Οι απαρχές της χριστιανικής ανθρωπολογίας. Η φύση του ανθρώπου στην Καινή Διαθήκη

3 Φεβρουαρίου 2022

Η ενσάρκωση του Χριστού είναι το στάδιο εκείνο της θείας οικονομίας, που δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να επανορθώσει για την εσφαλμένη του επιλογή.  Η Καινή Διαθήκη με την εξιστόρηση της διδασκαλίας του Χριστού, των παραβολών και των θαυμάτων του, καθώς και με τις επιστολές των Αποστόλων του, επικεντρώνεται κυρίως στην ηθική διάσταση της ανθρωπολογίας. Με εξαίρεση τις Επιστολές του Παύλου και την ανθρωπολογία του, τόσο τα Ευαγγέλια όσο και οι Καθολικές Επιστολές, αναφέρονται κυρίως στον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να ζει ο άνθρωπος και πολύ λιγότερο στην καθεαυτή διερεύνηση της φύσης του. Το κήρυγμα του Ιωάννη του Προδρόμου[1], η επί του όρους ομιλία[2], οι παραβολές του Χριστού, μας εισάγουν σε μία ηθική ανθρωπολογία, η οποία έχει ως κέντρο και πρότυπο τον Χριστό[3], «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι»[4].

Ωστόσο η ανθρωπολογία της Καινής Διαθήκης αποτελεί συνέχεια της ανθρωπολογίας της Παλαιάς. Ο άνθρωπος είναι ένα κτιστό δημιούργημα, το οποίο διαφέρει από τα άλογα ζώα, επειδή έχει δημιουργηθεί σύμφωνα με την εικόνα του Θεού και με σκοπό την ομοίωση του με Αυτόν. Αν και δεν υπάρχει αυτολεξεί  στην Καινή Διαθήκη   η φράση κατ΄εικόνα και καθ΄ομοίωσιν, αποτελεί την κεντρική ανθρωπολογική αρχή. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από την Α΄ επιστολή του Πέτρου «δι᾿ ὧν τὰ τίμια ἡμῖν καὶ μέγιστα ἐπαγγέλματα δεδώρηται, ἵνα διὰ τούτων γένησθε θείας κοινωνοὶ φύσεως ἀποφυγόντες τῆς ἐν κόσμῳ ἐν ἐπιθυμίᾳ φθορᾶς»[5], στο οποίο φαίνεται καθαρά ότι οι ικανότητες του ανθρώπου έχουν δοθεί από τον Θεό ως δώρα, δια των οποίων ο άνθρωπος μπορεί να ενωθεί με τον Θεό και να σωθεί από τη φθορά. Την ίδια διδασκαλία βρίσκουμε και στην επιστολή Α΄ Ιωάννου, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά  «οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐάν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα»[6]. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να τελειοποιηθεί και με την πίστη του στον Θεό να ενωθεί με Αυτόν, γεγονός που επισημαίνεται  και στη φράση «τοὺς ἀνθρώπους τοὺς καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ γεγονότας» στην επιστολή Ιακώβου[7].

Το θέμα της διττής φύσεως του ανθρώπου, αναλύθηκε διεξοδικώς από τον απόστολο Παύλο. Ωστόσο και στα άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης υπάρχουν  αναφορές για το εν λόγω ζήτημα. Η ανθρωπολογία του ευαγγελιστή Ιωάννη θεωρείται συνέχεια εκείνης της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία βλέπει τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ολότητα. Ενδεικτική  του γεγονότος αυτού, είναι η ευαγγελική ρήση «καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο»[8]. Ο Ιωάννης χρησιμοποιεί την λέξη σαρξ στην περίπτωση αυτή σαν συνώνυμη της λέξης άνθρωπος, αφού ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση στην ολότητα της. Στο Α΄ κεφάλαιο του συγκεκριμένου ευαγγελίου, αναφερόμενος στους ανθρώπους που δέχθηκαν τον Ιησού και το κήρυγμα Του, τους χαρακτηρίζει ως «οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν»[9]. Η εν λόγω αντιμετώπιση οφείλεται στο γεγονός ότι ο Ιωάννης εννοεί με  τον όρο σάρκα τα ένστικτα του ανθρώπου[10], τα οποία δεν συνδέονται με την λογική και ηθική καλλιέργεια του, αλλά με τον γήινο, βιολογικό αυτοματισμό, ο οποίος κυριαρχεί στον φυσικό κόσμο. Λίγα κεφάλαια πιο κάτω αναφέρει  ότι «τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν»[11], αποδίδοντας στον όρο σάρκα την ίδια σημασία. Ακόμα πιο διευκρινιστικό είναι το χωρίο στην Α΄ Ιωάννη 2:16, στο οποίο αναφέρεται χαρακτηριστικά, ότι  οι επιθυμίες της σάρκας ανήκουν στον φθαρτό και κτιστό κόσμο και δεν προέρχονται από τον κόσμο του Θεού[12].  Σύμφωνα με τους μελετητές, ο Ιωάννης χαρακτηρίζει τους ανθρώπους με κριτήριο τον ηθικό τους προσανατολισμό, είτε ως σαρξ, είτε ως πνεύμα, χωρίς να υπονοείται κάποια αντίθεση ανάμεσα στα δύο αυτά συστατικά της ανθρώπινης φύσεως[13].

Την ίδια ιδέα μπορούμε να δούμε  και στην Α΄ Πέτρου, στην οποία ο συγγραφέας παρακινεί τους πιστούς  «ἀπέχεσθε τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν, αἵτινες στρατεύονται κατὰ τῆς ψυχῆς»[14], αφού εξαιτίας αυτών των επιθυμιών πολλοί άνθρωποι αντιστέκονται στο θέλημα του Θεού και βλασφημούν[15]. Βλέπουμε λοιπόν ότι η σάρκα  από την οποία αποτελείται ο άνθρωπος, αντιμετωπίζεται  ως το υλικό εκείνο,  το οποίο πολλές φορές αν και όχι αποκλειστικά, συνδέεται με την κτιστότητα και κατά συνέπεια με τη φθορά και την αμαρτία[16]. Οι σαρκικές επιθυμίες είναι αυτές που ορισμένες φορές παρασύρουν τον άνθρωπο στην υπέρμετρη απόλαυση των ηδονών, με συνέπεια μία ακόλαστη ζωή[17], η οποία κλονίζει τις ψυχές που δεν στηρίζονται στην πίστη[18]. Από τη άλλη μεριά η ψυχή, η οποία πολλές φορές έχει την έννοια του πνεύματος[19], είναι αυτή που προέρχεται από τον Θεό και η οποία οφείλει να αντισταθεί στις επιθυμίες του σώματος.

Ωστόσο δεν λείπουν και οι αναφορές εκείνες, οι οποίες τονίζουν  την αξία του σώματος για τη ζωή του ανθρώπου και την ενότητα του  με τη ψυχή και το πνεύμα. Έτσι η ψυχή σχετίζεται με τον όλο άνθρωπο, ως ψυχοσωματική ολότητα[20]. Στην επιστολή του Ιακώβου, οι πιστοί προτρέπονται να φροντίζουν τους συνανθρώπους τους και  με τις προσευχές, αλλά κυρίως με την έμπρακτη και απολύτως απαραίτητη φροντίδα των αναγκών του σώματος των, ώστε να μπορούν να συντηρούνται[21]. Όπως λοιπόν το σώμα είναι αναγκαίο για την ύπαρξη του ανθρώπου, έτσι και το πνεύμα (εδώ χρησιμοποιείται με την έννοια της ψυχής, η οποία  είναι υπεύθυνη για τη βιολογική ζωή)  είναι απαραίτητο ώστε  να μην νεκρωθεί το σώμα[22]. Η συνεργασία μεταξύ σώματος και πνεύματος, επεκτείνεται από την εξασφάλιση της βιολογικής επιβίωσης, μέχρι την επίτευξη της ποιότητας της ύπαρξης τόσο του σώματος, όσο και του πνεύματος. Με άλλα λόγια, όταν το σώμα ασθενεί, ασθενεί και το πνεύμα και το  αντίστροφο. Έτσι  ο σκεπτόμενος άνθρωπος μπορεί να χαλιναγωγεί τις σαρκικές επιθυμίες[23], άρα ο νους έχει τη δυνατότητα να  επηρεάζει και προστατεύει το σώμα από τις καταχρήσεις.

Την ίδια διδασκαλία εκφράζει και η αναφορά του Ιακώβου στη γλώσσα, ως εκείνο το σωματικό όργανο που εκφράζει  τον λόγο,  δηλαδή  το αποτέλεσμα της νόησης του ανθρώπου. Ανάλογα με το που είναι στραμμένη η νόησή μας, η γλώσσα μπορεί να  μολύνει ολόκληρο το σώμα μας[24], ή να μας δώσει την ευκαιρία να δοξολογήσουμε τον Θεό[25]. Παρόμοια είναι και η διδασκαλία που εκφράζεται στην Β΄ Πέτρου, στην οποία απαριθμούνται οι πνευματικές δυνατότητες που μας έχει χαρίσει ο Θεός και οι οποίες μπορούν να μας οδηγήσουν στην αποφυγή των σαρκικών επιθυμιών και στην κατάκτηση της εγκράτειας[26]. Ακόμη περισσότερο εξαίρεται η ενότητα σώματος και πνεύματος, σε  μία υπέροχη ποιητική μεταφορά στην Α΄ Πέτρου, με την οποία το σώμα παρομοιάζεται με το χορτάρι, ενώ το πνεύμα με τον ανθό του, ώστε αν ξεραθεί το φυτό, να πέσει και ο ανθός του[27].

Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο, είναι η συσχέτιση της νόησης και της λογικής, με τη φυσική και βιολογική κατάσταση του ανθρώπου και η σχέση που υπάρχει μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, όταν ο άνθρωπος περιορίζεται στο φυσικό του ένστικτο και δεν λειτουργεί με βάση τη λογική, υποβαθμίζεται στην κατηγορία του άλογου ζώου[28]. Εδώ η φυσική κατάσταση ταυτίζεται με την ενστικτώδη ζωική ύπαρξη[29], η οποία ελλείψει ελευθερίας και κριτικής βούλησης, δεν μπορεί να οδηγήσει στην εξύψωση της ανθρώπινης φύσεως και στην ένωση με τον Θεό.

Ωστόσο θα πρέπει να αναφερθεί έστω και επιγραμματικά ένα γεγονός μεγάλης σημασίας για το θέμα που μας απασχολεί και πιο συγκεκριμένα για την αξία του σώματος. Πρόκειται για το γεγονός της Μεταμόρφωσης του Χριστού στο όρος Θαβώρ, όταν «μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς»[30]. Με το γεγονός αυτό, φανερώθηκε η δόξα της θεότητας του Χριστού, αλλά και η αξία του ανθρώπινου σώματος, μέσα από το οποίο αποκαλύφθηκε το άκτιστο φώς της θείας φύσης του Θεανθρώπου[31]. Έτσι στο γεγονός αυτό φαίνεται  όχι μόνο η Μεταμόρφωση του Χριστού αλλά και η δυνητική μεταμόρφωση της ψυχής και του σώματος, η μεταμόρφωση του ανθρώπου και της κτίσης ολόκληρης[32], αποδίδοντας και στην ύλη την αξία που της αναλογεί, αφού και η ύλη αποτελεί δημιούργημα του Θεού.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

[1]Μτ.,3

[2]Μτ., 5,6,7.

[3]Γ. Πατρώνου, Η θέωση του ανθρώπου, 47.

[4]Α΄Πε., 1: 16.

[5]Β΄ Πε., 1:4.

[6]Α΄ Ιω., 3:2.

[7]Ιακ.,3:9.

[8]Ιω.1:14.

[9]Ιω,1:13.

[10]Ε. Βίττη,  «Πτυχαί εκ της ιωαννείου ανθρωπολογίας», Θεολογία τ. 44, τευχ.1-2,(1973),214.

[11]Ιω.,6:63.

[12]Α΄ Ιω.,2:16.

[13]Ε. Βίττη, «Πτυχαί εκ της ιωαννείου ανθρωπολογίας»,222.

[14]Α΄ Πε., 2:11.

[15]Β΄Πε.,2:10.

[16]Όπ.,2:12

[17]Ιούδα, 1:23

[18]Β΄Πε.,2:15

[19] Όπ.

[20]Α΄ Ιω., 3:14.

[21] Ιακ., 2:15-16.

[22] Όπ., 2:26.

[23] Όπ., 3:2-3

[24] Όπ., 3:6-8.

[25] Όπ.,3:9.

[26] Β΄ Πέ., 1: 4-6.

[27]Α΄ Πε., 1:24.

[28]Ιούδα, 1:10.

[29]Ιακ.,3:7.

[30]Μτ.,18:2.

[31]T. Ware,  «Η Μεταμόρφωση του Σώματος», Σύνορο 33(1965) 6.

[32]Γ. Πατρώνου, « Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού», στον διαδικτυακό τόπο: https://www.pemptousia.gr/2012/08/i-metamorfosi-tou-sotiros-christou/ (ημερομηνία ανάκτησης:21-3-2021).