωπο μία αδιάσπαστη ψυχοσωματική οντότητα, η οποία προσωρινά μόνο χωρίζεται από τον θάνατο. Ως εκ τούτου όσο αγιασμένη μπορεί να είναι η ψυχή του ανθρώπου, άλλο τόσο είναι και το σώμα του, ακόμη μετά τον θάνατο, και διατηρεί την χάρη του Θεού η οποία ενοίκησε στο όλο αγιασμένο άνθρωπο. Και αφού ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα από τον Θεό να λάβει ως χάρισμα τον αγιασμό, και το σώμα του επομένως θα είναι αγιασμένο και πηγή αγιασμού σε όσους το τιμούν με πίστη.
Έτσι η ανακομιδή των οστών, ως πράξη φροντίδος και ευπρεπισμού κατά την εκταφή εκτός από τον εθιμικό και κοινωνικό χαρακτήρα που είχε, λαμβάνει κατ’ εξοχήν αγαπητικό και εσχατολογικό νόημα. Δεν μεριμνούμε απλώς για τον καθαρισμό και την τάξη των οστών ενός αγαπημένου προσώπου, αλλά προετοιμάζουμε λειτουργικά τα οστά ενός αδελφού που «προσδοκά ανάστασιν νεκρών».
Μέσα σε αυτό το κλίμα πολλές φορές κατά την ανακομιδή των λειψάνων των αγίων δόθηκαν αισθητά σημεία της Θείας Χάριτος ως προαναγγελία της Αναστάσεως πάντων: μυροβλυσία, ευωδία, θαύματα, ιάσεις ασθενών και άλλα πολλά σημεία. Ο εορτολογικός κύκλος του ενιαυσίου κοσμείται από πλήθος εορτών της ανακομιδής των λειψάνων πολλών Αγίων. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου και του Αγίου Νικολάου η ανακομιδή συνοδεύτηκε από έντονα ιστορικά, κοινωνικά ή εκκλησιαστικά γεγονότα. Ωστόσο αυτό που έμεινα στην παράδοση της Εκκλησίας είναι ότι πρόκειται για πράξη μεγάλης λειτουργικής και θεολογικής σημασίας, σε σημείο που σήμερα πολλοί ιεροί Ναοί πανηγυρίζουν τον τιμώμενο Άγιο όχι την ημέρα της κοιμήσεώς του, ως είθισται, αλλά στην ανακομιδή των λειψάνων του.
Παρά το γεγονός ότι δεν μαρτυρείται με σαφήνεια η υποχρεωτικότητα της ανακομιδής μετά την ταφή –πάντοτε μετά την παρέλευση τουλάχιστον τριών ετών ώστε να είναι βέβαιη η πλήρης αποσύνθεση του ανθρωπίνου σώματος– λειτουργικά έχει καθιερωθεί στην Εκκλησία. Όσα προειπώθηκαν για την σύνδεσή της με το Μέγα Γεγονός της Αναστάσεως, οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι όπως οι άγιοι, έτσι και κάθε βαπτισμένος χριστιανός αξίζει την φροντίδα της ανακομιδής. Άλλωστε η αγιότητα του βίου είναι ο βασικός στόχος για κάθε άνθρωπο που θέλει να λέγεται μέλος της Εκκλησίας. Και δεν ήταν λίγες οι φορές όπου ο Θεός μέσα από την ανακομιδή αποκάλυψε την καλά κρυμμένη αγιότητα, ανθρώπων που πέρασαν απαρατήρητοι στο διάβα της ζωής τους.
Από την πλευρά της ποιμαντικής, η εγγύτητα στο γεγονός του θανάτου που η Εκκλησία μας δίνει την ευκαιρία να έχουμε, μέσα από την νεκρώσιμη ακολουθία, τα μνημόσυνα και την ανακομιδή τονίζει την ματαιότητα και το σύντομο της επίγειας ζωής, ανοίγοντας την προοπτική της αιώνιας.