Ιστορία του Αγίου Όρους: τα χρόνια της Τουρκοκρατίας

17 Φεβρουαρίου 2022

Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας(καταπιέσεις, φορολογία, Τυπικά και ακμή μέσω της Αθωνιάδας Σχολής και των «Κολλυβάδων» Πατέρων).

Όπως προαναφέρθηκε, το Άγιο Όρος ακολούθησε τη μοίρα των υπόλοιπων περιοχών με τη διαφορά ότι αρχικά οι κατακτητές επέδειξαν κάποια μεγαλύτερη επιείκεια λόγω της θρησκευτικής ιδιότητας των κατοίκων του.

Οι μοναχοί του Αγίου Όρους προσπαθώντας να διατηρήσουν καλές σχέσεις με την οθωμανική διοίκηση, πρόσφεραν την υποταγή τους στον Μουράτ Β’ τον επικυρίαρχο της Θεσσαλονίκης. Αυτός σε αντάλλαγμα αναγνώρισε το δικαίωμα των μοναχών στην ιδιοκτησία, πράγμα που επικυρώθηκε αργότερα και από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή όταν κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, εξασφαλίζοντας κατά κάποιο τρόπο την ανεξαρτησία του Αγίου Όρους[1].

Τα όποια παραχωρηθέντα όμως προνόμια αντισταθμίζονταν από βαριά φορολογία και λεηλασίες με αποτέλεσμα όλες οι μονές να ερημωθούν, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Μεγίστη Λαύρα η οποία είχε απομείνει με μόλις έξι μοναχούς, ενώ οι αλλοεθνείς μοναχοί επέστρεψαν μαζικά στις πατρίδες τους με εξαίρεση τους Βούλγαρους οι οποίοι προσέρχονταν στο Όρος αδιάκοπα[2].

Ως προς τη φορολογία, οι Οθωμανοί κατακτητές επιβάλουν δυσβάσταχτη φορολογία στο Άγιο Όρος, με τη φορολογία αρχικά να είναι 2.166 γρόσια, στη συνέχεια να φτάνει στα 3.300 γρόσια για να φτάσει στις αρχές του 19ου αιώνα στα 35.108 (!) γρόσια εξαιρουμένων των λοιπών εκτάκτων εισφορών οι οποίες ήταν κάποιες φορές βαρύτερες από τις τακτικές φορολογίες, ενώ θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η οικονομική αφαίμαξη από την πειρατεία και την επίσημη αρπαγή. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η ερήμωση των μονών, η παράλυση του κοινοβιακού συστήματος, η απαξίωση του Πρώτου στο Πρωτάτο των Καρυών και η εμφάνιση του ιδιόρρυθμου[3] συστήματος διαβίωσης. Το ιδιόρρυθμο σύστημα αποδείχθηκε ευεργετικό διότι η βαριά φορολογία δεν επέτρεπε πλέον την εύρυθμη κοινοβιακή ζωή σε ένα μοναστήρι. Παράλληλα άλλαξε και τον τρόπο διοίκησης των Μονών καθώς σταδιακά οι ηγούμενοι αντικαταστάθηκαν από επιτρόπους και στο Πρωτάτο ο Πρώτος αντικαταστάθηκε από τέσσερεις επιστάτες, πλαισιωμένους από μόνιμη ιερά σύναξη (όπως θα δούμε παρακάτω με τα Τυπικά στα τέλη του 18ου αιώνα). Το σύστημα αυτό επέφερε την άνθιση του μοναχισμού βοηθούμενο και από την οικονομική ενίσχυση που εισέρρεε από χρηματικές ελεημοσύνες προερχόμενες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τη Ρωσία, την Ιβηρία, τη Μολδαβία, τους Τσάρους της Ρωσίας, από Πατριάρχες και ευσεβείς χριστιανούς, από την εισροή χρημάτων λόγω της μεταφοράς προσκυνημάτων στις χώρες αυτές, από τους εράνους που γινόταν από τα εγκατεστημένα μετόχια αλλά και από ενεχυριάσεις πολύτιμων κειμηλίων με σκοπό τον δανεισμό ώστε να καλυφθούν τα δυσβάσταχτα οικονομικά βάρη[4].

Η βαριά φορολογία δεν ήταν το μόνο τίμημα του Αγίου Όρους στην περίοδο της Τουρκοκρατίας καθώς πολλοί Αγιορείτες μαρτύρησαν τόσο για την πίστη τους όσο και για την αγάπη τους προς την πατρίδα. Τον ακριβή αριθμό των Αγιορειτών Νεομαρτύρων[5] δεν μπορούμε να τον καθορίσουμε. Αναλόγως των πηγών ανέρχονται από εκατοντάδες έως πάνω από χίλιοι[6].

Εκτός από τις παραπάνω ενδεικτικές δυσκολίες, η περίοδος αυτή της Τουρκοκρατίας έχει να επιδείξει τις συντάξεις νέων Τυπικών που ρυθμίζουν τη μοναχική ζωή (1781, 1783 και 1810), το κίνημα των Κολλυβάδων Πατέρων, την ίδρυση της Αθωνιάδας Σχολής και την ανάδειξη σημαντικών προσωπικοτήτων που συνέβαλαν στην αφύπνιση του υπόδουλου γένους και αποτέλεσαν τη σπίθα για το ξέσπασμα της επανάστασης.

Αναλυτικότερα ως προς τα παραπάνω, την περίοδο αυτή συντάχθηκαν τρία νέα Τυπικά τα οποία επιγραμματικά ρυθμίζουν τα εξής θέματα:

α) Με το Τυπικό του 1781 καθορίστηκε η διαίρεση των είκοσι μοναστηριών σε τέσσερις πεντάδες, ο θεσμός της τετραμελούς επιστασίας, όπου ο κάθε επιστάτης διατηρεί το ¼ της σφραγίδας της κοινότητας, και ο θεσμός του Πρώτου όπου εγκαθίστατο από τον Πατριάρχη και είχε ισόβια θητεία.

β) Με το Τυπικό του 1783 ρυθμίζονται κάποια εμπορικά θέματα και  επισημοποιείται η διοίκηση του Αγίου Όρους από την τετραμελή επιστασία χωρίς όμως η κατάσταση να είναι ευχάριστη, καθώς κάποια μοναστήρια θεωρούσαν τη διοίκηση της τετραμελούς ως απολυταρχική με αποτέλεσμα να φτάσουμε στο Τυπικό του 1810.

γ) Με το Τυπικό του 1810 οι κυρίαρχοι φορείς διοίκησης του Αγίου Όρους γίνονται δύο. Η επί θητεία τετραμελής επιστασία και η μόνιμη ιερά σύναξη αποτελούμενη από είκοσι αντιπροσώπους, έναν από κάθε μονή. Αυτό το Τυπικό διοίκησης  ισχύει μέχρι και σήμερα. Αξίζει να αναφερθεί ότι με τα τρία παραπάνω Τυπικά (1781, 1783, 1810) η πλειοψηφία των μοναστηριών (έντεκα από τα είκοσι) επέστρεψαν στην κοινοβιακή ζωή[7].

Όπως προαναφέρθηκε, η περίοδος της τουρκοκρατίας δεν ήταν μόνο περίοδος δοκιμασίας αλλά υπήρξε και περίοδος άνθησης η οποία αρχίζει από τα μέσα του 18ου αιώνα. Πρωτεύοντα ρόλο διαδραμάτισε η ίδρυση της Αθωνιάδας Σχολής με σημαντική συμβολή στην αφύπνιση του Γένους και το αναγεννητικό κίνημα των λεγόμενων «Κολλυβάδων» Πατέρων[8].

Η Αθωνιάδα Σχολή ιδρύθηκε το 1749, όταν μοναχοί της Μονής Βατοπαιδίου πρωτοστάτησαν στην ίδρυση σχολείου κατόπιν και της προτροπής που έλαβαν από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο τον Ε’. Τα μαθήματα διδάσκονταν στο πρώτο κοινόβιο του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη στη Μεγίστη Λαύρα. Η Αθωνιάδα αποτέλεσε σημαντικό φυτώριο της ελληνικής Ορθοδοξίας αλλά και πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα σε φιλελεύθερες και συντηρητικότερες τάσεις, τόσο μεταξύ των καθηγητών της αλλά και μεταξύ των σπουδαστών της[9]. Πρώτος σχολάρχης της διορίστηκε ο ιεροδιάκονος Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ενώ το 1753 σχολάρχης ορίζεται ο λόγιος Ευγένιος Βούλγαρης. Ο Βούλγαρης δίπλα στα παραδοσιακά μαθήματα θα εισάγει και μαθήματα που επέτρεπαν την επαφή με τη σύγχρονη διανόηση (μαθηματικά, φυσική, φιλοσοφία, λατινικά κ.α.) με αποτέλεσμα κάποιοι να αντιδράσουν και να προχωρήσουν σε προσωπικές επιθέσεις και συκοφαντίες εναντίον του, οι οποίες τον ώθησαν σε παραίτηση[10]. Ακολούθως δίδαξαν ο Νικόλαος ο Μετσοβίτης, ο Παναγιώτης Παλαμάς, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Μακάριος ο Νοταράς, ο Αθανάσιος ο Πάριος και άλλοι σοφοί της εποχής[11]. Από τους επιφανέστερους μαθητές της υπήρξαν  ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Άνθιμος ο Ολυμπιώτης, ο Όσιος Αθανάσιος Πάριος, ο Δαμασκηνός Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ο Παΐσιος Καυσοκαλυβίτης, ο Άγιος Αθανάσιος ο Κουλακιώτης, ο κτήτορας της μονής του Μεγάλου Δένδρου στην Πάρο όσιος Κύριλλος Παπαδόπουλος, ο Ρήγας Φεραίος και ο πρώτος σχολάρχης της θεολογικής σχολής της Χάλκης Κωνσταντίνος Τυπάλδος, μετέπειτα μητροπολίτης Σταυρούπολης.

«Το 1821, εξαιτίας της ελληνικής επανάστασης, η σχολή διακόπτει τη λειτουργία της και επαναλειτουργεί στις Καρυές του Αγίου Όρους το 1842. Με εράνους επιτυγχάνεται η ανοικοδόμηση του νέου κτιρίου της στις Καρυές το 1844. Για την Αθωνιάδα ξεκινά μια νέα περίοδος μετά το 1930, όταν με απόφαση της ιεράς κοινότητας, μεταφέρεται στον εξωτερικό ξενώνα της σκήτης του Αγίου Ανδρέα με σχολάρχη τον Αρχιμανδρίτη Αθανάσιο Παντοκρατορινό. Τα επόμενα χρόνια έως σήμερα η Αθωνιάδα πέρασε περιόδους ακμής και παρακμής, αλλά συνέχισε και συνεχίζει να επιτελεί το ρόλο και να εκπληρώνει το σκοπό της»[12].

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να εξάρουμε τη διαχρονική προσφορά της Μονής Βατοπαιδίου στα γράμματα και στη μόρφωση του Ελληνισμού, καθώς εκτός από τη συμβολή της στην ίδρυση της Αθωνιάδας Σχολής που αναφέρθηκε παραπάνω, συνέβαλε δια του Αρχιμανδρίτη Ανανία του Βατοπαιδινού (1806-1876) σε ετήσιες δωρεές (διακοσίων ολλανδικών φλωριών) προς το πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ το 1875 ανέλαβε το ήμισυ της δαπάνης για την ίδρυση της Μεγάλης του Γένους Σχολής ανερχόμενη στο υπέρογκο ποσό των 3.750 λιρών Τουρκίας, συγκαταλέγοντας τη Μονή στους κύριους κτήτορες της Σχολής, ενώ τέλος η Μονή το 1913 ίδρυσε το Βατοπαιδινό Ιεροδιδασκαλείο Λάρνακας της Κύπρου[13].

Παράλληλα, την περίοδο αυτή εγείρεται το «Κολλυβαδικό» ζήτημα. Ονομάσθηκε έτσι ειρωνικά προς τους «Κολλυβάδες» Πατέρες λόγω της  διαμάχης που ξέσπασε σχετικά με την ημέρα κατά την οποία θα πρέπει να τελούνται τα μνημόσυνα. Κατά τους Κολλυβάδες η Κυριακή ημέρα, είναι η χαρμόσυνη ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου κατά την οποία δεν θα πρέπει να τελούνται μνημόσυνα. Αντιθέτως, τα μνημόσυνα θα πρέπει να τελούνται την ημέρα του Σαββάτου η οποία αποτελεί και την ημέρα των κεκοιμημένων. Στην πρότασή τους αυτή αντέδρασαν σθεναρά οι πατέρες της σκήτης της Αγίας Άννης διότι κάθε Σάββατο μετέβαιναν στις Καρυές για να πωλήσουν τα εργόχειρά τους.

Οι ενστάσεις των Κολλυβάδων δεν περιορίζονται μόνο στην ημέρα τέλεσης των μνημοσύνων αλλά και στο μείζον θέμα της συχνούς μεταλήψεως καθώς ακόμη και στους μοναστικούς κύκλους την εποχή της τουρκοκρατίας, είτε από άγνοια είτε από έναν ψευδεπίγραφό ευσεβισμό, επικράτησε η αραιή προσέλευση στη Θεία Κοινωνία ήτοι τρείς με τέσσερις φορές ετησίως. Οι Κολλυβάδες δεν ισχυρίζονταν βέβαια ότι η συχνή Μετάληψη ήταν απροϋπόθετη[14] αλλά προσπαθούσαν, μέσα από μια συνεχή προετοιμασία, νηστεία, εξομολόγηση, προσευχή και άσκηση, να διατηρήσουν τους πιστούς πάντοτε σε πνευματική εγρήγορση.

Ο εκκλησιαστικός αυτός διαφωτισμός των Κολλυβάδων ήρθε να αντιπαρατεθεί απέναντι στον ξενόφερτο διαφωτισμό προβάλλοντας την αγιότητα, τη θέωση και την αγιοπνευματική εμπειρία απέναντι στην κοσμική σοφία, την άνεση δίχως άσκηση, τη χαρά χωρίς αγώνα και τις καινοτομίες έναντι των πατερικών και ευαγγελικών παραδόσεων. Ο αγώνας των Κολλυβάδων ήταν αγώνας για επιστροφή στην Ορθοδοξία ενάντια σε ένα κύμα «προοδευτισμού» που παρατηρούνταν την εποχή εκείνη επηρεασμένο από Προτεσταντικές απόψεις. Με τον αγώνα αυτό, οι Κολλυβάδες προσπαθούσαν να εκκλησιαστικοποιήσουν την καθημερινή ζωή και να την κρατήσουν συνδεδεμένη με τη μυστηριακή ζωή, σε αντίθεση με την άλλη τάση η οποία ήθελε την προσαρμογή της εκκλησιαστικής ζωής στον ρυθμό και στις απαιτήσεις της εκκοσμικευμένης βιοτής[15].

Ο αγώνας των Κολλυβάδων θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ποιμαντικές προσφορές του Αγίου Όρους, καθώς μέσω αυτού οι Πατέρες μεριμνούσαν για την κάθαρση και τη σωτηρία των πιστών η οποία θα επιτυγχάνονταν μέσω της κάθαρσης και τους αγιασμού που προσφέρουν η άσκηση και η συχνή μετάληψη.

Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι και αγωνιστές του Κολλυβαδικού κινήματος ήταν ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Αθανάσιος ο Πάριος, ο Μακάριος ο Νοταράς, ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης, ο Χριστόφορος ο Προδρομίτης ενώ στους αντικολλυβάδες εντάσσονται ο Θεοδώρητος ο Αγιαννανίτης, ο Ιάκωβος ο Νεοσκητιώτης, ο Βησσαρίων ο εκ Ραψάνης κ.α.[16]

Συνεχίζοντας την αναδρομή στην ιστορία του Αγίου Όρους φτάνουμε στα χρόνια που οδηγούν στην επανάσταση του Γένους και την απελευθέρωσή του από τους Τούρκους. Η συμβολή και η προσφορά του Αγίου Όρους στον απελευθερωτικό αγώνα είναι σημαντική και ποικιλότροπη, καθώς βοήθησε στον αγώνα με διάφορες μορφές. Είτε με τη θυσία σε ανθρώπινο δυναμικό, όπως προαναφέρθηκε με τους Νεομάρτυρες, είτε φροντίζοντας να παραμείνει η φλόγα της πίστης στους υπόδουλους Έλληνες ζωντανή, είτε φροντίζοντας να διαφυλαχθεί η ελληνορθόδοξη παιδεία. Πολλοί αγιορείτες πολεμούν αρματολοί στα βουνά, άλλοι είναι οπλουργοί στα δέκα μεγάλα εργαστήρια του Άθωνα, ενώ άλλοι γράφουν και τραγουδούν εθνεγερτικούς θούριους. Από το 16ο αιώνα αρχίζει να ιστορείται στις τοιχογραφίες του Αγ. Όρους η ένδοξη ιστορία της φυλής. Αγιορείτες μοναχοί εγγράφονται στη Φιλική Εταιρεία και συστηματοποι­ούν το επαναστατικό ρεύμα όπως ο Ανα­νίας Λαυριώτης που ανέπτυ­ξε μεγάλη εθνική δράση και ο Γερμανός Εσφιγμενίτης[17], ενώ σημαντική υπήρξε η παρουσία των Ελλήνων μοναχών του Αγίου Όρους στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, οι οποίοι ίδρυσαν εκεί μονές και συνέβαλαν στην ενίσχυση της ελληνικής παιδείας.[18]

Κύριος εκφραστής της προσπάθειας αυτής ήταν ο Κοσμάς ο Αιτωλός, (μαζί με άλλους μαθητές της Αθωνιάδας Σχολής όπως ο Βησσαρίων από τη Ραψά­νη, ο Διονύσιος Πλαταμώνος, ο Σέργιος Μακραίος, ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος κ.α.) ο οποίος όπως προαναφέρθηκε μαθήτευσε στην Αθωνιάδα Σχολή και ασκήτευσε επί 17 χρόνια στο Άγιο Όρος, τα περισσότερα από αυτά ως μοναχός της Ιεράς Μονής Φιλοθέου[19]. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός ανέλαβε με την ιεραποστολή του να φωτίσει τους αγράμματους Έλληνες ιδρύοντας σχολεία, καθώς χάρη στις ενέργειές του, 210 Ελληνικά σχολεία χτίστηκαν και άλλα 1.100 άρχισαν να λειτουργούν ώστε να διδάσκονται οι ελληνόπαιδες τα ιερά γράμματα της πίστεως[20], με σκοπό να αποφευχθούν οι εξισλαμισμοί οι οποίοι γίνονταν μαζικά είτε για λόγους αποφυγής της βαριάς φορολογίας (που κάποιες φορές περιλάμβανε και την αρπαγή του συνόλου της αγροτικής παραγωγής) που επιβάλλονταν στους χριστιανούς κατοίκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είτε για να πετύχουν κάποιοι μέσω του εξισλαμισμού σπουδαίες και κερδοφόρες θέσεις, είτε για να αποφύγουν το να ατιμαστούν τα γυναικόπαιδα της οικογένειας. Το γεγονός αυτό είχε λάβει την μορφή του χειμάρρου, καθώς σε πολλά μέρη, ακόμη και ιερείς και Μητροπολίτες έφθασαν να ασπάζονται τον Μουσουλμανισμό και να γίνονται χοτζάδες και μουφτήδες[21]. Έτσι λοιπόν ο Κοσμάς ο Αιτωλός λαμβάνοντας την ευλογία από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Σεραφείμ Β’, αναλαμβάνει να περιοδεύσει σε ολόκληρο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο (συνοδεία 40 ιερέων) διδάσκοντας τους υπόδουλους Έλληνες κυρίως σε θέματα πίστεως. Ο Κοσμάς «ερέθισε» τους Τούρκους με τη δράση του. Επιπρόσθετα όμως το αντιεβραϊκό στοιχείο των κηρυγμάτων του (καθώς ως γνήσιο τέκνο της κίνησης των Κολλυβάδων που προαναφέραμε, καταδίκαζε τις αγοραπωλησίες που διενεργούνταν από τους Εβραίους την Κυριακή και ζητούσε τη μεταφορά τους το Σάββατο), οδήγησε στο μαρτύριό του καθώς οι Εβραίοι μέσω του χρηματισμού του Κουρτ πασά πέτυχαν τη θανάτωσή του το 1814[22]. Παρόλα αυτά ο σκοπός είχε επιτευχθεί. Ο σπόρος που έριξε ο Πατροκοσμάς, έμελλε να φυτρώσει στις καρδίες των υπόδουλων Ελλήνων, να αντιστρέψει το διαμορφωθέν κλίμα και να οδηγήσει σιγά – σιγά στην προετοιμασία του μεγάλου απελευθερωτικού αγώνα καθώς κατά πολλούς, ενδεχομένως να μην υπάρχει σημαντικότερο πρόσωπο στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς του Νέου Ελληνισμού, που να δούλεψε τόσο πολύ για τα ελληνικά γράμματα και την ελληνική παιδεία[23] αλλά κυρίως για τη διατήρηση της πίστης.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

[1] Στα σουλτανικά φερμάνια αναφέρεται ως «χώρα από την οποία νύχτα και μέρα ευλογείται το όνομα του Θεού και ως καταφύγιο των φτωχών και των ξένων» Ό.π., Καδάς Σωτήρης, Το Άγιον Όρος. Τα μοναστήρια και οι θησαυροί τους, σ. 15.

[2] Ό.π., Χρήστου Κ. Παναγιώτης, Το Άγιο Όρος εν τω παρελθόντι και το παρόντι, σ. 55-56.

[3] «Οι μοναχοί μιας ιδιορρύθμου μονής έχουν κοινή εγκαταβίωση και φέρουν την ίδια περιβολή, αλλά διαμένουν, κοιμούνται και τρέφονται στα ιδιαίτερα κελιά τους, ενώ συμμετέχουν στις κοινές ακολουθίες και παρακάθονται κάθε Κυριακή σε κοινή τράπεζα. Υπάγονται βεβαίως στην πνευματική εποπτεία του ηγουμένου της μονής, τηρούν όλες τις μοναστικές υποσχέσεις, εκτός από την υπόσχεση της ακτησίας, αναλαμβάνουν διακονήματα στην μονή, λαμβάνουν χρηματικό επίδομα για την άσκηση διακονήματος ή και συμβάλουν κατά περίπτωση για την κάλυψη των κοινών δαπανών της μονής κ.λπ.», Βλάσιου Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, Εκδόσεις Διήγηση, Αθήνα 2002, σ. 722.

[4] Ό.π., Αθανάσιος Αν. Αγγελόπουλος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Η μοναχική πολιτεία του Αγίου Όρους – Ιστορία, Τυπικά, Ζωή, σ. 67-71.

[5] Με την έννοιά Νεομάρτυρες εννοούμε τους μαρτυρήσαντες για την πίστη μετά την πτώση του Βυζαντίου το 1453 και μέχρι την εποχή μας, Δημητρίου Τσάμη, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 108.

[6] Μωυσής μονάχος Αγιορείτης, Άγιον Όρος και κόσμος, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2003, σ. 369-390.

(Στη συγκεκριμένη πηγή παραδίδεται πλήρης κατάλογος των Αγιορειτών Νεομαρτύρων κατά τη χρονολογική σειρά του μαρτυρίου τους.)

[7] Ό.π., Αθανάσιος Αν. Αγγελόπουλος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Η μοναχική πολιτεία του Αγίου Όρους –Ιστορία, Τυπικά, Ζωή, σ. 99-100.

[8] βλ. αναλυτικότερα Νικοδήμου Σκρέττα (Αρχιμ.), Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά την διδασκαλία των Κολλυβάδων, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006.

[9] Γεώργιος Καδιγιαννόπουλος, Η Αθωνιάδα Εκκλησιαστική Ακαδημία στην ιστορία και το παρόν, 2014, http://www.pemptousia.gr/2014/11/83198/ – ανακτήθηκε την 02/11/2018.

[10]MassimoCapuani&MaurizioPaparozzi, Το Άγιο Όρος – Μια χιλιετία ορθόδοξης πνευματικότητας και τέχνης, Εκδόσεις Καρακότσογλου, Αθήνα 1999, σ. 31-32.

[11] Ό.π., Μωυσής μονάχος Αγιορείτης, Άγιον Όρος και κόσμος, σ. 189.

[12] Ο.π., Γεώργιος Καδιγιαννόπουλος, Η Αθωνιάδα Εκκλησιαστική Ακαδημία στην ιστορία και το παρόν,http://www.pemptousia.gr/2014/11/83198/ – ανακτήθηκε την 02/11/2018.

[13] Βασίλειος Πάππας, Η Αθωνική πολιτεία στους εθνικούς αγώνες 1850-1913, Ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη 2018, σ. 230.

[14] «Ο κοινωνών […] πρέπει να είναι πιστό και βαπτισμένο μέλος της Εκκλησίας, να έχει βέβαιη και ακράδαντη πίστη ότι η κοινωνία είναι αυτό το σώμα και το αίμα του Κυρίου, να είναι ζων και αυτοσυνείδητος και οπωσδήποτε όχι αιρετικός, σχισματικός ή επιτιμημένος με ακοινωνησία. Επίσης […] η καταλλαγή και η συγχώρηση, ο φόβος του Θεού και η αγάπη, η αμνησικακία και η ειρήνη, η ψυχοσωματική καθαρότητα, η εξομολογητική προκάθαρση, […] η δοκιμή της συνειδήσεως η αγαπητική επιπόθηση της ευχαριστιακής υποδοχής του μεταλαμβανόμενου Κυρίου, η συντριβή, η ταπεινοφροσύνη και η κατάνυξη, η σωματική καθαρότητα ανδρών και γυναικών, καθώς και η εγκράτεια των συζύγων, αποτελούν σχεδόν το σύνολο της προευχαριστηρικής προετοιμασίας, η οποία δεν είναι ευκαιριακή, στιγμιαία, τυπική, και περιορισμένη σε περατά χρονικά όρια, αλλά δια βίου ετοιμότητα και προσδόκηση μετοχής. Ειδικότερη προϋπόθεση θεωρείται η απολύτως αναγκαία ευχαριστηριακή νηστεία, η οποία συνίσταται στην απόλυτη αποχή τροφής και πόσεως από του μεσονυχτίου μέχρι την ώρα της κοινωνίας» (Ό.π., Αρχιμ. Νικόδημου Σκρέττα, Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά την διδασκαλία των Κολλυβάδων, σ. 603-604).

[15] Ελισαίος Σιμωνοπετρίτης (Αρχιμ.) Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, Αγιορείτικος μοναχισμός και Χριστιανικό ήθος στο Άγιο Όρος Χώρα Ζώντων, σ. 369.

[16] Ό.π., Μωυσής μονάχος Αγιορείτης, Άγιον Όρος και κόσμος, σ. 323-333.

[17] Μαρία Μαντούβαλου, Η συμβολή του Αγίου Όρους στους απελευθερωτικούς αγώνες με τους Πατροκοσμάδες, Παγχαλκιδικός Λόγος, περιοδική έκδοση του Παγχαλκιδικού συλλόγου Θεσσαλονίκης «Ο Αριστοτέλης», τεύχος 1ο, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2009, σ. 33.

[18] Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, Νεοελληνική Ιστορία (1204-1940), Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 87.

[19] Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Ησυχίας Καρποί, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2016, σ.86.

[20] Αυγουστίνου Καντιώτη (Επισκόπου), Κοσμάς ο Αιτωλός «Προφητείες και διδαχές», Δημοκρατικός Τύπος Α.Ε., Αθήνα 2018, σ. 47.

[21] Στέργιου Σάκκου, Ο Απόστολος του σκλαβωμένου γένους, Εκδόσεις Ο.Χ.Α. Απολύτρωσις, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 33-36.

[22] Μιχαήλ Τρίτου, Άγιοι και Μάρτυρεςτων Ορθοδόξων Εκκλησιών της Χερσονήσου του Αίμου, Πανεπιστημιακές σημειώσεις, σ. 24-36.

[23] Ό.π., Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Ησυχίας Καρποί, σ.88.