Οι κανόνες ως πνευματικά ιάματα κατά την Πατερική Θεολογία

9 Οκτωβρίου 2021

Όπως παρατηρεί ο Καθηγητής Ν. Ματσούκας «Ἡ θεολογική γνωσιολογία τῆς βυζαντινῆς φιλοσοφίας καὶ θεολογίας, στηριζόμενη καταρχήν σέ πρότυπα τὴς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ἐπισημαίνει με ξεκάθαρο τρόπο τη διαφορητότητα (ἑτερότητα) ἀλήθειαςκαὶ γνώσης, εἶναι καὶ συνειδέναι…Ἡ ἀλήθεια εἶναι τὸ πράγμα, καὶ γνώση ἡ, ὡς μετοχή, προκύπτει ὕστερα άπό τη σχέση γνωριζόμενου ἐπιστητοῦ και ὑποκειμένου πού γνωρίζει αὐτό τό ἐπιστητό (ἤ μετέχει καὶ ἐντάσσεται σ΄ αὐτό)»[1].  

Για την ορθόδοξη θεολογία η γνώση της αλήθειας δεν είναι ένα γενικό και απρόσωπο γεγονός, με άλλα λόγια ένα προϊόν λογοποίησης του φυσικού χάους[2], αλλά ένα γεγονός υπομνηματισμού της Λογοποίησης της κτιστής πραγματικότητας. Το έργο αυτό αποτελεί καταγραφή της εμπειρίας των Θεοφόρων Πατέρων, οι οποίοι «συζητοῦσαν αὐτό το συγκεκριμένο Πρόσωπο, το ὁποίο ἐνεφανίζετο στούς Προφῆτες καὶ ἀπεκάλυπτε μέσα στον ἑαυτό Του τόν Πατέρα  ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὁπότε δεν συζητοῦσαν κατά τρόπον ἀφηρημένο το δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά συζητοῦσαν αὐτό το συγκεκριμένο πρόσωπο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό ὁποῖον ἀπεκαλύφθη στούς Προφῆτες καὶ μετά ἐν σαρκί στούς Ἀποστόλους. Ἔτσι, δόγμα ὀνομάζεται ἡ ὁριοθέτηση τῆς ἀποκαλύψεως. Στην οὐσία, ὅμως, το δόγμα δείχνει τον ἀποκαλυπτόμενο ἐν δόξῃ Χριστό»[3].

Σαφέστατα το όλο υπομνηματιστικό έργο των Πατέρων δεν είναι απροϋπόθετο, αφενός πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την ορθόδοξη ανθρωπολογία, κατά την οποία ο νούς αποτελεί διαφορετικό τμήμα της ψυχής από την λογική, αναφέροντάς τον ως τον οφθαλμό της ψυχής[4],ο οποίος για να φτάσει στη θεωρία[5] απαιτείται η κάθαρση-θεραπεία του και αφετέρου σε πλήρη σύνδεση με τα ανωτέρω, την διπλή μεθοδολογία των Πατέρων, η οποία αποτελεί έκφραση του βιώματος της Αποκαλύψεως με τα επιστημονικά μέσα της εποχής τους. Ὀπως τονίζει ο Ιερός Χρυσόστομος «Ἕτερον μέν γάρ στοχασμός, καὶ προφητεία ἄλλο· ὁ μέν γάρ Πνεύματι θείῳ φθέγγεται, οὐδέν οἴκόθεν εἰσφέρων· ὁ δε τάς αφορμάς ἀπό ταῶν ἤδη γεγενημένων λαμβάνων, καὶ την οἰκείαν σύνεσιν διεγείρων, πολλά τῶν μελλόντων προορᾷ ὡς εἰκός ἄνθρωπον ὄντα συνετόν προϊδεῖν. Ἀλλά πολύ το μέσον τούτου κἀκείνου, καὶ τοσοῦτον, ὅσον συνέσεως ἀνθρωπίνης καὶ θείας Χάριτός το διάφορον»[6].

Από την στιγμή λοιπόν που η Εμπειρία των Πατέρων είναι κοινή και αδιαίρετη, κοινό και αδιαίρετο αποτελεί το έργο το υπομνηματισθέν στα έργα αυτών. Τόσο αμιγώς τα δογματικά τους έργα, όσο και οι διατυπωθέντες Κανόνες τους, βρίσκονται σε αδιάρρηκτο οργανικό δεσμό. Σκοπός τους δεν είναι άλλος, παρά η θεραπεία του εκπεσώντος ανθρώπου-του πνευματικά ασθενούς, ο οποίος βρίσκεται σε σκοτισμό του νοός. Για αυτό τα δόγματα και κατά λογική αναλογία οι Κανόνες «…δεν εἶναι μόνιμη κατάσταση, ἀλλά εἶναι φάρμακα, καἰ τα φάρμακα ὡς σκοπό ἔχουν να καταργηθοῦν, ὅταν θεραπευθῃ ὁ ἄρρωστος. Ὅταν θεραπευθοῦμε, δέν ἔχουμε ἀνάγκη πλέον ἀπό φάρμακα καὶ ἔτσι τά δόγματα ὑπάρχουν, ἐφ’ ὅσον δέν βλέπουμε τον Χριστόν ἐν δόξῃ. Ἀφοῦ βλέπουμε τον Χριστόν ἐν δόξῃ, τότε καταργεῖται το δόγμα. Καὶ ποιά εἶναι τὰ δόγματα; Εἶναι περί Χριστολογίας καὶ περί Ἁγίας Τριάδος. Τι χρειάζονται τά ρητά καὶ τά νοήματα περί ἐνσαρκώσεως καὶ περί Ἁγίας Τριάδος, ὅταν βλέπουμε τον Χριστό, ὡς Ἁγία Τριάδα καὶ ἐνσάρκωση»[7].

Επομένως, το ίδιο αυτό το κανονικό αδίκημα της ιεροσυλίας οφείλει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της οντολογικής αστοχίας και αναφερὀμενοι σε οντολογική αστοχία δεν κάνουμε λόγο για τίποτα, παρά για οντολογική ασθένεια. Το κανονικό αδίκημα αποτελεί ένα διαφορετικό τρόπο για να υπομνηματισθεί η οντολογική έκπτωση από την κατάσταση της θεωρίας του Θεού με την εκάστοτε επανάληψη του προπατορικού αμαρτήματος, ως εγωιστικής κίνησης της εκάστοτε εμπαθούς ψυχἠς[8].

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της θεραπευτικής αγωγής του «όντως νοσοκομείου», δηλαδή της Εκκλησίας, αποτελεί η κανονική μνεία του Θεοφόρου Πατέρα Αγίου Γρηγορίου Νύσσης στον κ. 6, 7 για την περίπτωση της ιεροσυλίας, όπως θα γίνει εμφανέστερο κάτωθεν, η ιεροσυλία ως κανονικό αδίκημα συνδέεται άμεσα με την ψυχική ασθένεια της πλεονεξίας, η οποία οδηγεί στην κλοπή και δη στην κλοπή αφιερωμένου πράγματος στον Θεό, προσφέροντας τα κανονικά επιτίμια ως θεραπευτικά μέσα και όχι ως απλές νομικές καταδίκες αμιγώς λογικής-νομικής υφής.

 

Παραπομπή:

[1] Ν. Α. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α: Εἰσαγωγήστή θεολογική γνωσιολογία, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 32.

[2]Hσιόδου, Θεογωνία, Αθήνα 1934, σελ. 158.

[3]Ι. Βλάχου, Ἐμπειρική Δογματική τῆςὈρθοδόξουΚαθολικῆςἘκκλησίας, τ. 1, Λεβαδεία 2010, σελ. 105.

[4]«…(ὤσπερ γάρ ὀφθαλμός, έν σώματι, οὕτωςἐνψυχῇνοῦς)…», Ι. Δαμασκηνού, Ἐκδοσιςἀκριβήςτῆς Ορθοδόξου πίστεως, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 152.

[5]«θεωρία ἐστιν ἡ θεωρία ἡ πνευματική τοῦνοός, τόἐκπλήττεσθαι, καὶκατανοεῖνένπᾶσινοἶςέγένοντο, καὶγενήσονται. Θεωρία ἐστίν ἡ ὅρασιςτοῦνοός…», Ισαάκ Σύρου, Ἀσκητικά, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 384.

[6]Ι. Χρυσοστόμου, Ἐρμηνεία εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐαν εἰς κεφ. η΄, P.G. 56, σελ. 42. -Ν. Α. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α: Εἰσαγωγή στή θεολογική γνωσιολογία, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 137-180.

[7]I. Βλάχου, Ἐμπειρική Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. 1, Λεβαδεία 2010, σελ. 106.

[8]I. Βλάχου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία: Πατερική θεραπευτική ἀγωγή, Έδεσσα 1987, σελ. 59.