Οι απαρχές της χριστιανικής ανθρωπολογίας. Η ανθρώπινη φύση στην αρχαία ελληνική σκέψη

27 Ιανουαρίου 2022

Από την πρώτη στιγμή που ο άνθρωπος απέκτησε αυτοσυνειδησία, έθεσε στον εαυτό του το ερώτημα περί της ύπαρξης του. Ποια είναι η φύση του  και ποιος ή τι είναι υπεύθυνο για τη δημιουργία του; Τι είναι η ζωή και τι ο θάνατος; Υπάρχει κάτι πέρα από αυτό που ζει και βιώνει; Στην προσπάθειά του να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά, δεν έχει πάψει να  θεολογεί και να φιλοσοφεί.

Στην αρχαία Ελλάδα το ερώτημα για  την ανθρώπινη φύση, απασχόλησε ιδιαίτερα την ελληνική σκέψη. Πριν από την ανάπτυξη της φιλοσοφίας,η θρησκευτικότητα ήταν ο μοναδικός χώρος στον οποίο ο Έλληνας αναζητούσε τις απαντήσεις των υπαρξιακών του ερωτημάτων. Η τραγική πραγματικότητα  του θανάτου ήταν η αφορμή για να γεννηθούν οι απορίες για την φύση του ανθρώπου. Με τις θρησκευτικές τελετές προσπάθησε να απαλύνει τον φόβο του για το αναπόφευκτο τέλος, ενώ αργότερα με τη φιλοσοφική ενασχόληση προσπάθησε να βρει μια πιο λογική εξήγηση η οποία  να τον ικανοποιεί.

Πριν από τον Όμηρο δεν υπήρξε κάποια ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και συστηματική φιλοσοφική αναζήτηση γύρω από το ερώτημα της ανθρωπολογίας. Η προέλευση του ανθρώπου ερμηνεύονταν μέσα από την ελληνική μυθολογία. Κοινό χαρακτηριστικό των μύθων αυτών,ήταν η δημιουργία των ανθρώπων από τους θεούς με βάση κάποιο υλικό[1].Ο αρχαίος Έλληνας ένιωθε, χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει, ότι ο άνθρωπος δεν περιορίζεται μόνο στην ορατή μορφή του. Έβλεπε το χέρι του αλλά την αγάπη, παρότι δεν την έβλεπε, μπορούσε να τη νιώσει.Αντιλαμβάνονταν ότι όσο πραγματικό ήταν αυτό που έβλεπε, άλλο τόσο πραγματικό ήταν και αυτό που βίωνε ή που σκέπτονταν και ας μην ήταν ορατό. Με την έλευση του θανάτου,έπαυε να βλέπει τους δικούς του ανθρώπους, αλλά δεν έπαυε να τους αγαπά. Το δέσιμο με αυτούς εξακολουθούσε να υπάρχει. Γιατί; Μήπως υπήρχε και κάποιος άλλος κόσμος ο οποίος χωρίς να ήταν ορατός, ήταν όμως εξίσου πραγματικός; Παράλληλα η παρατήρηση του φυσικού κόσμου δημιουργούσε ολοένα και περισσότερα ερωτήματα. Γιατί ο άνθρωπος κινείται και αναπτύσσεται, ενώ η πέτρα μένει ακίνητη και σταθερή; Ποια είναι η διαφορά μεταξύ τους και τι είναι  αυτό που προκαλεί την κίνηση και την ανάπτυξη; Έτσι άρχισαν να δημιουργούνται οι πρώτες μεταθανάτιες αντιλήψεις,οι οποίες  αποτέλεσαν τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η αντίληψη για την ψυχή του ανθρώπου. Εφόσον το σώμα σβήνει και χάνεται,υπάρχει κάτι το οποίο να μένει από το άνθρωπο και αν ναι,τι είναι αυτό; Την εποχή του  Όμηρου, η ψυχή θεωρήθηκε ως μια σκιώδης μορφή ύπαρξης, ένα είδος φαντάσματος,αυτό  δηλαδή που  είχε απομείνει από τους άλλοτε ζωντανούς, ενώ για τους εν ζωή ανθρώπους, η ψυχή συνδέθηκε με τηναναπνοή και το πνεύμα[2].Η ψυχή μετά την έξοδό της από το σώμα,έχανε τη  συνείδηση της, αλλά και κάθε άλλη ιδιότητα. Ελάχιστα διέφερε από την ανυπαρξία[3].Λίγους αιώνες αργότερα, οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, μέσα στα πλαίσια της προσπάθειάς τους να εξηγήσουν το σύμπαν και τον φυσικό κόσμο, υποστήριξαν ότι η ψυχή συνδέεται με την υλική πραγματικότητα, αφού αποτελείται από τα πύρινα άτομα[4] και είναι αυτή που δίνει την κίνηση στους ζώντες οργανισμούς. Με άλλα λόγια ο άνθρωπος λίγο-πολύ αντιμετωπίζονταν μονιστικά[5].

Ο δυισμός όσον αφορά την ανθρώπινη φύση, άρχισε ως συστηματική σκέψη με τον ορφικό μυστικισμόκαι  τους Πυθαγόρειους, για να αναπτυχθεί ιδιαίτερα στην φιλοσοφία του Πλάτωνα[6].Σε αντίθεση με τους προσωκρατικούς, ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας ασχολήθηκαν επίμονα με την αναζήτηση της ανθρώπινης ουσίας.Πίστευαν ότι ο άνθρωπος δεν αποτελείται μόνο από το υλικό σώμα, αλλά και από την ψυχή, η οποία είναι διαφορετικής υφής. Ο Πλάτωνας υποστήριζε τη χρονική και ποιοτική προτεραιότητα της ψυχής έναντι του σώματος. Οι ψυχές είναι αιώνιες και αθάνατες, ανήκουν στον νοητό κόσμο των ιδεών, προϋπήρχαν  του σώματος και είναι η αιτία της ζωοποίησής του[7].Η σχέση της ψυχής με το σώμα, είναι ανάλογη με τη σχέση του φυλακισμένου με το κελί του. Η πτώση της ψυχής από τον χώρο των ιδεών και η φυλάκισή της στο σώμα, είναι υπεύθυνη για την ύπαρξη των θνητών όντων.[8] Η ψυχή, σε αντίθεση με τις διδασκαλίες των προσωκρατικών φιλοσόφων,είναι ένα πνευματικό στοιχείο, αν και έχει ένα είδος σωματικότητας,με την έννοια όμως της μεσότητας μεταξύ του νοητού και του αισθητού κόσμου[9].Παράλληλα ο Πλάτωνας ήταν αυτός που εισήγαγε την έννοια της τριχοτομίας της ψυχής, υποστηρίζοντας ότι χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο λογιστικό, στο θυμοειδές και στο επιθυμητικό[10].

Αν και μαθητής του Πλάτωνα και έντονα επηρεασμένος αρχικά από αυτόν, ο Αριστοτέληςθεωρούσε ότι η ψυχή και το σώμα αποτελούν μία αδιάσπαστη ενότητα, καθώς το ένα υπάρχει μόνο μαζί με το άλλο[11].Στα συμπεράσματά του έφτανε μέσω της εμπειρίας και της προσεκτικής μελέτης και παρατήρησης του φυσικού κόσμου. Ο Αριστοτέλης διαφωνούσε ριζικά με την πυθαγόρεια και την πλατωνική διδασκαλία της μετεμψύχωσης, αφού πίστευε ότι η ψυχή και το σώμα έχουν τέτοιο σύνδεσμο, ώστε η κάθε ψυχή να μπορεί να υπάρξει μόνο με ένα συγκεκριμένο σώμα[12]. Στην προσπάθειά του να ερευνήσει την ανθρώπινη φύση και τη σχέση ψυχής και σώματος, καθιέρωσε τον όρο εντελέχεια[13]. Με τον όρο αυτόν εννοούσε την πραγμάτωση των δυνατοτήτων του ανθρώπου, τις  οποίες θεωρούσε ως τονσκοπό της ύπαρξης του. Άρα η ψυχή είναι κατά αυτήν την έννοια, η εντελέχεια του σώματος[14].

Τη θεωρία της ανωτερότητας της ψυχής και της κατωτερότητας του σώματος,υιοθέτησε  και ο  Νεοπλατωνισμός, ο οποίος σύμφωνα με αρκετούς θεολόγους επηρέασε την πατερική σκέψη,κυρίως  στη χρήση της ορολογίας και όχι στην ουσία της διδασκαλίας των Πατέρων[15]. Σύμφωνα με τη νεοπλατωνική φιλοσοφία, η ανθρώπινη ψυχή αποτελείται από ένα ανώτερο και ένα κατώτερο τμήμα, ενώ η επαφή της με το σώμα εκλαμβάνονταν ως πτώση και αμαρτία, με συνέπεια η πολυπόθητη λύτρωση να είναι δυνατή μόνο με την επιστροφή της ψυχής στο Εν από το οποίο προήλθε[16].

Με βάση τη συνοπτική αυτή αναφορά στην αρχαία ελληνική σκέψη, έγινε αντιληπτό ότι ολόκληρη η εποχή της ελληνικής αρχαιότητας ήταν διαποτισμένη από την αντίληψη πως το σώμα και η ψυχή είναι τα δύο συστατικά του ανθρώπου, με φανερή την ποιοτική ανωτερότητα της ψυχής. Από την προομηρική εποχή, μέχρι τους πυθαγόρειους και τον Πλωτίνο[17], το σώμα θεωρείτο  λίγο-πολύ ως ένα αναγκαίο κακό, ενώ η αποδέσμευση από αυτό  ήταν το πολυπόθητο ζητούμενο για την λύτρωση.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

[1]Δ. Μήτα, «Ανθρωπογονία και Πολιτισμός», στον διαδικτυακό τόπο: https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/mythology/lexicon/introduction/page_005.html (ημερομηνία ανάκτησης: 14-2-2021).

[2]M. P. Nilson,Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, ελλ. μτφ. Α. Παπαθωμοπούλου (Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδήμα,1984)113.

[3]Όπ.,150.

[4]Θ. Πελεγρίνη, Λεξικό της Φιλοσοφίας,795.

[5]Α. Μπιτσάκη, «Ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς κατὰ τὸν Πλάτωνα. Κριτικὴ θεώρηση ἀπὸ Χριστιανικὴ ἄποψη», Θεολογία τ.66, τευχ.1(1995) 154.

[6]Όπ.,154.

[7]Σ. Τριαντάρη, «Οι φιλοσοφικές προκείμενες της Ορθόδοξης Θεολογίας», στο Α. Μάρα, Η. Τεμπέλη, Χ. Τερέζη, Σ. Τριαντάρη, Θεολογία και Φιλοσοφία στην εποχή των Πατέρων (Πάτρα: Έκδοση Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, 2008)28.

[8]Όπ.,28.

[9]Α. Μπιτσάκη, «Ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς κατὰ τὸν Πλάτωνα. Κριτικὴ θεώρηση ἀπὸ Χριστιανικὴ ἄποψη»,564.

[10]Θ. Πελεγρίνη, Λεξικό της Φιλοσοφίας, 1127.

[11]Γ. Τσουκαλά, «Η περί ψυχής θεωρίες του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους και η επίδρασή των στην νεώτερη και σύγχρονη ψυχολογία», (Διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, 2016) 96.

[12]Όπ.,97.

[13]Θ. Πελεγρίνη, Λεξικό της Φιλοσοφίας,209.

[14]Γ. Τσουκαλά, «Η περί ψυχής θεωρίες του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους και η επίδρασή των στην νεώτερη και σύγχρονη ψυχολογία»,97.

[15]Σ . Τριαντάρη, «Οι φιλοσοφικές προκείμενες της Ορθόδοξης Θεολογίας»,33.

[16]Όπ.,34.

[17]Τ. Γουέαρ, «Η μεταμόρφωση του σώματος», Σύνορο 33,(1965) 7.