Μνήμη Γιώργου Ιωάννου: Τα συσσίτια των κατηχητικών επί κατοχής και η Αγία Σοφία

16 Φεβρουαρίου 2022

Γιώργος Ιωάννου (1927-1985).

Τέτοια μέρα, το 1985 η Θεσσαλονίκη έχανε τον Γιώργο Ιωάννου (1927-1985). Έναν λογοτέχνη που το έργο του ταυτίστηκε με την γενέτειρα πόλη και τον κόσμο της.

Παιδί, ο ίδιος, προσφυγικής οικογένειας από την Ανατολική Θράκη που βίωσε σε μια δισυπόστατη κατάσταση την Θεσσαλονίκη. Αφ’ ενός με τον καημό της προσφυγιάς και αφ’ ετέρου ως Θεσσαλονικιός. (Όπως, βεβαίως, και την ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης με τους Μακεδόνες και τους νέους πρόσφυγες κατοίκους της).

Εν μέρει, δηλαδή, πρόσφυγας και εν μέρει Σαλονικιός. Ή καλύτερα ήταν και πρόσφυγας και Θεσσαλονικιός. Και ίσως η πρώτη διάσταση, η ιδιότητα δηλαδή του προσφυγόπουλου του όξυνε την προσπάθεια και το βλέμμα για την καλύτερη γνωριμία και την ένταξη του στον κόσμο της πόλης.

Και έγινε πιο Θεσσαλονικιός από τους ντόπιους και συνάμα εξέφρασε όλο τον προσφυγικό κόσμο, όπως βεβαίως και τους Θεσσαλονικείς. Ενώ δεν παρέλειψε με μοναδικό τρόπο να μιλήσει και για τον χαμό των συμπατριωτών του Εβραίων από την ναζιστική θηριωδία και τον απανθρωπισμό. Έγινε και για όλους αυτούς τους αδικοχαμένους μια από τις πιο σημαντικές φωνές και πέννες, ίσως η σημαντικότερη!

Ας μείνουμε, όμως, στις δύσκολες και σκοτεινές μέρες της γερμανικής κατοχής, για να δούμε μέσα από τις σελίδες που έγραψε ο Ιωάννου τι αναφέριε για τα συσσίτια των κατηχητικών τα οποία έσωσαν αρκετό κόσμο την περίοδο αυτή και στα οποία συμμετείχε και ο ίδιος, ενώ στη συνέχεια εντάχθηκε και στις ευρύτερες δραστηριότητές τους.

«…Η αίθουσα των συσσιτίων ήταν το πρώην καφενείο «Βυζάντιο» [στην πλατεία Αγίας Σοφίας], όπου προπολεμικά περνούσαμε καμιά φορά για κανένα ‘υποβρύχιο’. Όλο το κτίριο ανήκε στη ‘Φιλόπτωχο Αδελφότητα’, αλλά εγώ ήξερα από συγγενή μας, πως πίσω από αυτό το κακομοίρικο όνομα, που εμφανιζόταν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Μακεδονίας, κρύβονταν οργανώσεις σχετικές με τον Μακεδονικό Αγώνα».

[…] «Στον βορεινό τοίχο βρισκόταν πραγματικά κάτι το θαυμάσιο. Από το ταβάνι, το πολύ υψηλό ταβάνι, ως κάτω έπεφτε ένα τεράστιο γαλάζιο παραπέτασμα και στο φόντο αυτό ένας θαυμαστός Εσταυρωμένος, μεγάλος πολύ, αλλά σε αναλογίες όχι καταπιεστικές ως προς την αίθουσα. Ήταν ένας Εσταυρωμένος ‘δυτικής’ τέχνης, αρκετά ρεαλιστικός, μα σίγουρα διόλου γλυκερός. Ο Χριστός σε φυσικό τουλάχιστον, μέγεθος εικονιζόταν ως ένας συμπαθής, γεροδεμένος, άντρας, παραμορφωμένος, βέβαια, από τη σταύρωσι τόσο ώστε να γίνεται άσχημος».

[…] «Τον συμβολισμό του Εσταυρωμένου με το φόντο του τον κατάλαβα αρκετά γρήγορα, μα δεν μιλούσα. Και σε ποιόν να μιλήσω, άλλωστε; Ο Εσταυρωμένος της αίθουσας ήταν ο σκλαβωμένος, φυλακισμένος, τουφεκισμένος και πεινασμένος ελληνικός λαός. Το γαλάζιο του φόντου χρησίμευε ως επιγραφή: «ΕΛΛΑΔΑ». Το πράσινο πανί των τραπεζιών μας συμβόλιζε την ελπίδα, που αντιπροσωπεύαμε εμείς, τα νεαρά μα ατροφικά βλαστάρια των Ελλήνων. Ο Χριστός αναστήθηκε και ο λαός θα αναστηνόταν. Έπρεπε, λοιπόν, με κουράγιο, να φροντίζουμε τον εαυτό μας και να διατηρούμε την ελπίδα αυτή.

Σ’ αυτό το περιβάλλον ετελείτο το μέγα μυστήριο, που δεν είχε πράγματι καμιά σχέση με τη φοβερή λέξη ‘συσσίτιο’. Δίκαιο είχαν αυτοί που μιλούσαν με θαυμασμό».

Και όσον αφορά τον… εκκλησιαστικό προσηλυτισμό που θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει πως υφίσταντο οι συμμετέχοντες στα σωτήρια αυτά συσσίτια, μάλλον ήταν σχεδόν αδιάφορος, αφού άλλος ήταν ο στόχος τις ημέρες εκείνες. Σημειώνει ο Ιωάννου: «Οι ομιλίες που μας έκαμναν ήταν ιδιαίτερα διακριτικές και καθόλου στομφώδεις. Περί το τέλος του φαγητού μας έλεγαν μερικά λόγια πάνω σε κάποιο θέμα».

«Το κατηχητικό μας το υπενθύμιζαν, αλλά σε τόνο φαινομενικά αδιάφορο. Τα περισσότερα παιδιά του συσσιτίου δεν πατούσαν στο κατηχητικό. Αλλά κανείς – κανείς και ποτέ! – δεν έθεσε θέμα. Δεν έτρωγαν μόνον αυτοί που πήγαιναν στο κατηχητικό – κάθε άλλο.
Η λέξη ‘διώξιμο’ δεν υπήρχε. Πιθανώς, θα ακούγονταν αν παρουσιάζονταν εκεί μέσα ηθικά παραπτώματα, αλλά δεν έπνεε καθόλου τέτοιο πνεύμα. Στο κατηχητικό, όπου εγώ πήγαινα, τα παιδιά ήταν μόνο του γυμνασίου. Στο συσσίτιο τα περισσότερα ήταν του γυμνασίου, αλλά ήταν και αρκετά εργαζόμενα. Η κύρια μάζα των εργαζομένων έτρωγε το βράδυ. Εμείς είχαμε υπαλλήλους μάλλον παρά εργάτες».

Ξεχωριστό, όμως, ενδιαφέρον και σημασία έχει και η αξιοπρέπεια την οποία απολάμβαναν οι συμμετέχοντες στα εν λόγω συσσίτια μαζί με το φαγητό τους, κάτι που δεν φαίνεται να πρόσεξαν αντίστοιχες άλλες «διανομές» φαγητού:
«Το τι τρώγαμε στο συσσίτιο το έγραφα κάθε μέρα στο ημερολόγιό μου, που το έχω ακόμα. Αυτά τα ίδια φαγητά, αν μας τα μοίραζαν με το καζάνι μέσα σε ένα οικόπεδο με την κουτάλα, θα ήταν ακόμη πιο θλιβερά και σίγουρα λιγότερο ωφέλιμα. Το λέω αυτό γιατί και άλλες ομάδες, που συχνά δεν ήταν παρά καμουφλαρισμένες αντιστασιακέ οργανώσεις, είχαν ιδρύσει συσσίτια σε διάφορες γειτονιές. Αλλά είτε από αδυναμία είτε από άγνοια και έλλειψη βαθύτερης λαχτάρας είχαν δώσει σημασία μόνον στο καζάνι και την κουτάλα. Ο κόσμος έμπαινε στη γραμμή και έπαιρνε με τα κατσαρολάκια. Αυτό όμως σε καταρράκωνε, σε μετέβαλε σε ζητιάνο. Χώρια που, αν η διανομή – άλλη φριχτή λέξη: ‘διανομή’ – γινόταν στο ύπαιθρο σε έδερνε συχνά και ο καιρός».

Αλλά αφού βρισκόμαστε στην πλατεία Αγίας Σοφίας, καλά θα ήταν να επισκεφτούμε και την ίδια την εκκλησία της Του Θεού Σοφίας, μέσα από την όμορφη και γλυκειά ματιά και πέννα του θεσσαλονικιού συγγραφέα:
«Πολύ συχνά προχωρούσα μέσα στο ναό της Αγίας Σοφίας, που είναι ίσως ο ωραιότερος ναός. Θαύμαζα με δέος τα ψηφιδωτά. Εκεί μέσα δεν υπήρχε κατοχή και Γερμανία. Ήταν εκεί το κράτος του Θεού, όπου δεν μπορούσε να σ’ αγγίξει ανθρώπινη βία. Ως εκεί μέσα ακουγόταν το καμπανάκι του συσσιτίου για τη βάρδια μας. Τα αρχοντικά ψηφιδωτά είχαν κιόλας χορτάσει τη βυζαντινή ψυχή μου».

Ναι, στον ίδιο αυτό ναό έγινε και η εξόδιος ακολουθία του Γιώργου Ιωάννου. Στον ίδιο ναό στον οποίο, ο Γιώργος Ιωάννου, εν μέσω γερμανικής κατοχής ένιωθε να μην τον «αγγίζει η ανθρώπινη βία»!

Εκείνη την ημέρα η Θεσσαλονίκη ήταν στρωμένη από λευκά πέπλα χιονιού και ήταν κατάλευκη και θύμιζε τοπίο του «Έρωτας στα χιόνια» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Έναν συγγραφέα που αγαπούσε ιδιαίτερα ο Ιωάννου.

Αλλά και τι χρονιά «διάλεξε» να εγκαταλείψει την Θεσσαλονίκη ο αισθαντικός συγγραφέας της; Το 1985 η πόλη γιόρταζε τα 2.300 χρόνια από την ίδρυσή της και αυτή σχεδόν στο έμπα της χρονιάς κήδευε ένα από τα πιο σημαντικά και αξιόλογα τέκνα της. Ήταν για όλους μας κάτι το παράδοξο!

Μόλις πριν λίγους μήνες είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο του η «Πρωτεύουσα των προσφύγων» (εκδόσεις Κέδρος) – απ’ όπου και τα πιο πάνω αποσπάσματα. Ένας γλυκόπικρος τίτλος για την «πρώτη μετά την πρώτη», την συμβασιλεύουσα, την συμπρωτεύουσα!

Ο Γιώργος Ιωάννου λίγο πριν την φυγή του την ανέδειξε σε πρωτεύουσα!

Μόνο που την χρονιά εκείνη ο ναός της Του Θεού Σοφίας, όπως και τα ψηφιδωτά βρίσκονταν υπό υποστήλωση λόγω των σεισμών του 1978.

Αλλά εκείνην την ώρα της εξοδίου ακολουθίας έμοιαζε να έχουν όλα αποκατασταθεί στην παλαιότερη και πρώτη τους τους αίγλη, για να τιμήσουν τον άνθρωπο που είχε την ευαισθησία και τη «βυζαντινή ψυχή» να απολαμβάνει και να χορταίνει την χάρη που εξέπεμπε ο ναός!

Αιωνία του η μνήμη!