Εκκλησία και Κοινωνία
1 Οκτωβρίου 2021Οι κοινωνικές αντιλήψεις, η στάση ζωής, η συµπεριφορά, η δράση, το ήθος εν γένει των διαφόρων κοινωνικών οργανισµών καθώς και των επιµέρους µελών της κοινωνίας καθορίζονται και προσδιορίζονται αποφασιστικά από τις θεολογικές, θρησκευτικές, φιλοσοφικές, ιδεολογικο-πολιτικές πεποιθήσεις, τα «πιστεύω» τους.
Είναι σαφές ότι η διδασκαλία και ο τρόπος βίου της Εκκλησίας, αλλά και του κάθε γνησίου και αυθεντικού Χριστιανού, ο οποίος λαµβάνει σοβαρά την πίστη του και εφαρµόζει στην καθηµερινή του ζωή τα πιστεύµατα της πίστεώς του, καθορίζονται από το παράδειγµα λόγων και πράξεων του Θείου Ιδρυτού της Πίστεως, του Κυρίου µας, και από τις θεολογικές, φιλοσοφικές, ανθρωπολογικές και ηθικές αρχές, όπως αυτές αποτυπώνονται στα θεµελιώδη ιερά Κείµενά της.
Με άλλα λόγια, η διδασκαλία, οι θέσεις, οι απόψεις της Εκκλησίας, αλλά και τού Χριστιανού, προκύπτουν και καθορίζονται από την Αγία Γραφή, τα κείµενα των Πατέρων της Εκκλησίας, των Συνόδων, αλλά και από τη βιοτή των κατ’ εξοχήν αυθεντικών µαθητών του Χριστού, δηλαδή των Αγίων Του, «των καθ’ εκάστην γενεάν ευαρεστησάντων» τω Θεώ.
Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σηµασία, ακριβώς διότι µας βοηθά να διακρίνουµε το αυθεντικό από το κίβδηλο, το αληθές από το ψευδές, αυτό που είναι χρήσιµο και ωφέλιµο να ακολουθήσουµε από εκείνο που οφείλουµε να απορρίψουµε ως ψυχοφθόρο και πνευµατικά επιβλαβές.
Σύµφωνα µε την ευαγγελική και πατερική παράδοση, η σωτηρία µας, η οποία αποτελεί τη θεµελιώδη και πρωταρχική επιδίωξη του καθενός µας, δεν έχει µόνο κάθετη αναφορά προς τον Θεό, αλλά και οριζόντια προς τον συνάνθρωπό µας.
Με άλλα λόγια, τη σωτηρία µας «καθορίζει» η στάση µας προς τον Θεόν (η πίστη µας σε Αυτόν ως τον αληθινό Θεό και Σωτήρα µας) και η στάση µας προς τον συνάνθρωπο, ως εικόνα του Θεού.
Δεν νοείται καλός Χριστιανός χωρίς αυτός να είναι συνάµα και καλός άνθρωπος. Το αντίθετο –δηλαδή κακός άνθρωπος και καλός Χριστιανός– είναι φύσει αδύνατο.
Μάλιστα, ακόµη και ο καλός άνθρωπος, αν δεν είναι γνήσιος και αυθεντικός Χριστιανός, παραµένει τρόπον τινά ατελής πνευµατικά και ηθικά, αφού ο Χριστός αποτελεί, ως σεσαρκωµένος Θεός, δηλαδή και ως άνθρωπος, τον κατ’ εξοχήν τέλειο άνθρωπο, τον οποίο καλούµεθα να µιµηθούµε, γινόµενοι κατά χάριν Χριστοί, δηλαδή τέλειοι, κεχαριτωµένοι άνθρωποι.
Η Εκκλησία και ο Χριστιανός δεν είναι άσχετοι µε την ευρύτερη κοινωνική ζωή, αλλά έχουν θεµελιώδη κοινωνική ευθύνη, η οποία τους υπαγορεύει να εργάζονται σταθερά και εποικοδοµητικά για την επικράτηση τού Θείου Θελήµατος στον κόσµο, για τη ριζική, ελεύθερη, όµως, και οικειοθελή −κατά Χριστόν− µεταµόρφωση της Κοινωνίας και του Κόσµου, για την αγάπη, την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την καταλλαγή µεταξύ των ανθρώπων και την αρµονική συνύπαρξή τους, την έκλειψη της διχόνοιας, των διχασµών και την εκπλήρωση της ενότητας και της οµόνοιας, τη δύναµη της Αναστάσεως και την προσδοκία τής εν Χριστώ σωτηρίας και της αιώνιας ζωής.
Η Κοινωνία µας αλλάζει ραγδαία, περισσότερο ραγδαία όσο ποτέ άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία, και σε αυτό συµβάλλει καθοριστικά η τροµακτική ανάπτυξη των θετικών επιστηµών, της τεχνολογίας, των τηλεπικοινωνιών και της ενηµέρωσης, οι οποίες διαδραµατίζουν τεράστιο ρόλο στη διαµόρφωση της ζωής των ανθρωπίνων κοινωνιών, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά.
Μαζί µε τη ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη και την υπερσυνδεσιµότητα και άλλα φαινόµενα και γεγονότα, όπως οι εντεινόµενες δηµογραφικές ανισορροπίες (υπογεννητικότητα v. υπεργεννητικότητα), η παρατηρούµενη κλιµατική αλλαγή (ανθρωπογενής ή µη), η έλλειψη πόρων, η αυξανόµενη αστικοποίηση πληθυσµών, οι µετακινήσεις πληθυσµών, οι κοινωνικές και οικονοµικές ανισότητες, οι πολεµικές συγκρούσεις, η ανελευθερία διαφόρων ιδεολογικών ή θρησκευτικών συστηµάτων, η µεγέθυνση της µεσαίας τάξεως και η αύξηση της κατανάλωσης, η µετατόπιση του οικονοµικού κέντρου προς την Ανατολή και τον Νότο, αλλά και η αλλαγή πολλών κοινωνικών αντιλήψεων σε διάφορους τοµείς (ανθρώπινα δικαιώµατα, ελευθερίες, έθνος, σεξουαλικότητα), δηµιουργούν νέες καταστάσεις και προκλήσεις σε τοπικό, περιφερειακό αλλά και παγκόσµιο επίπεδο, προκλήσεις για τα Κράτη, τις Κοινωνίες, την Εκκλησία του Χριστού, τις διάφορες θρησκείες, τον καθένα µας.
Η Κοινωνία υπήρξε πάντοτε κοινότητα δυναµική, σήµερα όµως ακόµη περισσότερο, µε την έννοια ότι, µολονότι πολλά πράγµατα αλλάζουν, ορισµένες σταθερές του ανθρωπίνου βίου παραµένουν οι ίδιες, ορισµένα προτάγµατα παραµένουν επίκαιρα, ίσως πιο επίκαιρα απ’ ό,τι παλαιότερα, εξ αιτίας ακριβώς των πρωτοφανών πολυδιάστατων και πολυεπίπεδων αλλαγών, που λαµβάνουν χώρα σε παγκόσµια κλίµακα, των ζητηµάτων και των αναγκών που οι εν λόγω αλλαγές δηµιουργούν.
Ακριβώς εντός αυτού του πλαισίου, σήµερα, όσο ποτέ άλλοτε, η Κοινωνία µας έχει ανάγκη του Μηνύµατος του Ευαγγελίου, ακριβώς επειδή οι καιροί µας παρουσιάζουν βαθύτατη µετάλλαξη, τάσεις µετάβασης από ένα παράδειγµα σε ένα άλλο, συχνά σύγχυση και δυστυχώς πολυδιάστατη αξιακή παρακµή.
Τι, ακριβώς, έχουν ανάγκη οι άνθρωποι; Πολλά θα µπορούσα να αναφέρω. Χάριν, όµως, οικονοµίας του χώρου, θα αναφερθώ σε δύο θεµελιώδη ευαγγελικά µηνύµατα µε πανανθρώπινη και διαχρονική σηµασία: Το µήνυµα της αγάπης και το µήνυµα της συγγνώµης.
Η αγάπη αποτελεί το θεµέλιο του κηρύγµατος του Ευαγγελίου. Τα πάντα έπραξε ο Θεός από αγάπη: Δηµιούργησε τον κόσµο, τον άνθρωπο, απέστειλε τον Υιόν Του, ώστε να ζήσουµε δι’ Αυτού.
Κατά τον Θείο Απόστολο Παύλο, «η αγάπη µακροθυµεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχηµονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία, πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υποµένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α’ Προς Κορινθίους, κεφ. 13).
Ο µοναδικός αυτός «ύµνος της αγάπης» παραµένει ες αεί ένα από τα θεµελιωδέστερα θεοανθρωποκεντρικά µηνύµατα του Ευαγγελίου, τα οποία έχουν τη δύναµη και τη δυναµική να µεταλλάξουν ανθρώπους και ολάκερες κοινωνίες, να επιφέρουν την πολυπόθητη δικαιοσύνη, την ειρήνη, την καταλλαγή.
Η συγγνώµη αποτελεί θεµελιώδες επακολούθηµα και προϊόν της αγάπης. Η συγγνώµη, ασφαλώς, δεν µας καλεί να ξεχάσουµε.
Είναι αδύνατο να ξεχάσουµε, και πολλές φορές µάλιστα είναι και αντιπαραγωγικό. Οφείλουµε να θυµόµασθε για να µην ξαναζήσουµε το κακό.
Η επιλογή, όµως, της συγγνώµης δείχνει σαφέστατα ότι το κακό δεν µας κατευθύνει, διότι η συγγνώµη −παραδόξως− δεν αποτελεί ήττα, υποχώρηση ή απώλεια, αλλά απόλυτη και ριζική ρήξη µε το κακό.
Η συγγνώµη φέρνει την καταλλαγή µεταξύ των ανθρώπων.
Επειδή, όµως, είµαστε συχνά ανίκανοι να αγαπήσουµε αληθινά και εγκάρδια και κατά συνέπεια και να συγχωρήσουµε, καταλήγουµε στην κάθε είδους βία (προσωπική εντός µας και εναντίον αυτού τούτου του εαυτού µας –µε τις κακίες, τα πάθη και τις εξαρτήσεις µας–, διαπροσωπική εναντίον τού πλησίον µας, διαφυλετική εναντίον τού ξένου, έµφυλη, ενδο-οικογενειακή κ.ά.).
Έτσι, το κακό καθίσταται φαύλος κύκλος, αναπαράγεται. Ίνα µη το κακόν αθάνατον γένηται», ο Θεός απέστειλε τον Υιό Του, ο Οποίος υπήρξε και υπάρχει «εις τον αιώνα» το τέλειο υπόδειγµα της συγγνώµης και της αγάπης, µέχρι Σταυρού, ο Οποίος Χριστός «ηµίν κατέλιπε τύπον ασφαλούς διαγωγής», καθ’ ότι αληθής Θεάνθρωπος.
Αυτές, λοιπόν, οι αρετές, δηλαδή η αγάπη και η συγγνώµη, καθορίζουν τη ζωή του Χριστιανού, ασφαλώς µαζί µε πολλές άλλες, όπως η ταπεινοφροσύνη, η διάκριση, η ελεηµοσύνη, η δικαιοσύνη, η ειρήνη, και αυτές τις αρετές καλείται ο γνήσιος και αυθεντικός Χριστιανός να εφαρµόσει στη ζωή του εντός και έναντι του εαυτού του, αλλά και προς τον πλησίον του.
Και αν τις εφαρµόσει ως τα πιστεύµατά του, τότε θα µεταµορφώσει ριζικά όχι µονάχα τον εαυτό του (πράγµα κατ’ εξοχήν αναγκαίο), αλλά και τους γύρω του και έτσι θα λειτουργήσει ευεργετικά για την Κοινωνία, µεταµορφώνοντάς τη σε µια Κοινωνία αγάπης και συγγνώµης, όπου θα βασιλεύουν οι αρετές της δικαιοσύνης, της αποδοχής, και όπου αγάπη και συγγνώµη θα αποτελούν πάντοτε την αφετηρία µιας νέας αρχής.