Η περί ανθρώπου διδασκαλία του αποστόλου Παύλου
22 Φεβρουαρίου 2022Όπως προαναφέρθηκε, τα Ευαγγέλια και οι Καθολικές Επιστολές, ασχολούνται κυρίως με τον τρόπο που θα πρέπει να ζει, να σκέπτεται και να πράττει ο άνθρωπος, με βάση το γεγονός της Ενσάρκωσης του Χριστού και τη διδασκαλία Του. Πρόκειται με άλλα λόγια για μία ηθική χριστοκεντρική ανθρωπολογία. Στις επιστολές του Παύλου διακρίνουμε μία ανθρωπολογία, τόσο στην ηθική της διάσταση, όσο και στην οντολογική της θεμελίωση.
Ο φανατικός διώκτης των Χριστιανών και Ιουδαίος της διασποράς Παύλος, μεταμορφώθηκε σε έναν από τους κορυφαίους απόστολους του Χριστού, αλλά και σε έναν από τους μεγαλύτερους θεολόγους της Εκκλησίας, θέτοντας τα θεμέλια της ανθρωπολογίας και της σωτηριολογίας του Χριστιανισμού. Ο Παύλος διερεύνησε την ανθρώπινη φύση, στηριζόμενος στην Παλαιά Διαθήκη και στο κορυφαίο γεγονός της Ενανθρώπισης του Χριστού, με σκοπό να στερεώσει την χριστιανική ηθική σε βιβλικά θεμέλια.
Όσον αφορά τη διδασκαλία της κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν δημιουργίας του ανθρώπου, αν και δεν απαντάται στις επιστολές του Παύλου με τη συγκεκριμένη διατύπωση, ωστόσο η σημασία της αποτελεί το θεμέλιο της ανθρωπολογίας του[1]. Το καινούργιο στοιχείο είναι η άμεση σύνδεση του κατ΄εικόνα με το πρόσωπο του Χριστού[2].Ο Χριστός με την Ενσάρκωση γίνεται η φανέρωση του Θεού στον κόσμο και οι άνθρωποι εν Χριστώ, γίνονται η εικόνα της εικόνας του Θεού, γίνονται σύμμορφοι «τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ»[3]. Ο άνθρωπος μετά την Ενσάρκωση, έχει τη δυνατότητα να γίνει ένας νέος άνθρωπος, ένας καινός άνθρωπος, του οποίου το υπαρξιακό θεμέλιο είναι ο ίδιος ο Χριστός[4]. Αυτός ο καινός άνθρωπος έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με τον παλαιό άνθρωπο, τον άνθρωπο της πτώσης[5].
Όσον αφορά στη διττή φύση του ανθρώπου, ο Παύλος βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με την διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης. Βλέπει τον άνθρωπο ως ολότητα, αποτελούμενο από σώμα και ψυχή. Σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές[6], ο όρος ψυχή στον Παύλο έχει την έννοια, είτε της βιολογικής ζωής, όπως στην Προς Ρωμαίους επιστολή, στην οποία ο προφήτης Ηλίας αναφωνεί «κἀγὼ ὑπελείφθην μόνος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου»[7], είτε την έδρα των επιθυμιών και συναισθημάτων, όπως στην Προς Κολλοσαείς επιστολή, στην οποία προτρέπει τους πιστούς «καὶ πᾶν ὅ,τι ἐὰν ποιῆτε, ἐκ ψυχῆς ἐργάζεσθε»[8], είτε της ψυχοσωματικής ολότητας του ανθρώπου, όπως στην Προς Ρωμαίους, στην οποία ο Παύλος συμβουλεύει «Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω»[9].
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της παύλειας ανθρωπολογίας είναι η διδασκαλία περί των δύο Αδάμ[10]. Στο κέντρο αυτής της ανθρωπολογίας βρίσκεται η Ενσάρκωση του Χριστού, η οποία τέμνει την ανθρώπινη ιστορία και χωρίζει την ανθρωπότητα όχι μόνο χρονικά αλλά και ποιοτικά, στο πριν και στο μετά της Ενσάρκωσης. Πράγματι ο χωρισμός αυτός δεν είναι μόνο ιστορικός αλλά κυρίως ποιοτικός και δημιούργησε μία ουσιαστική διαφοροποίηση στο ανθρώπινο είδος. Πιο συγκεκριμένα, η περί των δύο Αδάμ διδασκαλία του Παύλου, αναφέρεται στον πρώτο Αδάμ, ο οποίος είναι ο άνθρωπος που έζησε μετά την πτώση και πριν από τον ερχομό του Χριστού, με πρώτο και βασικό εκπρόσωπο τον Αδάμ τον πρωτόπλαστο και στον δεύτερο Αδάμ που είναι ο ενσαρκωμένος Χριστός, ο οποίος είναι ο εκπρόσωπος της νέας ανθρωπότητας, του νέου ανθρώπου[11]. Όπως μας πληροφορεί στην Προς Ρωμαίους επιστολή «Διὰ τοῦτο ὥσπερ δι᾿ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ᾿ ᾧ πάντες ἥμαρτον»[12].
Ο Παύλος χρησιμοποιεί ιδιαίτερους όρους για να προσδιορίσει την ποιότητα της ανθρώπινης φύσης πριν από τον ερχομό του Χριστού. Πρόκειται για τον πτωτικό, τον χοϊκό, τον ψυχικό, τον σαρκικό άνθρωπο. Ο πτωτικός άνθρωπος είναι ο άνθρωπος που αλλοιώθηκε από το γεγονός της πτώσης. Είναι αυτός που έχασε το κάλλος και την ομορφιά της θείας δόξας, με την οποία είχε αρχικά δημιουργηθεί[13]. Είναι αυτός που αντί να φέρει στην επιφάνεια και να αξιοποιήσει τα δώρα που παρέλαβε από τον Θεό κατά τη δημιουργία, τα καταχώνιασε στο σκοτεινότερο και βαθύτερο μέρος της συνείδησής του, αχρηστεύοντας τα. Είναι ο άνθρωπος που κυριαρχείται από τα ένστικτα της φύσης, από τα χαρακτηριστικά του υλικού της δημιουργίας του, τα οποία γίνονται γνωρίσματα και της ψυχής του. Ο χοϊκός αυτός άνθρωπος απολυτοποίησε κάποια από τα χαρακτηριστικά της βιολογικής του υπόστασης και τα επέκτεινε στην πνευματικότητά του, αλλοιώνοντάς την[14]. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, τον πτωτικό και χοϊκό αυτόν άνθρωπο ο απόστολος Παύλος τον ονομάζει και ψυχικό[15]. Είναι για τον ίδιο λόγο που η ανθρωπολογία του Παύλου βλέπει τον άνθρωπο ως ολότητα. Η πτώση επηρέασε τον άνθρωπο πνευματικά και σωματικά. Η φθορά του σώματος είναι πρωτίστως φθορά του πνεύματος και αυτό το αλλοιωμένο ανθρώπινο πνεύμα ο Παύλος το ονομάζει ψυχή, για να το ξεχωρίσει από το πνεύμα του Θεού, αφού «ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ»[16]. Αυτή η φθορά, επηρέασε τόσο την ηθική υπόσταση του ανθρώπου, τον τρόπο δηλαδή που ζει και τις διαπροσωπικές του σχέσεις, όσο και τη νοητική του διαύγεια, έτσι ώστε «παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα»[17].
Αυτή η συσκότιση του νου, είχε ως συνέπεια ο άνθρωπος να πέσει σε δύο σφάλματα. Το πρώτο ήταν η απολυτοποίηση του σχετικού, δηλαδή η εμφάνιση της ειδωλολατρίας[18]. Ο πτωτικός άνθρωπος ήταν ανίκανος να ξεχωρίσει το κτίσμα από τον κτίστη. Ακόμα και τα ζώα έφτασε να λατρέψει και να τα προσκυνήσει ως θεούς. Το δεύτερο σφάλμα ήταν ο τρόπος ζωής του. Αντι το πνεύμα να κυριαρχήσει επί του σώματος, το σώμα κυριάρχησε πάνω στο πνεύμα και ο άνθρωπος υποδουλώθηκε στις σαρκικές επιθυμίες[19]. Η έννοια των σαρκικών επιθυμιών δεν θα πρέπει να ληφθεί ως υποτίμηση του σώματος. Αντίθετα ο Παύλος είναι αρκετά ξεκάθαρος σε αυτό το ζήτημα. Μία από τις πιο γνωστές φράσεις του είναι ενδεικτική για την στάση του απέναντι στο ανθρώπινο σώμα, αφού «οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ;»[20]ή «οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν;»[21]. Πολύ χαρακτηριστική και προοδευτική επί του θέματος, είναι και η στάση του απέναντι στις συζυγικές σχέσεις, αφού αναγνωρίζει την σπουδαιότητά τους για την ψυχική ηρεμία ανάμεσα στο ζευγάρι και συμβουλεύει το ανδρόγυνο να μην τις στερείται[22]. Οι σαρκικές επιθυμίες για τον Παύλο γίνονται πρόβλημα όταν αποτελούν το κέντρο ύπαρξης του ανθρώπου. Όταν το δυναμικό του ανθρώπου κατασπαταλείται στην απόλαυση των βιολογικών ενστίκτων, εις βάρος των άλλων πνευματικών λειτουργιών και τον οδηγεί σε συμπεριφορές που αποβαίνουν εις βάρος του και εις βάρος των σχέσεων που δημιουργεί με τους συνανθρώπους του[23]. Έτσι η σχέση σώματος – πνεύματος για τον Παύλο είναι αμφίδρομη. Όπως το σώμα μπορεί να κυριεύσει το πνεύμα αρρωσταίνοντάς το, έτσι και το πνεύμα όταν ασθενεί, αρρωσταίνει το σώμα[24].
Η συνάφεια μεταξύ σώματος και πνεύματος, υποδηλώνεται και με τους όρους ψυχικό σώμα και πνευματικό σώμα[25]. Ο όρος ψυχικός στον Παύλο, έχει αρνητική σημασία και σημαίνει την αλλοιωμένη υπαρξιακή κατάσταση του ανθρώπου μετά την πτώση. Όταν λοιπόν αναφέρεται στο ψυχικό σώμα, εννοεί το σώμα εκείνο που έχει κυριευτεί από την πτωτική αυτή υπαρξιακή κατάσταση. Αυτό το φθαρμένο σώμα, έρχεται σε αντίθεση με το πνευματικό σώμα, το σώμα δηλαδή εκείνο που έχει θεραπευτεί από τις συνέπειες της πτώσης και έχει αναβαθμιστεί σε ένα σώμα απαλλαγμένο από την αμαρτία και τη φθορά, αφού «δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν»[26]. Πρόκειται για το σώμα εκείνο που θα αποκτήσει ο άνθρωπος κατά τη Δευτέρα παρουσία και θα είναι ένα πνευματοποιημένο σώμα, χωρίς τις ιδιότητες της ύλης, αλλά με τις ιδιότητες του πνεύματος[27].
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ