Ξετυλίγοντας το ειλητάριο των αναμνήσεων
13 Δεκεμβρίου 2021Άγιε μου Σπυρίδων,
αυτές τις ημέρες πετώντας ως σκύβαλα τεκμήρια του παρελθόντος μου βίου βρήκα στο ερμάριο των αναμνήσεών μου ένα πλακάκι από το δάπεδο του ναού σου, αυτού που ισοπεδώθηκε για να γίνει λεωφόρος, και η καρδιά μου σκίρτησε.
Ο νούς μου αμέσως άρχισε να ξετυλίγει το ειλητάριο των αναμνήσεων και φτερούγισε στα πρώτα γυμνασιακά μου χρόνια. Τότε που συνωστιζόμενος μέσα στο αστικό λεωφορείο και κατευθυνόμενος προς τα θρανία της γνώσεως προσπαθούσα να ελευθερώσω το χέρι μου από τη πίεση των ταλαίπωρων συνεπιβατών μου, των εργατών του καθημερινού μόχθου, για να κάνω το σημείο του σταυρού, την ομολογία της πίστεώς μας, όταν το όχημα περνούσε μπροστά από το μικρό αλλά χαριτωμένο ναό σου. Μέσα στους ολόδροσους κήπους των Σεπολίων, μεταξύ της εκκλησιάς του αγίου Μελετίου και της γέφυρας του Κηφισού, εκεί που βρισκόταν το νυκτερινό κέντρο «Ροσινιόλ» έστεκε κτισμένο το εκκλησάκι σου από κάποιους ευλαβείς κηποκτηματίες και ευλογούσες όλους τους περαστικούς, είτε εποχούμενους είτε πεζοπόρους.
Δίπλα στο στενό ασφαλτοστρωμένο δρόμο, το μόνο ασφαλτοστρωμένο δρόμο της περιοχής, την οδό Δυρραχίου, με τον μικρό σου τρούλο πάνω στη δίρριχτη στέγη σου, ήσουν σημείο αναφοράς και η στάση των λεωφορείων έφερε το όνομά σου. Και να ξεχνιόμαστε καμιά φορά να σταυροκοπηθούμε απορροφημένοι από τις μαθητικές έννοιες και αγωνίες ακούγαμε τη φωνή του εισπράκτορα να φωνάζει: «Άγιος Σπυρίδων»!
Στο άκουσμα του ονόματός σου ο νούς μας πετούσε στην όμορφη Κέρκυρα, που άφθαρτο στους αιώνες θησαυρίζει το τίμιο σκήνωμά σου, αυτό που η χάρη του Θεού έχει δείξει πηγή ακένωτη θαυμάτων. Πετούσε ακόμη στην ηρωική πατρίδα σου, στην Τριμυθούντα της Κύπρου, όπου μεγάλωσες, όπου θαυματούργησες, όπου κατεύθυνες σοφά το ποίμνιό σου προς τους κήπους του ουρανού. Εκεί, που για να προσκυνήσει τον τάφο σου ο Γέροντας Γαβριήλ, τότε νεαρός, οδηγώντας ένα ποδήλατο και προσευχόμενος διέτρεχε με χαρά τα έξη χιλιόμετρα που τον χώριζαν από τη Λύση, κι’ αυτό όχι μια φορά αλλά κάθε τόσο. Ήταν τότε τα χρόνια που τα ηρωικά παλληκάρια της Κύπρου μας, της πατρίδος σου είχαν ξεσηκωθεί κατά του τύραννου κατακτητή. Ήταν οι ημέρες που οι χριστομάρτυρες οδηγούνταν στην κρεμάλα κι’ εμείς μικρά μαθητόπουλα έξω από τις εκκλησιές μαζεύαμε υπογραφές, για να τις στείλουμε στους ισχυρούς της γης και να πετύχουμε τη σωτηρία τους. Ήταν οι ημέρες που ο πατέρας έβγαλε την πινακίδα του δρόμου του σπιτού μας και τοποθέτησε με εθνική υπερηφάνεια νέα που έγραφε: «οδός Καραολή και Δημητρίου». Ήταν οι ημέρες που ο χρυσαετός της Λύσης, της πατρίδας του Γέροντα Γαβριήλ, γινόταν ολοκαύτωμα στα βουνά του Μαχαιρά. Αυτές τις ημέρες διάλεξε και μια μεγάλη μπουλντόζα να ισοπεδώσει το μικρό ναΰδριό σου στα Σεπόλια, για να διαπλατυνθεί ο δρόμος και να γίνει λεωφόρος.
Όταν είδα το βαρύ μηχάνημα να γκρεμίζει την εκκλησιά σου, άγιε μου Σπυρίδων, νομιζα ότι ισοπέδωνε ό,τι είχα μέσα στην καρδιά μου. Γιατί να το κάνουν οι μπουλτόζες, είπα μέσα μου με ιερή αγανάκτηση; Γιατί να το επιτρέψουν οι αρμόδιοι, αφού υπήρχε χώρος για επέκταση της λεωφόρου στην απέναντι μεριά; Έτσι εύκολα κατεδαφίζουν εκκλησιές; Δεν σε σεβάστηκαν, άγιέ μου, άφησαν ανοχύρωτο το σπιτάκι σου!
Η καρδιά μου πήγε να σπάσει όταν αντίκρυσα το θέαμα. Δεν υπολόγισα το χάσιμο του μαθήματος και την απουσία στο σχολείο και κατέβηκα στην επόμενη στάση. Γύρισα πίσω και έκανα βόλτα κλαίγονας στα χαλάσματα. Ένα πικρό γιατί έβγαινε από τα παιδικά μου σώβαθα. Περιεργαζόμουν τα χαλάσματα και σε έφερνα στο νού μου, άγιε μου Σπυρίδων. Το δικό σου ναό γκρέμισαν, εσένα που προασπίστηκες την Αγία Τριάδα, και με απλό τρόπο θεολόγησες το τρισυπόστατό Της! Εσένα γκρέμισαν το ναό, που μίλησες στη νεκρή κόρη σου, την Ειρήνη, και μετέβαλες σε χρυσάφι το φίδι!
Όταν συνήλθα από το αναπάντεχο κακό βρήκα μπροστά μου ένα πλακάκι, από το δάπεδο της εκκλησιάς. Έσκυψα και το περιμάζεψα με ευλάβεια. Το ακούμπησα στο στήθος μου και βγάζοντας ένα βαρύ αναστεναγμό το έσφιξα στον κόρφο μου λέγοντας: «Άγιε μου Σπυρίδων, δεν θα λησμονήσω την ύπαρξη εδώ της εκκλησιάς σου. Θα συνεχίσω να σταυροκοπιούμαι κάθε φορά που θα περνώ απ’ αυτό το σημείο και θα επικαλούμαι το άγιο όνομά σου»!
Τώρα, μετά παρέλευση μισού και πλέον αιώνα βρήκα στο ερμάριο του πατρικού μου σπιτιού το πλακάκι του δαπέδου σου και συγκινήθηκα. Ο νούς μου γύρισε στα περασμένα. Εξακουθώ να το φυλάω σαν κόρη οφθαλμού. Μετά όμως από μένα θα ξεχαστεί. Κανένας δε θυμάται σήμερα, εκτός από μερικούς «παλιούς» το εκκλησάκι σου. Η πολύβουη λεωφόρος έχει γεμίσει από πολυκατοικίες και στον άλλοτε περίχωρό του μάντρες αυτοκινήτων και βιτρίνες προβάλλουν τα εμπορεύματά τους. Η λήθη σκέπασε το εκκλησάκι σου. Όχι όμως και η καρδιά μου. Αυτή θα σε μεγαλύνει, άγιε μου Σπυρίδων, όσο ζω και υπάρχω. Στείλε μου την ευχή σου.