Το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα: Δογματική προσέγγιση και Οικουμενικές Σύνοδοι

1 Οκτωβρίου 2021

Η Οικουμενική Σύνοδος[1] υπήρξε η αυθεντική φανέρωση της συνοδικής συνειδήσεως της Εκκλησίας και σφράγισε την όλη λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος κατά τη δογματική διατύπωση της εμπειρικώς βιωμένης αληθείας της πίστεως ως προς συγκεκριμένο θεολογικό πρόβλημα. Η συνοδική συνείδηση υπήρξε πάντοτε μία μόνιμη λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος, η οποία βιώνεται από την ευχαριστιακή σύναξη μέχρι την ενεργοποίηση των ποικίλων μορφών του συνοδικού συστήματος. Κορυφαία έκφρασή της ήταν η ενεργοποίηση του θεσμού της Οικουμενικής συνόδου για την περιφρούρηση ή την αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας στην ορθή πίστη και στην αγάπη[2] .

Τα δογματικά της Εκκλησίας μας είναι η απαράλλαχτοι όροι που δηλώνουν οτιδήποτε έχει να κάνει με την Πίστη Της. Αυτά έχουν εκφρασθεί από τους Αγίους της Εκκλησίας σύμφωνα με όσα παρέλαβαν από τους συγγραφείς της Αγίας Γραφής κατόπιν Θείας Αποκαλύψεως. Όπως δηλώνει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ο μέγας αυτός δογματολόγος της Εκκλησίας μας, στην αρχή του έργου του «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως»: «ο Θεός αποκάλυψε αυτό ακριβώς που ήταν συμφέρον να γνωρίσουμε… σ’ αυτά ας αρκεσθούμε κα σ’ αυτά ας μείνουμε, χωρίς να μετακινούμε αιώνια όρια ούτε να ξεπερνούμε τη θεία παράδοση». Η εμμονή, λοιπόν, στα ιερά δόγματα δεν αποτελεί κάποια φανατική προσκόλληση αλλά στην θεμιτή αποδοχή των αληθειών που ο ίδιος ο Κύριος μας παρέδωσε και επέστησε την προσοχή να τα φυλάττουμε με ακρίβεια ώστε να μην γίνει η παραμικρή αλλαγή σ’ αυτά ούτε κατά «ένα κόμμα η κεραία».

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, οι κανόνες που εξέδωσαν «αι επτά θεόπνευστοι Οικουμενικαί Σύνοδοι», υποδεικνύουν το ορθό επειδή: Στηρίζονται στη θεόπνευστη Αγία Γραφή και την Αυθεντική Αποστολική και Εκκλησιαστική Παράδοση. Θεσπίσθηκαν ή επικυρώθηκαν (εγκρίθηκαν) από την Εκκλησία με Οικουμενικές Συνόδους που εκφράζουν το αλάθητο της Εκκλησίας. Η έγκριση από Οικουμενική Σύνοδο δίνει στον Κανόνα οικουμενικότητα, διαχρονικότητα, διατοπικότητα και αυθεντικότητα[3].

Μέσα στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας ανέκυπταν διάφορα ζητήματα και προβλήματα, τα οποία η ίδια η Εκκλησία καλούνταν να αντιμετωπίσει. Τα προβλήματα μάλιστα αυτά, μπορούσαν να δημιουργήσουν μεγάλες διενέξεις και έκτροπα μεταξύ των μελών της Εκκλησίας, όπως και σκανδαλισμό. Γι’ αυτό το λόγο οι Πατέρες της Εκκλησίας θέσπισαν τους ιερούς κανόνες μέσα από τοπικές και οικουμενικές συνόδους αντιμετωπίζοντας αυτά τα προβλήματα και αποτελώντας ουσιαστικά την ποιμαντική της Εκκλησίας. Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζονταν η ενότητα της Εκκλησίας και η «θεραπεία» των χριστιανών. Οι ιεροί αυτοί κανόνες, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν νομικά κείμενα με τη στενή έννοια του όρου. Είναι καρποί του αγίου Πνεύματος, εκφράζουν τη ποιμαντική που ασκεί η Εκκλησία και σκοπό έχουν τη διασφάλιση της σωτηρίας του ανθρώπου»[4].

Μέσα στα πλαίσια και δεδομένα αυτά οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν θα ήταν δυνατό να μην ασχοληθούν με το μοναχισμό, ο οποίος αποτελεί ένα πολύ μεγάλο και σπουδαίο μέρος του σώματος της Εκκλησίας. Οι μοναχοί είναι μία ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, οι οποίοι αποφάσισαν να «καταθέσουν» την ψυχή τους στον Θεό εγκαταλείποντας τα του κόσμου και ακολουθώντας μία πορεία διαφορετική στη ζωή τους, η οποία πρέπει σε πολλά σημεία να αντιμετωπισθεί διαφορετικά και από εκείνη των κληρικών. Ο σκοπός βέβαια είναι ο ίδιος, η σωτηρία, ο τρόπος όμως διαφέρει εν μέρει. Γι’ αυτό οι Πατέρες αναφέρθηκαν στο θέμα του μοναχισμού και θέσπισαν κανόνες, οι οποίοι αφορούν στη ζωή των μοναχών αλλά και το θεσμό του μοναχισμού γενικότερα.

Ο ΚΒ΄ κανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου ουσιαστικά ορίζει τον σκοπό της μοναχικής ζωής: «Οις δε ο βίος εστίνησύχιος και μονότροπος, ο συνταξάμενος Κυρίω τω Θεώ ζυγόν μονήρη άραι, καθίσεται κατά μόνας και σιωπήσει»[5]. Ο βίος του μοναχού είναι ησύχιος. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ράθυμος. Δεν είναι πολύτροπος αλλά μονότροπος. Δεν μπορούν να ασχολούνται με πολλά πράγματα, ασκούνται στην ησυχία και την αδιάλειπτη προσευχή, ενώ παράλληλα ασκούν και τα διάφορα διακονήματα, όπως αυτά ορίζονται από τη μοναστηριακή αρχή». Όταν οι Οικουμενικές Σύνοδοι  είχαν εκδώσει Κανόνες και η Εκκλησία όρισε την Ακολουθία του Μεγάλου Αγγελικού Σχήματος «τα αρχαία παρήλθον¨ και το Πνεύμα το Άγιο Ενεργεί και Κρίνει σύμφωνα με τους ορισμούς της Εκκλησίας, που εκ Πνεύματος Αγίου είχαν ειπωθεί. Στην εποχή μας ο μόνος απλανής Οδηγός είναι η Ακολουθία του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος και όσα συγγράμματα ερμηνευτικά της Ακολουθίας αυτής έχουμε ήδη αναφέρει. Άξιοι προσοχής είναι οι πρόλογοι που συναντώνται στους Ιερούς Κανόνες της Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Θρηνούν εκεί οι Πατερες για την κατάντια του Μοναχισμού και που κατάντησε να βλασφημείται το όνομα του Χριστού, εξαιτίας της επιπολαιότητας μερικών αδιάκριτων ρασοφόρων που μεταχειρίζονται το Μοναχικό Σχήμα με καταφρόνηση και υπερηφάνεια.

Κανὼν γ’ της πρωτοδευτέρας συνόδου: Περί τοῦ ἀμελοῦντος τῶν  ὑπὸ χείρα μοναχῶν…..Εἴ τις οὖν μονῆς προϊστάμενος, τοὺς ὑπ’ αὐτὸν τεταγμένους μοναχοὺς ἀποδιδράσκοντας, οὐ μετὰ πολλῆς τῆς ἐπιμελείας ἀναζητείη ἢ ἐφευρίσκων οὐκ ἀναλαμβάνοιτο καὶ τῇ προσηκούσῃ καὶ καταλλήλῳτοῦ πταίσματος ἰατρείᾳ τὸν ενοσηκὸ ςἀνακτᾶσθαι καὶ ἐπιῤῥων νύ εινἀγωνίζοιτο, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος ἀφορισμῷ ὑποκεῖσθαι. ….

Κανὼν ε’ της πρωτοδευτέρας συνόδου :Περί τοῦτῆς πείρας χρόνου τῶν μονασόντων. Τὰς ἀκρίτους καὶ ἀδοκιμάστους ἀποταγὰς ἐπὶ πολὺ τὴν μοναχικὴν εὐταξίαν λυμαινομένας εὑρίσκομεν….῞Ωρισεν οὖν διὰ τοῦτο ἡ ἁγία σύνοδος, μηδέν ατοῦ μοναχικοῦ καταξιοῦσθαι σχήματος, πρὶν ἂν ὁ τῆς τριετίας χρόνος, εἰς πεῖραν αὐτοῖς ἀφεθείς, δοκίμους αὐτοὺς καὶ ἀξίους τῆς τηλικαύτης βιοτῆς παραστήσῃ….Εἰδέ τις παρὰταῦτα διαπράξεται, τὸν μὲν ἡγούμενον, τῆς ἡγουμενείας ἐκπίπτοντα, παιδείαν τῆςἀταξίας τὴν ἐνὑποταγῇ διαγωγὴ νἐφευρίσκειν, τὸν δὲ μονάσαντα ἐ νἑτέρᾳ μονῇ, τὴν μοναχικὴν ἀκρίβειαν φυλαττούσῃ, παραδίδοσθαι.

Ο Β’ Κανόνας της Πρωτοδευτέρας, ορίζει να υπάρχει Γέροντας Ανάδοχος σε κάθε Μοναχική Κουρά και κανένας να μη γίνεται Μοναχός χωρίς τον Γέροντα.: Κανὼν β’: Περί το ῦὅτι απαιτείται ὁ ἀναδεξόμενος τὸν μοναχόν. Ἐπειδήτινες τὸν μονήρη βίονὑποδύεσθαι σχηματίζονται, οὐχἵ να Θεῷ καθαρῶς δουλεύσωσιν, ἀλλ’ ἵνα τῇ σεμνότητι τοῦ σχήματος δόξαν εὐλαβείας προσλάβωσι καὶ τῶν οἰκείων ἐντεῦθεν ἡδονῶν ἄφθονον εὑρή σωσιτὴ ἀπόλαυσιν, (τῶν τριχῶν γὰρ μόνον τὴν ἀποβολὴν ποιούμενοι, ἐν τοῖς οἰκείοις παρεδρεύουσι, μηδε μίαν τῶν μοναχῶν ἀποπληροῦντες ἀκολουθίαν ἢ κατάστασιν), ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, μηδένα τῶν ἁπάντων τοῦ μοναχικοῦ σχήματος ἀξιοῦν, ἄνευ παρουσίας τοῦ ὀφείλοντος αὐτὸν εἰς ὑποταγὴν ἀναδέχεσθαι καὶ τὴν ἐπ’ αὐτῷ ἡγεμονίαν καὶ τῆς ψυχικῆς αὐτοῦ σωτηρίας τὴν πρόνοιαν ἐπαγγέλλεσθαι, ἀνδρὸς ὄντος δηλονότι θεοφιλοῦς καὶ μονῆς προεστηκότος καὶ ἱκανοῦ σῴζειν ψυχήν, ἀρτίως τῷ Θεῷ προσαγομένην. Εἰδέ τις φωραθείη ἀποκουρεύωντι νὰ χωρὶς παρουσίας τοῦ εἰς ὑποταγὴν αὐτὸν ὀφείλοντοςἀναλαμβάνειν ἡγουμένου, τοῦτο νμὲν καθαιρέσει καθυποβάλλεσθαι, ὡςἀπειθοῦντα τοῖς κανόσι καὶ τὴν μοναδικὴνεὐταξίαν διαλύοντα, τὸν δὲ παραλόγως καὶ ἀτάκτως ἀποκουρευθέντα, ἐν ὑποταγῇ καὶ μοναστηρίῳ, ἐν ᾧ ἂν ὁ κατὰτόπον ἐπίσκοπος δοκιμάσῃ, παραδίδοσθαι. Αἱ γὰρ ἄκριτοι καὶ ἐπισφαλεῖς ἀποκουραὶ καὶ τὸ μοναχικὸν σχῆμα ἠτίμωσαν καὶ τὸ τοῦ Χριστοῦ ὄνομα βλασφημεῖσθαι πεποιήκασιν». Η δοκιμασία[6] είναι η αρχή γιά το ξεκίνημα της μοναχικής  πορείας. Αν η αρχή είναι στραβή και λαθεμένη, τότε και η συνέχεια θα είναι μια καταστροφή και μια αμαρτία, όπως γράφει και ο Μέγας Βασίλειος: «ων η αρχή αδόκιμος και το παν απόβλητον».

Το να γίνεται δοκιμή της Μοναχικής ζωής και το να αναλαμβάνει Ανάδοχος Γέροντας τον κάθε νέο Μοναχό, σε άλλους Ιερούς Κανόνες δεν αναφέρεται, παρά σ’ αυτούς της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, που έγινε το 861 μ.Χ. στον Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων, επί Βασιλέως Μιχαήλ, υιού του Θεόφιλου. Συνάχτηκαν 318 Πατέρες με εξάρχοντα τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Άγιο Φώτιο. Από τότε ορίστηκε με Ιερούς Κανόνες να γίνεται τρία χρόνια δοκιμασία πριν την Κουρά και να αναλαμβάνει Γέροντας τον κάθε κουρευόμενο Μοναχό. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως πριν τη Σύνοδο αυτή δεν γίνονταν δοκιμή ή πως δεν αναλάμβανε Γέροντας τους νέους Μοναχούς. Η ίδια Σύνοδος μας βεβαιώνει πως υπήρχε και δοκιμή και Αναδοχή, όμως πολλοί θρασείς και υπερήφανοι τα καταφρονούσαν, γι αυτό συνήλθε η Σύνοδος αυτή να εκδώσει Ιερούς Κανόνες και να δώσει τέλος σε αυτό το κατάντημα.

Το ίδιο είχε συμβεί και με το θεολογικό πρόβλημα[7] που είχε αναφανεί με την κακοδοξία του Αρείου που οι 318 Πατέρες στη Νίκαια είχαν εκδόσει Ιερούς Κανόνες που αποσαφήνιζαν τη σχέση του Ιησού και της Θεότητας. Και πριν την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας υπήρχε η ορθή πίστη και το αληθινό φρόνημα και δόγμα της Θεότητας του Κυρίου Ιησού, όμως αφορμή να εκδοθούν Συνοδικοί Κανόνες έδωσε η κακοδοξία του Αρείου. Το ίδιο έγινε και με τη δοκιμή, τη μοναχικη και την Αναδοχή. Προϋπήρχαν από την αρχή της εμφάνισης του Μοναχισμού.

Διαβάστε εδώ ολόκληρη την μελέτη

 

Παραπομπές:

[1]. Βλ.Ιω. Φειδά , Εκκλησιαστική Ιστορία Ι, Αθήνα 2003 3 , σελ. 863-883

[2].  Βλ. Ιω. Φειδά , Εκκλησιαστική Ιστορία Ι, Αθήνα 2003 3 , σελ. 863-883

[3]. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, στο ίδιο, σελ. 16

[4]. Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Η ποιμαντική διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας, σελ.171.

[5]. Πηδάλιον, Οικουμ. Σύνοδος Ζ΄, καν. κβ΄, σελ. 341.

[6]. ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ, ο φιλόσοφος του Αγίου Πνεύματος

[7]. ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ, ο φιλόσοφος του Αγίου Πνεύματος