Έπος του ’40: Όταν η Παναγία πολεμούσε οφθαλμοφανώς μαζί με τους Έλληνες!
28 Οκτωβρίου 2021Μέσα από καταγραφές του Μητροπολίτη Παντελεήμονος Φωστίνη
Τα καλύτερα συναξάρια αγίων τα γράφουν τόσο οι ομόψυχοι τους άγιοι, όσο και αυτοί που τους έζησαν από κοντά και κατάφεραν να δουν, έστω για λίγο, μέσα από τα μάτια και την ψυχή των αγίων αυτών.
Έτσι και τα καλύτερα στοιχεία για ένα αντίστοιχο πολεμικό ή καλύτερα ηρωικό συναξάρι για τον ελληνισμό της εποποιίας του αγώνα του ’40, μόνον κάποιος που το έζησε εξ επαφής και επί τόπου, θα μπορούσε να τα καταγράψει, αλλά και να τα αναπαραστήσει και να τα ζωντανέψει.
Για τον λόγο αυτό, και εμείς σήμερα, θα παρουσιάσουμε μερικές μοναδικές εμπειρίες, όπως τις κατέγραψε η πέννα του Μητροπολίτη Παντελεήμονος Φωστίνη, ο οποίος τις έζησε στο φλεγόμενο μέτωπο του ελληνοϊταλικού πολέμου. Εκεί όπου το δίκιο των Ελλήνων, απέναντι στην άδικη επίθεση της φασιστικής Ιταλίας του Μουσολίνι, μαζί με την αυταπάρνηση, την θυσία και τον ηρωισμό των Ελλήνων στρατιωτών, και όλου του ελληνικού λαού, κέρδισε και την εύνοια του ελέους του Θεού.
Γι αυτό, και η Υπεραγία Θεοτόκος, η Υπέρμαχος Στρατηγός θα φανεί οφθαλμοφανώς στους στρατιώτες μας, θα τους δώσει νερό στην δίψα τους, θα τους προειδοποιήσει την ώρα της έναρξης της μεγάλης αντεπίθεσης των Ιταλών και θα τους ενθαρρύνει υποσχόμενη την δική της συμβολή στην μάχη λέγοντάς «Είμαι μαζί σας»!
Η Παναγία μας ήταν το πιο προκεχωρημένο φυλάκιο του λαού και του στρατού μας! (Πράγματι, έτσι συμβαίνει πάντα, ακόμη και εν ειρήνη! Όταν καταρρεύσει όμως αυτό προκεχωρημένο και ακραίο φυλάκιο αλοίμονό μας…).
Και η ευλογημένη αυτή εύνοια και επίσκεψη έφερνε κατάνυξη και συντριβή στους στρατιώτες μας. Άλλωστε, εκείνη τη στιγμή ήταν και οι ίδιοι, με τον δικό τους τρόπο ησυχαστές, ασκητές και νηπτικοί στρατιωτικοί άγιοι, και έτσι ξεσπούσαν σε δάκρυα!
Αυτό δεν ακολουθεί πάντα τις αληθινές επισκέψεις θείων προσώπων στους ησυχαστές και του ασκητές;
Αλλά και οι ίδιοι οι Ιταλοί αιχμάλωτοι ομολογούσαν την εμφάνιση της Παναγίας και μάλιστα βλέποντας την να οδηγεί τους Έλληνες στρατιώτες εναντίον τους! Έτσι, και αυτοί, καταλάβαιναν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε και γι’ αυτό παραδίδονταν αμαχητί!
Φαίνεται, όμως, πως η Παναγία μας δεν είχε ξεχάσει πως οι Ιταλοί ήταν πάλιν αυτοί βύθισαν το πολεμικό μας πλοίο, την «Έλλη», στο λιμάνι της Τήνου, ανήμερα της γιορτής της, τον Δεκαπενταύγουστο του 1940…
Ίσως, όμως, για μας σήμερα να είναι πιο χρήσιμη και πιο αποκαλυπτική η καταγραφή της αυταπάρνησης και του ηρωισμού των Ελλήνων στρατιωτών που επέδειξαν ένα μοναδικό φιλότιμο. Φιλότιμο, απέναντι στην πατρίδα, στους συστρατιώτες τους, την προάσπιση της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας απέναντι στο μόρφωμα του ολοκληρωτισμού που πρέσβευαν ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ.
Αλλά τι να πούμε και για την ηρωική παρουσία στο μέτωπο του Αγιορείτη Διάκου ο οποίος παράλληλα με τα ιερατικά του καθήκοντα έδειχνε και αντίστοιχη πολεμική αρετή!
Τέλος, ιδιαίτερα συγκινητικές αποτελούν οι λατρευτικές στιγμές στο μέτωπο, η τέλεση της Θείας Λειτουργίας, η μετάδοση της Θείας Κοινωνίας στους μελλοθάνατους, αλλά και σε όσου ανελάμβαναν εθελοντικώς, οικειοθελώς και αυτοπροαιρέτως αποστολές χωρίς γυρισμό!
Τέτοια, λοιπόν, συναξαριακά κατορθώματα των Ελλήνων στρατιωτών κατέγραψε ο Μητροπολίτης Παντελεήμονας, τα οποία δημοσιεύτηκαν στον αθηναϊκό Τύπο της εποχής και αναδημοσιεύτηκαν στο βιβλίο του «Ακτίνες και σύννεφα».
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν τα ανθολογήσαμε από την β’ έκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις Άθως, Πειραιάς, 1988.
Κλείνοντας την εισαγωγή μας αυτή θα πρέπει να υπογραμμίσουμε τα όσα γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου για τον χαρακτήρα του πολέμου αυτού:
«Ο πόλεμος εναντίον των Ιταλών στα βουνά της Αλβανίας, δεν ήταν πόλεμος για την Ελλάδα, ήταν μια αληθινή Μυσταγωγία, ένα ψυχικό λουτρό, μια εποποιία, ένα θαύμα, μια δόξα, μια εκτυφλωτική ακτινοβολία της ελληνικής ψυχής».
Δια χειρός Μητροπολίτου Παντελεήμονος Φωστίνη
Οι χωριατοπούλες και ο ταγματάρχης Τσαπέρας
Στο Ανταρτικό, το ηρωικό χωριό της Καστοριάς, επήραμε το πρώτο εθνικό λουτρό. Οι χωριατοπούλες με τα τσαπιά και τα φτυάρια μια ώρα κρίσιμη ανοίγουν το δρόμο σκεπασμένο με δυο τρία μέτρα χιόνι. Οι στρατιώται μας κλαίνε από συγκίνησι.
Άφθαρτοι ηρωισμοί, μα και ζωντανή η βοήθεια του θεού. Ο Ταγματάρχης Γεώργιος Τσαπέρας πρέπει να περάση το γεφύρι. Ο Ιταλοί από απέναντι θερίζουν την περιοχή με τα πολυβόλα, όλμους, κανόνια. Καίεται το παν. Ωστόσο ο Τσαπέρας περνά το
γεφύρι και πιάνει αιχμαλώτους Ιταλούς. Οι απώλειές του ένα μουλάρι, που εγλύστρησε και έπεσε μέσα στο ποτάμι και επνίγηκε!
Ένας αξιωματικός Ιταλός αιχμάλωτος θέλει να λύση το μυστήριο.
– Μα, πώς περάσατε το γεφύρι; έρωτά σαστισμένος, τόσες χιλιάδες μολύβια [σφαίρες, βόμβες] τι έγιναν; τα εφάγατε;
Και οι έλληνες στρατιώται απαντούν.
– Μας οδηγούσε η Παναγία.
– Μα, και εμείς πιστεύουμε την Παναγία, να, σαν δεν πιστεύετε -βγάζει από τον κόρφο τον μια μικρή εικονίτσα της Παναγίας και την δείχνει- γατί εμάς δεν βοηθεί η Παναγία;
Οι Έλληνες και πάλι απαντούν.
– Γιατί εμείς έχουμε το δίκηο. Γιατί θέλατε να μας σκλαβώσετε; είσθε πιο πολιτισμένοι σεις από μας;
Εμφάνιση της Παναγίας στους Έλληνες και τους Ιταλούς
Κάποιος άλλος με ανατριχιασμένο το κορμί μου περιγράφει ένα θαύμα της Παναγίας: «Περνούσαμε ψόφιοι της δίψας από μια πλαγιά. Τόσες ώρες δρόμο, δεν είχαμε συναντήσει νερό. Δεν υπάρχει νερό εδώ πέρα»; Ελέγαμε σκασμένοι ο ένας στον άλλο. Αυτή τη στιγμή μια πεντάμορφη, χωριάτισσα γυναίκα δεν ξέρω και εγώ πώς βρέθηκε μπροστά μας μόνη της.
– Τι θέλετε παιδιά; μας ρώτησε σαν νάτα μάνα μας.
– Νερό, κυρά μου, της είπαμε, εσκάσαμε για νερό. Δεν υπάρχει νερό σ’ αυτόν τον τόπο;
Και εκείνη μας οδήγησε σε μια καθαρή βρυσούλα πιο κάτω με άφθονο νερό και δροσισθήκαμε όλοι. Σε λίγο έφθασε και άλλο ένα τμήμα διψασμένο κι’ αυτό για νερό και τους εδείξαμε τη βρύσι. Μα βρύσι δεν βρισκόταν εκεί.
Κυτταχθήκαμε μεταξύ μας σαστισμένοι και ανατριχιάσαμε. Τότε θυμηθήκαμε όλοι μας, ότι είχαμε χάσει από μπροστά μας την πεντάμορφη γυναίκα, χωρίς να δούμε τι έγινε.
Εκάναμε τον σταυρό μας και αρχίσαμε όλοι να κλαίμε. Η Παναγία είχε παρουσιασθή μπροστά μας!
Και ήταν πράγματι η Παναγία, γιατί την ίδια μέρα οι αιχμάλωτοι, που πιάσαμε, μας διηγούντο, ότι, την ώρα της μάχης, μια γυναίκα ωδηγούσε την επίθεσι μας και τους έπιασε τρόμος και σήκωσαν τα χέρια τους και παρεδόθησαν!
Θεία Λειτουργία: αληθινό ψυχικό λουτρό!
Στην Κάμια επάνω, μια Λειτουργία θα μας μένη αλησμόνητη. Μέσα στα χιόνια, κάτω από το ξεφυλλισμένα πελώρια δένδρα της πλαγιάς. Πάνω από χίλιοι στρατιώται συγκεντρωμένοι παρακολουθούν τη Λειτουργία. Ανείπωτη Μυσταγωγία. Αρχιερατική Λειτουργία μέσα στα χιόνια, στο ύπαιθρο! Αυτή την ώρα Ιταλικά αεροπλάνα πέρασαν απ’ επάνω μας. Κανένας δεν εσείσθηκε από τη θέσι του, ήσαν απερροφημένοι όλοι από το Μυστήριο. Τα δάκρυα έτρεχαν θερμά από τα μάτια των.
Την ώραν του κηρύγματος κυριολεκτικώς εξαϋλώθηκαν. Κι’ έτσι εξαϋλωμένοι επέρασαν όλοι εμπρός μου και εκοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων.
Η γλώσσα η ανθρώπινη είνε πολύ μικρή για να μπορέση να εκφράση τα συναισθήματα αυτής της ώρας. Αλλοιώτικα συναισθήματα.
Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γαβριήλ ηγήθη επαναστάσεως…
Στο τέλος της Λειτουργίας συγκεντρωθήκαμε όλοι στις σκηνές τον Αρχηγού του πεζικού της Μεραρχίας Αρχιπελάγους Συνταγματάρχου Λιώση. Μαζί οι διοικηταί των Συνταγμάτων Συνταγματάρχαι Σακελλαρόπουλος και Λαμπρόπουλος. Όλοι, αξιωματικοί και στρατιώται, μιλούσαν για τη Λειτουργία. Αληθινό ψυχικό λουτρό. Σε μια στιγμή κτυπά το τηλέφωνο. Το παίρνει ο Αρχηγός.
– Ο Σεβασμιώτατος; Εδώ είνε δίπλα μου. Αμέσως.
Δίδοντάς μου το ακουστικό μού λέγει:
– Σεβασμιώτατε, ο Στρατηγός σας ζητά.
– Εμένα;
– Μάλιστα
Παίρνω το τηλέφωνο περίεργος.
– Στρατηγός Μοντούσης.
– Καλημέρα, Στρατηγέ μου.
– Σεβασμιώτατε, επήρα σας εις το τηλέφωνον για να σας μεταδώσω ένα ευχάριστον νέον για να το ανακοινώσετε σεις εις τα Συντάγματά μου. Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γαβριήλ ηγήθη επαναστάσεως εις την Σερβίαν, η οποία καθήρεσε τον αντιβασιλέα Παύλο και ακύρωσε τη συμφωνία με το Χίτλερ τεθείσα αλληλέγγυος με την Ελλάδα. Μέγα γεγονός…».
Εσκίρτησα από αγαλλίασιν και μετέδωσα την είδησι εις τους άνδρας. Αλλαλαγμός χαράς. Ζητωκραυγές, δάκρυα. Νέες ελπίδες.
Ο Δεσπότης μας έφερε τη χαρά.
Ο Αρχηγός διατάσσει.
– Μιά σφύρα προς τιμήν του Σεβασμιωτάτου.
Οι πυροβοληταί στη θέσι τους. Σε λίγο όλα τα κανόνια της Μεραρχίας ρίχνουν κατά των Ιταλών. Αξιωματικοί και Στρατιώται αλλαλάζουν:
– Ζήτω ο Δεσπότης! τι περίεργα συναισθήματα! Τρέλλα ενθουσιασμού.
Εμφάνιση της Υπερμάχου Στρατηγού
Ο Στρατηγός Στανωτάς με δάκρυα μας εβεβαίωσε: «Είδαμε το θεό με τα μάτια μας σ’ αυτό τον πόλεμο. Μια ομάς από στρατιώτας μας διηγείτο: ‘Ήταν πολύ άγρια εκείνη η νύχτα. Ένα ξεροβόρρι, μας περνούσε ως τα κόκκαλα. Ήμεθα διπλοσκοποί. Ξαφνικά κάποιος περπατάει κοντά μας. – Αλτ! τις ει; μια σκιά ζυγώνει και μια γλυκειά φωνή μας φέρνει ρίγη.
Είδαμε ολοκάθαρα μια γυναίκα μαυροφορεμένη.
– Εγώ είμαι παιδιά μου, η Παναγία. Ήλθα να σας πω να μη φοβηθήτε. Σήμερα θα επιτεθούν εναντίον σας. Είμαι εγώ μαζύ σας. Τώρα το νου σας. Ανεβαίνουν από τη χαράδρα τώρα, νάτοι… το νου σας, παιδιά… Είμαι εγώ μαζύ σας…
Η Παναγία έγινε άφαντος. Μας πήραν τα κλάμματα. Εκάμαμε ανατριχιασμένοι το Σταυρό μας και εστρέψαμε την προσοχή μας προς τη χαράδρα. Ιταλοί στρατιώται έρχονταν να μας κάνουν αιφνιδιασμό. Εμείς ερριχθήκαμε πάνω τους.
– Εις τα όπλα!
Γενικός συναγερμός του στρατού μας. Είχε αρχίσει η επίθεσις του Μαρτίου του Μουσσολίνι και η συντριβή και ο εξευτελισμός του στρατού του Ιταλικού ‘Ιμπέριο’!
Ο πόλεμος εναντίον των Ιταλών στα βουνά της Αλβανίας, δεν ήταν πόλεμος για την Ελλάδα, ήταν μια αληθινή Μυσταγωγία, ένα ψυχικό λουτρό, μια εποποιία, ένα θαύμα, μια δόξα, μια εκτυφλωτική ακτινοβολία της ελληνικής ψυχής».
Συμπεριφορά μελλοθάνατου
Στο Νοσοκομείο της Κορυτσάς νοσηλεύεται ένας βαρύτατα πληγωμένος. Περνάει τις τελευταίες του στιγμές. Εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Γύρω του είνε μαζεμένοι συνάδελφοί του στρατιώται για να του δώσουν δύναμι. Σε μια στιγμή ο πληγωμένος ρίχνει το βλέμμα γύρω του και λέει στα παιδιά: «Παιδιά, εγώ πεθαίνω. Το πορτοφόλι μου και το ωρολόγι μου και ό,τι έχω πάνω μου, να τα στείλετε στη γυναίκα μου να τάχη ανάμνησι το παιδί μου άμα μεγαλώση.
Σεις, παιδιά, συνεχίστε τον αγώνα μας. Παιδιά, ζήτω η Ελλάς. Φωνάξτε όλοι παιδιά, ζήτω η Ελλάς». Επήραν τα κλάμματα όλους και έτσι κλαμμένοι για να μη χαλάσουν το χατήρι του αδελφού των εφώναξαν ανακατεμμένα με λυγμούς. «Ζήτω η Ελλάς!» Ισια-ίσια αυτή τη στιγμή και το παλληκάρι παρέδωσε το πνεύμα στον αγωνοθέτη Χριστό!
Στο ίδιο Νοσοχομειο ένας άλλος στρατιώτης έχει το πόδι του κομμένο. Προσπαθώ να τον παρηγορήσω. Μα, εκείνος με αποστομώνει.
Σεβασμιώτατε, τι λέτε; άλλα παιδιά προσφέρουν τη ζωή τους για την Πατρίδα, και εγώ να στενοχωρηθώ γιατί προσέφερα το ένα μου πόδι; Χαλάλι της και η ζωή μου ακόμα, όχι ένα πόδι»!
Αίτημα για ρουσφέτι
Τη στιγμή αυτή άλλο ένα παλληκάρι τραυματίας ωχρός σαν το φεγγάρι, έρχεται κοντά μου και με ικετεύει: «Μια χάρι, Σεβασμιώτατε θα σου ζητήσω. Μη μου την αρνηθής.
Τι θέλεις, παιδί μου; Ό,τι μπορέσω θα κάμω για σένα. Κι’ ο τραυματίας έτοιμος να κλάψη μου λέει: «θέλουν και καλά και σώνει να μου δώσουν άδεια να πάγω στο σπίτι μου. Εγώ δεν θέλω να πάγω. Θέλω να ξαναγυρίσω στο λόχο μου. Δεν θέλω να χωρισθώ από τα παιδιά. Αφού είμαι καλά. Δεν καταλαβαίνω εγώ τον εαυτό μου; είμαι καλά. Πέστε στο γιατρό να μου μού δώση άδεια…».
Ρίγη περνούν το κορμί μου τι περίεργα πράγματα!
Ο ήρωας Αγιορείτης Διάκος
Στη Μεραρχία του Στρατηγού Γαζή, υπηρετεί και ένας διάκος Αγιορείτης ως απλούς στρατιώτης. Μόλις εκηρύχθη ο πόλεμος, άφησε το Μοναστήρι και κατετάγη εθελοντής. Μια μέρα ο Στρατηγός θα απένειμε τον πολεμικό Σταυρό σε τρεις ήρωας, που είχαν δείξει μεγάλο ηρωισμό και είχαν φέρει εις πέρας ένα πολύ μεγάλο κατόρθωμα. Ο παπάς της Μεραρχίας Αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Χατζόπουλος, έκαμε μια θρησκευτική τελετή. Μαζύ του και ο Διάκος ντυμένος το διακονικά του. Όταν ετελείωσε η δοξολογία, ο Στρατηγός εκάλεσε τους ήρωας για να κρεμάση στα τιμημένα στήθη τους τον Πολεμικό Σταυρό.
Ο υπασπιστής εφώναξε τα ονόματα ένα ένα «…Γεράσιμος Καρτάλογλου…». Ο Διάκος εζύγωσε κοντά στο Στρατηγό. «Τι θέλεις, Διάκο, συ; τον ερώτησε. Κι’ ο Διάκος με δάκρυα στα μάτια απήντησε εγώ είμαι, Στρατηγέ μου ο Γεράσιμος Καρτάλογλου»!
Αυτός ήταν ο ένας από τους τρεις ήρωας! Τι έγινε τότε είναι αδύνατον να περιγραφή. Ο Στρατηγός του εκρέμασε το Σταυρό και τον αγκάλιασε. Οι στρατιώτες εξέσπασαν σε ατέλειωτες ζητωκραυγές για την Ελλάδα, την Εκκλησία μας και το Διάκο!
Ο αυτοθυσιαστικός ηρωισμός των Ελλήνων στρατιωτών
Ο αληθινός ήρως Αντισυνταγματάρχης Δημοκωστούλας, μας διηγήθηκε μαζύ με τάλλα ένα περιστατικό, που μας έκαμε να λυώσουμε κυριολεχτικώς. Ήταν μια ώρα κρίσιμος· τα παλληκάρια μας ωρμούσαν ασυγκράτητα, ωρμούσαν νηστικά και ξεπαγιασμένα. Τους εσκέπαζαν τα χιόνια, κι’ εκείνοι πολεμούσαν.
Οι δοξασμένες ελληνοπούλες της θρυλικής Πίνδου κουβαλούσαν πυρομαχικά. Και όταν αργούσαν να τα φέρουν, οι ήρωες επολεμούσαν με τις πέτρες, με τη λόγχη! Ώρα υπερτάτης θυσίας. Ξαναζούσαν οι θρύλοι της ευλογημένης φυλής, οι θρύλοι, που συγκρατούσαν και ενέπνεαν γενεές αιώνων ολοκλήρων της σκλαβιάς.
Ξαναποτίζονταν με αίμα και γέμιζαν με ηρωικά κόκκαλα η Μοράβα και το Ιβάν, τα δοξασμένα βουνά, που την εποχή της σκλαβιάς ήσαν τα λημέρια των κλεφτών, που από τις πλαγές τους εξεπηδούσαν τα δημοτικά τραγούδια και τώρα έγιναν τα ολόχρυσα βιβλία, στις σελίδες των οποίων εγράφηκε και η μεγαλυτέρα εθνική εποποιία.
Ω! η ώρα υπερτάτης θυσίας! Η διαταγή ήλθε. Έπρεπε να γίνη μια έφοδος θανάτου, για να πέση το οχυρό. Εκατόν πενήντα παλληκάρια διαλεκτά θα έκαμαν την επιχείρησι από μιαν απόκρημνο πλαγιά. Λίγοι από αυτούς θα εγλύτωναν, μα ο θάνατος εκείνων θα έσωζε την κατάστασι.
Ο Διοικητής απευθύνεται εις όλο το Σύνταγμα και το είπε καθαρά:
– Παιδιά, πρέπει εκατόν πενήντα Λεωνίδαι να επιτεθούν στο οχυρό, να πέσουν, να θυσιασθούν για την Πατρίδα, για την Ελλάδα μας. Ποιοι από σας δέχονται να λάβουν μέρος σ’ αυτή τη θυσία; Ω! ευλογημένη! Ω! αθάνατη φυλή! Εσηκώθηκαν όρθιοι όλο το Σύνταγμα! Όλοι θέλουν να θυσιασθούν για την Πατρίδα.
Ο Συνταγματάρχης ανατρίχιασε, γύρισε το πρόσωπό του για να σπογγίση τα δάκρυα, που αυθόρμητα εξεπήδησαν από τα μάτια του. Με κόπο πολύ εδιάλεξε εκατόν πενήντα αθανάτους. Οι άλλοι τους εζήλευαν. Εκείνοι μια χάρι εζήτησαν, να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων πριν ξεκινήσουν.
Ω! στιγμή αλησμόνητη! Ο παπάς του Συντάγματος φορεί το πετραχήλι τον και ετοιμάζει τα Άχραντα Μυστήρια. «Μετά φόβου θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε»! Το Σύνταγμα ολόκληρο γονατίζει. Οι εκατόν πενήντα αθάνατοι ένας ένας περνούν μπρος στον αντιπρόσωπο του Θεού, ο οποίος με δακρυσμένα μάτια τους μεταδίδει τα Μυστήρια, «του Δείπνου Σου του μυστικού σήμερον, υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε. Ου μη γαρ τοις εχθροίς Σου το Μυστήριον είπω, ου φίλημά Σοι δώσω καθάπερ ο Ιούδας…».
Μια ανείπωτη γαλήνη και μια θεία λάμψις εξεχύθηκε στα πρόσωπά των. Επήραν το Χριστό μέσ’ στην ψυχή τους και ημίθεοι ετράβηξαν για το μεγαλούργημά των. Καλήν αντάμωσι, παιδιά στον ουρανό. Πέστε στους δικούς μας «ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμμασι πειθόμενοι».
«Σε γνωρίζω από την κόψι του σπαθιού την τρομερή»
Κατά τη ρεμματιά, που κατηφορίζούν οι αθάνατοι, αντιλαλούναι πλαγιές από τις συγκλονιστικές φωνές τους «Σε γνωρίζω από την κόψι του σπαθιού την τρομερή. «Σε γνωρίζω από την όψι, που με βια μετράει τη γη…».
Όλο το Σύνταγμα κλαίνε… Το Ιβάν έπεσε! ο δρόμος προς την Κορυτσά είναι τώρα ελεύθερος. Oι Ιταλοί τώβαλαν στα πόδια. «Πατείς με, πατώ σε». Τα φτερά στα κράνη τους σειούνται από το δρόμο. Λες και πετούν. Τα παλληκάρια μας έχουν ξεκαρδιστή στα γέλοια.
Ένας τσολιάς, βλέποντάς τους από την κορυφή του Ιβάν, λέει στους άλλους τσολιάδες χαριτωμένα «φωνάχτε τους, βρε παιδιά, να βγάλουν τα φτερά απ’ το κεφάλι και να τα βάλουν στα πόδια για να τρέξουν πιο πολύ!» Τα παιδιά ξεσπούν στα γέλοια. «Για δέστε, βρε παιδιά, η αυτοκρατορία»! Πιο κάτω άλλοι τσολιάδες έχουν στήσει χορό πάνω στα χιόνια και τραγουδούν «…τον πόλεμ’ ουρέ, τι τον ήθελες; και σε περιγελούνε οι άνδρες σαν σε ιδούνε…».
«Ο ελληνικός λαός εμπνέεται από την θρησκευτικότητά του»
Η Ακρόπολις, εις το φύλλον της 31 Δεκεμβρίου 1940, εδημοσίευσε τα ακόλουθα:
«Ζωηρά απήχησις του άρθρου τον συνεργάτου μας Σεβασμ. Μητροπολίτου Καρυστίας και Σκύρου κ. Παντελεήμονος. Μετεδόθη από όλα τα ξένα Πρακτορεία». Λονδίνον 30 (Α. Π.). Και το Πρακτορείον Ρώυτερ μεταδίδει τηλεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου, περιέχον εκτενή περίληψιν του άρθρου του Σεβ. Μητροπολίτου Καρυστίας και Σκύρου κ. Παντελεήμονος, του δημοσιευθέντος εις την εφημερίδα ‘Ακρόπολις’ και τιτλοφορουμένου «Εκ των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς».
Ο Μητροπολίτης Καρυστίας χαρακτηρίζεται ως εις εκ των διαπρεπεστέρων ρητόρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Του ιδίου τηλεγραφήματος περιλήψεις μεταδίδουν και τα άλλα μεγάλα ευρωπαϊκά τηλεγραφικά πρακτορεία. Το άρθρον θεωρείται ως χαρακτηριστικόν της θρησκευτικότητος του ελληνικού λαού, η οποία τον εμπνέει εις τον σημερινόν δίκαιον και ιερόν αγώνά του».