« Μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη»: 111 χρόνια από την κοίμησή του (με τη γλώσσα του κυρ-Αλέξανδρου)

3 Ιανουαρίου 2022

Εκατόν και ένδεκα έτη παρήλθον από της ημέρας εκείνης της 3ης Ιανουαρίου του 1911, ότε ο θαυμαστός κυρ-Αλέξανδρος παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις τον Παντοκράτορα. Ήτο νυξ του Ιανουαρίου. Βοριάς χιονιστής είχεν φυσήξει εις την νήσον της Σκιάθου. Το σκότος ολοέν και περισσότερον εκάλυπτε τους λευκούς οικίσκους. Οι αμαυροί όγκοι των διεγράφοντο εις τον ορίζοντα στιλπνούμενοι αμυδρώς υπό το λιγοστόν φως της σελήνης, χωρίς να διακρίνονται, εις τα διαλείψεις του φωτός και της σκιάς, αι λεπτομέρειαι των οικίσκων και του εδάφους.

Πέραν βορειανατολικώς, εις μικρόν τινά βράχον, κοίλον και σπηλαιώδη, το κύμα της θαλάσσης προσέπιπτεν μετά βοής και ρόχθου πολλού. Η θάλασσα επλατάγιζεν και ηκούετο θορυβούσα, καθώς έπληττε τους όρμους, τας ακτάς και τας σκοπέλους της νήσου. Εις την κλιτύν εφαίνοντο φώτα τινά τρέμοντα.

Μυστηριώδες θέλγητρον απέπνεεν η νυξ αύτη της 3ης Ιανουαρίου του 1911. Εις τον μικρόν οικίσκον της οικίας Παπαδιαμάντη, το παλαιόν πρεσβυτέριον, το λάδι εσώνετο εις την κανδήλαν, η οποία εφώτιζε αμυδρώς την μικράν κάμαραν.

Ο Αλέξανδρος, όστις έκειτο επί της κλίνης πυρέσσων, εζήτησε με τρεμάμενη φωνήν εν βιβλίον. Αυτό που το έδωκαν δεν ήτο εκείνο που εζήτη. Εκράτησεν ωστόσο το μικρόν τομίδιον ανά χείρας και το εθώπευσεν έχων κλειστούς τους οφθαλμούς.

Τι να εζήτει άραγε και τι να επόθει η ψυχή του;

Μήπως τον Όμηρον, τον Θουκιδίδην, το Ευαγγέλιον ή το μέγα ωρολόγιον;

Εγύρισε προς τον τοίχον και ήρχισε να ψάλλει χαμηλοφώνως το δοξαστικόν της ενάτης ώρας των Θεοφανείων: «Την χείραν σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου, έπαρον υπέρ ημών προς αυτόν Βαπτιστά…».
Μυστηριώδης νυξ!!!

Η αδελφή του εκ του μικρού παραθύρου, του βλέποντος εις τον λιμένα, εθεώρει μίαν βαρκούλαν να δένει επί του μικρού λιμένος της νήσου.

Βράχοι στίλβοντες εις το αμυδρόν φως , αμαυροί θάμνοι θροούντες εις την μανιώδη πνοήν του ανέμου, σπήλαια πληττόμενα υπό του φρίσσοντος κύματος, όπου εμάντευέ τις την ύπαρξιν κάποιων γνωρίμων μορφών και σκιών της Σκιάθου, αίτινες ανησύχως περιέτρεχον την νήσον κατ΄αυτήν την νύκτα. Η σκιά του Μάνου του Κορωνιού συνομίλει μετά του Γιαλή της Φαφάνας. Ο γερο-Αναγνώστης ο Τζαντάκος, το παλαιόν λείψανον των πάλαι ποτέ καφετζήδων, έρριψεν το πρόσωπον συλλογισμένα ανάμεσα εις τα χείρας του.

Ο Γιαννιός απόψε δεν εσυλλογάτο τους θάμνους και τα χόρτα του περιβολίου του. Η σκιά της Ματής εβάδιζεν δεξιόθεν, παρα το πλευρόν της γραίας, ευσταλής, καλλίζωνος, αλλά και ανήσυχος. Ο γερο-Παρθένης, όστις είχεν κοιμηθεί ενωρίς και είχε χορτάσει τον ύπνον, εσηκώθη και εβγήκεν έξωθεν της καλύβης του, δια να συντροφεύσει τον μανιώντα άνεμον καπνίζων, κι έξαφνα του εφάνη ότι ήκουσεν μικρόν ψίθυρον, κάτι ωσάν ψαλμωδίαν, ως πνοήν σβήνουσα. Εστάθη μετά προσοχής και αφουγκράσθη: «Την χείραν σου την αψαμένην την ακήραττον κορυφήν του Δεσπότου…»!!!

Ω ναι, ήτο η φωνή του κυρ-Αλέξανδρου…που έγινε ένα με τον άνεμον και περιέτρεχεν τα οδούς και τας ρήμας της μικράς πολίχνης, εν είδη αποχαιρετισμού.

Επάνω εις τον βράχον όπου ήτο κτισμένον το παρεκκλήσιον της Παναγιάς της γλυκοφιλούσης, το μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας, λικνιζόμενο από το αειτάραχον κύμα, ευρίσκετο η θειά-Σεραϊνώ, το Καλλλιοπώ του Αγλαού, η Ανούδα, η θειά-Μαθηνώ, η Λενιώ, η Γαρμπίνα, η γριά-Συνοδιά, το Μαχώ, η Μόρφω, η Σερατούλα και άλλαι τινές γυναίκες της Νήσου. Ήσαν γονικλινείς έμπροσθεν της εικόνος της κυρίας Θεοτόκου και εις αγωνίαν γενόμεναι εκτενέστερον προσηύχοντο υπέρ υγείας του δούλου του Θεού Αλεξάνδρου.

Κάτω εις το κακόρρεμα, χαμηλά εις το βάθος, σιμά εις την σκοτεινήν σπηλιάν, η Φραγκογιαννού ήκουε τον υπόκοφον και επίμονον παφλασμόν του κύματος εις το στόμιον του άνδρου της. Το κύμα ανωρθούτω κι επήδα, έπληττεν την άνω φλιάν του στομίου, κατέπιπτε και εξέπεμπε μακρούς ωρυγμούς μανίας κι άλλοτε πάλιν στεναγμούς πόνου, πνιχτά αναφυλλητά, ή αύραν τινά φέρουσα ευωδίαν θυμιάματος και πνοήν ψαλμωδίας… «την χείραν σου την αψαμένην…έπαρον υπέρ ημών προς αυτόν Βαπτιστά…», και τότε έκλαυσεν πικρώς. Να ήταν άραγε δάκρυα μετανοίας δια τα πράξεις ή αποχωρισμού; Τις οίδεν;

Επάνω εις τον βράχον, στοχαστικός ο καπετάν-Γιαννάκος ο Συρμαίος αγνάντευε το πέλαγος. Ανέμενε πλοίον; Ή μήπως ήτο μια προσμονή δια ξεπροβόδισμα κι αποχωρισμό;
Ο μέγας γιαλός ήτο όλος ανοικτός εις τον κυρ-βοριάν τον αυθέντην του. Όσο κι αν παρεκάλλει τις με ψαλμούς και ύμνους τον κυρ-βαριάν για μετριάσει το άγριο φύσημά του, δεν εσυγκινείτο ο σκληρός, δεν ήτο φιλόμουσος.

Η νυξ προέκοψεν και τότε ο κυρ-βοριάς εκόπασε αισθητώς. Μία γολέττα ήτο σηκωμένη στα πανιά κι έτοιμη να βγει εκ του λιμένος.Μία βόσκουσα φώκη εκεί πλησίον, ήκουσε προφανώς το μοιρολόγι της γραίας Φραγκογιαννούς και το εσυντρόφευσε και αυτή. Ο αέρας τώρα έπνεε ηρέμα και η λαμπάδα μέσα στο πρεσβυτέριο, προ της εικόνος της γλυκοφιλούσης εσβύστη. Το λάδι είχεν σωθεί εις την κανδήλαν. Ο κυρ-Αλέξανδρος εσταύρωσε τας χείρας και έγειρε την κεφαλήν ως εις αγκάλην τινά. Ο ύπνος ήλθεν γλυκύς, ήτο όμως ένας ύπνος άνευ ονείρων. Ένας ύπνος όχι εις την αγκάλην του Μορφέως, αλλ΄εις την αγκάλην του δικαίου Κριτού, του Παλαιού των ημερών, του Τρισαγίου, όστις αναστάς εκ νεκρών απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο.

Καλή σου νύχτα κυρ-Αλέξανδρε.