O Αρχιμανδρίτης Φίλιππος Αβραμίδης, κτίτωρ και πνευματικός της Ι.Μ. Αγ. Παντελεήμονος Χρυσοκάστρου

2 Οκτωβρίου 2021

Με την ψυχή φορτισμένη από αισθήματα πόνου και λύπης ανηφορίσαμε στο αγαπημένο μας μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος στο Παγγαίον Όρος. Πώς είναι δυνατόν όμως κατά το προσκύνημά μας αυτό, η ψυχή μας να διακατέχεται από οδύνη;

Το μοναστήρι κατά παραχώρησιν Θεού από την Πρωτοχρονιά βρίσκεται σε πένθος. Και αυτό διότι ενώ κατά τις ημέρες αυτές τελούμε τα εννεάμηνα μνημόσυνα της σεπτής πνευματικής μητρός της Μονής, Ηγουμένης Λυδίας μοναχής, και της αδελφής Μακρίνας, ανεχώρησε για την Βασιλεία των Ουρανών και ο πολιός και σε- βαστός και αγαπητός σε όλους μας Γέρων Φίλιππος, ο κτίτωρ του ιερού τούτου μοναστηρίου, ο πνευματικός της σεβασμίας αδελφότητος και πλήθους χριστιανών, εντοπίων και εκ της αλλοδαπής.

Ο μακαριστός Γέροντας ήταν άνθρωπος απλούς, γόνος απλοϊκής και φτωχής οικογενείας και διήλθε τις ημέρες της ζωής του με προσευχή και έργα αγάπης προς άπαντας.

Είδε το φως της ημέρας στις 18 Ιουνίου του έτους 1938 στο Παλαιοχώριον Παγγαίου του νομού Καβάλας. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Φαίδων. Οι φτωχοί αγρότες γονείς του Παναγιώτης (διατηρούσε και κρεοπωλείο) και Ευανθία απέκτησαν εννέα τέκνα: τον Αχιλλέα, τον Γεώργιο (ύστερα Γρηγόριο Ιερομόναχο), την Χρυσούλα, τον Φαίδωνα (ύστερα Φίλιππο Ιερομόναχο), τον Πασχάλη (ύστερα Στέφανο Μοναχό), τον Νικόλαο, τον Κωνσταντίνο, την Μάρθα και την Μαρία.

Οι γονείς του έπρεπε να εργαστούν σκληρά για να θρέψουν τα παιδιά τους. Και αυτό γιατί τότε ήταν τα δυσχείμερα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της Βουλγαρικής επιδρομής και του συμμοριτοπολέμου, εξαιτίας των οποίων τόσο πολύ υπέφερε η πατρίδα μας και ειδικά η Μακεδονία.

Με την πίστη τους στο Θεό, την υπομονή και την εργατικότητά τους όλα τα παιδιά μεγάλωσαν με τίμιες αρχές και αποκαταστάθηκαν. Για να φτάσει όμως το καθημερινό στο τραπέζι έπρεπε να εργαστούν σκληρά με τη γη. Αυτό έκανε και ο μικρός Φαίδων τον οποίο έβγαλε ο πατέρας του από το Δημοτικό Σχολείο για να τον βοηθεί καίτοι υπήρξε ένα παιδί έξυπνο, φιλομαθές και επιμελές. Κατόρθωσε όμως μέχρι τα 18 του χρόνια να τελειώσει το νυχτερινό σχολείο.

Ο νεαρός Φαίδων αγάπησε τη γη και την καλλιέργειά της, τα δέντρα και τα ζωντανά που έδιναν τα προϊόντα τους για το τραπέζι της οικογενείας. Επιπλέον η χειρωνακτική αυτή εργασία τον έφερνε σε επαφή με το Θεό αφού όλη την ημέρα του την περνούσε στο «ναό της φύσεως» που του δίδασκε με το κάθε τί, από το φύτεμα μέχρι την συγκομιδή, τα μεγαλεία της θείας δημιουργίας.

Γι’αυτό, με συντροφιά του τα βιβλία της Εκκλησίας και το κομβοσχοινάκι του εξαγίαζε εαυτόν, μη υποκύπτοντας στα παραγγέλματα της νεανικής ηλικίας και τις πλάνες του κόσμου τούτου. Βιούσε από τότε την καλογερική μέθοδο της προσευχής με εργασία. Και αυτό διότι ο Θεός τον προόριζε να επιτελέσει ένα μεγάλο έργο για την σωτηρία των τέκνων της Εκκλησίας.

Η προσευχή, η μελέτη, η ψαλμωδία, η εργασία, η συμμετοχή στα προβλήματα της οικογενείας του δαπανούσαν όλο τον χρόνο του, μέχρι την ώρα που υπηρέ-τησε την πατρίδα. Κατά τη διάρκεια εκπληρώσεως της στρατιωτικής του θητείας κατάλαβε ότι ο δρόμος της ζωής του δεν ήταν άλλος από τον δρόμο της αφιερώσεως στον Θεό δια της μοναχικής πολιτείας.

Γι’αυτό πλησίασε ταπεινά τον τότε Επίσκοπο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο στον οποίο εξομολογήθηκε τον θείο πόθο του να αφιερωθεί στον Θεό και να υπηρετήσει τον άνθρωπο και την Εκκλησία. Εκείνος ο θεοφώτιστος Ιεράρχης εκτίμησε τον ακέραιο χαρακτήρα και την άδολη ψυχή του νέου και τον ευλόγησε να γίνει μοναχός. Επειδή όμως δεν υπήρχαν ανδρικά μοναστήρια στην περιφέρεια, η πολυπόθητη ρασοφορία του έγινε στην τότε ανδρώα Ιερά Μονή Παναγίας Ολυμπιωτίσσης στην Ελασσόνα στις 9 Νοεμβρίου 1961, οπότε έλαβε και το μοναστικό όνομα «Φίλιππος». Από την Μονή αυτή κατόπιν αιτήσεως έλαβε άδεια λόγω σπουδών.

Μετά από λίγες ημέρες, στις 13 Νοεμβρίου 1961, ο Μητροπολίτης Αμβρόσιος τον χειροτόνησε εις Ιεροδιάκονον. Όμως ο νέος κληρικός υστερείτο εφοδίων για να φέρει εις πέρας την διακονία του. Γι’αυτό με την ευλογία και προτροπή του Μητροπολίτου μετέβη στο Άγιον Όρος και φοίτησε στην Αθωνιάδα Σχολή από του έτους 1962 και εκεί τελείωσε το οκτατάξιο τότε Γυμνάσιο. Η φοίτησή του στη Σχολή αυτή έγινε η αιτία να καταρτιστεί περισσότερο στα πνευματικά και να ξεδιψάσει η νεανική του ψυχή από τις θείες λειτουργίες, τις κατανυκτικές αγρυπνίες καθώς και την διδαχή των σοφών αγιορειτών πατέρων που συνάντησε.

Πιο πολύ συνδέθηκε με την αδελφότητα του Ησυχαστηρίου των Δανιηλαίων (την οποία πρωτοεπισκέφθηκε δωδεκαετής το 1950), όπου εμόναζαν οι δύο κατά σάρκα αδελφοί του από την πρώτη νεανική τους ηλικία, οι ονομαστοί αγιογράφοι και ιεροψάλτες Γρηγόριος Ιερομόναχος, ο κατοπινός Γέρων της αδελφότητος (εγκαταβιώσας εκεί από της ηλικίας των 14 ετών) και Στέφανος Μοναχός (εγκαταβιώσας εκεί από της ηλικίας των 9 ετών).

Η αγία του αναστροφή με τους αγιορείτες πατέρες τον έφερε σε επαφή με τον εφαρμοσμένο μοναχισμό ενώ εντρύφημά του έγιναν οι υποθήκες του προσφάτως καταχθέντος στις αγιολογικές δέλτους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Οσίου Γέροντος Δανιήλ Κατουνακιώτου.

Η ευσέβεια, το ήθος και ο ζήλος του Ιεροδιακόνου Φιλίππου σε συνδυασμό με τις επιδόσεις του στα γράμματα, εκίνησαν το πνεύμα του φιλομονάχου Επισκόπου Αμβροσίου ώστε την 1η Μαΐου 1967 να τον χειροτονήσει εις Πρεσβύτερον και να του δώσει τα οφφίκκια του Αρχιμανδρίτου και Πνευματικού.

Η επιτυχής ολοκλήρωση των σπουδών του στην Αθωνιάδα έφερε σαν επακόλουθο και την κατόπιν εξετάσεων είσοδό του στην Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το έτος 1970. Οι σπουδές του στην δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση διήρκεσαν 13 χρόνια. Η επίδοσή του στα γράμματα ήταν τέτοια ώστε μπορούσε να κηρύττει και να γράφει εκκλησιαστικά κείμενα καλά, γι’αυτό και δίδαξε στην Αθωνιάδα Σχολή επί ένα έτος. Έχοντας παράλληλα αποκτήσει και την ανάλογη πνευματική εμπειρία, έγινε ένας περιζήτητος κληρικός με φλογερή αγάπη στον Χριστό και την Εκκλησία καθώς και ποικίλη δραστηριότητα.

Η σχέση του με το Άγιον Όρος, την μητρόπολη του μοναχισμού, υπήρξε καθοριστική για την ζωή του. Το Άγιον Όρος πλούτισε το είναι του με πολύτιμη πνευματική εμπειρία παρόλο που του άρεσε και η κοινωνική-ιεραποστολική δραστηριότητα. Η διδαχή αυτή και η εμπειρία διακατείχε το είναι του και πάντοτε έπραττε το κάθε τί ανάλογα με τις αγιορείτικες καταβολές του. Γι’αυτό και μερικά χρόνια αργότερα, εν έτει 1985, κατά την διάρκεια της Β’ εβδομάδος του Ματθαίου, οπότε τιμάται η μνήμη των Αγιορειτών Πατέρων, εν βαθεία επιγνώσει ενεδύθη το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα των Μοναχών στο Ιερό Ησυχαστήριο των Δανιηλαίων εν Αγίω Όρει τιμίαις χερσί του Ιερομονάχου Μοδέστου.

Με όπλο του την αγία ιερωσύνη και εφόδιό του την πανεπιστημιακή γνώση επέστρεψε στα πατρογονικά του χώματα για να προσφέρει στην Εκκλησία πλησίον του ευεργέτου του Αρχιερέως Αμβροσίου. Ο Μητροπολίτης τον διόρισε αρχικώς εφημέριο στην ενορία του Αγίου Ευγενίου του Τραπεζουντίου στο χωριό Χορτοκόπι και μετά στην ενορία των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Ελευθερών. Κατόπιν αιτήσεως του πατρός Φιλίππου προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και με απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1975, διορίσθηκε επί βαθμώ εισηγητού και επί διετεί δοκιμαστική θητεία ως Ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως. Με Συνοδική Πράξη της 9ης Απριλίου 1981 μονιμοποιήθηκε στη θέση αυτή επί δεκαπενταετίαν και συνταξιοδοτήθηκε.

Ο έμπειρος πλέον κληρικός έτρεχε με ζήλο την μητροπολιτική περιφέρεια για να λειτουργήσει, να τελέσει αγρυπνίες σε διάφορες Μονές όπως και την Μονή της Παναγίας της Παγγαιωτίσσης που ήταν τότε το ορμητήριό του και να κηρύξει το θείο λόγο για να στηριχτεί και να φωτιστεί ο λαός του Θεού.

Εμφορείτο πάντοτε από το πνεύμα ιδρύσεως Ιεράς Μονής. Ο πόθος του αυτός υλοποιήθηκε όταν κατά το έτος 1978 ο Μητροπολίτης Αμβρόσιος του έδωσε την πολυπόθητη ευλογία για την ίδρυση του μοναστηριού που έμελλε να γίνει το καύχημα του Παγγαίου Όρους και φάρος τηλαυγής της Ορθοδοξίας ανά τον κόσμον καθ’όσον εδώ συρρέουν πλήθη προσκυνητών από την Ελλάδα, την όπου γης ομογένεια αλλά και άλλες χώρες όπως την Ρουμανία, την Αλβανία κ.α.

Εγκαταστάθηκε λοιπόν λίγο πιο πάνω από το ανταλλάξιμο χωριό Χρυσόκαστρο, στη θέση Αετοπλαγιά (πρώην Ελετζίκ), όπου υπήρχε ένα παλαιό ξύλινο ναΰδριο του Αγίου Παντελεήμονος λίγο πιο πέρα από το παλαιό τούρκικο νεκροταφείο. Κρέμασε μάλιστα μια μικρή καμπάνα σε μια καρυδιά για να σημαίνει στη γύρω δημιουργία τις ώρες της προσευχής. Έμεινε εκεί στην ερημιά σε ένα μικρό αποθηκάκι μόνος με μόνο το Θεό, χωρίς φως και νερό, σε τόπο πετρώδη και άνικμο.

Εξ αρχής όρισε τυπικό του την καθημερινή θεία λειτουργία και την απαρέγκλιτη τέλεση όλων των ακολουθιών του νυχθημέρου κατά την αγιορείτικη τάξη. Επίσης εργαζόταν με ακατάβλητη δύναμη σπάζοντας και μεταφέροντας πέτρες από το παρακείμενο νταμάρι, φυτεύοντας και μπολιάζοντας δέντρα, καλλιερ-γώντας ζαρζαβατικά και εξωραΐζοντας το χώρο για να ανεγερθεί η Μονή.

Κατ’εκείνη την περίοδο γνώρισε κάθε είδους πνευματική εμπειρία υπομένοντας στις εναλλαγές του καιρού και την παντοειδή στέρηση. Ο διάβολος βέβαια εργαζόταν παράλληλα, προσπαθώντας να καταβάλει τις δυνάμεις του αθλητού του πνεύματος για να εγκαταλείψει το χώρο που διάλεξε ο ίδιος ο Θεός εις κατοικητήριον της χάριτός Του.

Έτσι του επετίθετο με μανία. Το ενσαρκωμένο πονηρό πνεύμα άλλοτε έκρα-ζε μέσα στη σιγαλιά της νύχτας και άλλοτε πετροβολούσε το ναό κατά τη διάρκεια της νυχτερινής λειτουργίας και άλλοτε μηχανευόταν διάφορα για να τον προκαλέσει και να τον χτυπήσει πρόσωπον προς πρόσωπον. Φωνές, κλάματα, ουρλιαχτά, απειλές, ύβρεις, χτυπήματα ήταν η καθημερινή συντροφιά του.

Όταν τον ρωτήσαμε : «Γέροντα πως γλιτώσατε από αυτόν τον κίνδυνο; Δεν φοβόσασταν; Δεν θελήσατε να φύγετε από αυτόν τον τόπο;» εκείνος απάντησε γελώντας: «Έκανα το σταυρό μου και φώναξα στον αρχέκακο και την συνοδεία του: που να σκάσετε και να πλαντάξετε, εγώ δεν φεύγω ούτε πρόκειται να φύγω από δω». Τόση γενναιότητα είχε!

Δύναμη έπαιρνε από τον Άγιο Παντελεήμονα ο οποίος θαυματουργικώς τον βοηθούσε σε κάθε δυσκολία και ο οποίος φώτιζε συγγενείς και φίλους να του συμπαραστέκονται παντοειδώς.

Όταν ο χώρος έγινε κάπως βιώσιμος, κατά θείαν επίνευσιν αφίχθηκε η Γερόντισσα Λυδία με την αδελφή Χριστοδούλη που μόλις είχαν αποχωρήσει από την Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Νικητών στην Χρυσούπολη Καβάλας έχοντας ολοκληρώσει εκεί ένα αξιοζήλευτο έργο. Ήταν τότε ο χειμώνας του έτους 1980-1981 και κατά τον επόμενο χειμώνα προσήλθαν πρώτες δόκιμες στη Μονή η αδελφή Χριστονύμφη και η αείμνηστη μοναχή Μακρίνα και σταδιακώς και άλλες νέες και καλές αδελφές.

Σιγά-σιγά λοιπόν το έργο του Γέροντα άρχισε να πλαισιώνεται από γυναικεία μοναστική αδελφότητα και να ανεγείρεται βαθμηδόν η Ιερά Μονή.

«Εξήνθησεν η έρημος ωσεί κρίνον Κύριε….» αναφέρει ο ιερός υμνωδός (ειρμός β’ ήχου γ’ ωδής κανόνων Όρθρου Κυριακής).Τοιουτοτρόπως και η Ιερά Μονή εξήνθησε όχι ως κρίνον αλλ’ως ευωδιαστή ανθοδέσμη.

Με την ευλογία και καθοδήγηση του Γέροντος αλλά και πατέρων της αδελφότητος των Δανιηλαίων ανηγέρθη το Αθωνικού τύπου περίλαμπρο Καθολικό του Αγίου Παντελεήμονος με το ισόγειο παρεκκλήσιο του Γενεσίου της Θεοτόκου και το συστεγασμένο αρχονταρίκι, την έκθεση και πολλούς απαραίτητους βοηθητικούς χώρους. Ανηγέρθη το κοινοβιακό κτίριο της Μονής με το παρεκκλήσιο της Υπερα-γίας Θεοτόκου της Γοργοϋπηκόοου, το παρεκκλήσιο του Αγίου Νεκταρίου (στα θεμέλια του ξύλινου ναϋδρίου του Αγίου Παντελεήμονος), τα εργαστήρια χειροτεχνίας, το κηροπλαστείο, ο σταύλος, ο ορνιθώνας, οι αποθήκες, ο ξενώνας κ.α. ενώ η Μονή απέκτησε ελαιώνα, οπωρώνα, κήπους και κτηματική περιουσία για την συντήρηση των χώρων και των ζωντανών της.

Για την ανάπτυξη της Μονής αναγκάστηκε να γίνει και ιερέας και ψάλτης και νεωκόρος και κηπουρός και χτίστης και κτηνίατρος και γεωπόνος και μάγειρας και αρχοντάρης και τα πάντα για να μπορούμε όλοι μας σήμερα να απολαμβάνουμε τα αγαθά της Μονής και πνευματικά πρωτίστως αλλά και υλικά.

Αυτήν την εργασιακή δραστηριότητα του Γέροντα ήλθε να συμπληρώσει και μια εξίσου ακατάβλητη πνευματική διακονία. Από της ιδρύσεως της Μονής εν έτει 1978 και μέχρι όσο δεν τον κρατούσαν πλέον οι γεροντικές του δυνάμεις, λειτουρ-γούσε καθημερινώς.

Ξεκινούσε την ημέρα του από τις 02.00 π.μ. στο κελλί του με προετοιμασία δια του μοναχικού κανόνος και απαραίτητα πατερική και αγιολογική μελέτη. Ακολούθως μετέβαινε στο ναό στις 03.30 π.μ. για την έναρξη του μεσονυκτικού. Από τότε και μέχρι της πρώτης ώρας συμμετείχε στην ακολουθία όχι ως ιερεύς μόνο αλλά και ως ιεροψάλτης βοηθώντας τις μοναχές με την χαμηλή του βάση και διδάσκοντας παράλληλα την ακολουθία από το μουσικό βιβλίο. Κατά την διάρκεια αναγνώσεως των «Καθισμάτων» εδιάβαζε καθημερινώς την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως και κατά την ανάγνωση των κανόνων του Όρθρου και των Ωρών μνημόνευε με ιδιαίτερη επιμέλεια καθώς και ευκρίνεια στην Αγία Προσκομιδή χιλιάδες ονόματα χριστιανών που ζητούσαν προσευχή από το μοναστήρι.

Κατά τα χρόνια της αδυναμίας του συμμετείχε στις ακολουθίες ως ιεροψάλτης. Στεκόμενος στο στασίδι του κοσμούσε το αναλογείον και ανέβαζε στο ουράνιο στερέωμα τις ψυχές των προσευχομένων πιστών όχι μόνο με την καλλιφωνία αλλά και την τεχνική του.

Στις ιερές αγρυπνίες έδινε το παν μέσα από την ψυχή του για την δόξα του Θεού. Επί εννέα και πλέον ώρες, από τις 19:00 το απόγευμα μέχρι τις 04.30 τα χαράματα, ήταν σε αεικίνητη πνευματική εργασία και χαρά. Έψαλε σε αργά μαθήματα τα διπλά ανοιξαντάρια, το Θεοτόκε Παρθένε στο πέρας της λιτής, τους πολυελέους, τους εορταστικούς κανόνες εις 12 και 16 στροφές, το αργό Άγιος ο Θεός, το Χερουβικό, το Άξιόν εστιν. Αν ο λειτουργός ιερεύς ή οι αδελφές βιάζονταν, φώναζε : «Όχι τάκα-τάκα! Να μας ακούει ο Θεός και να μην μας φοβάται!».

Η προσευχομένη καρδία του συνήγειρε πάντας εις δόξαν Θεού. Όποιος παρακολουθούσε αυτές τις αγρυπνίες αισθανόταν ανοιχτούς τους ουρανούς και ήταν αδύνατο να μην προσεύχεται. Όλοι στέκονταν με ευλάβεια χωρίς να νυστάζουν παρά το μακρόν της ακολουθίας και αισθάνονταν να ανεβαίνει η ψυχή τους στους ου-ράνιους θόλους.

Ακόμη και ανήμπορος περί τα τέλη του βίου του ανέβαινε στο Ιερό Βήμα φορώντας το πετραχηλάκι του για να μεταλάβει. Πάντοτε κοινωνούσε αργά-αργά με ευλάβεια ενώ ακουγόταν ένας υπόκωφος στεναγμός μετανοίας και λίγα δάκρυα στόλιζαν τα κουρασμένα του από την ασθένεια και γήρας μάτια. Ακολούθως έβγαινε στην Ωραία Πύλη για να διαβάσει στην αδελφότητα και το εκκλησίασμα την συγχωρητική ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ποιμήν και αμνέ, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου…..».

Το ίδιο έντονα συμμετείχε στον Εσπερινό και το Απόδειπνο που με την ίδια ευλάβεια τελούσε. Το Απόδειπνο επέμενε να διαβάζεται μετά το δείπνο και όχι συναπτόμενο με τον εσπερινό γιατί τότε, έλεγε, θα έπρεπε να λέγεται πρόδειπνο. Μετά το πέρας του Αποδείπνου απαγόρευε τις συζητήσεις. Η αίτηση της συγγνώμης θα έφερνε και το πέρας της ημέρας ενώ οι συζητήσεις θα έφερναν ταραχή και αναστάτωση.

Εκείνο που χαρακτήρισε ιδιαίτερα την πνευματική του διακονία ήταν το μυ-στήριο της μετανοίας, η ιερά εξομολόγησις.

«Από φυλακής πρωΐας μέχρι νυκτός» (Ψαλμ. ρκθ’, 6) εξομολογούσε αναρίθμητους χριστιανούς από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Με αγάπη, υπομονή και χωρίς βιασύνη άκουγε τον καθένα και με την σοφία και σύνεσή του καθώς και την πατερική πείρα που διέθετε, καθοδηγούσε. Ήταν βέβαια αυστηρός και απαράβατος στις αρχές του αλλά γλυκύς και στοργικός στους τρόπους του και έτσι η πνευματική του μέθοδος ουδένα πλήγωνε ή στενοχωρούσε. Στόχος του ήταν η διόρθωσις και όχι η εξουθένωσις. Φορτωμένος από τις ασθένειες, τα γηρατειά και τα προβλήματα του κόσμου, ουδέποτε δυσανασχετούσε. Ήταν απλούς, προσηνής, καταδεκτικός και με κατανόηση για τις πτώσεις των ανθρώπων μέχρι να τους σταθεροποιήσει πνευματικά. Για μια ψυχή που κινδύνευε διέθετε όλο το χρόνο και τον εαυτό τουπροκειμένου να την κερδίσει και να την φέρει μέχρι το άγιο Ποτήριο. Όταν έπρεπε, θα μά-λωνε αλλά ποτέ δεν κρατούσε χρεωστούμενα για κανέναν.Πάνω απ’όλα ήταν πατέρας. Μετά ξεχνούσε, σε αγαπούσε και σε αγκάλιαζε όπως ο φυσικός πατέρας.

Ήταν ιδιαιτέρως φιλόξενος και φιλάνθρωπος. Πάντοτε κερνούσε, πάντοτε μοιραζόταν το ψωμί του με τους άλλους -από τον καιρό ήδη που η Μονή υστερείτο και τον επιούσιο- και έπινε τον απογευματινό του καφέ με τον απλό κόσμο που περίμενε ευλαβικά να ακούσει από τα χείλη του «λόγον αγαθόν» (Ψαλμ. μδ’,1). Πάντοτε ήταν ευχάριστος στην παρέα, πάντοτε οικοδομητικός στο λόγο, πάντοτε εύθυμος, ήξερε να απομακρύνει από την ψυχή του καθενός τα νέφη της αθυμίας και των πολυποικίλων θλίψεων. Πάντοτε έδινε δύναμη και κουράγιο. Ακόμη και στους αλλοδαπούς προσκυνητές έλεγε λίγες λέξεις με βαθύ περιεχόμενο στη δική τους γλώσσα: πίστη στο Θεό, υπομονή, θάρρος, πολλή προσευχή. Συνιστούσε στους πιστούς σε κάθε δυσκολία να λένε αρχικά το «δόξα τω Θεώ» και μετά το «έχει ο Θεός», διότι με αυτές τις τρεις απλές λέξεις εμπιστευόμαστε τη Θεία Πρόνοια και Της αναθέτουμε τα πάντα και έτσι απομακρύνεται από κοντά μας κάθε δαιμονική ενέργεια και απελπισία. Όταν δεν μπορούσες σου έλεγε «έλα στο μοναστήρι να συ-νέλθεις» και πάντοτε έφευγες χαρούμενος.

Για την αδελφότητα υπήρξε ο άγρυπνος φύλακάς της. Από τα χαράματα στεκόταν στο στασίδι του να δώσει ευλογία για την ακολουθία και μετά οδηγίες για το ημερήσιο πρόγραμμα. Εξομολογούσε, δίδασκε και στήριζε τις μοναχές εν πνεύματι πραότητος. Η συμπεριφορά του μαζί τους ήταν αγγελοειδής, απομακρυσμένη από συναισθηματισμούς ή εμπάθειες. Προσπαθούσε υπομονετικά να ενσταλάξει στις ψυχές τους την αγάπη προς τον Θεό, τις ιερές ακολουθίες, την προσευχή καθώς και την μεταξύ τους αγάπη ως τον σύνδεσμο της τελειότητος. Σε τυχόν διαφωνίες της καθημερινότητος ρωτούσε τις αδελφές με απλότητα: «Οι Άγγελοι στον Παράδεισο δεν διαφωνούν. Εκείνες που ενεδύθησαν το Αγγελικό Σχήμα, γιατί άραγε διαφωνούν;». Με προσευχή, προσωπική νουθεσία, συνάξεις και επιστασία επιμελείτο την πρόοδό τους.

Τα τελευταία χρόνια διάφοροι κληρικοί εξυπηρετούσαν το μοναστήρι. Εκείνος επιμελείτο την περαιτέρω κατάρτισή τους. Ήταν αδιανόητο για τον Γέροντα ένας κληρικός να μην επιτελεί τα καθήκοντά του εν φόβω Θεού και με ακρίβεια. Υπεδείκνυε με διάκριση το σωστό και τους καλούσε στην Μονή να λειτουργούν συχνότερα για να εκπαιδευθούν μέσα στο αγιασμένο περιβάλλον του Μοναστηριού. Θεωρούσε ότι το παρουσιαστικό του ιερέως έπρεπε να είναι παραδοσιακό και απλό. Ο ιερέας τόνιζε ότι οφείλει να είναι ευπρεπής και αξιοσέβαστος. Με τα γένια και τα μαλλιά του άκοπα και ποτέ να μην κυκλοφορεί ασκεπής. «Η προσευχή και η μελέτη είναι τα όπλα του ιερέα, να λειτουργεί πάντοτε εν φόβω Θεού και όχι βιαστικά». Καφενεία κτλ. έλεγε ότι διασπούν την προσοχή του ιερέα από το Θεό και τον κάνουν χειρότερο και από τους κοσμικούς. Το κάπνισμα το αποκαλούσε βρώμικη συνήθεια και εφάμαρτη καθώς και τη χρήση κολώνιας.

Ο Γέροντας ζούσε και ανέπνεε με την Εκκλησία και τις ακολουθίες. Κάθε μέ-ρα έβαζε καινούρια αρχή στον πνευματικό του αγώνα με όρεξη, με αισιοδοξία, με πίστη στο Θεό. Η Εκκλησία τον τροφοδοτούσε πνευματικά και στις ακολουθίες προ-σερχόταν με λαχτάρα «σαν να ήταν η πρώτη του φορά και όχι για αγγαρεία» όπως έλεγε.

Τίποτε δεν διέλαθε της προσοχής και προσευχής του. Η φροντίδα του αφορούσε άπαντες. Η δραστηριότητά του ήταν πολυποίκιλη. Προσέφερε στην Εκκλησία και το μοναχισμό όλο του τον εαυτό χωρίς να λυπάται για το σαρκίο του που στερείτο ανάπαυσης. Πάντοτε προείχε το καθήκον για τον ελάχιστο αδελφό ακόμη κι όταν ήταν άρρωστος. Εκτός από τα Ιερά Μυστήρια που πάντοτε προετοιμασμένος το κατά δύναμιν τελούσε, εργάστηκε στον αντιαιρετικό αγώνα εναντίον του χιλιασμού, για την νεότητα οργανώνοντας συνάξεις, ως Ιεροκήρυξ για τη σπορά του θείου Λόγου με κήρυγμα ευαγγελικό και χριστοκεντρικό, για την παιδεία ως καθηγητής στην Αθωνιάδα Σχολή και τα σχολεία της περιφέρειας, ως πνευματικός εδώ στα αγιασμένα χώματα των χωριών του Παγγαίου καθώς και την ομογένεια στην Γερμανία. Όλα με ακατάβλητη δύναμη και ακούραστα. Με το σταυρό, το πετραχήλι και το ευχολόγιο στήριζε τις κατερραγμένες ψυχές και αγίαζε. Ιδιαίτερη μέριμνα είχε και για τους οχλουμένους υπό πνευμάτων ακαθάρτων τους οποίους διάβαζε για να καθαριστούν από την δαιμονική επήρεια.

Η Εκκλησία Ελλάδος τιμώντας την εν γένει προσφορά του στις 5 Δεκεμβρίου του 2002 απέλυσε «ευεργετήριον γράμμα». Στην τελετή προς τιμήν του Αγίου Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως που πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Μονή Πεντέλης στις 16 Φεβρουαρίου 2003, ο Γέροντας συγκινημένος, έλαβε δια χειρών του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου τον «χρυσούν Σταυρόν του Αποστόλου Παύλου» εις ένδειξιν τιμής και αναγνώρισιν του κόπου του για την Εκκλησία, τον μοναχισμό, την παιδεία, τον πολιτισμό.Επιστρέφοντας στην Μονή συνέχισε το ίδιο αθόρυβα την σημαντική και σε πολλούς τομείς διακονία του.

Όλος ο αγώνας του, του έδωσε μεγάλες χαρές επί της γης.Ολόχαρος πάντοτε συμμετείχε στην πανήγυρη της Μονής για την τιμή του μεγάλου και θαυματουργού Αγίου Παντελεήμονος του Αναργύρου και ακολούθως μετέβαινε στο Άγιον Όρος στις 9 Αυγούστου για να εορτάσει τον Άγιο κατά το παλαιό εορτολόγιο.

Με χαρά είδε την θεμελίωση του Καθολικού της Μονής και τα εγκαίνιά του στις 31 Αυγούστου 2002 με την έλευση της Αγίας Ζώνης της Παναγίας μας στην Μονή.

Με αχόρταστη διάθεση τελούσε την θεία λειτουργία «δοκώνεστάναι εν ουρανώ δόξης Κυρίου»(επέχει θέση απολυτικίου και διαβάζεται κατά την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή στο τέλος του Όρθρου μετά το «Αγαθόν τω εξομολογείσθαι»και το Τρισάγιο)

Μέσα σε αυτό έζησε εμπειρίες πνευματικές και θείες αποκαλύψεις όπως την παρουσία του εφόρου και προστάτου της Μονής Αγίου Παντελεήμονος, των Μεγαλομαρτύρων Δημητρίου και Νέστορος (γεγονός που κατεγράφη επισήμως), την δη-μιουργία της αχειροποιήτου εικόνος του Χριστού στην τοιχογραφία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Καθολικό της Μονής κ.ά. Ταπεινά ομολογούσε την θεία ευωδία που αισθανόταν μέσα στο Καθολικό καθώς και το ισόγειο παρεκκλήσιο του Γενεσίου της Θεοτόκου που με χαρά είδε να εγκαινιάζεται στις 8 Σεπτεμβρίου 2013.

Χαρά μεγάλη ελάμβανε για την έλευση και μοναχική απόκαρση μιας εκάστης των αδελφών ως και την ηγουμενική ενθρόνιση της Γερόντισσας Λυδίας στις 22 Απριλίου 2000.

Χαρά ελάμβανε για την ανάπτυξη και ολοκλήρωση της Μονής. Χαρά ελάμβανε με την πρόοδο των καλλιεργειών και την απόδοση των οικοσίτων ζώων της Μονής.

Χαρά ελάμβανε από την ζώσα εικόνα του Θεού, τους ανθρώπους, που έρχονταν στην Μονή και έμπαιναν με την εξομολόγηση και την ευχή του στο πνευματικό πρόγραμμα για την σωτηρία της ψυχής τους.

Χαρά ελάμβανε κατά τις ιεραποστολικές του περιοδείες στα γύρω χωριά και νομούς και την Γερμανία όπου κήρυττε και εξομολογούσε.

Χαρά ελάμβανε και όταν προσκυνητές Αλβανοί, Ρουμάνοι και άλλοι αλλοδαποί ανέβαιναν στην Μονή για να ζητήσουν την ευχή του.

Πολλές φορές αυτή η χαρά ξεπληρώθηκε με θλίψη, δάκρυα, ασθένεια. Όμως πάντοτε ο Γέροντας κοιτούσε κατάματα τον ουρανό, έκανε το Σταυρό του και ξεκινούσε στην ζωή του υπομονετικά βάζοντας νέα αρχή. Παρόλες τις δυσκολίες ή τα παράπονα της καθημερινότητας παρέμενε εν τη αγάπη για όλους και όλα. Η καρδιά του είχε γίνει πλέον ένα αληθινό καμίνι της θείας αγάπης…..

Τα κατά άνθρωπον σφάλματα ή τυχόν ελλείψεις του έμελλε να καθαρισθούν μέσα από την οδύνη της σωματικής ασθενείας όπως και σε κάθε γνήσιο τέκνο και άνθρωπο του Θεού εξάλλου συμβαίνει.

Επί δεκαετίαν όλην υπέφερε χωρίς να διαμαρτύρεται, εργαζόμενος το ίδιο ακούραστα και με αισιοδοξία τονίζοντας με χαμόγελο: «Δεν έχω σκοπό να πεθάνω! Εξάλλου δεν χόρτασα ακόμα το μοναστήρι, την Εκκλησία μας και τις ακολουθίες!».

Τον τελευταίο χρόνο πύκνωσε ο πόνος σε όλο του το σώμα το οποίο επί ογδόντα και πλέον χρόνια ήταν εναρμονισμένο με το θείο θέλημα καθ’όσον περιέβαλε την καθαρά, εγκρατή και αγαπώσα ψυχή του ζώντας «εν βία διηνεκή και φυλακή αισθήσεων ανελλιπή». (ορισμός του αληθούς μοναχού, εκ του Γεροντικού).

Επί ένδεκα μήνες αυξήθηκε ο πόνος, η δύσπνοια και παράλληλα οι συνεχόμενες νοσηλείες, θεραπείες και χειρουργεία τα οποία κατέβαλαν έτι περισσότερο το σώμα του. Ο οξύτατος πόνος του πένθους διεπέρασε την καρδιά του καθώς προ εννέα μηνών ανεχώρησαν από του κόσμου τούτου η Γερόντισσα Λυδία και η αδελφή Μακρίνα για τις οποίες διεβεβαίωνε πάντες ότι τις έβλεπε μέσα στα κάλλη του Παραδείσου.

O πόνος και το πένθος τον χτυπούσαν σωματικά. Ωστόσο το πνεύμα του ήταν καθαρό, διαυγές και αεί προσευχόμενο. Ζητούσε από τις μοναχές του που τον διακονούσαν θυγατροπρεπώς, με ευπρέπεια και σεβασμό, να του διαβάζουν τις ιερές ακολουθίες ενώ με αισιοδοξία σήκωνε το χεράκι του σταυρώνοντας μοναχές, γιατρούς, νοσηλευτές, πιστούς και χαμογελαστός πρόφερε τον Αναστάσιμο χαιρετισμό: «Χριστός Ανέστη».

Την παραμονή της κοιμήσεώς του έλαβε την δωρεά των θείων, αχράντων και ζωοποιών Μυστηρίων με την ίδια συντριβή, συναίσθηση και δάκρυα μετανοίας που είχε και ως λειτουργός ιερεύς καθ’όλη την ιερατική του διακονία.

Κατά το θέλημα του Θεού ανεχώρησε για την χώρα των ζώντων το Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021 μετά την ανάγνωση του εσπερινού της εορτής του μαθητού της Αγάπης, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και Ευαγγελιστού. Εκείνος που σε όλη τη ζωή του αγωνίστηκε για την εφαρμογή της αγάπης προς τον Θεό και τον άνθρωπο έφυγε κατ’αυτή τη μεγάλη ημέρα για να θυμόμαστε την αρετή της αγάπης που στό-λιζε την ψυχή του, της οποίας όλοι γίναμε κοινωνοί και αποδέκτες.

Σήμερα 27 Σεπτεμβρίου, με τις ευχές της Εκκλησίας, εισοδεύεται στην Βασιλεία των Ουρανών παραδίδοντας εις χείρας Θεού την ΙεράνΠαρακαταθήκην και αδιάβλητον την ιερατικήν του διακονίαν. Σημειωτέον ότι σήμερα στο αγαπημένο του «Περιβόλι της Παναγίας», το Άγιον Όρος, εορτάζεται η Παγκόσμιος Ύψωσις του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού που μας ενθυμίζει με έμφαση το ισόβιο σταυρικό φρόνημα του Γέροντος Φιλίππου.

Τον συνοδεύουν οι ουράνιες ευχές των Μητροπολιτών Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου και Ευδοκίμου που πάντοτε περιέβαλαν τον ίδιο και την Μονή με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, των αυταδέλφων του Αγιορειτών Γρηγορίου Ιερομονάχου και Στεφάνου Μοναχού, της Γερόντισσας Λυδίας και της αδελφής Μακρίνας, των γονέ-ων και των μακαριστών αδελφών του.

Τον αποχαιρετά ο ευαγής κλήρος της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως με προεξάρχοντα τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο που αγαπά, τιμά και προστατεύει την Ιερά Μονή.

Τον αποχαιρετά η νέα Καθηγουμένη, Ευβούλη Μοναχή, μετά της σεβασμίας αδελφότητος της Ιεράς Μονής.

Τον αποχαιρετούν οι εν ζωή ευρισκόμενοι αδελφοί, ανεψιοί και λοιποί κατά σάρκα συγγενείς του και ιδιαιτέρως ο ανεψιός του Νικόδημος Ιερομόναχος Δανιη-λαίος.

Τον αποχαιρετούν τα κατά πνεύμα τέκνα του, τα εγγύς και τα μακράν που ταξίδεψαν ακόμη και από το εξωτερικό για να τιμήσουν τη μνήμη του.

Πορεύεται εις όν εκ νεότητος επόθησεν Κύριον, ζέων τω πνεύματι, πλήρης έργων πίστεως και αγάπης, έχοντας εκπληρώσει τον σκοπό της επί γης παρουσίας του «ως πρέπει τοις Αγίοις». (γ΄απόστιχον Εσπερινού Τετάρτης του πλ. δ΄ήχου)

Μακάριος όν εξελέξω και προσελάβου Κύριε! (Ψαλμ. ξδ΄, 4)

Η ψυχή αυτού εν αγαποίς αυλισθήσεται! (ψαλμ. κδ’,13)

Και το μνημόσυνον αυτού εις γενεάν και γενεάν! (ψαλμ. ρα’,13)