Πάμε…κατηχητικό; Ποιος είναι ο πλούσιος;

27 Νοεμβρίου 2021

Αγαπητέ μου κατηχητή,

Αγαπημένη μου κατηχήτρια.

Πριν από το σημερινό μάθημα, με θέμα την περικοπή της Κυριακής, ας προσεγγίσουμε λίγο θεολογικά και πνευματικά το βιβλικό γεγονός, με σκοπό να «δέσουν» μέσα μας κάποια συμπεράσματα. Ας διαβάσουμε όμως πρώτα την περικοπή:

Λουκά 18, 18-30

18 Και κάποιος άρχοντας τον επερώτησε λέγοντας: «Δάσκαλε αγαθέ, τι να κάνω, για να κληρονομήσω ζωή αιώνια;»  19 Του είπε τότε ο Ιησούς: «Τι με λες αγαθό; Κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός.  20 Τις εντολές τις ξέρεις: Μη μοιχέψεις, μη φονεύσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου».  21 Εκείνος είπε: «Αυτά όλα τα φύλαξα από τη νεότητά μου».  22 Όταν το άκουσε τότε ο Ιησούς, του είπε: «Ακόμα ένα σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και διαμοίρασέ τα σε φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς, και έλα ακολούθα με».  23 Εκείνος, όταν άκουσε αυτά, έγινε περίλυπος. γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος.  24 Όταν ο Ιησούς τότε τον είδε, που έγινε περίλυπος, είπε: «Πόσο δύσκολα εκείνοι που έχουν τα χρήματα μπαίνουν στη βασιλεία του Θεού!  25 Γιατί είναι ευκολότερο μια καμήλα να εισέλθει από τρύπα βελόνας παρά πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού».  26 Είπαν τότε όσοι άκουσαν: «Και ποιος δύναται να σωθεί;»  27 Εκείνος είπε: «Τα αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για το Θεό».

Ολοκληρώνεται σήμερα μία, κατά κάποιον τρόπο, τριλογία με θέμα τον πλούτο, δοσμένη από τον Λούκα, τον Ευαγγελιστή με την ιδιαίτερη, κατά τους ερμηνευτές, ευαισθησία του σε κοινωνικά θέματα. Σου θυμίζω τα δύο προηγούμενα: Την παραβολή του πλούσιου και του Λάζαρου και την παραβολή του άφρονος πλούσιου.

Οι δύο αυτές περικοπές είχαν κάτι κοινό: Αν και διαπραγματεύονταν διαφορετικά ανθρώπινα πάθη (σκληροκαρδία και πλεονεξία αντίστοιχα) συμφωνούσαν, πως το πρόβλημα δεν ήταν ο πλούτος των πρωταγωνιστών, αλλά η ύπαρξη αυτών ακριβώς των παθών στην ψυχή τους. Ο πλούτος παρουσιαζόταν ως κάτι ουδέτερο, δηλ. ούτε ωφέλιμο, ούτε βλαβερό, που εξαρτάτο, ως προς τη χρήση του, από την πνευματική ποιότητα του ανθρώπου που τον κατέχει.

Σήμερα όμως το σκηνικό αλλάζει. Ο άρχοντας που πλησιάζει τον Χριστό για να τον ρωτήσει με αληθινό ενδιαφέρον για την αιώνια ζωή, πληροί πνευματικές προϋποθέσεις, που δεν αμφισβητούνται από τον Χριστό. Λαμβάνουμε λοιπόν ως δεδομένη την τήρηση όλων των εντολών, ήδη από τα νιάτα του. Και μάλιστα, η βεβαιότητά του, μαρτυρά  η συστηματική τήρηση, με διαρκή αυτοπαρατήρηση, αλλά και με διαρκώς ζωντανή την έννοια για την αιώνια ζωή.

Οπωσδήποτε, ο σημερινός μας πλούσιος δεν επιδεικνύεται με τον τρόπο των Φαρισαίων. Άλλωστε, ο Χριστός δεν του καταλογίζει, ούτε υποκρισία, ούτε φιλαρέσκεια. Πρέπει να θεωρήσεις λοιπόν, πως βαδίζει γνήσιο πνευματικό δρόμο, με κόπο και συνέπεια. Κι όμως! Αν και κανείς δεν τον παρατηρεί για κάτι, αν και, ούτε ο ίδιος ο Χριστός δεν του καταλογίζει έλλειψη ή παράβαση, εκείνος αισθάνεται ελλιπής. Πιθανόν να μην είναι ολιγαρκής στα πνευματικά, πιθανόν οι στόχοι του να ζητούν στέρεη επιβεβαίωση από τώρα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, βιώνει κενό.

Στο ερώτημά του, ο Χριστός του δίνει μια ευκαιρία να ησυχάσει. Του μιλά για τις εντολές. Κάποιος άλλος στη θέση του, με τον αγώνα, αλλά και τα πνευματικά του κατορθώματα, θα είχε εξασφαλίσει γαλήνη για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Δυστυχώς για τον πλούσιο της σημερινής περικοπής, αυτός ανήκει στην κατηγορία εκείνων που είναι φτιαγμένοι για περισσότερα πράγματα από μια απλή υπακοή σε εντολές. Ο Νόμος τού πέφτει λίγος, στενός. Η ψυχή του διψάει κορφές, που άλλος άνθρωπος, ούτε υποψιάζεται πως υπάρχουν. Συγχρόνως όμως αποδεικνύεται δεμένος με τη γη.

Η στιγμή είναι υπέροχη και συγχρόνωςτραγική! Ο πλούσιος έχει ήδη ξεχωρίσει από όλους τους παρισταμένους, από όλους τους συμπατριώτες του. Σα να έχει σηκωθεί από το έδαφος και έχει έρθει σε ένα ίδιο επίπεδο με τον Θείο συνομιλητή Του. Σα να του λέει «όλα αυτά δε με χωρούν, τα ξέρω, αλλά δεν με γεμίζουν. Δώσ΄  μου κάτι να αγγίξω τον κόσμο ης τελειότητας».

Στο αίτημα αυτό για την τελειότητα, για το ξεπέρασμα της μετριότητας, την υπέρβαση της ανθρώπινης ατέλειας, ο Χριστός είναι απόλυτος, περιεκτικός και απολύτως σαφής:

«Πούλησε τα πλούτη σου, δώσ΄ τα στους φτωχούς και ακολούθαμε».

Το μήνυμα ξεκάθαρο: Στον δρόμο, πίσω από τον Χριστό, δεν χωράει, και ο άνθρωπος και ο πλούτος του. Ίσως γιατί ο δρόμος αυτός να έχει το μέγεθος βελονότρυπας και να χωράει μόνον ψυχές, που έχουν λεπτυνθεί σαν βελόνα από τα πάθη και που έχουν γίνει μυτερές σαν βελόνες απ’ τον πόθο τους να διαπεράσουν τον αιθέρα και να συναντήσουν τα αιώνια. Και αυτές τις προϋποθέσεις, ο άρχοντας δεν τις πληροί.

Και δύο ερωτήματα :

Μήπως η παρότρυνση αυτή αφορά μόνο τον συγκεκριμένο συνομιλητή; Μήπως δηλαδή ο Χριστός διέκρινε το πάθος του πλούτου μόνον στον συγκεκριμένο άνθρωπο και του δίνει την εντολή αυτή, ειδικά προορισμένη γι΄  αυτόν; Όχι! Μετά την απομάκρυνση του απογοητευμένου από την απάντηση πλουσίου, δεν ακολουθούσε μια γενική, αλλά και ξεκάθαρη διαπίστωση, εκ μέρους του Χριστού:

«Πόσο δύσκολα θα μπουν στη Βασιλεία του Θεού αυτοί που έχουν χρήματα!»

Να λοιπό, πως ο πλούτος αποτελεί αυτόν καθεαυτόν παράγοντα χωρισμού του ανθρώπου από τον Θεό. Δεν πρόκειται απλώς για σύνολο πραγμάτων για χρήση ή κατάχρηση. Δεν έχει σημασία η πνευματική ή η ηθική κατάσταση του κατόχου. Ο πλούτος, χωρίς περιπτωσιολογία, χωρίς αστερίσκους και χωρίς συμφραζόμενα, αποτελεί το έσχατο και το αναμφίβολο βαρίδι, που δεν αφήνει την ψυχή ναπετάξει.

-Και κάτι δεύτερο, και κατά μια έννοια πάντα –και ιδίως σήμερα- άκρως επίκαιρο: Αν στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη, το ερώτημα που τίθεται στον Χριστό είναι «ποιος είναι ο πλησίον», ένα αντίστοιχο ερώτημα προς τον Χριστό, που ίσως το σκέφτηκαν και τότε, ίσως το σκεφτόμαστε και σήμερα, να ήταν

«Ποιος είναι ο πλούσιος».

Και εδώ, η απάντηση είναι έμμεση, αλλά εξίσου σαφής. Ο Χριστός δεν ζητάει από τον πλούσιο να πουλήσει μέχρι ενός ορισμένου ποσού, προκειμένου να απαλλαγεί από τν χαρακτηρισμό «πλούσιος». Η εντολή αφορά ΤΑ ΠΑΝΤΑ. Οι  παριστάμενοι στον διάλογο, οπωσδήποτε φτωχοί και σίγουρα φτωχότεροι από τον συνομιλητή του Χριστού, αντιλαμβάνονται το μήνυμα, γι΄  αυτό και δεν σκέφτονται «αυτά δεν αφορούν εμάς, για τον πλούσιο τα λέει». Αντίθετα, ταράζονται, διότι καταλαβαίνουν, πως ο Χριστός θεωρεί πλούσιο τον έχοντα και κατέχοντα ακόμη και τα ελάχιστα. Πίσω από το ερώτημα «τότε ποιος θα σωθεί», που του απευθύνουν, κρύβεται κάτι ανάμεσα σε απογοήτευση, αλλά και οργή: Οι υποχρεώσεις, η επιβίωση, τα παιδιά;;; Πώς καλύπτονται όλα αυτά, από ένα τρόπο ζωής, όπου δεν υπάρχει κατοχή, όπου δεν υπάρχει ιδιοκτησία; Είναι δυνατόν;;;

Ο Χριστός αντιλαμβάνεται, πως έχει φτάσει στα όρια της αντοχής, όχι μόνον των ακροατών του, αλλά και όλων μας. Παρ΄ όλ΄ αυτά, δεν ρίχνει «νερό στο κρασί» του λυτρωτικού Του λόγου, όμως, ούτε απογοητεύει, ούτε απελπίζει. Έμμεσα, καλεί να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την ανθρώπινη αδυναμία, τουλάχιστον για ταπείνωση και προσφυγή στη δύναμη του Θεού, που ξέρει να αναπληρώνει τα αδύναμα και τα ελλείποντα. Και ποια είναι η βασική αδυναμία; Η ματαιότητα, στην οποίαν είναι δοσμένη η καρδιά μας. Ο Χριστός δεν θέτει ως ιδεώδες την στέρηση, αλλά τη μετατόπιση της καρδιάς προς άλλον θησαυρό. Η απεξάρτηση από την ασφάλεια και την καταξίωση που προσφε΄ρουν τα υικά πράγματα, με υπέρτατη άσκης την ακτημοσυ΄νη, δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι οδός προς την κατοχή των παντων, των απηθινών και αφθάρτων πάντων. Αυτό εννοεί ο Απόστολος Παύλος λέγοντας:

«Ο καιρός που απομένει είναι πολύ λίγος, έτσι ώστε όσοι έχουν σύζυγο ας ζουν σαν να μην έχουν, όσοι περνούν θλίψεις σαν να μη θλίβονται, όσοι δοκιμάζουν χαρές σαν να μη χαίρονται, όσοι αγοράζουν σαν να μην κατέχουν τα αγορασμένα, κι όσοι ασχολούνται με τα αγαθά αυτού του κόσμου, σαν να μην ασχολούνται καθόλου μ’ αυτά· γιατί η σημερινή μορφή αυτού εδώ του κόσμου δε θα διαρκέσει πολύ». (Κορ. Α΄ 7: 29-31)

Και αν, αγαπητέ μου φίλε, θεωρήσεις, πως η σημερινή περικοπή περιστρέφεται γύρω από τα ανεφάρμοστα, θυμήσου πρώτα των αγίων, παλιών και νεοφανών, την πιο κοινή αρετή: την ακτημοσύνη. Και κατόπιν πες μου αν το σημερινό θηρίο, το θηρίο της δίψας για πλούτο, δεν θα χτυπιόταν στην καρδιά, αν ήμασταν κάθε στιγμή έτοιμοι να απαρνηθούμε εκείνα, τα φθαρτά και τα μάταια, που νομίζουμε, πως μας γεμίζουν τη ζωή.

Πριν προχωρήσουμε, ας προβληματιστούμε για τον υπαινιγμό που κάνει ο Χριστός, ως προς την προσφώνηση«αγαθός». Πού οδηγεί αυτή η άμεση σύνδεση του όρου με τον Θεό; Μήπως στην έμμεση διαβεβαίωση προς τους ακροατές του, πως, ό, τι λεχθεί στη συνέχεια, προέρχεται από τα χείλη του ίδιου του Θεού; Με άλλα λόγια είναι σαν να λέει στον συνομιλητή Του, πως, αφού με αναγνωρίζεις ως αγαθό, θεώρησε πως, ό, τι πω, είναι ικανό να σε οδηγήσει στη τελειότητα.

Ας φανταστούμε τώρα έναν υποθετικό διάλογο με τα παιδιά μας:

  • Για να δούμε λοιπόν, τι απασχολεί αυτόν τον άρχοντα;
  • Το πώς θα κερδίσει την αιώνια ζωή.
  • Του δημιουργήθηκε αυτή η ανάγκη, ακούγοντας τον Χριστό;
  • Για κοιτάξτε πιο κάτω, τι απάντηση δίνει ο Χριστός στο ερώτημά του;
  • Να τηρεί τις εντολές.
  • Και τι μαθαίνουμε;
  • Πως τις εντολές τις τηρούσε από μικρός.
  • Άρα, το ενδιαφέρον του δεν παρουσιάστηκε ξαφνικά. Η αιώνια ζωή τον απασχολούσε πάντοτε. Δεν σας κάνει όμως εντύπωση, πως, ενώ πήρε μια απάντηση, που μάλιστα θα έπρεπε να τον χαροποιήσει, εκείνος συνεχίζει;
  • Τι μπορεί να δηλώνει η επιμονή του;
  • Πως μέσα του, σα να ένιωθε, πως αυτό δεν ήταν αρκετό.
  • Ποια λοιπόν είναι η απάντηση;
  • Να πουλήσει όλη του την περιουσία και να Τον ακολουθήσει.
  • Πώς αντιδρά; Λέει κάτι;
  • Όχι, παραμένει σιωπηλός.
  • Πως το εξηγείτε; Προηγουμένως απαντά αμέσως, με βεβαιότητα και αυτοπεποίθηση. Τώρα;
  • Ίσως συνειδητοποιεί, πως η αυτοπεποίθησή του δεν προερχόταν από την τήρηση των εντολών, αλλά από τα πλούτη του.
  • Πιθανόν. Το βέβαιο είναι, πως η απάντηση τον αιφνιδιάζει. Ξαφνικά, συνειδητοποιεί κάτι: Δεν είναι ικανός για όλα, όπως νόμιζε. Αλλά, υπάρχει και κάτι άλλο: Τι θα ήταν το φυσιολογικό, όταν άκουσε την απάντηση;
  • Να το συζητήσει, να επιδιώξει μια πιο εφαρμόσιμη οδηγία.
  • Βλέπετε όμως, πως ούτε καν διαπραγματεύεται. Τι συμπεραίνετε;
  • Πως ούτε μέρος του πλούτου του δεν ήταν έτοιμος να απαρνηθεί. Η πρόσκληση του Χριστού του είναι αδιανόητη.
  • Να λοιπόν γιατί η τήρηση των εντολών δεν ανάπαυε την καρδιά του. Ήταν ένα προκάλυμμα του πάθους του, που ίσως ούτε καν να το είχε υποψιαστεί. Και αυτή η στενοχώρια που περιγράφει η περικοπή, να προερχόταν ακριβώς από αυτή την αποκάλυψη. Πάντως απομακρύνεται. Ο Χριστός όμως συνεχίζει. Άρα;
  • Ό, τι συνέβη, δεν ήταν μόνον για εκείνον, αλλά και για όλους τους άλλους.
  • Βλέπετε όμως, πως δεν επιτρέπει σε αυτούς που έμειναν να αισθανθούν ανακουφισμένοι, επειδή δεν είχαν την περιουσία του άρχοντα. Τους μιλάει για τον πλούτο, κανείς όμως δεν διαμαρτύρεται και να πει: «Τι τα λες σ΄ εμάς. Εμείς δεν είμαστε πλούσιοι». Τι έχουν λοιπόν συνειδητοποιήσει;
  • Πως το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην ποσότητα, αλλά στην εξάρτηση από εκείνο που ο καθένας, λίγο ή πολύ κατέχει.
  • Και επειδή, δεν υπάρχει άνθρωπος να μη αισθάνεται κάτι δικό του, έρχεται η απογοήτευσητης φράσης «Τότε, ποιος θα σωθεί;» Φαίνεται πως οι Μαθητές πιστεύον πως κανείς δεν μπορεί!» διότι κανείς δεν μπορεί να απαρνηθεί εντελώς το δικό του. Γι΄ αυτό και ο Χριστός, ενώ αναγνωρίζει τη δυσκολία, δεν στερεί την ελπίδα. Με ποια φράση;
  • «Ό, τι είναι αδύνατον στους ανθρώπους, είναι δυνατό για τον Θεό».
  • Δηλαδή, τι μπορεί να μας προσφέρει ο Θεός;
  • Ίσως να πάρει Αυτός τον ψηλότερο θρόνο στην καρδιά μας και όχι τα πράγματα που μας δίνουν ασφάλεια.
  • Αυτό που λέτε αποτελεί ένα από τους μεγσλύτερους στόχους της πνευματικής ζωής. Ξέρετε πώς λέγεται η έλλειψη κάθε ιδιοκτησίας;
  • Ανέχεια;
  • Όχι, η ανέχεια είναι πράγματι η φτώχεια, την όποια όμως δεν επιλέξαμε. Όταν την επιλέγουμε όμως λέγεται «ακτημοσύνη».
  • Δηλαδή; Να μην έχω τίποτε δικό μου;
  • Σωστά! Στην Εκκλησία μας, που τη συναντούμε; Ποιοι είναι εκείνοι που δεν θυσίαζαν στα είδωλα έστω κι αν έχαναν όλη την περιουσία τους;
  • Οι Μάρτυρες! Οι Άγιοι:!
  • Και στις μέρες μας; Ποιο ζούμε στα μοναστήρια όπου όλα είναι κοινά;
  • Οι Μοναχοί.
  • Βλέπετε, πως η ελπίδα του Χριστού, δεν ήταν λόγια αφηρημένα. Βλέπουμε εμείς οι ίδιοι, πως η αποκοπή από κάθε υλικό αγαθό προσφέρεται ως δωρεά προς εκείνους, που παραδίδουν τη ζωή τους στον Θεό. Η ακτημοσύνη είναι δωρεά Θεού προς όσους του δίνουν την καρδιά τους.

Ας ολοκληρώσουμε εδώ το σημερινό μάθημα, με ξεχνώντας, πως οι καιροί, για θέματα πλούτου, απαιτούν πολύ διακριτική προσέγγιση, χωρίς μεγαλοστομίες και εύκολες συνταγές. Η ακτημοσύνη παραμένει ως πρόταση ιδεώδης, όλη όμως η πνευματική πορεία της Εκκλησίας βοηθάει τον άνθρωπο, αν όχι να φτάσει την τελειότητα, τουλάχιστον να ζητάει διαρκώς το έλεος του Θεού, προκείμενου να αποδεικνύεται στην πράξη συνετός διαχειριστής του πλούτου, αλλά και όσο το δυνατόν πιο ελεύθερος από  αυτόν.