Ψυχική υγεία και ενηλικίωση

22 Φεβρουαρίου 2022

Σε εποχές που η κατάθλιψη «χτυπάει κόκκινο» παγκοσμίως και μάλιστα με μέσo όρο ηλικίας ο οποίος διαρκώς κατέρχεται και αγγίζει πλέον ακόμη και τα παιδιά του Γυμνασίου, είναι απόλυτη ανάγκη να ορίσουμε εκ νέου τον ορισμό της ψυχικής υγείας και, μέσω του επιστημονικού της προσδιορισμού, να αναζητήσουμε και τις πνευματικές προϋποθέσεις επίτευξής της.

Στο άρθρο που ακολουθεί[1], ανιχνεύεται η σχέση ψυχικής υγείας και ικανότητας ενηλικίωσης. Υπεισέρχεται όμως η έννοια του πένθους και η ανάγκη, όχι απώθησης αλλά υπερβάσεώς του. Αυτή καθ΄  εαυτή όμως η λέξη μας συνδέει ευθύς με το γεγονός του θανάτου σε όλες τις μορφές του και, κατ΄ ακολουθίαν, ανοίγει διάπλατα ο δρόμος διαλόγου της ψυχολογίας με την πίστη:

«Ψυχική υγεία» είναι να μπορεί κανείς να πενθεί και να αποχωρίζεται. Σας λέω τα βασικά: το τι έχουμε περάσει για να πάμε στην εφηβεία από την παιδική ηλικία, δεν λέγεται. Εκεί που είμαστε παιδάκια, ξαφνικά μας συνέβη μία θύελλα. Άρχισε να αλλάζει το σώμα μας. Γνωρίζετε όλοι τι σημαίνει αυτό. Λέμε πως ο καλύτερος, ο αγαπημένος τόπος που περνάνε τη ζωή τους οι έφηβοι, είναι μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου τους, γιατί εκεί είναι μόνοι και τα κορίτσια σπάνε το σπυράκι, τα αγόρια φτιάχνουν το μαλλί  και λένε σε αυτόν που βλέπουν στον καθρέφτη «Πώς είσαι έτσι;», κοιτάζουν αυτό το σώμα, το καινούργιο, και προσπαθούν να το κατοικήσουν. Πολλοί μεγαλώνουν και δεν το έχουν κατοικήσει, Τους φαίνεται παράξενο. Αυτό συνεπάγεται πένθος, είναι ένας αποχωρισμός μίας σχετικά ασφαλούς παιδικής ηλικίας.

Το επόμενο πένθος είναι να αφήσεις την εφηβεία για να πας στην ενήλικη ζωή. Τα βιβλία λένε ότι αυτό το κάνεις στα 18, αλλά αυτό δεν ισχύει, το ξέρουμε πια. Μιλάμε για μία εφηβεία εν προόδω. Δείτε λίγο γύρω μας: Υπάρχουν οι έφηβοι 60, 70 χρονών, φλερτάρουν με τη γελοιότητα πολλές φορές, αλλά δεν πειράζει, ανθρώπινο είναι και αυτό. Πολιτικοί, δημόσια πρόσωπα ασυντέλεστης εφηβείας, όπως λέμε. Δεν είναι κακό. Αρκεί κανείς να αγωνίζεται με τιμιότητα για να κλείσει κάποια στιγμή την εφηβεία και να περάσει σε λίγο πιο ενήλικες μορφές ζωής.

Ενηλικίωση λοιπόν, σημαίνει ένα πράγμα: τη δυνατότητα του πενθείν. Πενθώ την εφηβεία μου και μετά, ένα σωρό πράγματα: αποχαιρετώ τα παιδιά μου, αποχαιρετώ μία φάση της ζωής μου, αποχαιρετώ το νεανικό σώμα, καθώς το σώμα μου αρχίζει να φθείρεται και πρέπει να μπω στο γήρας. Στο τέλος, τι αποχαιρετώ; Έχε γεια καημένε κόσμε…

Προσοχή τώρα σε κάτι παράδοξο: όποιος έχει κάνει καλά τις διεργασίες του πένθους, στο τέλος φεύγει καλύτερα. Είναι πολλοί που τους θαυμάζω για τον τρόπο που φεύγουν από τη γιορτή της ζωής τους. Πας σε μια ωραία γιορτή, έχει χορέψει, έχεις διασκεδάσει, έχεις χαρεί και λες: «τώρα δεν πάμε και για ύπνο να ξεκουραστούμε;» Αν δεν τα έχεις κάνει αυτά και δεν έχεις περάσει καλά, κάθεσαι και κάθεσαι, με τις ώρες -τους έχετε δει αυτούς τους ανθρώπους-, κάθονται μέχρι τις 6 το πρωί, 7. Και δε λένε να φύγουν. Περιμένουν να τους συμβεί κάτι το καλό το οποίο δεν συμβαίνει. Σαν το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, κάθονται και περιμένουν αυτό το οποίον δεν έρχεται. Και δεν μπορούν και να αποσυρθούν κιόλας. Δηλαδή πεθαίνουν καλύτερα, ορθότερα, αν μπορώ να το πω έτσι, αυτοί οι οποίοι έχουν περάσει τις διεργασίες του πενθείν στη ζωή τους.

Και το πενθείν έχει να κάνει με τον τρόπο που μπορείς να αφηγηθείς κάθε στιγμή της ζωής σου, τον εαυτό σου, την ιστορία σου. Τον άνθρωπο δεν τον καθορίζουν τόσο οι γονείς του, που αποτελούν, ασφαλώς, μία σφραγίδα, αλλά περισσότερο η ικανότητα που έχει να αφηγηθεί, να πει την ιστορία του. Όταν ακούω κάποιον να λέει την ιστορία του, όσο φρικώδης κι αν ήταν, εκεί καταλαβαίνω πως ο άνθρωπος αυτός έχει μπορέσει να αναπλάσει τη ζωή του.

Οι αφηγήσεις της ζωής μας ευτυχώς αλλάζουν. Άλλα λες όταν είσαι 20 χρονών για τους γονείς σου, αλλά λες στα 30, αλλά λες μεγαλώνοντας. Άλλα λες για το γάμο σου, για τη σχέση σου τότε, αλλά για τη σχέση σου τώρα. Δηλαδή, είμαστε ποιητές εαυτού. Ποίηση σημαίνει κατασκευάζω, δημιουργώ. Αυτή είναι η ικανότητα του πενθείν. Όχι απλώς ότι είμαι πάνω από έναν τάφο και θρηνώ. Αυτό είναι κατάθλιψη.

Ο Φρόυντ έχει κάνει την περίφημη διαφοροποίηση πένθους και μελαγχολίας. Μελαγχολία είναι όταν η σκιά του χαμένου αντικειμένου σε σκεπάζει και δεν φεύγεις ποτέ από κει. Μελαγχολία είναι όταν, επειδή ήσουν πολύ κολλημένος με τη μαμά σου, τον μπαμπά σου, την οικογένειά σου, δεν μπορείς να κάνεις δική σου οικογένεια και δική σου ενήλικη αγάπη, γιατί στο βάθος θρηνείς. Και κάθε γυναίκα ή άντρας που βλέπεις, δεν σου κάνει, γιατί δεν σε αγαπάει όπως η μάνα σου ή δεν είναι σαν την οικογένειά σου, ακόμη κι αν η οικογένειά σου ήταν εξαιρετικά ελλειμματική.  Ακόμα κι αν η μάνα σου ήταν αλκοολική και ο πατέρας σου απών. Αυτό ψάχνεις και δεν το βρίσκεις πουθενά, και ψάχνεις ένα έλλειμμα. Αυτό είναι η μελαγχολία, αυτός είναι ο ορισμός της κατάθλιψης. «Κατάθλιψη» είναι όταν δεν βλέπω ένα μέλλον, όταν κολλάω μπροστά σε έναν ανοιχτό τάφο, όταν δεν τον κλείνω, δεν μπορώ να ολοκληρώσω την εργασία του πένθους και να βάλω μία ταφόπλακα που να έχει χαραγμένο επάνω το τάδε όνομα. Όταν δεν αποδέχομαι ότι αυτό είναι η ζωή, για να μπορώ να προχωρήσω. «Κατάθλιψη» είναι να μην μπορώ να συγχωρήσω ότι έχω κάποια ελαττώματα, έχω μία μεγαλύτερη ή μικρότερη ψυχική άρρωστη, να την αναγνωρίσω, να δω τι μπορώ να κάνω για αυτή, να προχωρήσω με αυτά που έχω. Να μην μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου και διαρκώς να του επιτίθεμαι: «Πώς είσαι έτσι;…». Όλοι το κάνουμε αυτό, σαφώς, πολλές φορές, όμως, μπορεί να γίνει μαζοχιστική εμμονή».

[1] Κυριάκου Βλασσόπουλου, Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε. Ιστορίες οικογενειακών τραυμάτων και επανορθώσεων. Εκδ. ΑΡΜΟΣ, Αθήνα 2020, σσ. 79-83.