Παιδεία, Πόλις και Μάθημα των Θρησκευτικών

8 Ιανουαρίου 2022

Αθανάσιος Στογιαννίδης, Σχολική Παιδεία, Μάθημα των Θρησκευτικών και Δημόσιος Χώρος. Αναστοχαστική ιχνηλασία στην παιδαγωγική θεωρία του Dietrich Benner, Πρόλογος Κ. Δεληκωσταντής, εκδ. Ostracon, Θεσσαλονίκη 2021.

Το Μάθημα των Θρησκευτικών αποτελεί μία από τις πιο συχνές αιτίες συζητήσεων στον δημόσιο διάλογο τα τελευταία χρόνια. Είτε για την αναγκαιότητα της παρουσίας του στην Εκπαίδευση, είτε λόγω του περιεχομένου του, είτε εξαιτίας του τρόπου διδασκαλίας του, είναι ίσως το μόνο σχολικό αντικείμενο που βρίσκεται τόσο συχνά στη δημοσιότητα και μάλλον το πιο «δημοφιλές» (θετικά ή αρνητικά) σχολικό μάθημα στη χώρα μας εδώ και κάποιες δεκαετίες. Νέα σχολικά εγχειρίδια, κυβερνητικές αποφάσεις, ανακοινώσεις θεολογικών ενώσεων, δικαστικές διαμάχες, πολιτικές κορώνες, εκκλησιαστική κηρυγματικότητα και αντιεκκλησιαστικά απωθημένα συνιστούν ένα σκηνικό που περικλείει μέσα του εκπαιδευτικούς αμήχανους και μαθητές απορημένους – για όσους τουλάχιστον από αυτούς διακατέχονται από κάποιες μεταφυσικές ανησυχίες.

Το σύνηθες είναι, εκεί που κοντεύει να εγκατασταθεί κάποια κανονικότητα, να επέλθει μια νέα πολιτική ή πολιτειακή απόφαση, να ταράξει τα νερά και να δώσει το σύνθημα εκκίνησης ενός νέου κύκλου δημόσιας αντιπαράθεσης. Το γνώριμο είναι η αντιπαράθεση αυτή να εξελιχθεί μέσα σε κραυγές, φωνασκίες και καταδίκες. Το ελλείπον είναι να τεθούν νηφάλιες προσεγγίσεις και ψύχραιμοι οραματισμοί του μέλλοντος , που θα εξασφαλίζουν τη μέγιστη δυνατή συναίνεση. Θαρρεί κανείς, ότι για την αλλαγή που θα αποτελέσει τη θρυαλλίδα των αντεγκλήσεων καραδοκούν τόσο αυτοί που φρικιούν με οτιδήποτε θρησκευτικό υφίσταται στη δημόσια ζωή όσο και εκείνοι που αντικρίζουν σε κάθε διαφωνούντα και έναν εχθρό των θεμελίων της πίστης και του έθνους. Πολλώ δε μάλλον, αυτό που εντυπωσιάζει, είναι ότι και οι δύο ακρότητες φροντίζουν συστηματικά με το ύφος του λόγου τους και την εν γένει στάση τους να επιβεβαιώνουν αλλήλους.

Ο Αθ. Στογιαννίδης, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, ανήκει (μαζί με μια ευάριθμη μερίδα ομοτέχνων του που «πονάνε τα πράγματα» και εργάζονται άοκνα για αυτό το μεράκι τους) σε εκείνη την πλευρά που επιθυμεί τη διέξοδο από την πόλωση με μια ματιά ψύχραιμη και κυρίως μέσα από τη συστηματική μελέτη των πραγμάτων. Σπουδάζει στο σύνθετο του ζητήματος και διατυπώνει θέσεις και προτάσεις με παρρησία και με την τόλμη που απαιτείται για να αναζητηθούν οι απαραίτητες διέξοδοι. Το τελευταίο χρονικά πόνημά του εντάσσεται ακριβώς στον κύκλο αυτών των προβληματισμών και επιχειρεί να αρθρώσει λόγο υπεύθυνο και θεμελιωμένο, που καταδεικνύει οδούς υπέρβασης από την κρίση.

Κεντρικό άξονα του ογκώδους (σσ. 770) μελετήματός του αποτελεί το έργο του επιφανούς Γερμανού παιδαγωγού Dietrich Benner (γ. 1941). Ο Α. Στογιαννίδης συστηματικά και υπομονετικά ξεδιπλώνει στον αναγνώστη όλες τις πτυχές του θεωρητικού οικοδομήματος του μεγάλου σύγχρονου δασκάλου της Παιδαγωγικής και ομοτέχνου του, εξηγώντας αναλυτικά το βάθος και το εύρος της σκέψης του. Η παρουσίαση των κεντρικών σημείων της μπεννεριανής προσέγγισης στη σύγχρονη Παιδαγωγική θεωρία και πράξη γίνεται με παραθέσεις των σημείων-κλειδιών των κειμένων του Γερμανού ακαδημαϊκού (σε μετάφραση του Α. Στογιαννίδη και παράθεση στις υποσημειώσεις των πρωτότυπων αποσπασμάτων), με ανάπτυξη του περιεχομένου τους, με επεξηγήσεις σχετικά με τις επιρροές που το μπεννεριανό έργο ασκεί στον σύγχρονο παιδαγωγικό διάλογο και τη σχολική πράξη, με δημιουργικές υποθέσεις σχετικά με τις αφορμές που οδήγησαν τον διαπρεπή Γερμανό στην οικοδόμηση της σκέψης του, ακόμη και με άκρως επεξηγηματικά διαγράμματα που διευκολύνουν στην κατανόηση των εκτεταμένων προτάσεων του D. Benner. Παράλληλα, ο συγγραφέας φροντίζει να ανοίξει οδούς διαλόγου σχετικά με τη σημασία της αγωγής στην οικοδόμηση της ανθρώπινης προσωπικότητας, αλλά και με την παρουσία της Παιδείας στο πολιτισμικό οικοδόμημα των καιρών μας. Χάρη σε αυτήν την κοπιώδη προσπάθεια, το ελληνόφωνο κοινό έρχεται σε επαφή όχι μόνο με ένα σημαντικό έργο της σύγχρονης Παιδαγωγικής, αλλά εξοικειώνεται και με τους τρέχοντες προβληματισμούς σχετικά με την υφή και τις προοπτικές του ευαίσθητου τομέα της αγωγής των πολιτών του αύριο.

Όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, το έργο του Benner δομείται πάνω σε 4 θεμελιώδεις αρχές:

α) Ο άνθρωπος είναι πλασμένος να μαθαίνει – όχι όμως απλά στην προοπτική συσσώρευσης γνώσεων, αλλά μέσα από την αναζήτηση του νοήματος της ζωής του και την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του. Αυτή η διαδικασία γίνεται ελεύθερα, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα, μέσα σε μια διαρκή δυναμική αυτοπροσδιορισμού και σε σχέση με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του.

β) Το έργο της αγωγής στην ουσία του αποτελεί ένα κάλεσμα στον άνθρωπο να αυτενεργήσει, δηλαδή να πράξει ελεύθερα και με συναίσθηση της ευθύνης του. Αυτό όμως ταυτόχρονα σημαίνει και κάλεσμα για συνάντηση με τους ανθρώπους γύρω του και πρόκληση αναστοχασμού και ανάπτυξη κριτικής σκέψης για όσα του προσφέρονται. Έτσι, η εκπαίδευση συνιστά μία υπαρξιακή παράμετρο του ανθρώπινου βίου και στις συνθήκες που υπαγορεύει η νεωτερικότητα, το σχολείο αποκτά ένα κεντρικό ρόλο, ανάλογο με εκείνον που είχε η οικογένεια στις προνεωτερικές κοινωνίες.

γ) Η εκπαιδευτική διαδικασία λειτουργεί μέσα από ένα είδος μετασχηματισμού, κατά τον οποίο τα αντικείμενα της μάθησης αποσπώνται από τον πραγματικό κόσμο, ώστε να προσφερθούν στους μαθητές με έναν πρόσφορο παιδαγωγικά τρόπο. Πρόκειται για ένα προπαρασκευαστικό στάδιο, το οποίο με τη λειτουργία μιας κατάλληλης συμβουλευτικής αγωγής θα προετοιμάσει τους μαθητές στην είσοδό τους στον δημόσιο χώρο.

δ) Η κοινωνία (δημόσιος χώρος) δεν νοείται ως ένα αφηρημένο σύνολο ανθρώπων και θεσμών, αλλά ως μία μη ιεραρχική τάξη του συνόλου της ανθρώπινης δράσης. Αυτό σημαίνει ότι κανένα από τα επιμέρους πεδία της (Εργασία, Πολιτική, Παιδεία, Θρησκεία, Τέχνη και Ηθική) δεν διαθέτει εγγενή προτεραιότητα έναντι των υπολοίπων, καθώς είναι αυτόνομα μεταξύ τους, το καθένα διέπεται από τη δική του λογική και αλληλοπεριχωρούνται.

Σύμφωνα με την ανάλυση του συγγραφέα, αυτές οι αρχές περιγράφουν τη συναρπαστική περιπέτεια του ταξιδιού της γνώσης και μία δυναμική αλληλοτροφοδότησης του αναστοχασμού και της ανθρώπινης εμπειρίας. Επιπλέον, η σχολική αγωγή ενέχει και μία βαθιά πολιτική διάσταση, καθώς είναι αυτή που κατεξοχήν προετοιμάζει τον αυριανό πολίτη για τη συμμετοχή του στο δημόσιο γίγνεσθαι. Το σχολείο, συνεπώς, εκβάλλει στην «πόλη» και ο άνθρωπος προετοιμάζεται στο διαρκές άθλημα της συνύπαρξης με τους συνανθρώπους του και της συνδιαμόρφωσης του μέλλοντός του. Η λειτουργία της Παιδείας συνιστά ένα ευρύτερο μέγεθος, δηλαδή, που συντελεί στη διαρκή αναζήτηση του ανθρώπινου προορισμού.

Ξεχωριστό ενδιαφέρον, οπωσδήποτε, παρουσιάζει η σύνδεση των παραπάνω σκέψεων με το Μάθημα των Θρησκευτικών ειδικότερα. Κατά τον Α. Στογιαννίδη, η μπεννεριανή προσέγγιση επιφυλάσσει καταρχήν έναν ξεχωριστό ρόλο στο θρησκευτικό φαινόμενο, καθώς το θεωρεί ως ένα θεμελιώδες τμήμα του δημόσιου βίου. Επομένως, και καθώς η θρησκευτική εκπαίδευση συνδέεται στενά με τη θρησκευτική πράξη, καθίσταται απαραίτητη η παρουσία ενός μαθήματος Θρησκευτικών στο σχολικό πρόγραμμα, εφόσον επιθυμείται η ολόπλευρη προετοιμασία του μαθητή για τη μελλοντική παρουσία του στον δημόσιο χώρο. Η θρησκεία κατανοείται πως αναφέρεται στη σύνδεση του ανθρώπου με την καθολικότητα εκείνη που υπερβαίνει τις διαστάσεις της ατομικότητάς του – ωστόσο, η πρόταση του Benner για το συγκεκριμένο μάθημα εστιάζεται στη δημόσια παρουσία της θρησκείας. Αυτό σημαίνει ότι το περιεχόμενο του Μαθήματος των Θρησκευτικών οφείλει να διαλαμβάνει τις πτυχές του διαλόγου του θρησκευτικού γεγονότος με τις άλλες κοινωνικές περιοχές. Κάτι τέτοιο με τη σειρά του συνεπάγεται την επαρκή γνώση των στοιχείων της οικείας θρησκευτικής παράδοσης, άλλων συναφών παραδόσεων, αλλά και των σχέσεων μεταξύ τους.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Α. Στογιαννίδης καταθέτει από την πλευρά του τις (παιδαγωγικές, θεολογικές, πολιτειακές κ.ά.) προϋποθέσεις που θα πρέπει να έχει ένα «πολιτικό» Μάθημα των Θρησκευτικών στα εκπαιδευτικά συμφραζόμενα της σύγχρονης ελλαδικής πραγματικότητας, επεξηγώντας παράλληλα τη διαφορά αυτής της προοπτικής από το πλαίσιο της εκκλησιαστικής κατήχησης. Ούτε λίγο ούτε πολύ, δηλαδή, αξιοποιεί την μπεννεριανή παρακαταθήκη, αρθρώνοντας μία πρόταση που μπορεί να συνεισφέρει πολλά στα τρέχοντα αδιέξοδα και τις εκατέρωθεν αγκυλώσεις. Εξίσου ενδιαφέρον είναι επίσης το γεγονός, ότι η ανά χείρας μελέτη διακρίνεται για την πληρότητά της, καθώς δεν αποτελεί απλώς μια ορθόδοξη χριστιανοπαιδαγωγική ματιά σε έναν περίοπτο παιδαγωγικό λόγο, αλλά «συνομιλεί» μαζί του και τον παρουσιάζει με τρόπο εύληπτο, στις συντεταγμένες του σύμπαντος του σύγχρονου παιδαγωγικού προβληματισμού. Ο Επ. Καθηγητής του ΑΠΘ εμπλουτίζει το κριτικό του βλέμμα μέσα από την αρχαιοελληνική σκέψη, τη βιβλική παράδοση, τον πατερικό λόγο, τις τρέχουσες παιδαγωγικές τάσεις, αλλά και τις φιλοσοφικές προκείμενες του υλικού που επεξεργάζεται. Με αριστοτεχνικό τρόπο, συγκερνά απόψεις από χώρους κάποτε ετερόκλητους και αρθρώνει τα επιχειρήματά του με τρόπο πολυδιάστατο. Δεν κατατρύχεται, τέλος, από το άγχος της βεβαιότητας, μιας και εντίμως αναγνωρίζει ότι καταθέτει κατά βάση ερευνητικές προτάσεις, για τις οποίες εξάλλου ρητά επισημαίνει το πεδίο που ανοίγεται μπροστά τους.

Όπως τονίζει και ο πολιός Καθηγητής Κ. Δεληκωνσταντής στον εξαιρετικό του Πρόλογο, ο «πολιτισμός του Προσώπου» που ενσαρκώνει η Εκκλησία μας, αφορά το σύνολο της ύπαρξής μας, άρα και τη σχολική πράξη. Θεωρούμε, συνεπώς, ότι η μελέτη του Α. Στογιαννίδη συμβάλλει κατά πολύ και με τρόπο πολύπλευρο στην ανάδειξη της χριστιανοπαιδαγωγικής Θεολογίας του Προσώπου και μάλιστα σε εποχές που αναζητούμε το αυτονόητο. Θα κλείσουμε το παρόν σημείωμα με μία μικρή παραίνεση: ο συγγραφέας να προβλέψει στην επόμενη έκδοσή του να συμπεριλάβει ένα ευρετήριο προσώπων και εννοιών, ώστε να αξιοποιηθεί περαιτέρω ο πλούτος της γνώσης που περιέχεται στο πολυεπίπεδο και πολυσέλιδο πόνημά του.