Η σθεναρή υποστήριξη του ι. Χρυσοστόμου στα δικαιώματα της γυναίκας

13 Νοεμβρίου 2021
 [Προηγούμενη δημοσίευση: https://www.pemptousia.gr/?p=92293]

Όλοι οι παραπάνω εκκλησιαστικοί συγγραφείς και Πατέρες υπερασπίστηκαν τη γυναίκα της εποχής τους έναντι των νόμων και της κοινωνίας που είχε θέσει σε κατώτερο επίπεδο τη γυναίκα από τον άνδρα, τονίζοντας ότι άνδρας και η γυναίκα αποτελούν μία ενιαία οντότητα τον άνθρωπο. Τονίζουν ότι και τα δύο φύλα πλάσθηκαν ισότιμα από το Δημιουργό. Τιμωρήθηκαν το ίδιο για την παρακοή τους και μέσω της ενανθρωπήσεως, του Πάθους, της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Θεανθρώπου τους δόθηκε η αντικειμενική δυνατότητα της σωτηρίας και του να επιτύχουν το «καθ’ ομοίωσιν».

JohANnchrysostom2

Υπάρχει ένας όμως Πατήρ που έγραψε σπουδαίους λόγους για τη γυναίκα και το ρόλο της στην κοινωνία, στο γάμο αλλά και τη σημαντική συνεισφορά της στην τεκνογονία. Αυτός ο ιεράρχης ήταν ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Μελετώντας κάποιος το Χρυσόστομο και τους επαίνους με τους οποίους στολίζει τη γυναίκα, αλλά και τις συμβουλές που δίνει και στα δύο φύλα για το γάμο, θα έβλεπε πόσο ψηλά τοποθετούσε τη γυναίκα, πόσο τη θεωρούσε ισότιμη με τον άνδρα.

Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εναντιώνεται σθεναρά στην εγκατάλειψη της συζύγου από τον άνδρα της, ακόμα και εάν εκείνος επιδιώκει την πνευματική τελειότητα μέσω του μοναχισμού, αφού και μέσα στο γάμο με τη συμβίωση του άντρα με τη γυναίκα μπορεί κάποιος να φτάσει στην τελειότητα. Συγκεκριμένα υπογραμμίζεται: «Υπάρχει και άλλη ωφέλεια εδώ, όχι μικρότερη, που μάλιστα, όταν κατορθωθεί, διαπερνά όλη τη ζωή μας. Ποια είναι; το να μην κατηγορεί κάποιο το γάμο, ούτε να νομίζει εμπόδιο και κώλυμα στο δρόμο της αρετής το να έχει γυναίκα και να ανατρέφει παιδιά και να κυβερνά σπίτι και να ασκεί τέχνη. Ορίστε και εδώ, άντρας και γυναίκα, και διοικούν εργαστήρια και ασκούν επάγγελμα και όμως αναδείχθηκαν πολύ αγιότεροι από εκείνους που ζουν στα μοναστήρια»[54].

Επιπλέον ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος παραβαίνει τα εσκαμμένα της εποχής που ήταν σκληρή με τις γυναίκες, όσον αφορά τη μοιχεία. Συμβουλεύει τον άνδρα να μην «απολύει» τη γυναίκα του, έστω κι αν εκείνη έχει πολλά ελαττώματα. Θεωρεί το γάμο αδιάλυτο, εκτός από την πορνεία, δηλαδή τη μοιχεία. Και αυτό όμως ακόμη, το διαζύγιο λόγω μοιχείας, θεωρεί ότι επετράπη κατ’ ανάγκην, λόγω της ανθρώπινης σκληρότητας και ο Χριστός, με τη θυσία Του, το σχετικοποίησε και αυτό! Καλύτερα λοιπόν να μη χωρίζει ο άντρας τη γυναίκα του ακόμη κι όταν μοιχεύσει[55]. Επιπλέον στηλιτεύει τη νοοτροπία κάποιων ανδρών, που αν και παντρεμένοι μείωναν τη γυναίκα τους με το επισκέπτονται πορνεία για να βρουν την ηδονή.

Σημειώνει ότι «Διότι η γυναίκα σου δεν ήλθε σε σένα για να ατιμάζεται, δεν εγκατέλειψε πατέρα και μητέρα και όλο το σπίτι της για να προσβάλλεται … Την πήρες συνοδοιπόρο και σύντροφο της ζωής και ελεύθερη και ισότιμη. Πώς λοιπόν δεν είναι παράλογο να δείχνεις κάθε ενδιαφέρον, όταν παίρνεις την προίκα, χωρίς να αφήνεις να ελαττωθεί καθόλου, ενώ αυτό που είναι πιο πολύτιμο από όλη την προίκα, δηλ. τη σωφροσύνη [=σωματική αυτοσυγκράτηση] και τη σεμνότητα και το δικό σου σώμα, που είναι δικό της κτήμα, να το διαφθείρεις και να το μολύνεις; Εάν ελαττώσεις την προίκα, δίνεις λόγο στην πεθερό σου, εάν όμως μειώσεις τη σωφροσύνη θα δώσεις λόγο στο Θεό, ο οποίος εισήγαγε το γάμο και σου παρέδωσε τη γυναίκα»[56]. Ο ίδιος ο Χρυσόστομος μέσα από το έργο εξηγεί το πως πρέπει να συμπεριφέρεται και να μιλάει ο άνδρας στη γυναίκα μέσα στα πλαίσια του γάμου. Από τα λόγια του φαίνεται το πόσο ξεχωριστούς και συγχρόνως ίσους θεωρεί τον άνδρα και τη γυναίκα ο ιερός Πατήρ.

Όσον αφορά στον όρο διακόνισσες για τις γυναίκες, την πρώτη μαρτυρία την εντοπίζουμε στην προς Ρωμαίους Επιστολή, όπου μνημονεύεται η Φοίβη, η οποία ήταν «διάκονος της εκκλησίας εν Κεγχρεαίς» και «προστάτις πολλών εγενήθη»[57]. Το 111 ή 112 μ.Χ ο Πλίνιος ο νεώτερος σε επιστολή του προς τον Τραϊανό αναφέρει την ύπαρξη διακόνων γυναικών στην Βιθυνία[58]. Σχετικά με τον όρο διακόνισσες αναφέρεται ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς[59], ο Ωριγένης, η διασωθείσα σε συριακή μετάφραση «Διδασκαλία (των Αποστόλων)» αλλά και οι «Αποστολικές Διαταγές». Επιπλέον στην 6η Ιουστινιάνειος νεαρά ορίζει ότι στον ναό της Αγίας Σοφίας πρέπει να υπηρετούν 40 Διακόνισσες[60]. Η 3η Ιουστινιάνειος Νεαρά, η οποία φέρει τον τίτλον «Περί του ωρισμένον είναι τον αριθμόν των κληρικών της αγιωτάτης μεγάλης Εκκλησίας της πανευδαίμονος (πόλεως)»[61], ορίζει ότι στο ναό της Αγίας Σοφίας πρέπει να υπηρετούν 60 ιερείς, 100 διακόνοι, 40 διακόνισσες («διακόνους δε άρρενας εκατόν και τεσσαράκοντα θηλείας»), 90 υποδιάκονοι, 110 αναγνώστες, 25 ψάλτες. Ο συνολικός αριθμός των κληρικών της Αγίας Σοφίας ανέρχεται σε 425. Εκτός αυτών υπηρετούν των 100 οσταρίων που υπηρετούσαν στο Ναό[62].

Οι διακόνισσες, άλλωστε, εξελέγοντο «μετ’ ἀκριβοῦς δοκιμασίας»[63]. Αυτές έπρεπε να προέρχονται είτε εκ των τάξεων των αφιερωμένων εις τον Θεόν παρθένων[64], είτε εκ των χηρών, οι οποίες ήταν μονόγαμοι[65]. Διακόνισσες μπορούσαν να γίνουν και οι σύζυγοι επισκόπων[66]. Είχαν τη δυνατότητα, επίσης, να χειροτονηθούν και εκλεκτές μοναχές που ήταν μεγαλοσχήμονες ή και ήταν ηγούμενες γυναικείων μοναστηριών[67]. Όσες γίνονταν διακόνισσες, έπρεπε, λοιπόν, να έχουν αρετή, ιεραποστολικό φρόνημα, πνεύμα διακονίας προς μίμηση Χριστοῦ[68]. Επιπλέον πρέπει να είχαν κάποια μόρφωση, ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται στο έργο της διδασκαλίας[69]. Έπρεπε, όμως, να κοσμούνται και με τις αρετές της πραότητας, της επιείκειας, της ησυχίας, της ακακίας, της συγκρατήσεως της γλώσσας της από τη φλυαρία κ.ά: «πραεῖα, ἥσυχος, ἐπιεικής, ἄκακος, ἀόργητος, μή πολύλαλος, μή κραύγασος, μή πολύγλωσσος, μή κατάλαλος, μή λεξίθηρος, μή φιλοπράγμων»[70].

[Συνεχίζεται]

[54] Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις το, Ασπάσαθε Πρίσκιλλαν και Ακύλαν, PG 51, 190.

[55] Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις το,  Γυνή δέδεται νόμω, εφ’ όσον χρόνον ζη ο ανήρ αυτής…, PG 51, 219.

[56] Αυτόθι, PG 51, 213-215.

[57] Ρωμ. 16, 1-2..

[58] 111 ή 112 µ.Χ. Plinii, Ad Traianun, ep. XCVI, 8 ἔκδ. Kukula, Leipzig 1908, p. 316.

[59] Οι Απόστολοι «ὡς ἀδελφάς περιῆγον τάς γυναῖκας συνδιακόνους ἐσοµένας πρός τάς οἱκουρούς γυναῖκας, δι’ ὧν καί εἰς τήν γυναικωνῖτιν ἀδιαβλήτως παρεισεδύετο ἡ τοῦ Κυρίου διδασκαλία. Ἴσµεν γάρ καί ὅσα περί διακόνων γυναικῶν ἐν τῇ ἑτέρᾳ πρός Τιµόθεον ἐπιστολῇ ὁ γενναῖος διατάσσεται Παῦλος», Κλήµεντος Ἀλεξανδρέως, Στρωµατεῖς 3,6, PG 8,1157.

[60] 6η Ἰουστιάνειος Νεαρά, κεφ. Ιδ’ εν R. Schoell-G Kroll (ἐκδ.), Corpus juris ciuilis, τομ. 3: Novellae, Βερολῖνον 1895, σ. 43.

[61] 3η Ἰουστιάνειος Νεαρά, κεφ. Ιδ’ εν R. Schoell-G Kroll (ἐκδ.), Corpus juris ciuilis, τομ. 3: Novellae, Βερολῖνον 1895, σ. 18.

[62] Αυτόθι, σ. 21.

[63] Δ’ Οικουμενική Σύνοδος, κανών ιε’, εν Αμίλκα Αλιβιζάτου, Οι Ιεροί κανόνες και οι εκκλησιαστικοί νόμοι, εν Αθήναις 1949. σ. 54.

[64] Αποστολικαί Διαταγαί, VI, Ιζ, PG 1, 957. E. Θεοδώρου, H χειροτονία ή χειροθεσία των διακονισσών, εν Αθήναις 1954, σ. 317.

[65] 6η Ἰουστιάνειος Νεαρά, κεφ. Ιδ’ εν R. Schoell-G Kroll (έκδ.), Corpus juris ciuilis, τομ. 3: Novellae, Βερολῖνον 1895, σ. 43

[66] 48ος Κανών της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου «εἰ καί ἀξία φανείη, πρός τό τῆς διακονίας ἀναβιβαζέσθω ἀξίωμα». Αμίλκα Αλιβιζάτου, Οι Ιεροί κανόνες και οι εκκλησιαστικοί νόμοι, εν Ἀθήναις 1949, σ. 98.

[67] Θεοδ. Βαλσαμώνος, Ερμηνεία εις τον μη΄ κανόνα της εν Τρούλλῳ Οικουμενικής Συνόδου, PG 137, 658A E. Θεοδώρου, H χειροτονία ή χειροθεσία των διακονισσών, εν Αθήναις 1954, σ.317.

[68] Αποστολικαί Διαταγαί, ΙΙΙ, ιθ’, PG 1, 801-804.

[69] 6η Ιουστιάνειος Νεαρά, ΧΙ & ΧΙV, PG 1, 1037-1040. «αἱ διακόνισσαι, ὡς καί οἱ λοιποί κληρικοί, νά εἶναι τῶν στοιχειωδῶν τουλάχιστον γραμμάτων ἐπιστήμονες».

[70] Αποστολικαί Διαταγαί, ΙΙΙ, Ε, PG 1, 768.