Κατηχητής, προσευχητικός, πηγή δακρύων: ο Χαλκίδος Νικόλαος Σελέντης – 19/1/1975

19 Ιανουαρίου 2022

Η Εκκλησία μας είναι ζώσα και ανατρέφει συνεχώς Αγίους. Αυτοί είναι τα πρότυπά μας, τα καυχήματά μας, οι οδοδείκτες μας προς την Βασιλεία των Ουρανών και προέρχονται από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Έχουμε αγίους οικογενειάρχες, αγίους εργάτες, αγίους επιστήμονες, αγίους κυβερνήτες, αγίους μοναχούς, αγίους ιερείς, αγίους επισκόπους. Ξεχωρίζει ανάμεσα στους τελευταίους ο σύγχρονος, ο ισουράνιος, ο μακάριος Μητροπολίτης Χαλκίδος, Νικόλαος Σελέντης, ο ταπεινός και ακούραστος κατηχητής, ο προσευχητικός άνθρωπος με το χάρισμα των δακρύων, ο επίσκοπος που ζούσε μέσα στο φως και εξέπεμπε φως, φως Χριστού. Ήταν όλος φως και έλαμπε σαν αστέρι ορθρινό με την ολόφωτη παρουσία του, τον ζεστό του λόγο, τις ζωήρρυτες πηγές των δακρύων του.

Ο Άγιος Παΐσιος είχε πεί μετά την κοίμηση του Νικολάου:

Προστέθηκε ένας άγιος στον Παράδεισο.

Και ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης είχε πεί:

Ο Νικόλαος είναι στον παράδεισο. Επικοινωνώ μαζί του. Μου είπε να μην μιλάω γι’αυτόν.

Ο μακάριος Νικόλαος εργάσθηκε στον αγρό του Κυρίου φιλόπονα και διέπρεψε ως κατηχητής και ιεροκήρυκας ακόμη και με την επισκοπική του ιδιότητα, με την κενωτική προσφορά και αγάπη του, με το ακατάβλητο φρόνημά του, τον μεστό κατηχητικό του λόγο, την αγάπη του προς την νεότητα, την ανεξικακία, μακροθυμία και υπομονή του στις αντιξοότητες, τις αδικίες και τις δυσκολίες της ζωής. Το κατηχητικό τραγούδι δεν έλλειπε από τα χείλη του και ζούσε μέσα σε μια ουράνια χαρά τραγουδώντας το ύμνο του χριστιανού ποιητή Γ. Βερίτη:

Μὲ τὸ τραγούδι καὶ τὸ γέλιο,
μὲ τὴν λαχτάρα τῆς ψυχῆς
καὶ μὲ τὸ θάρρος ποὺ μᾶς δίνει
ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς
παίρνουμε δρόμο καὶ κινᾶμε
κι’ ὅλο τραβᾶμε μπρὸς γοργοὶ
καὶ τ’ ἅγιο μήνυμα σκορπᾶμε
τοῦ λυτρωμοῦ σ’ ὅλη τὴν γῆ.

Ο π. Νικόλαος ζούσε και ανέπνεε για τον Χριστό μας, το εφετό της καρδιάς του, προς τον οποίο προσευχητικά, αδιάλειπτα έλεγε: Κύριε, συ είναι «λύχνος τοις ποσί μου και φως ταίς τρίβοις μου» (Ψαλμ 118, 105). Αγαπούσε τον Χριστό μας με μια μοναδική αγάπη, και η επικοινωνία μαζί Του, προσευχητική, δοξολογική και ικετευτική, ήταν αδιάλειπτη. Δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε, ότι η αναπνοή του ήταν δοξολογία του ονόματος του Χριστού μας και κάθε μοναδική στιγμή της σύντομης στην γη παρουσίας του ένας ύμνος, ένα τραγούδι ευχαριστιακό. Αυτή την αγάπη του για τον Χριστό μας τονίζει ο φίλος του, συναγωνιστής του στις επάλξεις της πίστεως, ο πανάξιος και ομότροπός του Μητροπολίτης Καρυστίας κ. κ. Σεραφείμ γράφοντας:

«Ο Νικόλαος δεν προσέβλεπε ούτε απέβλεπε στην δόξα των ανθρώπων, αλλά ακράδαντα πίστευε στην μισθαποδοσία του Θεού. Αυτήν ποθούσε και για αυτήν εργάστηκε…. Δοσμένος ολόκληρος και καταρτισμένος στον λόγο του Θεού, ανέπτυξε το κήρυγμα και κατέστησε τον άμβωνα κέντρο του Ναού και του ενδιαφέροντος του λαού. Συνείχετο από το αίσθημα της ευθύνης και διαρκώς εσκέπτετο και αγωνιούσε για την σωτηρία των εμπεπιστευμένων εις αυτόν ψυχών «υπέρ ων Χριστός απέθανε» και για τούτο δεν έδινε «ύπνον τοις βλεφάροις και νυσταγμόν τοις οφθαλμοίς αυτού»…. Η ψυχή του, εξαγνισμένη και εξαγιασμένη, ήτο δοχείον και λύρα του Πνεύματος. Η καρδιά του, καθαρή και αγαθή, ήτο εργαστήριον και πηγή αστείρευτη καλών έργων και λόγων. Το χέρι του , πάντα ανοιχτό, να μοιράζει για να δίνει όλα τα δικά του και όλα όσα οι άνθρωποι του έβαζαν στο χέρι. Έμεινε διά βίου και έφυγε εκ του βίου πτωχός… Τον Νικόλαο δεν μπορείς να τον γνωρίσεις από μία περιγραφή και μάλιστα σύντομη και περιληπτική. Τον Νικόλαο, μόνο αν τον είχες ζήσει από κοντά, θα μπορέσεις να τον εννοήσεις και να τον εκτιμήσεις. Με την ωραία του μορφή, το ανεπιτήδευτο χαμόγελο, με την μεγάλη του καρδιά και την αγιασμένη του ψυχή, όπως μας έδινε την ζωή του, θα μας δίνει την ευχή του, που τόσο την έχομε ανάγκη. Και την προσευχή του, διότι «πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη»».

Ο μακάριος Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος Σελέντης ήταν μια ψυχή που ποτιζόταν από την βροχή των δακρύων, με την βοήθεια της οποίας φύτρωνε μέσα της και αναπτυσόταν το άνθος της χαράς. Ίσχυε γι’ αυτόν, ότι το χάρισμα των δακρύων παράγει «χαροποιόν πένθος» και επιτακτικά ζητούσε από τον γλυκύτατό μας Ιησού, όπως κάθε Χριστιανός «εν μετανοία», να του δώσει το χάρισμα των δακρύων. Έτσι, έγραφε στα «Ξεσπάσματα της καρδιάς μου»:

Όπως η βροχή γονιμοποιεί τα σπέρματα των καρπών στην γη, έτσι και το δάκρυ τα σπέρματα των αρετών στην ψυχή. Και προσευχητικά πρακαλούσε:

Κύριε, δος μου το χάρισμα των δακρύων, γιατί Συ μόνος ξέρεις πόση λάσπη κρύβω μέσα μου. Ναί, ακούω τη φωνή Σου να μου λέει: «Λούσου στα δάκρυά σου, για να καθαριστείς».

Από τον εαυτό μου κάθε μέρα απογοητεύομαι. Έρχου, Κύριε!

Έλεγε, ότι στα δάκρυα της μετανοίας η ψυχή αναβαπτίζεται. Η μετάνοια είναι ο νιπτήρας μας και τα δάκρυα το ευλογημένο νερό του αναβαπτισμού. Το δάκρυ, κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης ισοδυναμεί με λουτρό παλλιγγενεσίας και ξαναφέρνει στον άνθρωπο την απομακρυσμένη χάρη του Θεού, αυτήν που ο ίδιος με την συμπεριφορά του απομάκρυνε. «Και δάκρυον στάξαν ισοδυναμεί λουτρώ παλλιγγενεσίας και επανάγει την χάριν». Στα δάκρυα καταφεύγουν τόσοι και τόσοι, για να καθαρισθούν από τον ρύπο της αμαρτίας. «Δακρύων όμβρους» «προσάγουν» στον αίροντα τας αμαρτίας του κόσμου,

Χριστό μας. Και τα δάκρυα του Επισκόπου Νικολάου υπήρξαν αείρρυτα.

Τον κατανυκτικό τρόπο προσευχής εξομολογητικά διηγείτο, ότι τον έμαθε από μια απλή γυναικούλα που έμενε στο Πέραμα, την Αυγουλού, όπως την ονόμαζαν, επειδή πουλούσε φρέσκα αυγά, για τον άρτο τον επιούσιο. Ήταν τότε νεαρός περιοδεύων κατηχητής. Αυτή έκανε συνεχώς μετάνοιες φωνάζοντας το «Κύριε, ελέησον», κτυπούσε το στήθος και τα δάκρυά της έτρεχαν ποτάμι. Στα αιτήματά της, απλά, ταπεινά, αγαπητικά, είχε μια αμεσότητα με τον Χριστό μας ονομάζοντάς τον «Χριστουλάκη» και Εκείνος της χάριζε τα απαραίτητα της ημέρας μαζί με την ψυχική ειρήνη, αυτήν που μας γεμίζει χαρά και διώχνει κάθε μας θλίψη.

Για την απλότητα, την ιεραποστολική δράση και την κενωτική προσδορά του επισκόπου Νικολάου διηγούνται ακόμη και σήμερα υπερήλικες κάτοικοι των ορεινών της Ευβοίας οικισμών, όπως του Κούτουρλα και του Μετοχίου. Τις άγιες ημέρες των Χριστουγέννων ο ταπεινός επίσκοπος, π. Νικόλαος, μαζί με τον διάκο του επισκεπτόταν παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, τα κρύα, τις βροχές και τα χιόνια, τα χωριά τους επιβαίνοντας σε κάποιο στρατιωτικό τζιπ. Λειτουργούσε ως ιερέας και όχι ως επίσκοπος, κτυπούσε μόνος του την καμπάνα, για να συναχθούν οι πιστοί, και, μετά το «δι’ ευχών», χωρίς να βγάλει τα άμφια επισκεπτόταν τα διάφορα σπίτια του χωριού με ασθενείς η γέροντες, για να τους κοινωνήσει, να τους μεταφέρει την χαρά των Χριστουγέννων, να τους κατηχήσει, να τους δυναμώσει στην πίστη. Και έτσι όπως ήταν με τα άμφια, χωρίς να αλλάξει, βάζοντας ένα πανωφόρι έφευγε για το άλλο χωριό, όπου πάλι επαναλάμβανε τα ίδια με όρεξη και ζήλο, αυτόν που μόνο χαριτωμένοι άνθρωποι έχουν. Για πανηγυρικό φαγητό ούτε που σκεπτόταν. Χόρταινε με την χαρά που έδινε στον κόσμο, με την δοξολογία των Αγγέλων, αυτήν που μετέφερε σε όλους ψάλλοντας γλυκύτατα το: «Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε…».

Ο Μητροπολίτης Νικόλαος υπήρξε μια μοναδική αξία, ένα δώρο του Θεού στην γη μας, ένα πρότυπο σε μια κοινωνία που ψάχνει για πρότυπα. Τον ενθυμούμεθα με θαυμασμό και τον παρακαλούμε να αξιώσει και εμάς να αγαπήσουμε τον Χριστό μας, όπως Εκείνος. Αν το πετύχουμε αυτό, τότε όλη η ζωή μας θα είναι χριστοκεντρική και θα δοξάζεται και από εμάς ο Χριστός μας, όπως δοξάσθηκε και από Εκείνον στον σύντομο επί γης βίο του.