Αγαπημένε μου κατηχητή,
Αγαπημένη μου κατηχήτρια,
Κάποτε ήταν μόνο για την Γ΄ Λυκείου. Αργότερα, μεταφέρθηκε στη Β΄. Και τώρα πια, όταν καλείς τα παιδιά σε ια δραστηριότητα, σε μια χορωδία, σ΄ ένα παιγνίδι στο κοντινό γήπεδο, ακόμα κι από παιδί Α΄ Γυμνασίου, ακούς το γνωστό:
«Δεν προλαβαίνω»!
Κανείς μας πια δεν προλαβαίνει. Συχνά όμως, ε΄χω την υποψία, πως πίσω από ένα τέοιο παράπονο, κρύβεται ένα άλλο, πολύ πιο πικρό:
«Δεν αντέχω τίποα άλλα!»
Δεν αντέχουμε πια, γιατί όλοι ζητάνε. Επιτρέψαμε -ή και προκαλέσαμε- η ζωή μας να είναι γεμάτη υποχρεώσεις. Όλη η μέρα, πράγματα που πρέπει να γίνουν. Χρόνος ανύπαρκτος, ούτε καν να ρωτήσουμε το «γιατί». Ποια η σκοπιμότητα τόσου μόχθου για μικρούς και μεγάλους;
Κι όταν το ερώτημα αυτό δεν απαντιέται, οι ώμοι βαραίνουν, οι ψυχές αγκομαχάνε και ο θυμός, ένας περίεργος, ανεξέλεγκτος θυμός, βγαίνει συχνά στην επιφάνεια.
Θα έλεγα να χρησιμοποιήσεις αυτό το συναίσθημα της κόπωσης για να ξεκινήσεις μια συζήτηση για κάποιους ανθρώπους που βρήκαν το χρόνο και τη δύναμη να σπουδάσουν τα πάντα. Πώς τα κατάφερα; Τι απάντηση έδωσαν σ΄ αυτό το μεγάλο «γιατί»;
Η αλήθεια είναι πως πάντα υπάρχει ένα «γιατί». Στην εποχή μας, έχει ως απάντηση την επιτυχία, την σταδιοδρομία, τον υψηλό μισθό, την κοινωνική αποδοχή. Κι όμως, κάτιλείπει. Ένα κενό πλανάται, που υποσκάπτει τις προσπάθειες και αυξάνει ον κόπο.
Οι τρεις Ιεράρχες δεν χτυπούν κάθε χρόνο την πόρτα του σχολικού προγράμματος, ως οι πολύ μορφωμένοι. Βρίσκονται εκεί, για να θυμίζουν, πως, στον κάθε είδους κόπο-τον κόπο του μυαλού, τον κόπο του σώματος, τον κόπο της ψυχής- νόημα δίνει η αγάπη.
Πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να κάνεις μια προσπάθεια να δώσεις νόημα προσωπικό σ΄ αυτή την επέτειο. Δεν είναι μόνο η γνώση, γύρω από τις σπουδές τους, που θα σε οδηγήσει σ΄ αυτό. Είναι η βαθιά τους πίστη, που τους έκανε να πλαταίνουν διαρκώς και στο νου και στην καρδιά και να μεταβάλλουν τους καρπούς των κόπων τους σ΄ ένα τεράστιο τραπέζι, με καλεσμένους όλους τους ανθρώπους, κυρίως τους φτωχούς, τους κάθε λογής φτωχούς: Φτωχούς σε αγαθά, σε προϋποθέσεις, σε χαρίσματα. Αγάπη στους ασήμαντους για τον κόσμο που γι αυτούς ήταν εικόνες Θεού. Αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή να μιλήσεις για την περίφημη Βασιλειάδα.
ό,τι πρέπει, και ό,τι θέλετε;
Δεν έχει ανάγκη ο κόσμο από διάνοιες. Το ξέρεις και το ξέρω. Δεν έχει ανάγκη από ανθρώπους, που αναζητούν το νόημα της ζωής σε βιβλία και οθόνες. Ανθρώπους σαν τους τρεις Ιεράρχες χρειάζεται ο κόσμος. Εκείνοι αναζήτησαν το νόημα της ζωής στη σχέση τους με τον κόσμο. Ο πλούτος τους, τα ταλέντα τους, οι σπουδές τους, τους ετοίμασαν για τα υψηλά της κοινωνίας. Αυτοί όμως έστρεψαν τη ματιά στα χαμηλά. Κέντρο των σπουδών και των αξιωμάτων τους υπήρξαν οι απλοί άνθρωποι. Αυτοί έδωσαν νόημα στον κόπο τους. Για το δίκιο τους, εναντιώθηκαν στους ισχυρούς. Για την σωτηρία της ψυχής τους πολέμησαν μέχρι θανάτου την αίρεση. Ήταν σοφοί, αλλά υπήρξαν πατέρες. Την ώρα που ο κόσμος δίδασκε και διδάσκει τον νόμο του ισχυρού, αυτοί έμαθαν να βλέπουν τον κόσμο μέσα από τα μάτια του Θεού. Τα μάτια της συμπόνιας και της αγάπης για τον άνθρωπο. Αυτή η ματιά τους κάνει προστάτες της ταλαιπωρημένης μας παιδείας.
Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ
Πολύ καλή αφορμή για προσέγγιση των τριών Ιεραρχών δίνει και η Αποστολική περικοπή (Εβρ. 13, 7-16), απ΄ όπου σου παραθέτω ένα απόσπασμα:
12 Γι’ αυτό και ο Ιησούς, για να αγιάσει μέσω του δικού του αίματος το λαό, έπαθε έξω από την πύλη. 13 Συνεπώς, ας εξερχόμαστε από το στρατόπεδο, πηγαίνοντας προς αυτόν, φέροντας τον ονειδισμό του. 14 Γιατί δεν έχουμε εδώ μόνιμη πόλη, αλλά επιζητούμε τη μελλοντική. 15 Μέσω Αυτού, λοιπόν, ας προσφέρουμε θυσία αινέσεως διαπαντός στο Θεό, τουτέστι τον καρπό των χειλιών μας που ομολογούντο όνομά του. 16 Και μην ξεχνάτε την αγαθοεργία και την αλληλοβοήθεια στην κοινωνία σας. γιατί σε τέτοιες θυσίες ευαρεστείται ο Θεός.
Δεν είναι εύκολη η περικοπή. Είναι όμως υπέροχη, γεμάτη νοήματα και συμβολισμούς. Εσύ θα αποφασίσεις τι πρέπει να λεχθεί στα παιδιά. Εγώ σου επισημαίνω μόνο δύο σημεία:
ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Θα σου πρότεινα να ρώταγες τα παιδιά τι σκέφτονται να σπουδάσουν και με ποιο τρόπο νομίζουν, πως το επάγγελμά τους θα μπορούσε να βοηθήσει τους ανθρώπους.
ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ – ΠΟΙΟΙ ΗΤΑΝ;
Μέγας Βασίλειος: Γεννήθηκε το 330 μ.Χ. στην Νεοκαισάρεια του Πόντου. Ανήκε σε οικογένεια ευσεβών ανθρώπων. Ο πατέρας του ήταν ρήτορας και διδάσκαλος, η μητέρα του, η Εμμελεία ήταν κόρη μάρτυρα του Χριστιανισμού, η δε γιαγιά του (μητέρα του πατέρα του) Μαρκίνα ήταν μαθήτρια του Γρηγορίου του Θαυματουργού.
Η ευσεβής μητέρα του και γιαγιά του έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην αγωγή του. Τα πρώτα γράμματα τού τα δίδαξε ο πατέρας του. Κατόπιν, φοίτησε στις Σχολές της Καισαρείας της Καππαδοκίας, η οποία υπήρξε η δεύτερη πατρίδα του, και του Βυζαντίου. Τέλος, φοίτησεστην Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών, την ονομαστή Νεοπλατωνική, στην οποία αργότερα φοίτησε και ο Ιουλιανός “ο Παραβάτης”, ο κατοπινός Αυτοκράτορας του Βυζαντίου.
Μετά από τέσσερα και πλέον χρόνια μυήθηκε σχεδόν όλες τις γνώσεις του καιρού εκείνου. Σπούδασε Ρητορική, Φιλοσοφία, Γεωμετρία, Αστρονομία, Ιατρική, Γραμματική…
Επέστρεψε στην Καισαρεία το 366 μ.Χ. περίπου, βαφτίστηκε και αποφάσισε να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Για να γνωρίσει το πραγματικό πνεύμα του Μοναχισμού, επισκέφτηκε τους πιο διάσημους Ασκητές της Συρίας, Παλαιστίνης, Μεσοποταμίας, Αιγύπτου.
Τέλος, αφού μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς, αποσύρθηκε σε έρημη περιοχή κοντά στην Νεοκαισάρεια του Πόντου. Εκεί τον επισκέφτηκε ο ισάδελφός φίλος του Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Οι δύο μαζί αφοσιώθηκαν στην προσευχή και στην συγγραφή. Επεξεργάστηκαν με μεγάλη επιμέλεια ανθολογία από τα έργα του Ωριγένη τον οποίο και θαύμαζαν πολύ, έγραψαν Φιλοκαλία καισυνέταξαν Μοναχικούς Κανόνες οι οποίοι χρησίμευσαν αργότερα ως βάση του μοναχικού βίου.
Το 362 μ.Χ. ο Επίσκοπος Καισαρείας Ευσέβιος, καλεί τον Βασίλειο κοντά του και τον χειροτονεί Διάκονο και μετά σε Πρεσβύτερο, για να τον έχει βοηθό στην εξάσκηση των ποιμαντορικών του καθηκόντων.
Το 370 μ.Χ.,μετά τον θάνατο του Ευσέβιου,έγινε Επίσκοπος. Στάθηκε πρότυπο Εκκλησιαστικού ποιμένα. Αγωνίστηκε κατά του Αρειανισμού (Αίρεσης της εποχής εκείνης) τον οποίο προστάτευε ο Αυτοκράτορας Ουάλης.
Η κοινωνική του δράση υπήρξε τεράστια.
Όταν ξέσπασε λιμός (=πείνα) το 368 μ.Χ. στην Καισαρεία όχι μόνο βοηθούσε το ποίμνιό του αλλά ίδρυσε συγκρότημα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων: Φτωχοκομείο, Γηροκομείο, Ορφανοτροφείο, Νοσοκομείο, το οποίο και υπήρξε το πρώτο οργανωμένο Νοσοκομείο της εποχής αυτής η περίφημη ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΑ.
Ήδη, από την εποχή που ζούσε, τον αποκαλούσαν Μέγα για την πίστη του, την σοφία του, την σωφροσύνη του και ιδιαίτερα για την φιλανθρωπία και γενναιοδωρία του.
Ο ασκητικός βίος του Βασιλείου και η ακούραστη εκκλησιαστική και κοινωνική δράση του κλόνισαν την ευαίσθητη υγεία του, και πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. σε ηλικία 49 ετών.
Γρηγόριος ο Ναζιανζινός: Γεννήθηκε το 328 μ.Χ. κοντά στη Ναζιανζό. Ο πατέρας του Γρηγορίου έγινε και αυτός Επίσκοπος Ναζιανζού. Η ευσεβής μητέρα του Νόνα έκανε χριστιανό τον άνδρα της και αυτή πρώτη οδήγησε το παιδί της στον Χριστιανισμό.
Πρώτοι διδάσκαλοι του Γρηγορίου ήταν ο εξάδελφός του και ο θείος του από την μητέρα του Αμφιλόχιος. Κατόπιν φοίτησε στις Σχολές της Καισαρείας της Καππαδοκίας και Καισαρείας Πόντου, στην Παλαιστίνη και Αλεξάνδρεια όπου και γνώρισε μεγάλες Χριστιανικές Προσωπικότητες όπως τον Μέγα Αθανάσιο, Μέγα Αντώνιο, Δίδυμο τον τυφλό κ.λ.π.
Τέλος ήλθε στην Αθήνα το 350 μ.Χ. και φοίτησε στην ακμάζουσα ακόμα Φιλοσοφική Σχολή στην οποία ήλθε και ο Βασίλειος τον οποίον ήδη γνώριζε από την Καισαρεία. Η φιλία τους αναπτύχθηκε στον ανώτατο βαθμό. Ο Γρηγόριος παρακολούθησε μαθήματα Ρητορικής και Φιλολογίας. Προόδευσε τόσο πολύ στις σπουδές του, ώστε στο τέλος τού έδωσαν καθηγητική έδρα, όπου δίδαξε 1 – 2 χρόνια.
Νοστάλγησε όμως την πατρίδα του και γύρισε πίσω. Εργάστηκε για λίγο καιρό ως διδάσκαλος ρητορικής (δικηγορίας) και μετά βαφτίστηκε και αποσύρθηκε από τα εγκόσμια.
Έφυγε και πήγε στην έρημο κοντά στον Πόντο στον ισάδελφό του Βασίλειο μελετώντας και γράφοντας προσευχόμενος.
Τέσσερα χρόνια αργότερα γύρισε στην Ναζιανζό και έφερε στην Εκκλησία την ειρήνη, που είχε διαταραχτεί από τη διχόνοια. Το 361 – 362 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος (ιερέας) μετά από παράκληση του πατέρα του ο οποίος ήταν Επίσκοπος της περιοχής.
Μετά από λίγο επέστρεψε και πάλι στον Πόντο και κατά διαστήματα επιδίδετο στον Ασκητισμό.
Τον κάλεσαν κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη για να ποιμάνει τους πιστούς Ορθόδοξους διότι τον Επίσκοπο τους Ευάγριο είχε εξορίσει ο Αυτοκράτορας Ουάλης. Εκεί άρχισε τον αγώνα υπέρ της Ορθοδοξίας. Τα πλήθη έτρεχαν να τον ακούσουν. Εκεί κήρυξε τους πέντε λαμπρότερους λόγους. Παρά τους διωγμούς, εξακολούθησε την δραστηριότητά του.
Από την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο ο Γρηγόριος ανακηρύχθηκε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Επειδή αμφισβητήθηκε η εκλογή του από δύο Επισκόπους τους Επίσκοπο Αιγύπτου και Επίσκοπο Μακεδονίας, αποσύρθηκε στο πατρικό του κτήμα στην Αριανζό αφού προηγούμενα εκφώνησε από άμβωνος τον συγκινητικό και συναρπαστικό λόγο του, δια του οποίου αποχαιρετούσε τους πολυάριθμους ακροατές του της Βασιλεύουσας (Κων/πόλεως). Σπάνια έκτοτε απομακρυνόταν ή ταξίδευε παρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως π.χ. την 1η Ιανουαρίου του 382 μ.Χ. όπου πήγε στην Καισαρεία και εκφώνησε τον επιτάφιο λόγο στον φίλο του Μέγα Βασίλειο. Πέθανε το 391 μ.Χ. αφήνοντας την περιουσία του στην Εκκλησία της Ναζιανζού.
Η Εκκλησία τιμώντας τον του έδωσε την προσωνυμία του Θεολόγου και τον κατέταξε μεταξύ των Αγίων.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραψε πλήθος βαθυστόχαστων συγγραμμάτων τα οποία μπορούμε να τα κατατάξουμε σε τρεις κατηγορίες – τάξεις:
Σε λόγους, επιστολές και ποιήματα: Έχει γράψει συνολικά 45 λόγους οι οποίοι φανερώνουν την κατάρτισή του στην πίστη, την ευσέβειά του καθώς και το λογοτεχνικό ταλέντο του.
Τα δε προοίμια και Εκκλησιαστικούς ύμνους, “Αναστάσεως ημέρα…”, “Πάσχα, Κυρίου Πάσχα…”, “Πεντηκοστήνεορτάζομεν”, “Χριστός γεννάται δοξάσατε…”, είναι μερικά μόνο από τα αριστουργήματα που έγραψε.
Επίσης ποιήματα και Διδασκαλίες. Ήταν πολυγραφότατος μέσα στην Χάρη και το Πνεύμα του Θεού.
Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Γεννήθηκε το 344 μ.Χ. στην Αντιόχεια της Συρίας. Από πολύ μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα. Τον μεγάλωσε με Χριστιανική Αγωγή η μητέρα του Ανθούσα. Διδάσκαλοί του ήταν ο Φιλόσοφος Ανδραγάθιος και ο ρήτορας Λιβάνειος ο οποίος ήταν ειδωλολάτρης. Όταν ρώτησαν το Λιβάνιο, πεθαίνοντας ποιόν θα άφηνε στην θέση του, απάντησε: “Τον Ιωάννη, εάν δεν τον είχαν σκυλέψει – λεηλατήσει”
Σε ηλικία 20 ετών βαφτίστηκε Χριστιανός. Από τότε άρχισε γι’ αυτόν η περίοδος περισυλλογής πνευματικής αλλά και της συστηματικής θεολογικής του μελέτης.
Σπούδασε στην Θεολογική Σχολή Αντιοχείας όπου δίδασκαν οι Κατέριος και Διόδωρος.
Μετά από 6 χρόνια ασκητικής ζωής, αναγκάστηκε να γυρίσει στην Αντιόχεια για λόγους υγείας, όπου χειροτονείται το 381 μ.Χ. από τον Επίσκοπο Μελέτιο, σε Διάκονο και το 386 σε Πρεσβύτερο (Ιερέα). Για χρόνια κηρύσσει τον Θείο Λόγο. Για την παραστατικότητα του αλλά και για το βάθος των σκέψεών του αποσπά τον θαυμασμό όλων. Λόγω της ρητορικής του ικανότητας ονομάστηκε “Χρυσόστομος”
Το 397 μ.Χ. γίνεται Πατριάρχης Κων/πόλεως, όπου τον είχε καλέσει ο Αυτοκράτορας Αρκάδιος. Επί της εποχής του μεγαλώνει η επιρροή του Πατριαρχείου στις γύρω επαρχίες, ενώ αυξήθηκε παράλληλα η φιλανθρωπική και η ιεραποστολική του δράση.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ζούσε λιτά. Απέφευγε τις δημόσιες εμφανίσεις, φρόντιζε για τους αρρώστους και τους φτωχούς. Συγχρόνως, κατηγορούσε κάθε κατάχρηση και υπερβολή. Επειδή είχε έλθει σε ρήξη με την Αυτοκράτειρα Ευδοξία ο Χρυσόστομος, της οποίας έκανε έλεγχο από άμβωνος για την άστατη ζωή της, εξορίστηκε. Ατύχημα της Βασίλισσας έφερε πίσω τον Χρυσόστομο, αλλά σε σύντομο χρονικό διάστημα ξαναεξορίζεται, διότι σε κήρυγμά του παραλλήλισε (παρομοίασε) την Αυτοκράτειρα με την Ηρωδιάδα, η οποία Ηρωδιάς ζήτησε το κεφάλι του Ιωάννη του Προδρόμου επί πινάκι (σε πιατέλα).
Συγκλήθηκε Σύνοδος η οποία καθαίρεσε εκ νέου τον Χρυσόστομο και ο Αυτοκράτορας διέκοψε κάθε σχέση μαζί του. Σκηνές βίας διαδραματίστηκαν!
Ο Ιωάννης αναγκάστηκε να παραδοθεί με την θέλησή του στους απεσταλμένους τού Αυτοκράτορα, για να ματαιώσει άλλες συμφορές στο ποίμνιό του. Μετά από 70 μέρες πορείας εξορίστηκε στο Κουκουσόν της Αρμενίας. Από τον τόπο της εξορίας του εξακολουθούσε να αλληλογραφεί με το ποίμνιό του. Μεγάλο ενδιαφέρον έδειξε για τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο ο Αυτοκράτορας της Δύσης Οντύριος και ο Πάπας Ιωάννης.
Οι εχθροί του όμως κατάφεραν να διαταχθεί νέα μεταφορά του στην Πιτυούντα, ανατολική όχθη της Μαύρης Θάλασσας. Ο Ιωάννης δεν άντεξε τις ταλαιπωρίες. Πέθανε στον δρόμο, στα Κομανά του Πόντου, στις 14 Σεπτεμβρίου 407 μ.Χ.
Το 438 μ.Χ. η σωρός μεταφέρθηκε του στην Κων/πολη.