Το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα: Η σημασία των Ιερών Κανόνων «ΟἱἹεροὶ Κανόνες εἰσὶν εὕρημα καὶ δῶρον Θεοῦ»

14 Οκτωβρίου 2021

«Οι Ιεροί Κανόνες[1] αποτελούν βασικά κείμενα της όλης εκκλησιαστικής παράδοσης και θεωρούνται κριτήρια τόσο για τον έλεγχο της αυθεντικότητας κάθε νέας μορφής στην οργάνωση και την εκκλησιαστική τάξη όσο και για τη συστηματική καταγραφή τού Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας. Η κατοχύρωση όλων των ιερών κανόνων από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο του Τρούλλου (692) επιβεβαίωσε το ακατάλυτο κύρος του πνεύματος τους το οποίο λειτουργεί ως κριτήριο συνέχειας και ανανέωσης στην κανονική παράδοση της Εκκλησίας. Το γράμμα των ιερών κανόνων συνδέεται με τις ιστορικές συνθήκες της εποχής κατά την οποία θεσπίστηκαν οι κανόνες αυτοί, αλλά καταγράφουν το διαρκές είναι στο συνεχές γίγνεσθαι της εκκλησιαστικής παράδοσης»[2].

Κατά τον Ἀρχιμ. Γρηγόριο Δ. Παπαθωμᾶ[3], οι Ιεροί Κανόνες είναι μέρος της Καινής Διαθήκης κι έχουν την ίδια Αξία με τις Εντολές του Χριστού, επειδή και οι Συνοδικοί Κανόνες  Εντολές είναι του Αγίου Πνεύματος.  Η Εκκλησία ανέδειξε στην ιστορική αφετηρία της τους Εκκλησιακούς (ή Κανονικούς) Κανόνες της ως γεγονός της θεανθρώπινης συνισταμένης, «Έδοξε Τω Αγίω Πνεύματι και ημίν»[4], και καρπό αυτής της οντολογικής εμπειρίας.

α) Ο χαρακτήρας των Ιερών Κανόνων είναι πρωτίστως ποιμαντικός[5] και ποδηγετικός[6], παιδαγωγικός[7] και βαθύτατα συ-σωτηριολογικός[8] ως εσχατολογικός[9] και οδοδεικτικός[10], ακριβώς γιατί οι Ιεροί Κανόνες μεταστοιχειώνουν προτρεπτικά την θεολογία της Εκκλησίας σε τρόπο ζωής («τοῦτο ποίει καὶζήσῃ»[11]) και σε κάλεσμα («ἔρχου καὶ ἴδε»[12]) για πορεία εσχατολογικής-κοινωνιακής προοπτικής. Κάθε άλλη απόδοση πρόσθετων ή επί πλέον χαρακτηρικών ιδιωμάτων παραμένει ετεροκεντρισμένη, επιθεματική και επιχωματική, εμπλαστρωματική, και αλλοιώνει συνθέμελα το συστατικό οντολογικό περιεχόμενο και την ίδια την υπόσταση των Ιερών Κανόνων.

β) Το περιεχόμενο των Ιερών Κανόνων, συνοψίζεται σε δύο βασικούς και θεμελιώδεις άξονες: α) την Εκκλησία και β) τον άνθρωπο. Αυτό εμφαίνεται, μετά το πέρας της κανονοθέσπισης και της κανονοθεσίας (1ος-9ος αι.), σε μία επίσημη ανακεφαλαιωτική κανονική διατύπωση του 10ου αι., η οποία συνοψίζει, κατά κάποιον τρόπο, θεμελιακά, σύνολη την Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας της Α΄ χιλιετίας· «Οἱ ἱεροὶ καὶ θεῖοι Κανόνες τῶν μακαρίων Πατέρων ἡμῶν, οἳ καὶ τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν ὑπερ είδουσι καὶ ὅλην τὴν χριστιανικὴν πολιτείαν κοσμοῦντες πρὸς θείαν ὁδηγοῦσιν εὐλάβειαν»[13].

Σχετικά με την Εκκλησία, η Εκκλησιολογία της Εκκλησίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτοί οι ίδιοι οι Ιεροί Κανόνες της. Σχετικά δε με τον άνθρωπο, αυτός, η κορωνίδα της Δημιουργίας, ο «υιός της αγάπης» και ο «αγαπημένος του Θεού»[14], αποτελεί τον μοναδικό λόγο ύπαρξης των Ιερών Κανόνων μέσα στην Εκκλησία· γεννήθηκαν για να τον διακονήσουν και να τού διανοίξουν οντολογικό δρόμο σε μία μοναδική αποστολή που συμπεριλαμβάνει «πᾶσαν περινοήσας σωτηρίας διάσκεψιν καὶ Θεὸν ἐκ ζητήσας»[15], καθώς «<τοῦτό ἐστιν ὄντως τὸ εὑρεῖν τὸν Θεόν>[16], <τὸ ἀεὶ ζητεῖν αὐτόν>[17] 95», μία αποστολή που ξεφεύγει τελικά από τα όρια της Ιστορίας: το «Θεὸν ἐπιτυχεῖν»!…

γ) Ο σκοπός των Ιερών Κανόνων[18]. – «Νοῦν Χριστοῦ ἔχοντες ἅπαντες»[19]είναι ταυτόσημος με τον σκοπό του Ευαγγελίου, ακολουθώντας την ίδια τροχιά και πορεία με αυτό. Οι Ιεροί Κανόνες θεσπίστηκαν, για να λειτουργούν ως οντολογικοί οδοδείκτες και ανιχνευτές πορείας, πορείας του Εκκλησιακού Σώματος μέσα στον χωρόχρονο της Ιστορίας προς τα Έσχατα και την Βασιλεία, με κριτήριο και γνώμονα κατά προτεραιότητα το εσχατολογικό μέλλον κοινωνίας προσώπων, όπως ακριβώς το οραματίσθηκε, το οραματίζεται και το ζει η Εκκλησία δια μέσου των αιώνων: «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν»[20]. Στόχος, με άλλα λόγια, της κανονογνωσίας είναι να απαλλαγούν οι Ιεροί Κανόνες από αυτό που δεν είναι… να γίνουμε άπαντες «ἐν μιᾷ καρδίᾳ» σύσσωμοι Χριστού ήδη από την Ιστορία, ως γεγονός-εικόνα της Βασιλείας. ΚαθηγητὴςἈρχιμ. Γρηγόριος Δ. Παπαθωμᾶς σ.66

δ) Οι προτεραιότητες των Ιερών Κανόνων[21]. Οι Ιεροί Κανόνες δείχνουν (σ)τον Θεό, «στοχεύουν» (σ)τον Θεό, για να δείχνουν στον άνθρωπο άσφαλτα τον Τριαδικό Θεό και το πώς να επιτύχει «οντολογικώς χειροπιαστά»[22]την κοινωνία του μαζί Του. Δικαίως ειπώθηκε η διασωθείσα σε προφορικό λόγο εύστοχη διατύπωση του πατρός και συγχρόνου αγίου Ιουστίνου (Πόποβιτς) ότι, «για να σώσω τους Ιερούς Κανόνες, είμαι έτοιμος να θυσιάσω ολόκληρη την ζωή μου· για να σώσω όμως έναν άνθρωπο, είμαι έτοιμος να θυσιάσω όλους τους Ιερούς Κανόνες»… Και η σωτηρία του ανθρώπου εν προκειμένῳ δεν επιτυγχάνεται παρά δια της …«επιτυχίας του Θεού»[23]99! Και με τον κοινωνιακό κύκλο, όπως μας τον διασώζει ο αββάς Δωρόθεος (ο Θεός στο κέντρο και οι άνθρωποι από την περιφέρεια του κύκλου κεντρομόλα στραμμένοι προς το κέντρο). Κατά συνέπεια, στις προτεραιότητες των Ιερών Κανόνων κείται ιεραρχημένα η πρόσληψη και η «εσχατολογική αφομοίωση», δίκην αμοιβάδας, του απομακρυνθέντος από τον Θεό άνθρωπο και από την κοινωνία του μαζί Του.

ε) Η Εκκλησία των Ιερών Κανόνων[24]. Έχοντας αναφερθεί στην υπόσταση καθ’ εαυτήν, στον χαρακτήρα, στο περιεχόμενο στον σκοπό και στις προτεραιότητες των Ιερών Κανόνων, έχει συνεπαγόμενα πολύ μεγάλη σημασία να αποδοθεί το πώς αυτοί οραματίζονται την Εκκλησία του Αναστάντος Χριστού. Η Εκκλησία των Ιερών Κανόνων είναι, μεταξύ των άλλων, στην διαποίμανση των ανθρώπων και των λαών, «Εκκλησία Οικονομίας», η οποία χαρακτηρίζεται, από την μία μεριά, από την διακριτική και διαλεκτική σχέση ελευθερίας και αγάπης , και, από την άλλη, από το ανοικτό κάλεσμα«μετανοίας»[25]προς όλους, ήτοι επιστροφής των ανθρώπων ως Σώματος στην κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό, το γεγονός αυτό που θεολογικά το αποκαλούμε οντολογική συνάντηση και κοινωνία κτιστού-ακτίστου, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά το Σημείο συνάντησης (≠ Παράδεισος), τα Έσχατα και η Βασιλεία.  Με την έννοια αυτή, οι Κανόνες δεν λειτουργούν ποινικά, ποινοδοτικά και τιμωρητικά, εκδικητικά και ανταποδοτικά για τον κάθε αστοχήσαντα ή διολισθήσαντα άνθρωπο, αλλά αποσκοπούν άμεσα και έμμεσα κατά περίπτωση να προσανατολίσουν τον μεν άνθρωπο προσωπικά, τους δε λαούς συλλογικά ως Σώμα (≡ Εκκλησία) προς το «εσχατολογικό μέλλον»[26]. σ.67

Το στίγμα ενός τέτοιου «μετα-νοητικού» καλέσματος και «μετα-νοητικής» προοπτικής το απευθύνει ταυτόσημα τόσο ο Χριστός όσο και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος βιβλικά «Μετανοεῖτε· ἤγγικεγὰρ ἡ Βασιλεία τῶνΟὐρανῶν»[27].

Συνεπώς, «μετάνοια» είναι «η επιστροφή του απομακρυνθέντος ‘ασώτου ανθρώπου’ στον αγαπώντα και απαύστως αναμένοντα Πατέρα»[28], το «ἐκζητεῖν καὶ ἐπιτυχεῖν Θεόν» ή, ακριβέστερα, το εδραίο βεληνεκές ανάμεσα στο «ἐκζητεῖν» και το «ἐπιτυχεῖν» τον Θεό, ο οποίος είναι κοινωνία[29]  και μάς καλεί αέναα σε κοινωνία μαζί Του. Κοντολογίς, «μετάνοια» είναι η ανάταση του ανθρώπου προς τον Θεό («ἐκζητεῖν») και η κοινωνία του μαζί Του («ἐπιτυχεῖν»).

Επομένως, η Εκκλησία της Οικονομίας οικονομεί κατά βάση την μετάνοια, την επαναγωγή της αρχικής κοινωνίας Θεού και ανθρώπου[30] 114, ήτοι την πρόσληψη του απομακρυνθέντος από τον Θεό άνθρωπο, όπως ακριβώς σημειολογικά το επισημαίνει ο Χριστός – στην περίφημη παραβολή του Ασώτου υιού και του πολυεύσπλαχνου Πατέρα[31] –, εκπληρώνοντας πρωτίστως και ο ίδιος με την Ενσάρκωσή του ακριβώς αυτήν την πρόσληψη, καθώς και την διαπροσωπική επαναφορά, την κοινωνιακή επανασύνδεση, και την έσχατη οντολογική επιστροφή και επαναγωγή του ανθρώπου στον Δημιουργό Θεό[32] 116 .

ς ) Η Αλήθεια των Ιερών Κανόνων[33]. Πριν από όλα, η αλήθεια των Ιερών Κανόνων δεν είναι ούτε ιδέα ούτε θεωρία, αλλά Πρόσωπο[34]. Οι Ιεροί Κανόνες γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι η αλήθεια είναι Πρόσωπο! Με άλλα λόγια, ο Χριστός απλώς είπε δύο συγκεκριμένα πράγματα «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ιω. 14, 6), και «Ἐγώ εἰμι τὸ Α καὶτὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος» Βλ. Αποκ. 1, 8· 21, 6· 22, 13).  Στο πανανθρώπινο ερώτημα αιώνων «τί ἐστιν ἀλήθεια;», ο Χριστός δίδει συγκεκριμένη ονοματισμένη και επώνυμη απάντηση από την μία μεριά, και, από την άλλη, προβαίνει σε κάτι ανθρωπίνως αδιανόητο: ταυτίζει την αλήθεια με τον εαυτό Του. σ.71

Συνεπώς, η ανάδυση των Ιερών Κανόνων στους κόλπους της Εκκλησίας έχει, συν τοις άλλοις, και τα εξής διακριτά ιδιώματα: α) Τον ορισμό της Αλήθειας ως Πρόσωπο που είναι ο Χριστός, αυτός ο ίδιος, β) Την φανέρωση της ενδεδειγμένης διαδρομής-οδού, που καλούμαστε να διανύουμε από το Βάπτισμά μας μέχρι την συνάντησή μας με τον Χριστό των Ιερών Κανόνων, γ) Την ταύτιση του ενατενιζόμενου Χριστού της δικής μας διαδρομής με τον Χριστό των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας, και δ) Την υποδήλωση ότι οι Ιεροί Κανόνες δρουν οδοδεικτικώς και «ευθύνουν τις τρίβους»[35] μας, όπως εμφατικά επισημαίνει η πατερική φωνή, ο Κανόνας «βούλεται τὸ ναὐτῷ κατ’ ἴχνοςἑπόμεν ον μὴ καταλιπεῖν τὴν ὁδόν»[36]

Έτσι, τα προαναφερθέντα φανερώνουν ότι ο Χριστός αληθεύει και παραμένει «αληθής» με την αρχική ετυμολογική σημειολογία του όρου, ότι δηλ. είναι αξέχαστος, αλησμόνητος, αληθινός, πραγματικός, ορατός, αυθεντικός, όπως ακριβώς Τον παρουσιάζουν οι Ιεροί Κανόνες, και είναι αυτός που τελικά γνωρίζουμε ως Αλήθεια και αυτός που ενθυμούμαστε ως Αλήθεια· διότι, πραγματικά, «ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο»[37]. (σ. 73 ΚαθηγητὴςἈρχιμ. Γρηγόριος Δ. Παπαθωμᾶς )

Οι Ιεροί Κανόνες, δεν είναι ούτε θεωρία ούτε θεωρητικό πόρισμα αλλά Πρόσωπο, μία «αλήθεια αληθινή»[38], ο Χριστός ο ίδιος, και δείχνουν εσχατολογικά, ανοίγοντας μία καινή ήπειρο πραγματικότητας, μία ήπειρο αλήθειας, τον Τριαδικό Θεό της Εκκλησίας και της Βασιλείας, καλώντας τους ανθρώπους άπαντες σε κοινωνία μαζί Του. Συνεπώς, οι Ιεροί Κανόνες προσφέρουν Ευθυτενή Πορεία προς το «Ω»[39], προς το Εσχατολογικό Ατέρμονον Τέρμα!  (σ. 72 Ἀρχιμ. Γρηγόριος Δ. Παπαθωμᾶς)

ζ) Η ελευθερία των Ιερών Κανόνων. «Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε». (Γαλ. 5, 1). Οι Ιεροί Κανόνες θέλουν να διασώσουν την ελευθερία, την οποία ο Θεός ο ίδιος άσαρκα (Παλαιά Διαθήκη) και ένσαρκα (Καινή Διαθήκη) μάς πρόσφερε με την Θυσία Του.

η) Ο ιστορικός πειρασμός των Ιερών Κανόνων[40]«Κληρικοί, τῷ ἔρωτι τῆς τιμῆς συμβουλεύουσι πρὸ ζωήν, καὶ κατέχουσι πρὸς σωτηρίαν».(Μετάφραση) «Κληρικοί, ἄνθρωπο ιποὺ δίδουν συμβουλὲς γιὰ τὴν ζωὴ καὶ ἐμποδίζου ντὴν σωτηρία, ἐξαἰτίας τῆς ἐπιδίωξής τους πρὸς τὸ ἀξίωμα»[41]. Ένας ιστορικός πειρασμός των Ιερών Κανόνων συνίσταται στο διαρκές και μόνιμα διαχρονικό γεγονός τού να μετουσιώνεται η οντολογία που εμπεριέχουν,…. οι Ιεροί Κανόνες πραγματοποιούν υποστατικά «ένα άλμα πέρα από την φθορά»[42]  μέσα στην Ιστορία, ενώ, εάν μετατραπούν σε “νόμους”, θα υφίστανται και αυτοί την ίδια «φθορά», στην οποία υπόκεινται οι πολιτειακοί νόμοι, μία «φθορά» που όντως χαρακτηρίζει τους ολοένα και περισσότερο μεταβαλλόμενους νόμους, τους έχοντες ανάγκη διαρκούς, ατελεύτητης και ατελέσφορης τροποποίησης και επικαιροποίησης στις διάφορες πολιτειακές έννομες τάξεις ανά την Οικουμένη. Για αυτό και παραμένει πάντοτε επίκαιρος ο αποστολικός λόγος: «[…] ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖ ςκαὶ μάταιοι»[43]. Έτσι, σύμφωνα με αυτήν την αποστολική προτροπή, οι Ιεροί Κανόνες καλούνται να παραμείνουν μακριά από αυτήν την «μάταια φθορά»…

Συμπερασματικά[44], λοιπόν, προκύπτει αβίαστα ότι οι Ιεροί Κανόνες: δεν είναι νόμοι, όπως αυτοί ορίζονται από τον πολιτειακό νομοθέτη, αλλά οδηγοί και δρομοδείκτες, υποδεικνύοντες το Ορθό και δεν αποβλέπουν στην ανταποδοτική τιμωρία των αστοχούντων στην πορεία αυτή, αλλά αποσκοπούν στην πρόσληψη και θεραπεία τους, και στην επαναγωγή προς την αρχετυπική κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό-Δημιουργό τους.

Διαβάστε εδώ ολόκληρη την μελέτη

 

Παραπομπές:

[1]Αρχιμ.ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΠΑΘΩΜΑΣ, http://uoa.academia.edu/GrigoriosPapathomas

«ΟἱἹεροὶ Κανόνες εἰσὶνεὕρημακαὶδῶρονΘεοῦ». (Ὁ ἄγνωστος συντάκτης τοῦ πρώτου “Προλόγου” τοῦ Συντάγματος εἰς 14 τίτλους [β΄ ἥμισυ-6ος αἰ.]).

[2]Φειδάς Βλ., Κανών (Καν. Δικ.), Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 32

[3]Κατά τον Ἀρχιμ. Γρηγόριο Δ. Παπαθωμᾶ, Οι ναμάτιοι Ιεροί Κανόνες αποβλέπουν από την μία μεριά στην πραγμάτωση της Εκκλησίας εσχατολογικά μέσα στην Ιστορία, για να προσλάβει Αυτή τον άνθρωπο και σύνολη την Δημιουργία, και από την άλλη στην πλαισίωση του ανθρώπου όχι μόνον σε προσωπικό και διαπροσωπικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο εκκλησιοποίησης τού ιδίου και σύνολης της Δημιουργίας. Πίσω, επομένως, από αυτόν τον διττό κανονικό οραματισμό, υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής που ονομάζεται κοινωνία (κοινωνία προσώπου με τον εαυτό του, κοινωνία προσώπων, κοινωνία Εκκλησιών, κοινωνία προσώπων εντός της Εκκλησίας, κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, κοινωνία των ανθρώπων με τον Τριαδικό Θεό, κοινωνία του Χριστού με την Εκκλησία Του) και που κάνει τους δύο κύριους άξονες η Εκκλησία και ο Άνθρωπος να αλληλοπεριχωρούνται. Πρόκειται για μία πολύπτυχη και πολυεπίπεδη κοινωνία με εσχατολογικά ιδιώματα, που συμπεριλαμβάνει σύνολο τον δημιουργικό οραματισμό του Θεού από την ανάδυση της Εκκλησίας με την επιλογή του Αβραάμ, την Ενσάρκωση και την Ανάσταση του Χριστού μέχρι την Πεντηκοστή και το επέκεινά της με την ενιστορική συγκρότηση της Εκκλησίας. Έτσι,καθίσταται σαφές ότι οι Εκκλησιακοί Κανόνες αποτελούν Ερμηνεία της Θεολογίας στην εμπειρική διάσταση της Εκκλησιακής ζωής και συνιστούν, σαν σύνολο, την δομημένη Εκκλησιολογία της Εκκλησίας, θεμελιώνουν δηλαδή μία Εκκλησιολογία, που σήμερα, στην εποχή μας, εποχή της Μετα-νεωτερικότητας με τα διαιωνιζόμενα εκκλησιο-κανονικά (1-Εκκλησία) και με τα μόλις ἐντῷπαρόντιχρόνῳ αναδυόμενα ανθρωπολογικά (2-άνθρωπος) προβλήματα, είναι το κατ’ εξοχήν ζητούμενο (desideratum) για την Εκκλησία… (Αρχιμ. Γρηγόριος Δ. Παπαθωμάς Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Web-site: http://uoa.academia.edu/GrigoriosPapathomas ).

[4]Πρξ 15, 28, και καν. 7/Γ΄ και 12/Α-Β

[5]Βλ. καν. 32 και 102/Πενθέκτης. Πβ. Α΄ Πετρ. 5, 2-4.

[6]Πβ. Α΄ Πετρ. 2, 21

[7]Πβ. ακριβώς το αντίστοιχο Γαλ. 3, 24.

[8]Προσφωνητικός λόγος προς Ιουστινιανόν των Συνοδικών Πατέρων της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου-691.Πβ. ενδεικτικά καν. 2/Αθανασίου, 69/Καρθαγένης, 19, 40, 73, 82/Πενθέκτης και 2/Ζ΄.

[9]Πβ. Εβρ. 13, 14.

[10]Βλ. Τόμος τῆς Ἑνώσεως-10ος αι. [920], εν Mansi, τ. 18Α, στ. 344, και εν Σύνταγμα ΡΠ, τ. 5, σελ. 10.

[11]Λκ 10, 28. Πβ. Μθ 7, 24· Λκ 6, 47.

[12]Ιω. 1, 46. Πβ. το αυτό, σε καθολικό κάλεσμα· «ἔρχεσθεκαὶἴδετε» (Ιω. 1, 39), και Ιω. 4, 29.

[13]Τόμος της Ενώσεως-10ος αι. [920], εν Mansi, τ. 18Α, στ. 344, και εν Σύνταγμα ΡΠ, τ. 5, σελ. 10.

[14]Βλ. αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος Λ΄, § 5.

[15]Προσφωνητικός λόγος προς Ιουστινιανόν των Συνοδικών Πατέρων της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου-691· η υπογράμμιση δική μας.

[16]Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ΕἰςτὸνβίονΜωυσέως, Λόγος Β΄-Θεωρία, ἐν P. G., τ. 44, στ. 404D, καὶ ΒΕΠ, τ. 65Α, σελ. 160.

[17]Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ΕἰςτὸνβίονΜωυσέως, Λόγος Β΄-Θεωρία, ἐν P. G., τ. 44, στ. 404D, καὶ ΒΕΠ, τ. 65Α, σελ. 160.

[18]http://uoa.academia.edu/GrigoriosPapathomas ).

[19]Α΄ Κορ. 2, 16

[20]Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ΕἰςτὸνβίονΜωυσέως, Λόγος Β΄-Θεωρία, ἐν P. G., τ. 44, στ. 404D, καὶ ΒΕΠ, τ. 65Α, σελ. 160.

[21]http://uoa.academia.edu/GrigoriosPapathomas ).

[22]Πβ. Ιω. 6, 54-58.

[23]Βλ. Εφημέριος, τ. 69, τεύχ. 1 (1-2/2020), σελ. 27.

[24]http://uoa.academia.edu/GrigoriosPapathomas ).

[25]Βλ. Ρωμ. 2, 4.

[26] Πβ. Πρξ 2, 25-35 και 7, 55-56

[27]Μθ 4, 17 και 3, 2 αντίστοιχα. Πβ. Λκ 14, 15-24.

[28]Βλ. Λκ 15, 11-32, αυτό που συνιστά ανακεφαλαιωτικά το αντιπροσωπευτικότερο κάλεσμα οντολογικής επαναγωγής και κοινωνίας τού απομακρυθέντος ανθρώπου προς τον αναμένοντα Θεό.

[29]Α΄ Ιω. 4, 8 και 16: «Ὁ Θεὸςἀγάπη (= κοινωνία) ἐστί».

[30]Βλ. Γεν. 2, 15 και 3, 8 και 23.

[31] Βλ. Λκ 15, 11-32

[32]Πβ. Γεν. 1, 26-27

[33]http://uoa.academia.edu/GrigoriosPapathomas.

[34]Βλ. Ιω. 14, 6.

[35]Πβ. Μθ 3, 3· Μκ 1, 3· Λκ 3, 4.

[36]γιος Γρηγόριος Νύσσης, ΕἰςτὸνβίονΜωυσέως, Λόγος Β΄-Θεωρία, ἐν P. G., τ. 44, στ. 420Α, καὶ ΒΕΠ, τ. 65Α, σελ. 169.

[37]Ιω. 1, 17.

[38]Αποκ. 21, 5: «οὗτοιοἱ λόγοι πιστοὶκαὶἀληθινοίεἰσι».

[39]Ιω. 14, 6

[40]http://uoa.academia.edu/GrigoriosPapathomas.

[41]Κανόνας 57/Καρθαγένης. Πβ. Μθ 23, 14· Λκ 11, 51-52.

[42]Οδ. Ελύτης, Μαρία Νεφέλη (Οι ποιητές), Αθήνα, εκδ. Ίκαρος, 1999.

[43]Τίτ. 3, 9.

[44]Ἀρχιμ. Γρηγόριος Δ. Παπαθωμᾶς,σ.77