«Μη με ρωτάς πού τρέχω, πατρίδα εγώ δεν έχω…»

22 Δεκεμβρίου 2021

«Μη με ρωτάς πού τρέχω, πατρίδα εγώ δεν έχω…»

Συμβαίνουν κι αυτά ενίοτε μεταξύ παλιών φίλων. Έχεις να συναντήσεις τον άλλον τριάντα χρόνια και να που ξαφνικά τον βλέπεις μπροστά σου σαν φάντη μπαστούνι έξω από το ΜΙΝΙΟΝ. Ανταλλάσσετε τα κλασσικά «συνθηματικά»: «Χρόνια και ζαμάνια!», «Πώς περνάει ο καιρός;» και «Πού χάθηκες, ρε ψυχή;» και αμέσως σε διαπερνάει μια μη ορθολογική ασφάλεια-άνεση να πεις και να ακούσεις ένοχα μυστικά και ψέματα, σοβαρά προβλήματα, μικροχαρές.

Σαν έτοιμος από καιρό σα θαρραλέος αφουγκράζεσαι με προσοχή και αποκαλύπτεις (ίσως) αρκετά από αυτά που κάνουν τη ζωή μας να διαφέρει από τη σκέτη επιβίωση… Γιατί, άραγε;Tι είναι αυτό που μας ενώνει με τους ιστορικούς φίλους του παρελθόντος; Υπάρχει κάποιο αόρατο μαντζούνι της καρδιάς που υπερνικά τη συντριπτική δύναμη του πανδαμάτορος χρόνου ή είναι άλλη μια αβάσιμη ιδέα, μια αίσθηση χωρίς ρεαλιστικό έρεισμα; Μήπως απλώς ισχύει το out of site out of mind των Αγγλοσαξόνων ή ισοδύναμα το ημέτερο «μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται»;

Βαθιά εν μέσω τέτοιων λογισμών και παραλογισμών συνέλαβα τον εαυτό μου πριν λίγα μεσημέρια, όταν αντίκρισα στο μπαλκόνι στα φύλλα της αρμπαρόριζας έναν θρασύ Κοκκινολαίμη! Σε αστικό περιβάλλον είχα να δω εκ του σύνεγγυς αυτό το συμπαθέστατο πτηνό από τότε που ξεκίναγα το σχολειό φορώντας γαλάζιο «χιτώνιο» στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Έκτοτε είχαμε συναντηθεί μόνο στου Γκύζη, στον τοίχο του σαλονιού μιας Μικρασιάτισσας θείας μου όπου ο Κοκκινολαίμης πρωταγωνιστούσε θεματικά σε κάτι καδραρισμένα κεντήματα άλλων καιρών. Πρόκειται για εκείνο το μικρό πουλάκι με την πορτοκαλέρυθρη ποδίτσα στον λαιμό του που φέρει την επιστημονική ονομασία Ερύθακος (Erithacus Rubecula) κι έρχεται στην Ελλάδα από τη Βόρεια Ευρώπη για να ξεχειμωνιάσει. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιδιοσυγκρασία του αφού – παρότι μικρόςτο δέμας – είναι τολμηρός και πλησιάζει τους ανθρώπους, ενώ γίνεται επιθετικός αν αισθανθεί πως κάποιος «ομοεθνής» του πάει να καταλάβει τον ζωτικό χώρο και τα αποθέματα τροφής του.

Τον Κοκκινολαίμη (ή Καλογιάννο) θα τον συναντήσουμε στη σκανδιναβική μυθολογία, στη γαλλική λαογραφία (ως rouge gorge) αλλά και σε αγγλικά παραδοσιακά παραμύθια. Κατά καιρούς έχουν τυπωθεί από τα βρετανικά ταχυδρομεία χριστουγεννιάτικα γραμματόσημα υψηλής αισθητικής με πρωταγωνιστή τον Κοκκινολαίμη (αγγλιστί: red robin). Το γεγονός αυτό πιθανότατα σχετίζεται με το ότι στη βικτωριανή Αγγλία οι ταχυδρόμοι που διένειμαν τις χριστουγεννιάτικες κάρτες φορούσαν χαρακτηριστικά κόκκινα γιλέκα με αποτέλεσμα ο λαός να τους αποδώσει το παρατσούκλι robin ή red breast, ήτοι εν πάση περιπτώσει Κοκκινολαίμης!

Εντός συνόρων, ο Καλογιάννος δεν ξέφυγε από την αγαπητική πένα γνωστών Ελλήνων λογοτεχνών. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) είχε γράψει ένα ποίημα με τίτλο «Ο Καλογιάννος» το οποίο, διόλου τυχαία, αφιέρωσε στον γιο του. Στην επιστολή που συνόδευσε την πρώτη δημοσίευση του εν λόγω ποιήματος (Εστία, Νοέμβριος 1878) ο δημιουργός δεν κρύβει την απέραντη συμπάθειά του προς εν των κοινοτέρων και των ταπεινοτέρων φθινοπωρινών πτηνών μας, τον αγαθόν Καλογιάννον. Επίσης, στο κείμενο αυτό ο Κοκκινολαίμης παρομοιάζεται με τον ίδιο τον λαό, καθότι είναι πάντα εύθυμος, καλοκαρδισμένος και δεν μελαγχολεί ποτέ!

Χαρακτηριστικοί για το προφίλ του συγκεκριμένου πουλιού, είναι οι εισαγωγικοί στίχοι του ποιήματος:

Μη με ρωτάς πού θ’ έρχομαι, μη με ρωτάς πού τρέχω·

πατρίδα εγώ δεν έχω

παρά του βάτου τ’ άγριο, τ’ αγκαθερό κλαρί·

με δέρνει τ’ ανεμόβροχο, είμαι φτωχό πουλί.

Ο λόγγος το παλάτι μου, και βιο μου είν’ η χαρά·

πετώ, κορνιάζω ξέγνοιαστος οσό ’χω τα φτερά.

Τρυφερός ο συνειρμός που γεννάται στον Βαλαωρίτη κάθε χρόνο όταν βλέπει Κοκκινολαίμη: «όταν συναντώμαι μετά του πρώτου Καλογιάννου η καρδία μου σκιρτά, ως αν αίφνης έβλεπον παλαιούς φίλους επανερχόμενους εκ μακράς αποδημίας».

Παράλληλα, αυτό το κοκκινόθωρο πουλί κατέχει ιδιαίτερη θέση στη ζωή και το έργο του Γεωργίου Δροσίνη (1859-1951), ο οποίος εξυμνεί την ευαισθησία και την ταπεινότητα του Κοκκινολαίμη που παραδέχεται ότι υστερεί έναντι του αηδονιού σε καλλιφωνία:

Δε φθάνεις τη φωνή αηδονιού,

λένε στον Καλογιάννο.

  • Γι’ αυτό σωπαίνω, όταν λαλή:

ξέρω πως δεν το φτάνω!

Ο Δροσίνης στέκεται στο παγωμένο, βουβό χειμωνιάτικο τοπίο με τα άψυχα δέντρα και τα ξερά κλαριά βιώνοντας την παρουσία του Κοκκινολαίμη σαν μια νότα αισιοδοξίας, καρτερίας και πίστης. Μέσα από τους στίχους του ζεσταίνει τις καρδιές των ανθρώπων που ίσως είναι και αυτές σκεπασμένες με τα δικά τους χιόνια…

Του φθινοπώρου φτωχικό παιδί,

Ο Καλογιάννος πρόσχαρος προβάλλει.

 

Με λόγια σιγαλά και ταπεινά

Μικρός προφήτης φτερωτός, μηνά

Την άνοιξη που θα γυρίσει πάλι.

Τέλος, λέγεται ότι κάποτε ένας Κοκκινολαίμης έκανε συντροφιά στον Άγιο Παΐσιο. Ο Άγιος είχε δώσει το όνομα Όλετ στο πουλάκι, που στα Βεδουίνικα σημαίνει «παιδί». Ο Όλετ έτρωγε από το χέρι του Αγίου ψίχουλα, βρεγμένο παξιμάδι και άλλα καλούδια και φιλέματα. Ο όσιος γέροντας από την πολλή αγάπη του προς τον Καλογιάννο ήθελε να τον αγκαλιάσει σφιχτά με τη χούφτα του αλλά φοβόταν μην τον πνίξει. Έλεγε σχετικά, «γι ̓ αυτὸ σφίγγω την καρδιά μου και το χαίρομαι απὸ μακριά, για να μην το βλάψω»…

Χρονιάρες μέρες!

Εκτός από τα σποράκια στο ρυτιδιασμένο μαρμάρινο πρεβάζι, ας εξασφαλίσουμε και μια ανοιχτή αγκαλιά για τον «άπατρι» Κοκκινολαίμη της πλούσιας σημειολογίας.

Ας αφήσουμε να φωλιάσουν στις καρδιές μας όσα ελπιδοφόρα συμβολίζει αυτός ο φίλος που έρχεται απ’ τα παλιά…

Και ας υπερασπιστούμε με θάρρος ό,τι εύθραυστο, αγνό, διάφανο μας έχει απομείνει το σωτήριο έτος 2022.

Καλά Χριστούγεννα!

Αποδίδοντας το πνεύμα του Λευκαδίτη Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον Καλογιάννο ως «φτερωτό κυκλάμινο» καθότι – όπως υπογραμμίζει ο ποιητής –το άνθος (κυκλαμιά) και το πτηνόν συγχρόνως εμφανίζονται κατά την έναρξιν του φθινοπώρου.

Ο Άγιος Παΐσιος με τον Κοκκινολαίμη, ονόματι «Όλετ».