Για τον αδελφό που συκοφαντήθηκε σαν κλέφτης

5 Δεκεμβρίου 2021

Χαρακτικό του Παντελή Ζερβού (λεπτομέρεια).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Μας διηγήθηκε ο αββάς Ανδρέας ο Μεσσήνιος:
Όταν ήμουν νέος, αναχώρησα εγώ κι ο αββάς μου από τη Ραιθώ και πήγαμε στην Παλαιστίνη, όπου μείναμε σ’ ένα γέροντα. Ο γέροντας λοιπόν που μας υποδέχτηκε είχε ένα χρυσό νόμισμα.

Ξέχασε που το έβαλε και νόμισε ότι εγώ ο νέος το έκλεψα. Έλεγε λοιπόν ο γέροντας στους πατέρες του τόπου ότι ο αδελφός Ανδρέας πήρε το νόμισμα.

Το άκουσε τότε ο αββάς μου, με φώναξε και μου λέει:
– Πες, Ανδρέα, εσύ πήρες το νόμισμα τον γέροντα;

Λέω εγώ:
– Λυπήσουμε, αββά, δεν πήρα τίποτε.

Είχα λοιπόν ένα πανώρασο και το πούλησα για ένα νόμισμα. Και μόλις πήρα το νόμισμα, πηγαίνω στο γέροντα, του βάζω μετάνοια και λέω:
– Συγχώρα με, κύριε αββά, γιατί ο Σατανάς με περίπαιξε και πήρα το νόμισμά σου.

Έτυχε τότε εκεί και κάποιος κοσμικός και μου λέει ο γέροντας:
– Πήγαινε, παιδί μου, δεν έχασα τίποτε.

Ξαναέβαλα λοιπόν μετάνοια και είπα:
– Για τον Κύριο, πάρε το νόμισμα, να τούτο είναι, και διάβασέ μου μια ευχή, γιατί ο Σατανάς με έβαλε να το κλέψω και να σε στενοχωρήσω.

Λέει ο γέροντας:
– Παιδί μου, δεν έχασα τίποτε.

Επειδή λοιπόν δεν με έπεισε, τότε μου λέει ο κοσμικός:
– Πράγματι, κύριε αδελφέ, ήρθα χθες και βρήκα το γέροντα να κλαίει και να κάνει μετάνοιες και να βρίσκεται σε μεγάλη θλίψη. Καθώς λοιπόν είδα το γέροντα σε τέτοια θλίψη, του λέω: «Κάνε αγάπη, τι είν’ αυτό, που έχεις»; Μου λέει ο γέροντας: «Το ότι συκοφάντησα τον αδελφό ότι πήρε το νόμισμα· και να που βρήκα που το είχα βάλει».

Τότε ο γέροντας, αφού οικοδομήθηκε από μένα, επειδή δεν πήρα το νόμισμα κι όμως το έφερα, μου το έδωσε και είπε:
– Πάρε το νόμισμα, γιατί εγώ το πήρα.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο, Ιωάννου Μόσχου, «Λειμωνάριον», της σειράς «Άνθη της ερήμου», έκδοση Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα Αγίου Όρους, 1983. Εισαγωγικά, μετάφραση, σχόλια, Μοναχού Θεολόγου.