Η προεόρτια μοναξιά και το κρύψιμο του Θεού
27 Νοεμβρίου 2021Η καθημερινή ζωή του μοναστηριού δεν είναι μόνον πρακτική ζωή ή πεζότητα, αλλά μπορεί να είναι πτέρυγες που καλύπτουν μία άλλη πραγματικότητα, ένα βαθύτερο βίωμα, το οποίο ζη κάθε μέλος της αδελφότητος χωριστά και, σαν μια καρδιά και μια ψυχή, ολόκληρη η αδελφότητα. Αυτό το βίωμα είναι συμμετοχή «κατά το μέτρον της ηλικίας» (Εφ. 4,13), δηλαδή της δυνάμεως, της χωρητικότητος, της διαθέσεως και της αγωνιστηκότητος του κάθε μέλους, στην εμπειρία της Εκκλησίας. Τότε είναι φανερό ότι στο μοναστήρι ζη ο Θεός, όχι μόνον ο άνθρωπος.
Η Γέννησις του Κυρίου, που αρχίσαμε να εορτάζωμε, συνυφασμένη με όλα τα γεγονότα της ζωής του Κυρίου και της Θεοτόκου, δημιουργεί ένα άλλο κάλυμμα. Με την σάρκωσι του Λόγου καλύφθηκε η θεότης, ώστε το φως της να μην τυφλώση και κατακαύση το ανθρώπινο γένος, διότι η θεότης είναι «πυρ καταναλίσκον»(Εξ. 4,24· 9, 3), κατακαίον τα πάντα, είναι όμως και φως. Οι άνθρωποι δεν έπρεπε εξ αρχής να το καταλάβουν αυτό· τόσο πολύ μάλιστα, ώστε «εις τα ίδια» ερχόμενος ο Χριστός να μην τον αναγνωρίση ούτε ο περιούσιος λαός του και να τον διώξη ως ξένο και άγνωστο (Ιω. 1,11). Όντως, ως ξένος και άγνωστος καταδικάσθηκε, και ως ενσαρκωτής του αποπομπαίου τράγου (Λευϊτ. 16, 7-10· 20-22·26) εξήλθε από την ζωή.
Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να δη τον Θεόν με τα πήλινα μάτια του. Ποιος μπορούσε να καταλάβη ότι κάτω από την σάρκα του Χριστού κρυβόταν ο Θεός; Δεν το κατάλαβε ούτε η Παναγία Μητέρα του· δεν το κατάλαβαν ούτε οι απόστολοι, οι οποίοι ζούσαν κάθε ημέρα μαζί του και πολλές φορές σκανδαλίζονταν εξ αιτίας του· τόσο πολύ μάλιστα, ώστε να δώσουν αφορμές να μείνουν στην ιστορία αμφισβητήσεις σχετικά με τον Χριστόν, που δεν θα τολμούσε κανείς να τις επινοήση εναντίον του πατέρα του, της μητέρας του, ούτε κάν εναντίον του εχθρού του. Και όμως τις επινόησαν εναντίον του Χριστού.
Η σοφία του Θεού μπορεί να βρίσκη τρόπους να κρύβη την θεότητα. Για ποιό λόγο; Διότι ο άνθρωπος φοβάται το πολύ φως, το άνοιγμα των ουρανών, φοβάται την αιωνιότητα, και αντ’ αυτών, προτιμά οτιδήποτε τον κάνει να νοιώθη ότι είναι μόνος του, γιατι Θεός σημαίνει κάτι παγκόσμιο και καθολικό. Ο άνθρωπος είναι έτσι φτιαγμένος από την αμαρτία, από την δεύτερη, θα λέγαμε, σαρκική γέννησί του, είναι έτσι επενδεδυμένος μετά τον πειρασμό της Εύας, ώστε να θέλει να ζη μόνος του, το ισχυρότερο βίωμά του είναι η μόνωσίς του. Παντού υπάρχουν καρδιές που ζουν μόνες. Είναι δυνατόν να τις βρη κανείς ακόμη και εκεί όπου τόσο πολύ συνωθούνται οι άνθρωποι. Ο καθένας έχει την δυνατότητα να κρύβη την ζωή τπυ και να μένη ολομόναχος. Και τούτο, διότι δεν μπορεί να ζη με έναν Θεόν καθολικόν και αιώνιον.
Ο άνθρωπος λοιπόν έκανε θεό τον εαυτό του, για να ζη μέσα στην μιζέρια του, στην παροδικότητα και την συμβατικότητά του, στην ανάπαυσι που κάθε φορά δημιουργεί για τον εαυτό του: Σήμερα αυτό είναι μια χαρά, αύριο μια προσευχή, μεθαύριο ένα πανηγύρι, αντιμεθαύριο μια αμαρτία, και μετά κάτι άλλο· κάτι δηλαδή που διασκεδάζει και ταυτόχρονα κατατεμαχίζει την ζωή του, τον χρόνο του, την καρδιά του, την βούλησί του – άλλο θέλει και άλλο κάνει – και μέσα στην διάσπασι του χρόνου δημιουργεί συζυγίες της μοναξιάς του. Έτσι, η μοναξιά που μοιάζει με παμφάγο θηρίο κατατρώγει, διαλύει κάθε μορφή ανάπαυλας, και ο «θεός», ο ευρισκόμενος κάτω στην γη από την πτώσι του, μένει πάλι μόνος του.
Κρύβεται ο Θεός, διότι οι άνθρωποι φοβούνται να τον κρατήσουν κοντά τους. Όπως το παιδάκι φοβάται το ύψος ή το βάθος, όπως ιλιγγιά κανείς μπροστά στους παμμεγέθεις αριθμούς, έτσι ακριβώς ιλιγγιούμε μπροστά στον καθολικόν Θεόν, σε αυτόν ο οποίος είναι πάνω από όλα και ταυτόχρονα περικλείει τα πάντα. Το κρύψιμο του Θεού είναι η μεγαλύτερη έκφρασις της ταπεινώσεως και της αγάπης του· είναι μία κένωσις, η οποία αείποτε συνέβαινε και συνεχίζει να συμβαίνη, ενώ με την μορφή της σαρκώσεως παρουσιάσθηκε κατά την γέννησι του Χριστού. Ο Χριστός συνεχίζει τις καθόδους του, την κένωσί του, με το να καθιστά μέτοχον του εαυτού του την καρδιά, την σκέψι , το μυαλό, την αμαρτία του καθενός. Αίρει τα πάντα επάνω του, για να μπορή, κρυπτόμενος όπισθεν αυτών, να διευκολύνη τον άνθρωπο να τον κρατά δέσμιο της αγάπης του, χωρίς να αναιρή την ελευθερία του.
Αρχιμ. Αιμιλιανού, Λόγοι εόρτιοι Μυσταγωγικοί, Ίνδικτος, Αθήναι 2014, σ. 287-289.