Η απογραφή των Χριστουγέννων (Λκ. 2:1-3)

17 Δεκεμβρίου 2021

Το κείμενο:

«Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθεν δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην. αὕτη ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου. καὶ ἐπορεύοντο πάντες ἀπογράφεσθαι, ἕκαστος εἰς τὴν ἑαυτοῦ πόλιν»

Η διηγήσεις της γέννησης του Χριστού, τόσο του Ματθαίου (1:18-25), όσο και του Λουκά (2:1-7), είναι ίσως δύο από τις γνωστότερες διηγήσεις της Καινής Διαθήκης. Η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα των διηγήσεων, οι Μάγοι, οι διώξεις του Ηρώδη και η φυγή στην Αίγυπτο από την πλευρά του Ματθαίου δηλώνουν μια θριαμβευτική χροιά στο γεγονός της γέννησης. Από την άλλη ο Λουκάς με την αναφορά στην απογραφή, την φάτνη, τους βοσκούς και τους αγγέλους, παρουσιάζει το γεγονός σε καθαρά οικογενειακό-προσωπικό κλίμα1.

Οι διαφορές που υπάρχουν στις διηγήσεις, που πιθανόν προήλθαν από διαφορετικές πηγές, ανέκαθεν δημιουργούσαν μια ιδιαίτερη πρόκληση στους ερευνητές. Στην περίπτωση της εργασίας μας θα επικεντρωθούμε στο ζήτημα της απογραφής, όπως αυτό αναφέρετε στο Λκ. 2:1-3. Είναι αρκετά ενδιαφέρον και μόνο το γεγονός ότι, μόνο δύο από τις τέσσερεις Ευαγγελιστές ασχολούνται με την γέννηση του Χριστού2. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι περιγράφονται δύο διαφορετικές καταστάσεις για το ίδιο θέμα. Αυτό δεν θα έπρεπε να μας προβληματίζει ιδιαίτερα, αφού το πηγαίο υλικό του Ματθαίου και του Λουκά φαίνεται ότι προέρχεται από δύο διαφορετικές πηγές που διασώζουν αυτές τις παραδώσεις3. Όμως, αν και η ιστορικότητα των κειμένων αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο της έρευνας, το πραγματικό ενδιαφέρον των συντακτών της διήγησης ήταν περισσότερο να αποδώσουν την θεολογική σημασία των γεγονότων.

Έτσι, περνάμε στην διήγηση του Λουκά ο οποίος δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην σύνδεση μεταξύ της γέννησης του Ιωάννη του Βαπτιστή και την μετέπειτα γέννηση του Χριστού. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, που φέρει και το παρωνύμιο Πρόδρομος από την παράδοση, τοποθετείται από τον Λουκά να γενάτε πρίν από τον Χριστό. Με αυτόν τον τρόπο ο Ευαγγελιστής δείχνει να θέλει να φανερώσει θεολογικά το γεγονός ότι ο Ιωάννης από την γέννηση του και μόνο αποτελούσε πρόδρομος του Μεσσιανικού μηνύματος και του ίδιου του Χριστού. Ακόμη πιο πρίν η συνάντηση της Ελισάβετ και της Μαρίας (Λκ. 1:39-45) φανερώνεται η σύνδεση όχι απλά με τα δύο πρόσωπα, αλλά και με τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, που ο Λουκάς παραθέτει ώστε να φανερώσει, να υποστηρίξει και να παρουσιάσει το γεγονός της γέννησης του Χριστού και της επίγειας δράσης του έπειτα4. Οι παραλληλισμοί μεταξύ των δύο προσώπων5, όπως και το ιδιαίτερο θεολογικό στοιχείο που υπονοεί τον Ιωάννη ως πρόδρομο του Χριστού είναι έντονο, ακόμη και στο στοιχείο ότι ο Ιωάννης γεννάτε πρώτος από τον Χριστό, όπως αναφέραμε.

Συνεχίζοντας, εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε, λοιπόν, τον σημαντικό χαρακτήρα της διήγησης. Ο Λουκάς αφού έχει περιγράψει τα γεγονότα πρίν την γέννηση του Χριστού, έχει δημιουργήσει το κλίμα στον αναγνώστη για να παρουσιάσει την θεολογία της γέννησης του Χριστού. Η σύνδεση με το πρόσωπο του Ιωάννη και της Παλαιάς Διαθήκης είναι βασική διότι έτσι σχηματίζεται πιο χαρακτηριστικά η πραγματική ταυτότητα του Ιησού Χριστού. Επειδή, από αυτήν και μόνο την διήγηση ο Λουκάς, σύμφωνα με την παράδοση, συνδέοντας το πρόσωπο του Χριστού με τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης αποκαλύπτει την θεϊκή του καταγωγή από την μια, ενώ από την άλλη το στοιχείο της ανθρώπινης φύσης6. Με βάση, λοιπόν, τα στοιχεία αυτά που είναι σημαντικό να τα έχουμε στην σκέψη μας, θα αναλύσουμε το γεγονός της απογραφής που μας αναφέρει ο Λουκάς.

1.2 Οι απογραφές πρίν την ρωμαϊκή περίοδο

Έχοντας, λοιπόν, κάνει μια σύντομη αναφορά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των διηγήσεων της γέννησης του Χριστού, όπως και ότι αυτές αποτελούν μια ενδιαφέρουσα πρόκληση για τους ερευνητές, θα περάσουμε στο κύριο θέμα της ανάλυσης μας που είναι η απογραφή στα χρόνια της Καινής Διαθήκης. Η απογραφή, όπως λαμβάνει σήμερα χώρα, δεν έφερε παρόμοια χαρακτηριστικά με τις απογραφές των αρχαίων χρόνων. Η λεπτομερή καταγραφή των πληθυσμιακών ομάδων, των φύλλων, της ηλικίας, των επιδιώξεων και άλλων στοιχείων, στις απογραφές που γίνονταν στην ευρύτερη περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου είχαν διαφορετικά χαρακτηριστικά και ήταν πιο περιορισμένες.

Οι πρώτες απογραφές που έχουν διασωθεί, βρίσκονται πάνω σε πήλινες επιγραφές στην Μεσοποταμία της 3ης και 1ης χιλιετηρίδας. Οι επιγραφές αυτές παρουσιάζουν μια περιορισμένη καταγραφή των πληθυσμών της περιοχής, που κατοικούσαν σε πόλεις και χωριά. Αυτό που δεν αναγράφεται είναι ο συνολικός πληθυσμός της περιοχής, όπως και τα γεωγραφικά όρια πάνω στα οποία γίνεται η καταμέτρηση7. Η καταμέτρηση συνήθως γινόταν με σκοπό την διαμοίραση φαγητού και προϊόντων, μια τακτική που συνεχίστηκε μέχρι και τον 10ο αιώνα π.Χ.. Όμως, ήδη από το 1900 π.Χ. οι καταγραφές των πληθυσμών στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου είχαν ξεκινήσει να συλλέγουν και πληθυσμιακά στοιχεία όπως το επάγγελμα και το φύλλο8.

Η μεγάλη αλλαγή έγινε, όταν οι πληθυσμοί αυτοί των περιοχών, ήρθαν σε επαφή με μεγάλα οργανωμένα βασίλεια, όπως ήταν οι Ασσύριοι και οι Βαβυλώνιοι. Οι Βαβυλωνιακές αρχές για να δείξουν ισχύ και υπεροχή, έναντι σε αυτούς που κατακτούσαν μαζί με άλλες ενέργειες, έκανα και απογραφή ώστε να δείχνουν μέχρι και αριθμητικά την κατακτητική τους δυνατότητα. Μάλιστα, μεταξύ των ετών 930-630 π.Χ. καταγράφθηκαν περίπου 4,5 εκατομμύρια μετακινήσεις πληθυσμού στο εσωτερικό του Βαβυλωνιακού κράτους, με την χρήση της γνωστής μεθόδου της αιχμαλωσίας, κάτι που συνέβη και στην περίπτωση των Ιουδαίων9. Βέβαια, είναι σημαντικό να έχουμε στην σκέψη μας ότι υπάρχει η περίπτωση αυτοί οι αριθμοί να μην είναι ρεαλιστικοί, διότι, όπως αναφέραμε εξυπηρετούσαν προπαγανδιστικούς σκοπούς των κεντρικών αρχών ώστε να δείχνουν μεγαλύτερη υπεροχή στους κατακτημένους.

Αλλά οι διάφορες μετρήσεις που έγιναν σε απογραφές στην Αίγυπτο, έπειτα στην Ρώμη, αλλά και όπως αυτές υπάρχουν σε ένα Ασσυριακό χειρόγραφό μπορεί να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι απογραφές καθώς πλησιάζουμε στα χρόνια της Καινής Διαθήκης γίνονται πιο περίπλοκες, με περισσότερα στοιχεία και εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς10. Βέβαια, ένα ακόμη χαρακτηριστικό που μπορούμε να αντλήσουμε από τις επιγραφές αυτές είναι πως παρά τον σύνθετο χαρακτήρα που άρχισαν να εμφανίζουν οι απογραφές καθώς πλησιάζουμε στον 5ο και μετά αιώνα π.Χ., δεν αποδίδουν τον αριθμό των κατοίκων με ακρίβεια και συνήθως δεν γίνεται σωστή γεωγραφική αντιστοίχιση.

(Συνεχίζεται)

1 Γκουτζιούδης, Ερμηνεία και πρόσληψη ευαγγελικών κειμένων (Θεσσαλονίκη: Ostracon, 2019). Σελ. 80.

2 Brown, The birth of the Messiah : a commentary on the infancy narratives in Matthew and Luke (Garden City, N.Y.: Doubleday, 1977). Σελ. 25.

3 Περισσότερα σχετικά με τις πηγές των διηγήσεων και το εάν αποτελούν προσθήκη μετέπειτα συντάκτη βλ.: Γκουτζιούδης, Ερμηνεία και πρόσληψη ευαγγελικών κειμένων. Σελ. 80-84.

4 Bock, Luke : the NIV application commentary from biblical text–to contemporary life (Grand Rapids, Mich.: Zondervan Pub. House, 1996). Σελ. 58.

5 Stein, Luke (24, Nashville, Tenn.: Broadman Press, 1992). Σελ. 69.

6 Brown, The birth of the Messiah : a commentary on the infancy narratives in Matthew and Luke. Σελ. 25.

7 Freedman, The Anchor Bible dictionary (6τομ., New York: Doubleday, 1992). Σελ. 1317-1318.

8 Brown, The birth of the Messiah : a commentary on the infancy narratives in Matthew and Luke. Σελ 414.

9 Freedman, The Anchor Bible dictionary. Σελ. 1318.

10 Περισσότερα βλ.: Johns, C. H. W.. An Assyrian Doomsday Book or Liber Censualis of the District Round Harran in the Seventh Century B.C. Leipzig. 1901.