«Μη λησμονάτε τη χώρα μου»  (όπως τη λησμονάμε εμείς). Μια μικρή εισαγωγή στο «Άξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη

29 Οκτωβρίου 2021

Το ποίημα «Άξιον εστί» αποτελεί για την Ελληνική ποίηση ό,τι η εικόνα «Άξιον εστί» για την Ορθόδοξη πνευματικότητα. Και τα δύο συμπυκνώνουν, το καθένα στον τομέα του, θεμελιώδη ζητήματα, προσφέροντας στον Ελληνικό λαό πνευματικό και αισθητικό πλούτο, καθώς και μηνύματα ελπίδας και εθνικής περηφάνιας. Και τα δυό, σε καιρούς εθνικής και προσωπικής ταλαιπωρίας, έρχονται να θυμίσουν πως ο μικρός αυτός λαός έδωσε στην ανθρωπότητα ομορφιά και Χάρη, που παραμένουν σημείο αναφοράς για τον ανθρώπινο πολιτισμό και επιβεβαιώνουν τις αστείρευτες δυνάμεις του.

Η εικόνα «Άξιον εστί» αποτελεί τον πνευματικό ομφαλό του Αγίου Όρους, όπως και το Άγιον Όρος αποτελεί τον ομφαλό της Ορθοδοξίας. Μια εικόνα τοποθετημένη στο ιερό του Πρωτάτου, περιτριγυρισμένη από τις ασύλληπτης ομορφιάς τοιχογραφίες του Πανσέληνου, περιμένει ταπεινή, σχεδόν κρυμμένη τον κάθε Ορθόδοξο –και όχι μόνον-, προερχόμενο από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, για να σταλάξει στην ψυχή του χαρά και παρηγοριά ενός άλλου κόσμου, κόσμου Χάριτος και αγιότητος.

Το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη «Άξιον εστί» είναι ένα ατόφιο ελληνικό ποίημα και ακριβώς γι΄  αυτόν τον λόγο, ένα πανανθρώπινο έργο ποίησης. Τι μπορεί να σημαίνει όμως «Ελληνικό ποίημα»; Πρώτον,  ένα ποίημα με υλικό την Ελληνική γλώσσα, τον πλούτο των λέξεών της, αλλά και λέξεων νέων, όπως τις κατασκεύασε ο Νομπελίστας ποιητής μας, αποδεικνύοντας ακριβώς τη δύναμη της γλώσσας μας να εξελίσσεται διαρκώς, χωρίς να χάνει το βάθος της. Δεύτερον, ένα ποίημα βγαλμένο από το Ελληνικό τοπίο και το Ελληνικό φως, που λες και γράφτηκε πάνω στην άμμο των ακρογιαλιών της, στην ηφαιστιογενή πέτρα της Σαντορίνης και στις κορυφές των ορέων της. Και τρίτον, ένα ποίημα, που συμπυκνώνει όλη την  πνευματική αναζήτηση ενός λαού που δεν έπαψε ποτέ να αναζητά τον πυρήνα των φαινομένων σαν το κουκούτσι της ελιάς και έφτασε να ηγείται στη γεμάτη  δίψα πορεία τού ανθρωπίνου γένους να συναντηθεί πρόσωπο προς πρόσωπο με την Αλήθεια. Ο ποιητής το «Άξιον εστί» έχει απαντήσει με απόλυτη φυσικότητα το ερώτημα για την συνέχεια της ιστορίας του Ελληνικού λαού και τοποθετεί ως αυτονόητο γεγονός πως ό, τι ο λαός αυτός ρωτούσε για αιώνες, απαντήθηκε πάνω στην Αγία Τράπεζα της θυσίας του Θεανθρώπου.

Μορφολογικά, το «Άξιον εστί» ακολουθεί τον σχεδιασμό και την αρχιτεκτονική του Ακαθίστου Ύμνου, ενώ συγχρόνως παρακολουθεί την συμβολική ιεροπραξία της Θείας Λειτουργίας σε τρία μέρη:

Γένεσις, ως δοξολογία για την είσοδο του Θεού στο κόσμο.

Πάθη, ως θρήνος ενώπιον των Παθών του αυτοπροσφερόμενου Αμνού.

Δοξαστικόν, ως θριαμβευτικός παιάνας της νίκης της ζωής επί του θανάτου.

Η Βιβλική ορολογία σε συνδυασμό με την αρχαιοελληνική, η Ελληνική φιλοσοφία σε συνδυασμό με το Βιβλικό ύφος, η συνάντηση της αρχαίας τραγωδίας με την λατρευτική ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κάνουν να φαίνονται ασήμαντα για κάθε συζήτηση θεωρίες περί συγκρούσεως Ελληνικής και Εβραϊκής μυθολογίας και όλες εκείνες οι νεοφανείς θεωρίες περί ανάγκης καθάρσεως του Ελληνικού πολιτισμού από σημιτικές προσμίξεις.

Το περιεχόμενο του μεγαλειώδους αυτού έργου περικλείεται στη φράση

«Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας»

Ο ποιητής μάς καλεί να ταπεινωθούμε, αισθανόμενοι ως μικρότατα μέρη ενός υπέροχου σύμπαντος, τόσο ως προς το κάλλος του, όσο και ως προς το νόημά του. Συγχρόνως, μας καλεί να αισθανθούμε το μεγαλείο των υπάρξεών μας, που η κάθε μια ξεχωριστά, περικλείει ολόκληρο το νόημα αυτού του κόσμου. Ίσως δεν έχει υπάρξει πιο καίριος καλλιτεχνικός υπομνηματισμός στην θεολογία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, αλλά και γενικότερα όλων των Πατέρων, που θεολόγησαν πάνω στο μέγα μυστήριο της δημιουργίας του ανθρώπου. Ο Ελύτης, ως ο ποιητής που μιλά σε πρώτο ενικό στο ποίημα, διαρκώς σμικρύνεται και μεγεθύνεται, όντας τη μία στιγμή ένα πρόσωπο που θρηνεί, δοξολογεί και προφητεύει με το ύφος των Βιβλικών προφητών και την άλλη στιγμή, ένα πρόσωπο που εκπροσωπεί έναν ολόκληρο λαό σε όλη την διαχρονική του πορεία, δείχνοντας με το δάκτυλο το Άπειρο.

Στο πρώτο μέρος, στη Γένεση, γεννιέται ο ποιητής, ο ένας, αλλά και ο κόσμος, το «εγώ» και το «εσύ». Ένα «εσύ» που ζητά από τον ποιητή να το περιγράψει και αν το εκφράσει και συγχρόνως, να βρει ο ίδιος τον δικό του σκοπό και το δικό του νόημα ζωής. Η σχέση αυτή δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας : Είμαστε ο τόπος μας, τα τοπία του, οι μυρωδιές και οι ήχοι του. Αλλά και ο τόπος μας δεν έχει νόημα και ψυχή χωρίς του ανθρώπους του. Μαζί, αυτά τα δυό, ξεκλειδώνουν τα μυστικά του Απείρου, διότι σε κάθε τέτοια ιδιαίτερη σχέση των ανθρώπων με τον τόπο τους διατυπώνεται η απάντηση σε πανανθρώπινα και διαχρονικά μυστήρια. Το μήνυμα σαφές: Χωρίς χώνεμα της παράδοσης, αλλά και παράδοσης σ΄ αυτήν, δεν υπάρχει οδός προσέγγισης της Αλήθειας.

Στο δεύτερο μέρος, τα Πάθη, το ιστορικό πλαίσιο είναι πιο συγκεκριμένο: Το Αλβανικό μέτωπο, τα δεινά της κατοχής, η τραγωδία του εμφυλίου. Σαφώς και ο Ελύτης έχει ως πρώτη ύλη της προσωπική του εμπειρία, την ταυτίζει όμως με την μοίρα του έθνους του, κάνοντας, αντίστροφα, προσωπική του υπόθεση, το δράμα ενός ολόκληρου λαού. Εδώ εναλλάσσεται ο πεζός λόγος, ως περιγραφή συγκεκριμένων γεγονότων, οι ψαλμοί, ως κατάθεση προσωπικών συναισθημάτων και τα άσματα, ως έκφραση χορική της κοινής συνείδησης του Ελληνικού λαού.

Στο τρίτο μέρος, το Δοξαστικό, ο ποιητής αναζητά την μεγάλη, την υπέρτατη σκοπιμότητα των δυό πρώτων μερών: Εξυψώνει και μεγαλύνει τις μικρές ιστορίες των ανθρώπων, αναζητώντας σ΄ αυτές τον θρίαμβο της νίκης της ζωής επί του θανάτου. Στο μέρος αυτό έχουμε έναν παροξυσμό χαράς, που προκύπτει από την απελευθέρωση του ποιητή από τον ζόφο και την  τραγωδία της ζωής αυτής και την εξακόντισή του σε μια αιωνιότητα που δεν γνωρίζει φθορά και θάνατο.

Ο πλούτος που μας παραδίδει ο Ελύτης είναι κατ΄ ουσίαν ο ίδιος του ο εαυτός. Στον λόγο του έχει ενσωματωθεί ολόκληρη η ιστορική και πνευματική περιπέτεια του Ελληνισμού και το μεγαλείο μιας Παιδείας που παραμένει το μόνο ρεαλιστικό όραμα και ελπίδα του γένους μας. Συγχρόνως, στην ποίησή του αναδεικνύεται η σχέση του τοπίου με την ομαδική ψυχή ενός λαού. Υλικά, κινήσεις, μυρωδιές, ήχοι γίνονται η πρώτη ύλη πλάσης της Ελληνικής ψυχής, που δεν νοείται έξω από αυτόν τον τόπο, αλλά και ο τόπος δεν είναι παρά πέτρες και θαλασσινό νερό χωρίς νόημα, χωρίς την επέμβαση της εθνικής ψυχής. Ο Ελύτης δεν χρησιμοποιεί Ελληνικά θέματα, όπως ένα Υπουργείο Τουρισμού, για προβολή της ομορφιάς τη Ελλάδος. Γίνεται η φωνή αυτού του τόπου, κάνει το κάλλος να μιλά και δίνει κάλλος στον λόγο του μένοντας εκστατικός μπροστά στο κάλλος του τοπίου. Παράλληλα, διασώζει την ίδια την ποίηση, καθιστώντας την από κτήμα μια ελίτ που  «καταλαβαίνει», σε κτήμα ενός ολόκληρου λαού που τη γεννά και που απ΄  αυτήν αναδημιουργείται.

Δεν θα ήταν όμως ολοκληρωμένη ακόμη και μια επιγραμματική αξιολόγηση όπως αυτή, εάν δεν επισημαίναμε το φως που ρίχνει στην Ελληνική ψυχή. Φως αθωότητας, αισιοδοξίας, χαράς, ανιδιοτέλειας, παιδικού θαυμασμού, παράδοσης στις χαρές της απτής και απλής ζωής, που βρίσκεται σε διαρκή επαφή με το χώμα , τον αέρα και τη θάλασσα. Η ποίηση του Ελύτη είναι μια καταβύθιση σε παρθένα διάφανα νερά του Αιγαίου, που έχουν τη δύναμη να ξεπλύνουν τη μιζέρια και την απαισιοδοξία και που συγχρόνως τονίζουν επώδυνα και λυτρωτικά πως η προστασία του τοπίου δεν αποσκοπεί μόνον στην εκπλήρωση οικολογικών επιταγών αλλά στην επιβίωση της Ελληνικής ψυχής και της συνέχειάς της, με όλα της τα χαρακτηριστικά σε ισορροπία, μέσα στον χρόνο.

«Της Δικαιοδύνης Ήλιε νοητέ»

Το έκτο άσμα των Παθών είναι το γνωστό, συχνότατα ερμηνευμένο και ουδέποτε δαπανώμενο «Της Δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ…»

Δε νομίζω πως έχει υπάρξει χρονιά που να μην ακουστεί το τραγούδι αυτό στις σχολικές γιορτές που έχω εμπλακεί. Και πάντα η ίδια συγκίνηση και το ίδιο παράπονο σ΄ εκείνο το«μη λησμονάτε τη χώρα μου».

Έλεγα κάποτε πως ο στίχος αυτός κρύβει ένα παράπονο για την πάντα προδομένη Ελλάδα, όταν οι ισχυροί της γης μοιράζουν τα λάφυρα. Καθώς όμως περνάει ο καιρός, βρίσκω πως μάλλον στο στίχο κρύβεται και μια ενοχή για μια πατρίδα που πρώτοι εμείς πουλάμε εύκολα, όταν η ευκολία και το ατομικό συμφέρον μας κουνήσουν το δάκτυλο. Πέρα όμως από αυτές τις ερμηνείες, το άσμα αυτό περικλείει όλα τα στοιχεία που προαναφέραμε. Το παραθέτω ολόκληρο, γιατί μόνον έτσι ξεδιπλώνεται όλο το πάθος της πατρίδας, που γίνεται πάθος προσωπικό του ποιητή και όλων μας:

Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ

και μυρσίνη συ δοξαστική

μη παρακαλώ σας μη

λησμονάτε τη χώρα μου!

(Απελπισμένος ο ποιητής από την εγκατάλειψη  της Ελλάδας από εχθρούς και «φίλους», απευθύνεται στην δικαιοσύνη που εκπέμπει ο Θεός, ως νοητός ήλιος. Τον παραλληλισμό αυτό μας τον επιτρέπει ο στίχος του Ακαθίστου Ύμνου «Χαίρε ακτίς νοητού ηλίου». Μαζί απευθύνεται και στην μυρσίνη, ως φυτό της δόξας, μιας δόξας που κερδίζουν ολομόναχοι οι Έλληνες στα πεδία των μαχών διαχρονικά.)

Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά

στα ηφαίστεια κλήματα σειρά

και τα σπίτια πιο λευκά

στου γλαυκού το γειτόνεμα!

(Πιστός στη σχέση τόπου – ιστορίας – εθνικής ψυχής – προσωπικής συγκίνησης, ο ποιητής μεταφέρει τις προσωπικές του εικόνες και το δέος που του έχουν προκαλέσει, επιθυμώντας να μεταδώσει τον δικό του θαυμασμό και τη συμπόνια στον  νοητό ηλίου και τη μυρσίνη, που έχει ήδη ζητήσει την προστασία τους.)

Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια

της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά

στον αιθέρα στέκει να

και στη θάλασσα μόνη της!

(Τώρα αναφέρεται σε μια άλλη προσωπική συγκίνηση, εκείνην της μοναδικότητας, όχι μόνο του τοπίου, αλλά και της θέσης της Ελλάδας στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη. Αιθέρας και θάλασσα μπερδεύουν το γαλάζιο τους και την κάνουν σα να κολυμπά σε ουρανό και θάλασσα μόνη. Μόνη, όχι μόνον ως εγκαταλελειμμένη, αλλά και ως μοναδική, και τελικά ακατανόητη από του ισχυρούς και τα αρπακτικά της ιστορίας.)

Και δεν είναι μήτε ξένου λογισμός

και δικού της μήτε αγάπη μια.

Μόνο πένθος αχ παντού

και το φως ανελέητο!

(Ούτε ξένος ούτε δικός την αγάπησε όσο της αξίζει. Πάντα μόνη, να ζει τις τραγωδίες της και παντού το πένθος να σκορπίζεται στο τοπίο και τις ψυχές. Ένα πένθος και μια μαυρίλα θανάτου, που γίνονται πιο οδυνηρά, αντιπαραβαλλόμενα με το φως, που χωρίς οίκτο αποκαλύπτει τη φρίκη του θανάτου.)

Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό

τα γυρίζω πίσω άπ’ τον Καιρό

τους παλιούς μου φίλους καλώ

με φοβέρες και μ’ αίματα!

(Κεραυνός με κεφαλαίο Κ είναι η απεικόνισης του Διός. Τα απελπισμένα χέρια του ποιητή στρέφονται προς την αρχαία δόξα, αναζητώντας στήριγμα στις αρχέγονες εθνικές δάφνες. Καλεί όλους όσοι αγάπησαν αυτόν τον τόπο να τον ξαναστηρίξουν. Όπλα του ποιητή οι ανούσιες απειλές ενός μικρού λαού και τα αίματα που ρέουν από το σώμα του.)

Μα’ χουν όλα τα αίματα ξαντιμεθεί

κι οι φοβέρες αχ λατομηθεί

και στον έναν ο άλλος

μπαίνουν εναντίον οι άνεμοι!

(Τα αίματα όμως είναι ανίσχυρα μπροστά στις σκοπιμότητες και τους σχεδιασμούς των Μεγάλων κι έτσι έχουν πια ξαντιμεθεί, ξεχρεωθεί, δεν συγκινούν κανέναν. Όσο για τις φοβέρες, έχουν χάσει την ισχύ τους και χάσκουν σαν παραπεταμένο αρχαίο αγαλματίδιο. Μόνο οι αδελφοκτόνες θύελλες πνέουν κι έχουν ρημάξει την πατρίδα σαν σπίτι με τα πορτοπαράθυρα ολάνοιχτα στον σάλο.)

Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ

και μυρσίνη συ δοξαστική

μη παρακαλώ σας μη

λησμονάτε τη χώρα μου!

(Με μια επανάληψη του πρώτου στίχου, ολοκληρώνεται κυκλικά το άσμα).

Πού πήγε όλος αυτός ο πνευματικός πλούτος; Τι έμελλε στον τόπο που έπλασε τέτοιες λέξεις, τέτοιο στοχασμό, τόση ευαισθησία;

Ας μην αξιωθούμε να τα ξαναδιδαχτούμε όλα από νέες συμφορές._