Ιστορία του Αγίου Όρους: Τα χριστιανικά χρόνια, 4ος αιώνας έως την έναρξη της Τουρκοκρατίας

10 Φεβρουαρίου 2022

Σύμφωνα με την παράδοση, η Παναγία πλέοντας μαζί με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη κοντά στον Άθωνα και με κατεύθυνση την Κέρκυρα ώστε να επισκεφθούν τον Λάζαρο,  αποβιβάστηκαν μετά από σφοδρή θαλασσοταραχή στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η μονή Ιβήρων. Εκεί η Παναγία θαύμασε τόσο πολύ τον τόπο ώστε ζήτησε από τον Υιό της να της τον παραχωρήσει ως δώρο. Έτσι καθιερώθηκε το Άγιο Όρος σαν το «περιβόλι της Παναγιάς»[1] και η Θεοτόκος αποκαλείται η Έφορος ή η ηγουμένη του Αγίου Όρους.

Ιστορικά, από τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο Άθωνας βρίσκεται εντός των ορίων της βυζαντινής αυτοκρατορίας και οι κάτοικοί του ασπάζονται τον χριστιανισμό με τον πλήρη εκχριστιανισμό τους να επέρχεται τον 5ο αιώνα μ.Χ.. Από την περίοδο αυτή και μετά ο Άθωνας θα συνδεθεί πολιτικά και διοικητικά με τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη και πνευματικά με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τα μετέπειτα χρόνια η χερσόνησος θα καταστεί μια μοναχική πολιτεία με αυτόνομη διοίκηση στη Μονή Ζυγού και στη συνέχεια στις σημερινές Καρυές[2].

Αναλυτικότερα, τον 9ο αιώνα μ.Χ. γίνονται οι πρώτες προσπάθειες εγκατάστασης μοναχών στη χερσόνησο του Άθω, όμως οι προσπάθειές τους αποβαίνουν άκαρπες λόγω των φοβερών επιδρομών που πραγματοποιούν οι πειρατές. Έτσι αρχίζουν  και εγκαθίστανται αντί της ορεινής και δασώδους οροσειράς της αθωνικής χερσονήσου σε ομαλότερα μέρη όπως την περιοχή γύρω από τη διώρυγα του Ξέρξη, ώστε να βρίσκονται εγγύτερα σε λαϊκούς οικισμούς για λόγους ασφαλείας αλλά και για να εμπορεύονταν τα εργόχειρά τους. Ταυτόχρονα χρησιμοποιούν τις κοντινές στον ισθμό μονές, ως ορμητήρια προς τις δασώδεις περιοχές όπου, για κάποια περίοδο, κατέφευγαν για ησυχασμό. Προς το τέλος αυτού του αιώνα, το 885, ο Βασίλειος Α’ ο Μακεδών με χρυσόβουλό του, εξασφαλίζει στους μοναχούς απαγόρευση κάθε δραστηριότητας στη χερσόνησο πλην του μοναχισμού, πράγμα που καταδεικνύει ότι οι μοναχοί αρχίζουν πλέον να διαβιούν μόνιμα εντός της χερσονήσου[3].

Άποψη του Αγίου Όρους.

Για να φτάσουμε όμως ως εδώ έχουν προηγηθεί τρείς αντικειμενικοί λόγοι που ευνόησαν την αρχή και την επέκταση του αθωνικού μοναχισμού. Ο πρώτος ήταν η διάλυση των κωμοπόλεων που βρίσκονταν κοντά στο Όρος με αποτέλεσμα να μείνει ο τόπος έρημος και να γίνει ευνοϊκός για την εγκατάσταση μοναχών. Δεύτερον, η απομάκρυνση πολλών μοναχών από τα όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τα οποία βάλλονταν από τους εχθρούς της (π.χ. Άραβες) κάνοντας τους μοναχούς να ζητούν ασφαλέστερα μέρη για να συνεχίσουν την άσκησή τους και τέλος, ο τρίτος λόγος ήταν η πολεμική στάση των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, κατά την περίοδο της εικονομαχίας έναντι των μοναχών και του μοναχισμού ως τρόπου ζωής. Όλα αυτά συνετέλεσαν ώστε μετά την επάνδρωση, να ξεκινήσει η ακμή του μοναχισμού όπως θα δούμε και παρακάτω[4].

Ο 10ο αιώνας αποτελεί μια πολύ σημαντική περίοδο καθώς δεσπόζει η μορφή του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη ο οποίος υπήρξε ο διαμορφωτής του Αγιορείτικου μοναχισμού.

Ο Αθανάσιος (Αβραάμιος κατά κόσμον), διδάσκαλος στην Κωνσταντινούπολη, μετέβη στη Λαύρα του Κυμινά όπου και προόδευσε πάρα πολύ σε πνευματικές αρετές. Από εκεί αναχώρησε για το Άγιο Όρος όπου συνάντησε πολλούς ενάρετους ασκητές μένοντας εντυπωσιασμένος από τη σκληρή ασκητική τους ζωή και τον λιτό τους βίο. Με το ψευδώνυμο Βαρνάβας (ώστε να μην γίνει αντιληπτός) γίνεται υποτακτικός σε έναν αγράμματο γέροντα θέλοντας να ασκηθεί στην ταπείνωση.

Αφού πέρασαν περίπου τέσσερα χρόνια άσκησης και υπακοής, αποκαλύφθηκε η ταυτότητα και η ιδιότητα του Αθανασίου ως διδασκάλου και έλαβε ευλογία να αποσυρθεί στα ενδότερα του Όρους, στην ησυχία, στη θέση Μελανά, εκεί όπου έχτισε τη Λαύρα.

Στο μεταξύ, το 960 πραγματοποιήθηκε εκστρατεία του Βυζαντινού στρατού στην Κρήτη, ώστε να απελευθερωθεί ο χριστιανικός πληθυσμός από τους Άραβες. Οι μάχες ήταν σκληρές και στην προσπάθειά του να αναπτερώσει το ηθικό των ανδρών του, ο Νικηφόρος Φωκάς, ο οποίος διηύθυνε την εκστρατεία, αποστέλλει επιστολές σε μοναστήρια της Μικράς Ασίας και του Αγίου Όρους ζητώντας να στείλουν μερικούς μοναχούς κοντά στους στρατιώτες του.

Οι Αθωνίτες απάντησαν θετικά και αποφάσισαν να στείλουν τον Αθανάσιο μαζί με έναν ακόμη μοναχό τον Θεόδοτο. Επιπρόσθετα την αποστολή συνόδευσαν και ιεραπόστολοι όπως ο Νίκων ο Μετανοείτε και ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος, με σκοπό να αναζωογονήσουν την θρησκευτική ζωή του νησιού, καθώς η μακροχρόνια παρουσία του μουσουλμανικού στοιχείου στο νησί οδήγησε τον πληθυσμό σε πνευματική χαλάρωση[5]. Η αποστολή εστεύθη με επιτυχία και ο Νικηφόρος Φωκάς εξέφρασε την επιθυμία, όταν θα ολοκληρώνονταν η εκστρατεία, να ιδρυθεί ένα μοναστήρι στον Άθω, όπου θα μόναζε υπό την ηγουμενία του Αθανασίου. Ο Αθανάσιος επέστρεψε στον Άθωνα και ο Νικηφόρος Φωκάς στην Κωνσταντινούπολη, από όπου και χρηματοδοτούσε την ίδρυση της Λαύρας. Η Λαύρα η οποία ιδρύθηκε το 963 από τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη,  μπορεί να θεωρηθεί η μήτρα του κοινοβιακού μοναχισμού του Άγιου Όρους[6], και το έτος 963 ως το έτος γέννησης του αγιορείτικου μοναχισμού.

Εν τω μεταξύ, ο Νικηφόρος Φωκάς ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο και η είδηση αυτή λύπησε τον Αθανάσιο καθώς θεώρησε ότι ο φίλος του αθέτησε την υπόσχεσή του για να μονάσει. Αποτέλεσμα ήταν να εγκαταλείψει στεναχωρημένος το Άγιο Όρος και να πάει στη Μικρά Ασία και μετέπειτα στην Κύπρο. Από εκεί όμως, μαθαίνει ότι η κατάσταση στη Λαύρα, λόγω της απουσίας του, είναι τραγική και αποφασίζει να επιστρέψει προς χαρά των εκεί διαβιούντων πατέρων.

Η παρεξήγηση με τον Νικηφόρο Φωκά λύθηκε, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να εκδοθούν τρία αυτοκρατορικά χρυσόβουλα τα οποία παραχωρούσαν στη Λαύρα σημαντικές δωρεές και προνόμια, και πλέον την καθιστούσαν αυτοκρατορικό μοναστήρι με κοινοβιακό χαρακτήρα. Λόγω της φήμης που απέκτησε ο Αθανάσιος, πλήθος μοναχών συνέρρεαν στη Λαύρα (περίπου 3.000) ώστε να υποταχθούν σε αυτόν[7]. Η αύξηση όμως του κύρους του Αθανάσιου αλλά και οι συνεχείς χρηματοδοτήσεις της Λαύρας από τον Νικηφόρο Φωκά είχαν και αρνητικά αποτελέσματα, όπως την αντίδραση των υπολοίπων μοναχών του Αγίου Όρους, οι οποίοι έβλεπαν τις μονές τους να έρχονται σε δεύτερη μοίρα λόγω της έντονης οικοδομικής δραστηριότητας που αναπτύχθηκε στη Λαύρα του Αθανασίου και να παραπονούνται ότι αλλοιώνεται ο χαρακτήρας του Όρους. Η δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά από ανθρώπους του Τσιμισκή είχε σαν αποτέλεσμα αντιπροσωπεία μοναχών (με επικεφαλής τον Παύλο τον Ξηροποταμηνό[8]) να προσφύγει στον νέο αυτοκράτορα για να διαμαρτυρηθεί για αυτήν την ηγεμονική θέση την οποία είχε αποκτήσει η Λαύρα στο Άγιο Όρος[9].

Ο Ιωάννης Τσιμισκής διατήρησε τα προνόμια της Λαύρας (παρότι γνώριζε τη στενή σχέση του Αθανασίου με τον προκάτοχό του, τον Νικηφόρο Φωκά), και τα επικύρωσε με νέο χρυσόβουλο. Εκτός αυτού, o Τσιμισκής έστειλε στο Άγιο Όρος τον ηγούμενο της μονής Στουδίου, τον Ευθύμιο, να συμφιλιώσει τους διαμαχόμενους και να ρυθμίσει τον μοναχικό βίο. Ο Ευθύμιος σε συνεργασία με τον Αθανάσιο και τη συνυπογραφή άλλων 57 ηγουμένων, εξέδωσαν το 972 το Α’ Τυπικό[10] του Αγίου Όρους, το οποίο ονομάζεται και «Τράγος[11]», διότι γράφτηκε επί δερμάτων τράγων. Το κείμενο αυτό φέρει την υπογραφή του Ιωάννη Τσιμισκή και είναι από τα πιο σημαντικά κείμενα καθώς «ρυθμίζει τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες της κεντρικής διοικήσεως του Αγίου Όρους. Πιο συγκεκριμένα του Πρώτου[12], των αξιωματούχων του Πρωτάτου καθώς και της Συνάξεως των Καρυών, οριοθετεί τις σχέσεις τους με τους μοναχούς και προσδιορίζει τις σχέσεις μεταξύ των διάφορων κατηγοριών μοναχών. Παρά το γεγονός όμως ότι προστατεύει το αρχαίο καθεστώς των αναχωρητών, φαίνεται σαφώς να αναγνωρίζει την υπεροχή του κοινοβιακού συστήματος ως μεθόδου ασκητικού βίου στον Άθω»[13]. 

Ο Αθανάσιος εκτός από τη συμμετοχή του στη σύνταξη του Α’ Τυπικού, συνέγραψε και το Τυπικό της Μεγίστης Λαύρας, πού θεωρείται το θεμέ­λιο του Αγιορείτικου μοναχισμού, καθώς και δύο άλλα σημαντικά κείμενα, την Υποτύπωση και τη Διατύπω­ση[14]. Το Τυπικό του Αθανασίου διακρίνεται σε τρία μέρη. Το πρώτο αναφέρεται σε θέματα διοικητικά, όπως η εκλογή του ηγούμενου, τα καθήκοντά του και οι υποχρεώσεις του. Η Διατύπωση κάνει αναφορά στον τρόπο εκλογής του ηγουμένου ενώ η Υποτύπωση κάνει αναφορά στην τέλεση των Ιερών Ακολουθιών όλου του έτους, κάτι δηλαδή σαν ένα λειτουργικό τυπικό[15].

Ο Αθανάσιος κοιμήθηκε την 5η Ιουλίου του έτους 1000 (κατά άλλους το 1004) παραδίδοντας ένα πολύ σημαντικό έργο στον μοναχισμό. Ένα μεταρρυθμιστικό έργο το οποίο όμως δεν έχει μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα, κάτι δηλαδή σαν ένα σύνταγμα με μη μεταρρυθμιστικές διατάξεις το οποίο εδώ και μία χιλιετία ρυθμίζει την καθημερινότητα και τον βίο των μοναχών. Εκτός αυτού, ο Αθανάσιος μπορούμε να πούμε ότι είναι η έμμεση αιτία της άνθισης του αγιορείτικου μοναχισμού τον 10ο αιώνα, καθώς τον αιώνα αυτό ιδρύονται και άλλα αγιορείτικα μοναστήρια όπως του Βατοπαιδίου, του Ξηροποτάμου, και του Ξενοφώντος ενώ παράλληλα ξεκινάει και η έλευση αλλοεθνών μοναχών στο Άγιο Όρος. Από την Αμάλφη[16] της Ιταλίας καταφθάνουν Βενεδικτίνοι μοναχοί οι οποίοι ίδρυσαν τη μονή των Αμαλφηνών, Ίβηρες μοναχοί ιδρύουν τη Μονή Ιβήρων, Βούλγαροι από την Αχρίδα και τα περίχωρά της ιδρύουν τη Μονή Ζωγράφου, οι Ρώσοι ιδρύουν τη Μονή Παντελεήμωνος και οι Σέρβοι ιδρύουν τη Μονή Χιλανδαρίου[17].

Τον 11ο αιώνα η προαναφερθείσα ραγδαία αύξηση του πληθυσμού είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθούν οι ανάγκες των μοναχών σε υλικά αγαθά και ιδιαίτερα σε είδη διατροφής, με αποτέλεσμα να εισέρχονται στο Όρος πλήθος κοσμικών οι οποίοι επιδίδονταν σε εμπορικές δραστηριότητες. Η είσοδος των εμπόρων είχε σαν συνέπεια να μεταδοθούν κοσμικές συνήθειες στους μοναχούς (εμπόριο, προσφυγή σε κοσμικά δικαστήρια κ.α.) με αποτέλεσμα πολλοί προϊστάμενοι μοναστηριών να απευθυνθούν στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μονομάχο προς επίλυση των προβλημάτων. Ο Κωνσταντίνος εξέδωσε το 1048 το «Τυπικόν του Μονομάχου» στη βάση του «Α’ Τυπικού» του Ιωάννη Τσιμισκή το οποίο επιπλέον ρύθμιζε θέματα όπως την απαγόρευση του εμπορίου (πλην κάποιων εξαιρέσεων), την απαγόρευση εξόδου από το Άγιο όρος τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, την ανακατάταξη της ιεραρχίας των μονών κ.α.[18]

Σύσκεψη της Ιεράς Επιστασίας του Αγίου Όρους.

Ο 12ος αιώνας δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον πλην της συνεχιζόμενης ακμής και τη μετονομασία του Άθωνα σε Άγιο Όρος με αυτοκρατορικό χρυσόβουλο λόγω της αγιότητας των μοναστών του[19]. Το ενδιαφέρον πλέον παρουσιάζεται στον 13ο αιώνα, ο οποίος θα είναι αιώνας δεινών για το Άγιο Όρος, καθώς η διάλυση του βυζαντινού κράτους από την τέταρτη Σταυροφορία του 1204, είχε σαν αποτέλεσμα να υποστεί ληστρικές επιδρομές και βιαιότητες μέχρι να απελευθερωθεί από τον ηγεμόνα της Ηπείρου Θεόδωρο Κομνηνό. Ακολούθησε μια σειρά κατοχών (Φράγκοι, Νορμανδοί, Βούλγαροι κ.α.) και απελευθερώσεων από την αυτοκρατορία της Νίκαιας και της Κωνσταντινούπολης για να φτάσουμε στην κορύφωση των βιαιοπραγιών του 14ο αιώνα από τους Καταλανούς τυχοδιώκτες (1307-1309)[20] όπου εκτός από κλοπές, προχώρησαν σε κάψιμο μονών και σε φόνους μοναχών και λαϊκών, τόσο εντός του Αγίου Όρους όσο κι εκτός αυτού[21],[22],[23].

Όμως, ο 14ος αιώνας χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μισό χαρακτηρίζεται από τα δεινά που προκλήθηκαν λόγω των ληστρικών επελάσεων όπως προαναφέρθηκε, ενώ το δεύτερο μισό από ανασύνταξη, θεολογική ανάπτυξη και από δημιουργία νέων μοναστηριών. Παράλληλα αναπτύσσεται ο Ορθόδοξος ησυχασμός και η θεολογία δια μέσου της νοεράς προσευχής[24] στην οποία μυήθηκαν μεγάλες προσωπικότητες της Ορθοδοξίας με κυριότερη αυτή του Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος και θεωρείται ο ισχυρότερος εκπρόσωπός του ησυχασμού και του εν Άθω μοναχικού βίου την περίοδο αυτή. Ο Γρηγόριος, ο οποίος ως Αγιορείτης διετέλεσε και ηγούμενος στη Μονή Εσφιγμένου, ασκήθηκε στην περιοχή της Λαύρας, όπου και μυήθηκε στη νοερά προσευχή και τον ησυχασμό από τον Θεόληπτο Φιλαδελφείας. Εκτός από τον Γρηγόριο και άλλες μεγάλες προσωπικότητες του μοναχισμού ασκήτευσαν προσηλωμένοι στη νοερά προσευχή και στην προσπάθεια του ανθρώπου να αντικρύσει το Θαβώρειο Φως όπως ο Ισίδωρος και ο Κάλλιστος, μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ο Γρηγόριος ο Βυζάντιος, ο Νικηφόρος ο εξ Ιταλών κ.α..[25]

Η ησυχαστική κίνηση προκάλεσε τη λεγόμενη «ησυχαστική έριδα» μεταξύ του Γρηγορίου του Παλαμά και του λόγιου μοναχού Βαρλαάμ του Καλαβρού. Σύμφωνα με τον Γρηγόριο (ο οποίος είναι πιστός στη θεολογική ομολογία των πατέρων του 4ου και 5ου αιώνα), ο άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει μέτοχος της ουσίας του Θεού, μπορεί όμως να μετέχει των ακτίστων ενεργειών του Θεού και να ενωθεί με την άκτιστη χάρη Του φθάνοντας έτσι στη θέωση[26]. Από την άλλη, με τη διδασκαλία του Βαρλαάμ, ο άνθρωπος επικοινωνεί με τον Θεό με κτιστά μέσα, δηλαδή μόνο με τον νου και τη νόησή του ενώ από την πλευρά του Θεού δεν υπάρχει κάτι άκτιστο το οποίο δίδεται στους ανθρώπους[27]. Συγχρόνως επιτέθηκε κατά της βεβαιότητας των μοναχών ότι «έβλεπον τον Θεόν» και της ψυχοσωματικής μεθόδου προσευχής τους την οποία χαρακτήριζε ειρωνικώς «ομφαλοψυχίαν»[28]. Η διδασκαλία αυτή του Βαρλαάμ, βρήκε ευήκοα ώτα σε κάποιους μοναχούς του Αγίου Όρους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αναστάτωση και σύγκρουση στην αγιορείτικη κοινότητα. Το πρόβλημα αυτό ήρθε να επιλύσει η 9η Οικουμενική Σύνοδος η οποία συνήλθε το 1368 και καταδίκασε τις διδασκαλίες του Βαρλαάμ[29] και των οπαδών του (όπως του Γρηγορίου Ακίνδυνου και του Νικηφόρου Γρηγορά), αποδεχόμενη τη διδασκαλία του Γρηγορίου περί της δυνατότητας του ανθρώπου να θεωθεί. Η Εκκλησία κατόπιν αυτών, τον αγιοκατάταξε  (τιμάται την 14η Νοεμβρίου αλλά και τη β’ Κυριακή των Νηστειών) καθώς εκτός από τη θεολογική του διδασκαλία, υπήρχαν και θαύματα που επιτέλεσε σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την κοίμησή του.

Στις αρχές του 15ο αιώνα, ισχυροποιούνται οι δεσμοί του Αγίου Όρους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, ενώ με το Τυπικό του Μανουήλ Β’ του Παλαιολόγου, το οποίο εκδίδεται με χρυσόβουλο (το 1406), εκδημοκρατίζεται ο τρόπος λειτουργίας των μοναστηριών, καθώς παρέχει αποφασιστική εξουσία στο συμβούλιο της κάθε μονής (αποτελούμενο από 15 «βουλευτές» μοναχούς και κελιώτες) χωρίς τη συναίνεση του οποίου ο ηγούμενος δεν δύναται να λάβει καμία απόφαση. Επίσης, με το ίδιο χρυσόβουλο απαγορεύεται ρητώς η είσοδος γυναικών στο Άγιο Όρος, επικυρώνοντας παλαιότερη απόφαση που ήδη ίσχυε[30].

Ο 15ος αιώνας όμως, επεφύλασσε νέα δεινά για την αγιορείτικη κοινότητα, όπως και για το σύνολο της ρωμιοσύνης, λόγω της πτώσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στους Οθωμανούς , όπως θα δούμε παρακάτω.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

[1] Ό.π., Καδάς Σωτήρης, Το Άγιον Όρος. Τα μοναστήρια και οι θησαυροί τους, σ. 10.

[2] Ό.π., Αθανάσιος Αν. Αγγελόπουλος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Η μοναχική πολιτεία του Αγίου Όρους–Ιστορία, Τυπικά, Ζωή, σ.32-33.

[3] Κοσμά Βλάχου Αγιορείτου (Διακόνου), Η Χερσόνησος του Αγίου Όρους Άθω και αι εν αυτή μοναί και οι μοναχοί, πάλαι τε και νυν, Αγιορείτικη Εστία, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 16-22.

[4] Ό.π., Καδάς Σωτήρης, Το Άγιον Όρος. Τα μοναστήρια και οι θησαυροί τους, σ. 10-11.

[5] Παναγή Λουκία, Η ανακατάληψη της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά, Διπλωματική εργασία υποβληθείσα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2009, σ. 77-78.

[6] Κέντρο Διαφυλάξεως Αγιορείτικής Κληρονομιάς, Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας – Ιστορία, http://www.kedak.gr/iera-moni-megistis-lauras/odiporiko/199/, ανακτήθηκε την 28/10/2019.

[7] Παύλου Μοναχού Λαυριώτη, Ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης και ο Αγιορείτικος Μοναχισμός, Στρατιωτική Επιθεώρηση, τ. Ιουλίου – Αυγούστου 2008, σ. 132-142.

[8] Ο Παύλος Ξηροποταμηνός, αντιλαμβάνονταν τον μοναχισμό με την πολύ αυστηρή του μορφή μέσω της φυγής στην ερημιά και την τέλεια απομόνωση από τον κόσμο. Παράλληλα ήταν αντίθετος με τα μεγάλα έργα τα οποία θεωρούσε ότι αλλοίωναν τη φυσιογνωμία του τόπου και επέφεραν την πολυτέλεια. Βλ. σχετ.  Καδάς Σωτήρης, Το Άγιον Όρος. Τα μοναστήρια και οι θησαυροί τους, σ. 12-13.

[9] Ό.π., Αθανάσιος Αν. Αγγελόπουλος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Η μοναχική πολιτεία του Αγίου Όρους –Ιστορία, Τυπικά, Ζωή, σ.54.

[10] Για το πλήρες κείμενο του Α’ Τυπικού του Αγίου Όρους βλ. Αναστάσιου Βαβούσκου, Κώδικας Νομοκανονικός, Ιεροί κανόνες, Βυζαντινό Δίκαιο, Κανονικά παραπτώματα, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 808-818.

[11] «Το πολυτιμότατο αυτό κείμενο, είναι γραμμένο σε δέρμα τράγου, […] σώζεται και φυλάσσεται στο Πρωτάτο στα αρχεία της Ιεράς Κοινότητος, ως πολύτιμη πνευματική και ιστορική παρακαταθήκη του αγιορείτικου μοναχισμού» (Ευθύμιος Ν. Τσιγαρίδας, Πρωτάτο. Κυρ Μανουήλ Πανσέληνος, Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας «Θεσσαλονίκη 1997» & Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους Άθω, Καρυές – Θεσσαλονίκη, 1996, χ.σ.

[12] Σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους (βλ. αρθ. 28), Πρώτος ή Πρωτεπιστάτης, ονομάζεται ένα από τα τέσσερα μέλη της Ιεράς Επιστασίας, η οποία αποτελεί όργανο, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται με πλειοψηφία, καθώς ο Πρωτεπιστάτης, ανάμεσα στους υπόλοιπους τρεις Επιστάτες, θεωρείται πρώτος μεταξύ ίσων. Μόνον οι Μονές Μεγίστης Λαύρας, Βατοπαιδίου, Ιβήρων, Χιλανδαρίου και Διονυσίου έχουν το δικαίωμα να στέλνουν ανά 5 χρόνια ένα μοναχό ή ιερομόναχο τους, ο οποίος αναλαμβάνει Πρώτος ή Πρωτεπιστάτης του Αγίου Όρους. Τα υπόλοιπα μοναστήρια στέλνουν ανά 5 χρόνια μοναχό ή ιερομόναχο, ο οποίος αναλαμβάνει Επιστάτης, Ο «Πρώτος» του Αγίου Όρους, https://www.orthodoxianewsagency.gr/agioreitika/o-protos-tou-athona/, ανακτήθηκε την 04/10/2019.

[13] Ολόκληρο το κείμενο του Τράγου (Α΄ Τυπικό Αγίου Όρους, 972) http://agioritikesmnimes.blogspot.com/2011/10/92-972.html – ανακτήθηκε την 09-10-2018.

[14] Κωνσταντίνος Χολέβας, Νικηφόρος Φωκάς και Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, Παγχαλκιδικός Λόγος, περιοδική έκδοση του Παγχαλκιδικού συλλόγου Θεσσαλονίκης «Ο Αριστοτέλης», τεύχος 25ο, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2015, σ. 7.

[15] Ό.π., Παύλου Μοναχού Λαυριώτη, Ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης και ο Αγιορείτικος Μοναχισμός,  σ. 141-142.

[16] Περίπου 70 χιλιόμετρα νότια της σημερινής πόλης Νάπολι της Νότιας Ιταλίας.

[17] Ό.π., Χρήστου Κ. Παναγιώτης, Το Άγιο Όρος εν τω παρελθόντι και το παρόντι, σ. 39-41.

[18] Ό.π., Κοσμά Βλάχου Αγιορείτου (Διακόνου), Η Χερσόνησος του Αγίου Όρους Άθω και αι εν αυτή μοναί και οι μοναχοί, πάλαι τε και νυν, σ. 38-42.

[19] Μωυσής μονάχος Αγιορείτης, Η μαρτυρία του Άγιου Όρους στον σύγχρονο κόσμο, Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις, Τρίκαλα – Αθήνα 2003 σ. 109-110.

[20] Για τις επιδρομές των Καταλανών βλ. το σχετικό άρθρο της Mirjana Živojinović, Οι Καταλανοί στο Άγιο όρος σύμφωνα με τον βίο του Αρχιεπισκόπου Δανιήλ του Β’, Περιοδική Επιστημονική Έκδοση: Αθωνικά Τετράδια, Τεύχος 1ο, 2014. Σύμφωνα με το παραπάνω άρθρο περιγράφονται οι λεηλασίες των Καταλανών σε ολόκληρο το Άγιο Όρος αλλά κυρίως στη Μονή Χιλανδαρίου και στη Μονή Παντελεήμωνος από τον βιογράφο του Αρχιεπισκόπου Δανιήλ του Β’, ηγουμένου της Μονής Χιλανδαρίου ο οποίος είχε αποσταλεί από τη Σερβία ως κατάλληλο πρόσωπο το οποίο θα μπορούσε να διαχειριστεί αυτές τις διαφαινόμενες επιδρομές.

[21] Ό.π. Χρήστου Κ. Παναγιώτης, Το Άγιο Όρος εν τω παρελθόντι και το παρόντι, σ. 44-45.

[22] Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Καταλανοί θέλοντας να ζητήσουν συγνώμη για τις βιαιοπραγίες τους αποφάσισαν μέσω του κοινοβουλίου τους μετά από 700 χρόνια να αποζημιώσουν το Άγιο Όρος μέσω της χρηματοδότηση για την αποκατάστασης ενός ιστορικού κτιρίου του 16ου αιώνα της Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου ύψους 240.000€. βλ. http://www.kathimerini.gr/226141/article/politismos/arxeio-politismoy/katalanikh-apozhmiwsh-meta-700-eth – ανακτήθηκε την 15/10/2018

[23] Παρότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει ευρέως γνωστές οι βαρβαρότητες των Καταλανών στο Άγιο Όρος, οι τελευταίοι προχώρησαν σε βαρβαρότητες σε ολόκληρη τη Μακεδονία και κατόπιν στη Θεσσαλία και τη Βοιωτία για να καταλήξουν ως κύριοι του δουκάτου των Αθηνών το 1311. βλ. σχετικά Επαμεινώνδας Ι. Σταματιάδης Οι Καταλανοί εν τη Ανατολή. Οις προσετέθη και ανέκδοτός τις χρονολογία των Αθηνών, Αναστατικές Εκδόσεις Διονύση Καραβία, Αθήνα 1970, σ. 221-265

[24] περί νοεράς προσευχής βλ. στο κεφάλαιο «Πνευματικότητα του Αγίου Όρους» της παρούσης εργασίας.

[25] Ό.π., Κοσμά Βλάχου Αγιορείτου (Διακόνου), Η Χερσόνησος του Αγίου Όρους Άθω και αι εν αυτή μοναί και οι μοναχοί, πάλαι τε και νυν, σ. 62-64.

[26] Γεωργίου Μεταλληνού (Πρωτοπρ.),  Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς Πατέρας της Θ’ Οικουμενικής Συνόδου, Ιερά Μονή Μεγάλου Μετεώρου, Άγια Μετέωρα 2009, σ. 20-28.

[27] Θεόδωρου Ζήση (Πρωτοπρ.), Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, Εκδόσεις Βρύεννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 119.

[28] Δανιήλ, Μητροπολίτου Καισαριανής Βύρωνος και Υμηττού, Ο Ησυχασμός, Εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας», αρ. φύλλου 136, 21 Μαρτίου 2019, σ. 10.

[29] Μετά την καταδίκη του αυτή ο Βαρλαάμ προσήλθε στη Λατινική Εκκλησία και απεβίωσε ως επίσκοπός της (1348).

[30] Ό.π., Χρήστου Κ. Παναγιώτης, Το Άγιο Όρος εν τω παρελθόντι και το παρόντι, σ. 54.