(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Την όμορφη αυτή ιστορία διηγήθηκε ο όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης
Μια νύχτα φεγγαρόλουστη ένας τσομπάνης προσευχόταν στο βουνό και έλεγε:
«Πόσο σε αγαπώ, Θεέ μου, που έκανες όλη αυτή την ομορφιά. Πώς θάθελα ήμουν στο σπίτι σου και να σου συγυρίζω, να σου μαγειρεύω, να σου φέρνω γάλα, να σε περιποιούμαι» και άλλα τέτοια.
Έτυχε να περάσει από κοντά ένας καλόγερος που τον άκουσε και θέλοντας να τον διορθώσει του είπε:
– Τι είναι αυτά που λες άνθρωπέ μου! Έχει ανάγκη ο Θεός να του μαγειρεύεις και να του σκουπίζεις;
Και έφυγε.
Ο τσομπάνης έπεσε σε μελαγχολία, γιατί δεν ήξερε τι άλλο να ειπεί.
Κατέβηκε από το λιθάρι του και σκεπτόταν δυστυχισμένος: «Τι μπορώ πια να κάνω εγώ για το Θεό, αφού δεν θέλει να του σκουπίζω και να του μαγειρεύω»;
Όταν όμως ο καλόγερος έφθασε στο κελλί του, άκουσε τη φωνή του Θεού να τον μαλώνει και να του λέει:
– Γιατί στενοχώρησες τον δούλο μου μ’ αυτά που του είπες; Πήγαινε να του ειπείς ότι καλά τα έλεγε.
Κι έτσι ξαναγύρισε και τον βρήκε θλιμμένο και του είπε:
– Αστεία σου έλεγα, άνθρωπέ μου, καλά τα έλεγες, συνέχισε όπως τα έλεγες.
Κι’ έτσι ξαναζωντάνεψε ο τσοπάνης και σκίρτησε η καρδιά του από χαρά, διότι ο Θεός δεχόταν την προσφορά του.
Από το βιβλίο «Θαυμαστά γεγονότα και συμβουλές του Γέροντος Πορφυρίου», νυν οσίου Πορφυρίου, των εκδόσεων η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι 2016.