Τα Αθωνικά Μετόχια στη Σκιάθο

14 Οκτωβρίου 2021

Το μονύδριο του Τιμίου Προδρόμου

Στη Σκιάθο υπήρχε μέχρι και το 1820 ένα μετόχι του Αγίου Όρους, και συγκεκριμένα το μονύδριο του Τιμίου Προδρόμου, το οποίο υπήρξε εξάρτημα της Ιεράς Μονής Διονυσίου, γι΄ αυτό και είναι γνωστό ως «Διονυσιάτικο[1]». Ήταν χτισμένο κοντά στο Κάστρο του νησιού, για το οποίο υπάρχει σχετική περιγραφή σε έργα του Σκιαθίτη συγγραφέα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη («Στόν Πρόδρομον στόν Ἀσέληνο»[2], «Στόν Πρόδρομον τοῦ Κάστρου»[3] και τη «Φόνισσα»[4]).

Το μετόχι αυτό ιδρύθηκε στα τέλη του 17ου – αρχές 18ου αιώνα. Πρώτος γνωστός μετοχιάρης ήταν ο ιερομόναχος Συμεών, ο οποίος υπογράφει στη διαθήκη της Ουρανίτσας του Χατζη-Κωνσταντή, το 1728[5]. Το 1693 το μετόχι ανακαινίστηκε από τον ιερομόναχο Νείλο Διονυσιάτη και το 1695 χτίστηκε από τον ίδιο η θολωτή δεξαμενή του μονυδρίου[6].

Με την πάροδο των χρόνων το μετόχι απέκτησε σημαντική κτηματική περιουσία σε διάφορα μέρη του νησιού (κοιμητήριο, χωράφια, αμπελώνες, ελαιώνες, κ.λπ.) ενώ είχε στην κατοχή του και το μικρό σπίτι στο Κάστρο, που ονομαζόταν «κονάκι»[7].

Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1811 μετοχιάριος ήταν ο Θεοφάνης, ο οποίος, όταν κλήθηκε το ίδιο έτος να επιστρέψει στη μονή της μετανοίας του, άφησε το μετόχι στη διαχείριση του ιερομόναχου Ματθαίου, ηγουμένου της Μονής του Αγ. Χαραλάμπους και παλιού αγιορείτη[8]. Προς το τέλος της τουρκοκρατίας  το μετόχι νοικιάζεται από το μοναστήρι του Ευαγγελισμού[9], που το διατηρεί έως το 1820, έτος κατά το οποίο η Ιερά Μονή Διονυσίου  πούλησε το  μετόχι με όλη την περιουσία του στη Μονή του Αγ. Χαραλάμπους[10]. Το 1925 ο ναός της μονής κατεδαφίστηκε και στη θέση του κτίστηκε νέος.

Η σημασία του μετοχίου του Τιμίου Προδρόμου στην πνευματική ζωή και τη θεολογία του νησιού υπήρξε πολύ μεγάλη, καθώς με τον καιρό διαμορφώθηκε γύρω από αυτό ένα κλίμα ορθόδοξης λειτουργικής ζωής και πνευματικότητας.

Η ευρύτερη σημασία της αθωνικής παρουσίας στη Σκιάθο

Είναι γνωστό πως πολλοί αγιορείτες πατέρες κατά την επανάσταση του 1821 και τον οικονομικά ασφυκτικό και απειλητικό κλοιό των Οθωμανών, κατέφυγαν στα νησιά και τη Στερεά Ελλάδα, όπου υπήρχαν μετόχια τους ή είχαν γνωστούς τους ανθρώπους.[11] Πολλοί από αυτούς κατέφυγαν στη Σκόπελο και τη Σκιάθο.

Συγκεκριμένα στη Σκιάθο κατέφτασε μια ομάδα πατέρων από τη Σκήτη των Καρυών, τη γύρω περιοχή και τη βατοπεδινή Σκήτη του Αγίου Δημητρίου. Κάποιοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στη Μονή του Ευαγγελισμού, άλλοι στο Κάστρο και άλλοι στη Χώρα. Επιπλέον, στο νησί σημαντική υπήρξε η παρουσία των κολλυβάδων μοναχών, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, η οποία ξεκίνησε με την έλευση μιας ομάδας μοναχών από την Ικαρία με επικεφαλής τον Νήφωνα, ασκητή της Σκήτης του Παντοκράτορος του Αγίου Όρους. Ο γέρων Νήφων, μετά την ακούσια αποχώρησή του από το Άγιον Όρος, προσπαθούσε να ιδρύσει πνευματικές κυψέλες ιερών κοινοβίων μεταλαμπαδεύοντας εκεί την αγιορείτικη ορθόδοξη λειτουργική – πνευματική παράδοση. Στη Σκιάθο ίδρυσε το τελευταίο του κοινόβιο, το οποίο, σύμφωνα με τον π. Κων. Καλλιανό, είχε την ιδιαιτερότητα να είναι το μοναδικό μετόχι που αντιπροσώπευε όλες τις αθωνικές μονές και την μακραίωνη παράδοσή τους[12]. Σ΄ αυτό εγκαταβίωσαν ονομαστοί κολλυβάδες πατέρες του φιλοκαλικού κινήματος, όπως ο ιερομόναχος Ευθύμιος Σταυρουδάς, που διέμενε στο Καρακαλλινό κελλί των Εισοδίων της Θεοτόκου, στις Καρυές και ήρθε στη Σκιάθο τέλη του 1821, οπότε και φιλοξενήθηκε στη Μονή της Ευαγγελίστριας. Ο Ευθύμιος ήταν ο πρώτος βιογράφος του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, πνευματικός φίλος του γέροντα Νήφωνα αλλά και πνευματικός του νησιού. Ακολουθούν οι ιερομόναχοι Ιωάσαφ ο Πάριος και Ιωάσαφ ο Χίος, από τη Σκήτη του Αγίου Δημητρίου, ο Νεόφυτος ο Σκούρτος και ο λόγιος ιεροδιάκονος Ιωσήφ εκ Φουρνά των Αγράφων[13]. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι εδώ έζησε και ο τελευταίος των Κολλυβάδων, ο γέροντας Διονύσιος Δημητριάδης.

«Ὁ Διονύσιος», γράφει ο Παπαδιαμάντης[14], «ἀνῆκεν εἰς τὴν ἀρχαιοπρεπῆ ἐκείνην τάξιν τῶν μοναχῶν, τῶν Κολλυβάδων καλουμένων, ἧς ἦτο ὁ τελευταῖος σχεδὸν ἀντιπρόσωπος», με διάδοχό του τον  ιερομόναχο Ιερεμία, τον παπα-Ερημίτη, όπως ήταν γνωστός στους κατοίκους του νησιού, και για τον οποίο γράφει αισθαντικά στο έργο του «Τα Βακούφικα»  ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης:

«Πλὴν τὰ πολλὰ παράπονά της ἡ γραία, τὸν ἀληθινὸν τῆς καρδίας της πόνον ἐξεμυστηρεύετο μόνον εἰς τὸν «παπᾶ-Ἐρημίτη» ὅπου μετέβαινε κατὰ Κυριακὴν μετὰ τῶν θυγατέρων της ν᾿ ἀκούσῃ τὴν ὡραίαν ἀκολουθίαν, τῶν σεμνῶν Κολλυβάδων ἀκολουθίαν, ἐκλείπουσαν ὁλονὲν ἀπὸ τῆς Ἀνατολῆς, τῶν ἐρημιτῶν Κολλυβάδων, ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ὑμνούντων τὸν Κύριον, κατὰ τὸν ψαλμόν. Ἐν ὄρθρῳ τῇ πρώτῃ ὥρᾳ τῆς ἡμέρας, τῇ τρίτῃ, τῇ ἕκτῃ, τῇ ἐνάτῃ τῷ ἑσπερινῷ καὶ τῷ ἀποδείπνῳ[15]».

Αλλά η επίδραση των κολλυβάδων στη θρησκευτική και πνευματική ζωή της Σκιάθου αποτυπώνεται και σε άλλο έργο του σκιαθίτη συγγραφέα, στο γνωστό «Με του Βορηά τα Κύματα». Εκεί περιγράφεται η προσφορά της αγιορείτικης παρουσίας στη Σκιάθο τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι οι νησιώτες τις Κυριακές και τις γιορτές προσέρχονταν στη Μονή Ευαγγελισμού, παρακολουθούσαν τις ιερές αγρυπνίες, εξομολογούνταν, συμμετείχαν στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, δέχονταν τον λόγο του Θεού και καθοδηγούνταν έτσι ώστε να αποφεύγουν την κακία και να ακολουθούν την ευαγγελική ζωή[16]. Από τις παραπάνω λογοτεχνικές πηγές πληροφορούμαστε για την άμεση επίδραση της αθωνικής παρουσίας στη λατρευτική ζωή αλλά και την πνευματική εξέλιξη των κατοίκων του νησιού.

Τη χορεία των ενάρετων πνευματικών ανδρών ολοκληρώνει η κορυφαία μορφή του γέροντα Σωφρονίου Κεχαγιόγλου, ο οποίος επανίδρυσε την ιερά Μονή του Ευαγγελισμού, επαναφέροντας την κολλυβαδική της παράδοση[17].

Με την αρωγή των αγιορειτών πατέρων στήθηκαν οι βάσεις της σκιαθίτικης πνευματικότητας και εν γένει όλων των Σποράδων, αποτελούμενες από στοιχεία ορθόδοξης πνευματικότητας, που είχαν παγιωθεί και διαμορφωθεί από τις θεοφιλείς επιδράσεις του Άθωνος και από την αρχαία λειτουργική παράδοση, και δρούσαν ως πνευματικές αντιστάσεις σεβασμού, αγάπης, αυτοθυσίας και προσφοράς. Εξάλλου, ο μοναχισμός υπήρξε πάντοτε ο σθεναρός πρόμαχος της ορθόδοξης πίστης και ο θεματοφύλακας των ιερών παραδόσεων της εκκλησίας μας∙ με αυτή την ιδιότητα επιδρά και στη Σκιάθο. Πολλώ δε μάλλον συνετέλεσε και η παρουσία των φιλοκαλικών πατέρων, που με τη θεάρεστη βιοτή τους σφράγισαν το νησί με ιεροπρέπεια και αγιότητα, η οποία εξακτινώθηκε και στις υπόλοιπες Σποράδες.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

Παραπομπές:

[1] Χ. Χαχαμίδης, Συμβολή …», ο.π., 221.

[2] Α. Παπαδιαμάντης, Άπαντα, Στόν Πρόδρομον στόν Ασέληνο, τ. 5, Αθήνα 1988, σ.13.

[3] Α. Παπαδιαμάντης, Άπαντα, Στόν Πρόδρομον του Κάστρου, τ. 5, Αθήνα 1988, σ. 18.

[4] Α. Παπαδιαμάντης, Άπαντα, Η Φόνισσα, τ. 1, Αθήνα 1957, σ. 50-51

[5] Κ. Καλλιανός, «Τα αθωνικά μετόχια…», ο.π., 336.

[6] K. Καλλιανός, «Τό μή διατηρούμενο…», ο.π., 151.

[7] Χ. Χαχαμίδης, Συμβολή…, ο.π., 221.

[8] Κ. Καλλιανός,«Τό μή διατηρούμενο…», ο.π., 152.

[9] Χ. Χαχαμίδης, Συμβολή…, ο.π., 222.

[10] K. Καλλιανός,«Τό μή διατηρούμενο…», ο.π., 152.

[11] Ι. Μαμαλάκης, Το Άγιον Όρος (Άθως) διά μέσου των αιώνων, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 433.

[12] Κ. Καλλιανός, «Τα αθωνικά μετόχια…», ο.π., 337.

[13] Κ. Καλλιανός, «Τα αθωνικά μετόχια…», ο.π., 338.

[14] Α. Παπαδιαμάντης, Άπαντα, Β΄ Νεκρολογήματα, Ο πατήρ Διονύσιος, τ. 5, Αθήνα 1957, σ. 244.

[15] Α. Μωραϊτίδης, Διηγήματα, Τα Βακούφικα, Αθήνα 1926, σ. 9

[16] Α. Μωραϊτίδης, Με του Βορηά τα κύματα, σειρά Α. Από την Σκίαθον, Αθήνα 1922, σ. 169.

[17] Κ. Καλλιανός, «Τὸ ἄλλο εὐλογημένο Σάββατο, ἐκεῖνο τῆς Διακαινησίμου, καὶ ἡ ἁγιοτρόφος νῆσος Σκιάθος», ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ, 200 (2019) 160.