Οι προκλήσεις της εποχής και η διατήρηση του ιστορικού κτηρίου της Θεολογικής Σχολής της Σόφιας

21 Δεκεμβρίου 2021

Οι προκλήσεις της εποχής και η διατήρηση του ιστορικού κτηρίου της Θεολογικής Σχολής της Σόφιας

(σύμφωνα με στοιχεία από αρχειακό υλικό)

Το 2023 συμπληρώνονται 100 χρόνια από το άνοιγμα των θυρών της σημερινής Θεολογικής Σχολής στη Σόφια. Το επέτειο αυτό είναι μια καλή ευκαιρία για να ανοίξουμε τα αρχεία και να ανιχνεύσουμε την ιστορία της δημιουργίας, των αλλαγών και της διατήρησης αυτού του αρχιτεκτονικού μνημείου πολιτισμού. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να περάσει το κατώφλι αυτού του κτηρίου και να μην νιώσει θαυμασμό. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στην όμορφη αρχιτεκτονική, αλλά και στη Θεία χάρη που υπάρχει μέσα. Και αυτό γιατί στο κτήριο της Θεολογικής Σχολής έχει παρεκκλήσι όπου τελείται καθημερινά Θεία λειτουργία και στο δεύτερο όροφο στεγάζεται εκκλησιαστικό μουσείο, το οποίο φιλοξενεί θαυματουργικές εικόνες, εκκλησιαστικά κειμήλια και λείψανα αγίων.

Το κτήριο μέχρι σήμερα αποτελεί σύμβολο πνευματικής εκπαίδευσης στη Βουλγαρία παρά τις δοκιμασίες των καιρών που έχει υποστεί. Αυτό το άρθρο εξετάζει αρχειακά έγγραφα που διαφυλάσσουν την ιστορία των εργασιών αποκατάστασης που πραγματοποιήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια. Στόχος είναι να φανεί ποιες αλλαγές έχει υποστεί αυτό το αρχιτεκτονικό μνημείο πολιτισμού και ποια ήταν η φροντίδα για τη διατήρησή του κατά την εκατονταετή ύπαρξή του. Η μελέτη εξετάζει διατηρητέο αρχειακό υλικό που είναι ελάχιστα γνωστό και μελετημένο μέχρι στιγμής. Στο σύνολό τους όλα τα έγγραφα αντικατοπτρίζουν την κατάσταση του κτηρίου και επισημαίνουν τα αναμφισβήτητα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τα οποία το κτήριο έχει αποκτήσει την ιδιότητα ενός αρχιτεκτονικού και καλλιτεχνικού μνημείου εθνικής σημασίας.

Η ιδέα της ίδρυσης της Ανώτατης Θεολογικής Σχολής χρονολογείται ακόμα πριν την Απελευθέρωση της Βουλγαρίας από τους Τούρκους (1878).1 Όμως οι προσπάθειες της Ιεράς Συνόδου για ίδρυση Ανώτατης Θεολογικής Σχολής βρίσκουν υλοποίηση το 1913, στο πρόσωπο του Ιβάν Εβστάτιεφ Γκεσόφ, Πρωθυπουργό της Βουλγαρίας στην 32η Κυβέρνηση, 1911 – 1913. То μέρος που επιλέχθηκε για ανέγερση της Σχολής ήταν η κεντρική πλατεία της Αγίας Κυριακής, η οποία βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Η πλατεία αποκαλύπτει μια όμορφη θέα στο όρος Βίτοσα και είναι φυσική συνέχεια του κεντρικού δρόμου Μαριας Λουίζας, η οποία οδός οδηγεί προς το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης. Την Κυριακή 31 Οκτωβρίου 1913 με απόφαση της Ι. Συνόδου τοποθετήθηκε ο θεμέλιος λίθος και τελέστηκε αγιασμός των ήδη χτισμένων θεμελίων. Στη θέση της πλατείας όπου επρόκειτο να εγκατασταθεί η Θεολογική Σχολή βρισκόταν το καμπαναριό του Ναού του Αγίου Στεφάνου Μιλούτιν. Στην αρχαιότητα εκεί υπήρχε εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο. Στις αρχές του 1912 η Ι. Σύνοδος διόρισε για αρχιτέκτονα της Θεολογικής Σχολής τον ταλαντούχο Αυστριακό Friedrich Grunanger, ο οποίος εργαζόταν στη Βουλγαρία από το 1878. Ο αρχιτέκτονας Grunanger είναι ένας από εκείνους που προσκλήθηκαν να εργαστούν στη ελεύθερη Βουλγαρία. Το έργο του παραμένει ένα διαρκές σημάδι στη δημιουργία της σύγχρονης εικόνας της πρωτεύουσας. Είναι ο σχεδιαστής του Βασιλικού παλατιού, του μεγάρου της Ιεράς Συνόδου, της Κεντρικής Συναγωγής, του συγκροτήματος του Θεολογικού Σεμιναρίου της Σόφιας, του συγκροτήματος των Βασιλικών Ιαματικών Λουτρών. Μια σειρά από αξιόλογα σπίτια στη Σόφια και σε άλλες πόλεις είναι επίσης έργο του. Από τα έγγραφα βλέπουμε ότι στα τέλη Οκτωβρίου του 1914 οι εργάτες κατασκεύαζαν την οροφή της Θεολογικής Σχολής και την στεφανώνουν με μεγάλο χάλκινο τρούλο. Στα τέλη Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, άλλος Αυστριακός αρχιτέκτονας ο Heinrich παρουσιάζει στην ειδική επιτροπή της Ιεράς Συνόδου τα έγγραφα και τα τεύχη δημοπράτησης για την ανέγερση των ξυλουργικών εργασιών, δηλαδή την κατασκευή ξυλουργικών και ξύλινων δαπέδων. Το φθινόπωρο του 1915, το κτήριο της Ανωτάτης Θεολογικής Σχολής ήταν σχεδόν έτοιμο, αλλά μόνο σοβατισμένο εσωτερικά. Η είσοδος της Βουλγαρίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο καθυστέρησε προσωρινά την ολοκλήρωσή του. Ακόμη και το φθινόπωρο του 1916, το Υπουργείο Πολέμου ζήτησε από την Ιερά Σύνοδο να προσαρμόσει το κτήριο σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Άρχισε εργασία για την εν λόγω διασκευή. Η Ιερά Σύνοδος έδωσε επίσης εντολή στο συνοδικό λογιστήριο να ασφαλίσει το έτοιμο κτήριο σε βουλγαρική ασφαλιστική εταιρεία. Μετά από αρκετούς μήνες κατασκευαστικών εργασιών η προσαρμογή ολοκληρώθηκε και στις 3 Μαρτίου του 1917 παραδόθηκε στις στρατιωτικές αρχές. Οι τραυματίες στρατιώτες και αξιωματικοί νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο για περισσότερα από δύο χρόνια. Το τέλος του πολέμου έφερε άλλη μια εθνική καταστροφή. Η δύσκολη συγκυρία δεν επέτρεψε στην Ιερά Σύνοδο να ολοκληρώσει το κτήριο και να ανοίξει σε αυτό την σχεδιασμένη Ανώτερη Θεολογική Σχολή. Στις 30 Μαρτίου του 1920, στη συνεδρίασή της, η Ιερά Σύνοδος έλαβε την εξής απόφαση: «Να ληφθούν όλα τα δυνατά μέτρα για την εκκένωση του κτηρίου της Ανωτέρας Θεολογικής Σχολής, καθώς ένας από τους ορόφους προσαρμόστηκε για στέγαση μαθητών, ώστε το σχολείο να ανοίξει τον Οκτώβριο».

Ήδη από την 1η Ιανουαρίου του 1920 η Ιερά Σύνοδος άρχισε να διορίζει μελλοντικούς καθηγητές. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1920 στη Σερβία άνοιξε η Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Βελιγραδίου και αυτό ενθάρρυνε τις πνευματικές αρχές της Βουλγαρίας να προχωρήσουν γρήγορα σε παρόμοια πράξη. Αλλά οι εργασίες στο κτήριο διήρκεσαν αρκετά χρόνια. Μόλις στα τέλη Μαρτίου του 1921 έγιναν διαγωνισμοί για την εξωτερική ανάθεση των εργασιών ηλεκτρικής εγκατάστασης και βαφής εσωτερικών χώρων. Στις 20 Ιουνίου 1922, κατόπιν εντολής της Ιεράς Συνόδου, ο Γενικός Γραμματέας σχημάτισε μια επιτροπή από αρμόδιους ειδικούς για να αποφασίσουν το ύφος του εξωτερικού κτηρίου. Η επιτροπή αποτελούνταν από μια ομάδα ζωγράφων – καθηγητών από την Ακαδημία Τεχνών με επικεφαλής τον ταλαντούχο και πρωτοποριακό Χαράλαμπο Τάτσεφ. Η γνώμη της εν λόγω επιτροπής εξετάστηκε σε συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου στις 23 Ιουνίου 1922. Τότε αποφασίστηκε ο Χαράλαμπος Τάτσεφ να φτιάξει έγχρωμο σχέδιο από πλακάκια και σοβά στην πρόσοψη σε παλαιό βουλγαρικό στυλ, επιλέγοντας τους απαραίτητους τόνους για να εναρμονιστεί ο σοβάς με τα διαθέσιμα πλακάκια. Ο ίδιος ο Τάτσεφ έπρεπε να παρουσιάσει δείγματα διακοσμητικών για τα μέρη πάνω από τα παράθυρα της βόρειας και δυτικής πρόσοψης. Υπήρχε ιδέα να γίνει τοιχογραφία στον αέτωμα κάτω από τον τρούλο της βόρειας πρόσοψης. Τα μέλη της Συνόδου πρότειναν πάνω από τα παράθυρα να απεικονίζονται «ιστορικά πρόσωπα της εκκλησιαστικής μας ιστορίας». Ο Χαράλαμπος Τάτσεφ γρήγορα ετοίμασε το καλλιτεχνικό έργο για τη διακόσμηση, το οποίο έγινε αποδεκτό σχεδόν χωρίς αντιρρήσεις από την Ιερά Σύνοδο. Στο αέτωμα κάτω από τον τρούλο σχεδιάστηκε μια πολυμορφική σύνθεση, που αντικατοπτρίζει την πράξη της ανάγνωσης του Φιρμανιού της 27ης Φεβρουαρίου 1870, που ίδρυσε τη Βουλγαρική Εξαρχία. Κάτω από αυτό, σε δύο ημικόγχες σχεδιάστηκαν οι εικόνες των αγίων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου. Κάτω από αυτές, δηλαδή στο δεύτερο όροφο θα βρίσκονται οι μορφές του Αγίου Κλήμεντος της Αχρίδας και του Αγίου Ευθυμίου, Πατριάρχη Τυρνόβου. Στα πάνω μέρη από τα παράθυρα της βόρειας και δυτικής πρόσοψης επρόκειτο να εγγραφούν διάφορες μορφές της Βουλγαρικής Αναγέννησης. Το 1923 με τη βοήθεια του Υπουργού Παιδείας ο Ομαρτσέφσκι η Σχολή ολοκληρώθηκε και εγκαινιάστηκε.2 Το φθινόπωρο του 1923 το κτήριο της Ανωτάτης Θεολογικής Σχολής ήταν έτοιμο να υποδεχθεί τους πρώτους μαθητές. Ξεκίνησαν 36 φοιτητές.

21 χρόνια αργότερα, στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το καταπληκτικό κτήριο καταστράφηκε μερικώς από βομβαρδισμούς των Αμερικανών στη Σόφια και έχασε την αρχική του αρχιτεκτονική εμφάνιση. Οι ημερομηνίες 10 Ιανουαρίου και 30 Μαρτίου 1944 θα παραμείνουν εφιάλτες για τη Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία. Τότε οι καταστροφικές και εμπρηστικές βόμβες μετέτρεψαν σε ερείπια το οικοδομικό απόθεμα και πολύτιμη περιουσία. Κατά τον πρώτο βομβαρδισμό καταστράφηκε το τετραώροφο κτήριο στην αυλή του Μητροπολιτικού Ναού της Σόφιας, όπου στεγαζόταν το επισκοπικό κηροχυτήριο και μια πολύτιμη συλλογή βιβλιοθήκης. Υπήρχε μια εναέρια γέφυρα με το κτήριο της Θεολογικής Σχολής, η οποία καταστράφηκε. Η γειτονική εκκλησία «Αγ. Νικολάι Μιρλικιίσκι» κατεδαφίστηκε. Η Θεολογική Σχολή υπέστη επίσης σοβαρές ζημιές από τον δεύτερο βομβαρδισμό. Το κτήριο φιλοξενούσε επίσης το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Εκκλησιαστικό Μουσείο της Ιεράς Συνόδου, αλλά ευτυχώς το είχαν εκκενώσει προηγουμένως και είχαν μεταφέρει τα κειμήλια στη Μονή Ρίλα. Βόμβα έπεσε στη νοτιοανατολική γωνία του κτηρίου και γκρέμισε μέρος του τοίχου. Επηρεάστηκαν οι χώροι του εκκλησιαστικού μουσείου, που στεγαζόταν μέσα, το παρεκκλήσιο και ο κοιτώνας της Θεολογικής Σχολής. Ξεχωριστά έσπασαν όλες οι τζαμαρίες του κτηρίου και οι βιτρίνες του βιβλιοπωλείου στο πρώτο όροφο. Μέχρι τα τέλη του 1944 οι ζημιές αποκαταστάθηκαν, αλλά λόγω έλλειψης επαρκών πόρων δεν τοποθετήθηκε ο τρούλος και το αέτωμα με την τοιχογραφία μέσα. Για σχεδόν πέντε χρόνια, αυτό το κτήριο εκτός από φοιτητές της Θεολογικής Σχολής, στέγασε φοιτητές της Ιερατικής σχολής της Σόφιας και υπαλλήλους της Ιεράς Συνόδου επειδή τα κτήριά τους είχαν υποστεί ζημιές από τους βομβαρδισμούς. Σταδιακά η ζωή πήρε την κανονική της πορεία. Μαθητές και υπάλληλοι επέστρεψαν στα δικά τους κτήρια, αλλα μέχρι σήμερα ο τρούλος και το αέτωμα που τονίζουν τον κεντρικό άξονα της συμμετρικής σύνθεσης παραμένουν μη αναστηλωμένα.

Μετά από πολυετείς προσπάθειες να ξεκινήσει η αποκατάσταση του κατεστραμμένου τρούλου, το έτος (2021) με ανανεωμένη και επιτυχώς ολοκληρωμένη πρωτοβουλία της ηγεσίας του Κοσμήτορα, ξεκίνησαν οχυρωματικές εργασίες για την ανέγερση του κτηρίου και την αποκατάσταση του τρούλου του.

Το κτήριο της Θεολογικής Σχολής αποτελεί μέρος του αρχιτεκτονικού συνόλου στην πλατεία «Αγ. Κυριακή». Αποτελείται από πέντε υπέργειους και δύο υπόγειους ορόφους, καθώς και μια σοφίτα. Στο ανατολικό και κεντρικό τμήμα του δευτέρου υπογείου υπάρχουν αποθηκευτικοί χώροι και άλλα βοηθητικά διαμερίσματα. Ο πρώτος και ο δεύτερος όροφος αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικούς λειτουργικούς χώρους. Η κύρια είσοδος της Θεολογικής Σχολής τονίζεται από κίονες και ένα ζεύγος παραστάσεων με βυζαντινά κιονόκρανα στις δύο πλευρές, που πιθανότατα κρατούσαν το όμορφο αέτωμα. Η οικοδομή είναι ενδιαφέρον με τις διάφορες εγκαταστάσεις της. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια παραπέμπουν και στο στυλ Art Nouveau με λεπτομέρειες δανεισμένες από τη βυζαντινή, ρωμανική και τη βουλγαρική μεσαιωνική αρχιτεκτονική. Χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής του κτηρίου είναι ότι, γενικά, υπάρχει πληθώρα παραστάσεων, κιόνων, τόξων, διακοσμητικών τόξων και επενδύσεων με εναλλασσόμενες λευκές και κόκκινες ρίγες. Το σχήμα των παραθύρων είναι διμερές και τριμερές τόξο. Ο χώρος γύρω τους είναι γεμάτος με κεραμικά. Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής εμφάνισης του κτηρίου της Θεολογικής Σχολής στην πλατεία «Αγ. Κυριακή» είπαμε ότι ήταν ο τρούλος, το πρωτότυπο του οποίου ήταν η τιάρα του Βούλγαρου Έξαρχου. Η πρόσοψη και το εσωτερικό σχεδιάστηκαν από τον πρώτο Βούλγαρο διακοσμητή Χαράλαμπο Τάτσεφ (1875-1941).

Το όνομα του Τατσέφ συνδέεται δικαίως με την ανάπτυξη και την επιβολή του παλιού βουλγαρικού στυλ ως εθνική εκδοχή της ευρωπαϊκής απόσχισης. Τα πολλά έργα του έχουν τεράστιο αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή εικόνα της πρωτεύουσάς. Αυτός σχεδίασε και το τρούλο της Θεολογικής Σχολής και το τριγωνικό αέτωμα κάτω από τον τρούλο που περιείχε 18 μορφές. Οι κάτοικοι της Σόφιας καθημερινά απολαμβάνουν την διακόσμηση μερικών κτηρίων στην πρωτεύουσα, που είναι το έμβλημα της πόλης. Αυτά ενώνονται στιλιστικά και είναι αναγνωρίσιμα από τη συγκεκριμένη κεραμική διακόσμηση σε παλιό βουλγαρικό στυλ. Πρόκειται για το Μέγαρο της Ι. Συνόδου, τη Θεολογική Σχολή, τα Ιαματικά Λουτρά της Σόφιας, τη Συναγωγή, την Εκκλησία «Αγ. Νικόλαος της Σόφιας», τις διακοσμητικές τοιχογραφίες του Πατριαρχικού Καθεδρικού Ναού «Αγ. Αλέξανδρος Νέβας »κ α. Δικό του έργο είναι το οικόσημο της Σόφιας, που χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα. Η αποτελεσματικότητα των προσπαθειών του στο έργο του επιτυγχάνεται με ένα σύγχρονο εθνικό όραμα στις διακοσμητικές τέχνες.

Στα αρχεία του Εθνικού Ινστιτούτου Πολιτιστικών Μνημείων για το κτήριο της Θεολογικής Σχολής αναφέρονται τα εξής: «Το κτήριο είναι τετραώροφο και είναι χτισμένο σε 1150 τετραγωνικά μέτρα.» Από το ίδιο αρχειακό έγγραφο προκύπτει ότι το 1977 έγινε πρόταση να δηλωθεί για αρχιτεκτονικό μνημείο πολιτισμού. Σύμφωνα με το έγγραφο, η κατάσταση του κτηρίου εκείνη την εποχή διατηρήθηκε με αυθεντικότητα στο σχεδιασμό του εξωτερικού και του εσωτερικού. Η πέτρινη επένδυση και η πλίνθος έχουν μείνει αναλλοίωτες. Η πέτρινη διακόσμηση των κιονόκρανων, η πύλη εισόδου, τα στέγαστρα και το εσωτερικό είναι έργο των Ιταλών αρχιτεκτόνων R. Hardy και A. Filoti. Πριν ανακηρυχθεί πολιτιστικό μνημείο, το κτήριο είχε λείο εξωτερικό σοβά, με πολύχρωμα κεραμικά στολίδια και διακοσμητικό ανάγλυφο. Το έγγραφο μαρτυρεί ότι η μίμηση αυτών των λεπτομερειών ήταν από τη βυζαντινή, ρωμανική και βουλγαρική μεσαιωνική αρχιτεκτονική. Ως υπάρχοντες σημειώνονται και οι κολώνες στο εσωτερικό του ισογείου και ο γυαλισμένος γρανίτης. Σημαντική σημείωση είναι η σήμανση του αετώματος, που καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς.3 Η μερικώς κατεστραμμένη δομή της τεχνοτροπικής γνησιότητα του κτηρίου της Θεολογικής Σχολής δεν αποτελεί λόγο για να επηρεαστεί η ανακήρυξη του κτηρίου ως πολιτιστικό μνημείο και μένει με πρόταση να καταχωρηθεί ως πολιτιστικό μνημείο εθνικής σημασίας. Με το πρωτόκολλο αρ. 49 / της 14ης Δεκεμβρίου 1987, έχει ήδη γίνει αποδεκτό ως μνημείο εθνικής σημασίας και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του «ομαδικού πολιτιστικού μνημείου». Σε έγγραφο της 11.02.2011 καθορίζεται ότι στο ΓΓ αρ. 25 του 1998 το κτήριο ανακηρύχθηκε ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ.4

Το κτήριο είναι εγγεγραμμένο ως το μοναδικό πολυλειτουργικό σχολικό κτήριο στο είδος του από τις αρχές του 20ου αιώνα. Μια σημαντική αποκατάσταση – συντήρηση μετά το 1943 έγινε μόλις το 1968. Γραφικά, το σύνολο των εργασιών αποκατάστασης περιορίζεται σε 16 εικόνες διαφορετικών μεγεθών της πρόσοψης του κτηρίου. Οι αναστηλωτές χρησιμοποίησαν τα υπολείμματα και ζωγράφισαν ξανά τις εικόνες όπου λείπουν. Τα ξεθωριασμένα μέρη ρετουσαρίστηκαν στις περιοχές που λείπουν. Η αποκατάσταση ολοκληρώθηκε στις 20 Ιουλίου 1968, καθώς ο καλλιτέχνης-αναστηλωτής D. Peshev τεκμηρίωσε ότι ο χρόνος ήταν ανεπαρκής και σε περίπτωση πιθανών ελαττωμάτων δεν θα ευθύνονται οι καλλιτέχνες-αναστηλωτές.

Από το 2009 έχει γνωμοδότηση για την κατάσταση των τοιχογραφιών, της κεραμικής διακόσμησης και του πέτρινου γλυπτού στο κτήριο της Θεολογικής Σχολής. Η αποκατάσταση που έγινε το 1968 δεν μπόρεσε να διατηρήσει τις εικόνες για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σχεδόν όλες οι εικόνες καταστράφηκαν σε μεγάλο βαθμό λόγω απωλειών στη ζωγραφική στρώση και στο σοβά. Όσον αφορά την κεραμική διακόσμηση η κατάστασή της είναι σημαντικά καλύτερη.

Υπάρχουν δύο είδη κεραμικής διακόσμησης. Πάνω από τα παράθυρα του τρίτου ορόφου από τα βόρεια και από τα δυτικά είναι τοποθετημένα πάνελ με γεωμετρικά μοτίβα, διακοσμημένα σε κόκκινο, πράσινο και λευκό και γεμισμένα με λεία πλακάκια από τερακότα. Κάτω από τα κεντρικά παράθυρα του δεύτερου ορόφου υπάρχουν ζωφόροι από σκακιέρα πράσινα και λευκά λεία πλακάκια από τερακότα, τα οποία κάτω από τα παράθυρα αριστερά και δεξιά του κέντρου έχουν αντικατασταθεί από ζωφόρους κεραμοπλαστικών στοιχείων με φυτικά στολίδια. Στη γνωμοδότηση αναφέρεται περαιτέρω ότι ο διάκοσμος στο ακαδημαϊκό παρεκκλήσι του Αγίου Κλήμης της Αχρίδας είναι σε καλή κατάσταση. Εδώ κι εκεί κάποια τμήματα έχουν ένα δίκτυο ρωγμών. Το εικονοστάσι είναι σε εμφανώς καλή κατάσταση, αλλά χρειάζεται συντήρηση.

Η Θεολογική Σχολή, σε υπόγειο επίπεδο, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ιστορικού και αρχαιολογικού αποθέματος της αρχαίας Serdica και του μεσαιωνικού Sredets. Κοντά στη Θεολογική Σχολή βρίσκονται κτήρια που αποτελούν πολιτιστικά μνημεία εθνικής σημασίας – η εκκλησία «Αγ. Κυριακή», το Μέγαρο του Δικαστικού Επιμελητηρίου, οι βυζαντινές εκκλησίες «Αγ. Παρασκευή», « Αγ. Νικόλαος ο Θαυματουργός» και άλλα. Όλα αποτελούν ένα αξέχαστο σύνολο.5 Τα ακόλουθα στοιχεία είναι εντυπωσιακά: «οι τεράστιοι τοίχοι από τούβλα με δοκούς από χάλυβα, ορατούς δοκούς στο εσωτερικό, πέτρινες σκάλες, ξύλινη στέγη, καλυμμένη με κεραμίδια Μασσαλίας.»6

Με τα χρόνια έχουν γίνει διάφορες προτάσεις για την αποκατάσταση του κτηρίου, τόσο στην εξωτερική πρόσοψη όσο και στο εσωτερικό μέρος του. Ποτέ αυτές οι αναστηλωτικές δραστηριότητες δεν επέτρεψαν παρεμβολές ή αλλαγές στο σχέδιο και τη διακόσμηση. Διάφορες μελέτες, αναλύσεις και έρευνες μας παρουσιάζουν τις προκλήσεις που έχουν παρουσιαστεί σε διάφορα χρόνια και οδήγησαν σε ορισμένα μη αναστρέψιμα αρχιτεκτονικά και καλλιτεχνικά προβλήματα του κτηρίου. Συγκεκριμένα έχει γίνει αφαίρεση φερόντων τοίχων στα χαμηλότερα επίπεδα, το οποίο οδήγησε σε παραμόρφωση του κτηρίου και άλλους κινδύνους. Τα ιστορικά γεγονότα σχετίζονται με τον βομβαρδισμό του κτηρίου, τις πολιτικές αποφάσεις για τη λειτουργία του κτηρίου, τα οικονομικά προβλήματα της συντήρησης και τις άκαιρες επισκευαστικές ενέργειες. Όλες αυτές οι ενέργειες έχουν αντίκτυπο στην εμφάνιση και την κατάσταση του κτηρίου, αλλά ο στόχος ήταν πάντα η διατήρηση της σημασιολογικής έννοιας που ενσωματώθηκε στην αρχική ιδέα – μιας Ανώτερης Θεολογικής Σχολής.

Παραπομπές: 

1 Hristo Temelski «ΜΝΗΜΕΙΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ Σχολής ήταν με αφορμή την επέτειο της αναστήλωσης της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870).

2 Ένα ενδιαφέρων γεγονός είναι ότι 100 χρόνια αργότερα ο εγγονός του Υπουργού Παιδείας αυτού εξελέγη Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής. Η θητεία του διαρκεί από 2010 έως 2018.

3 Το έγγραφο αποθηκεύεται κάτω από α. ε. (αρχειακή ενότητα) S. – 493 – 441;

4 Αυτά τα στοιχεία είναι από το Εθνικό Ινστιτούτο Ακίνητης Εθνικής Κληρονομιάς, έγγραφο με αρ. 375 / 29 Μαρτίου 2011.

5 Υπουργικό Διάταγμα υπ’ αριθμ. 36 / 01.06.1976 ΓΓ, ισ. 47/1976)

6 Τα αυθεντικά κεραμίδια είναι κατεστραμμένα από τον βομβαρδισμό και από μεταγενέστερων επισκευών.