Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΡΗΤΗΣ (4 Ιουλίου), με καταγωγή από την Παλαιστίνη, έζησε μεταξύ Κων/πολης και Κρήτης[1], όπου και έγινε αρχιεπίσκοπος για 30 έτη. Διακρίθηκε για την φιλανθρωπική του δράση στην Κων/πολη και κατόπιν στην Γόρτυνα Κρήτης ανακαινιστής πολλών ναών. Ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές για την βυζαντινή γραμματολογία, διάσημος για τον «Μεγάλο Κανόνα» του και τις συνθέσεις του πλήθους ειρμών, κανόνων, ιδιόμελων τροπαρίων, και ρήτορας χαρισματικός. Τα έργα του διασώζονται μέχρι σήμερα στα Μηναία, Τριώδια, Πεντηκοστάρια κτλ.
Οι βυζαντινοί συγγραφείς και κυρίως οι άγιοι της Εκκλησίας από ταπείνωση δεν αναφέρονται σε προσωπικά τους γεγονότα, έτσι καλείται ο ερευνητής, να εμβαθύνει, κυρίως στο έργο τους και μέσα απ’ αυτό να σχηματίσει τον ψυχογραφικό χαρακτήρα του βίου τους.
Οι πληροφορίες που μας διασώζονται μέσα από τις πηγές και τα συναξάρια δεν έφτασαν μέχρι τις ημέρες μας αλώβητες, επιπλέον οι μοναχοί ως συγγραφείς σκοπό τους είχαν να προβάλλουν την ευσέβεια του βίου του αγίου και έτσι πολλά έργα τους τα οποία δεν ήταν και τόσο δογματικά ή θεολογικά παραβλέπονταν οπότε χάνονταν στην ροή του χρόνου.
Οι εγκωμιαστικοί λόγοι ή τα υμνογραφικά εγκώμια δεν γράφονταν πάντοτε από αυτόπτες μάρτυρες ούτε την ίδια χρονική περίοδο της εκδημίας του αγίου, οπότε οι πληροφορίες τους δεν ήταν πάντα αυθεντικές και γνήσιες, καθότι η ευσέβεια και ο ζήλος των συγγραφέων είχε ως κύριο σκοπό την μνήμη αγίου ως μίμηση αγίου. Έτσι οι πληροφορίες, οι καλλωπισμοί και οι επαυξήσεις στα ήδη προυπάρχοντα κείμενα γίνονταν από ευσέβεια νοθεύοντας το πρωτότυπο κείμενο.
Ο βίος του αγίου Ανδρέου Κρήτης γράφηκε από τον Νικήτα τον πατρίκιο και κυέστορα[2]. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτου του βίου του, γεννήθηκε στη Δαμασκό, από τον Γεώργιο και την Γρηγορία. Μέχρι το 7ο έτος της ηλίκιας του δεν είχε φωνή και θαυματουργικά, κατόπιν άρχισε να μιλά. Αργότερα πηγαίνει στα Ιεροσόλυμα στον ναό της Αναστάσεως, γίνεται μοναχός και νοτάριος του πατριαρχείου. Το πατριαρχείο τότε είχε εκπρόσωπο μόνο έναν πρεσβύτερο για την Οικουμενική Σύνοδο του 680/1, οπότε καλείται ο νοτάριος Ανδρέας με δύο άλλους γεροντότερους να συντάξουν μια επιτροπή να πάει στην Κων/πολη και να δώσει τα διαπιστευτήρια στον αυτοκράτορα. Το 685 φθάνει η επιτροπή στην Πόλη, αλλά ο Ανδρέας τελικά μένει εκεί και χειροτονείται διάκονος, όπου και εκεί παραμένει για 20 έτη και μετά την εκλογή του σε αρχιεπίσκοπο της νήσου Κρήτης του θρόνου του αποστόλου Τίτου[3], όπου πηγαίνει και δραστηριοποιείται, πιθανόν περί το 711. Ο βιογράφος του δεν μας δίνει πολλά στοιχεία για το συγγραφικό και υμνογραφικό του έργο. Ενίσχυσε πνευματικά την Κρήτη και την έσωσε από τους Άραβες ενώ έγιναν θαυματουργίες. Ταξίδευσε για Κων/πολη και κατά την επιστροφή του προείδε την κοίμησή του, στην Ερεσσώ της Μυτιλήνης, στον ναό της αγίας μάρτυρος Αναστασίας.
Περί το 1422 ο μοναχός Μακάριος Μακρής συγγράφει τον «βίο του αγίου Ανδρέου, αρχιεπισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου»[4]. Ο συγγραφέας εκοιμήθη λίγο αργότερα το 1425 και απ’ ότι φαίνεται χρησιμοποίησε τους αγιορείτικους κώδικες των λειτουργικών βιβλίων, που περιείχαν τα ποιητικά και υμνογραφικά έργα του Αγίου[5], καθώς και κάποια συναξάρια τα οποία αποδίδει ελεύθερα, γι’ αυτό και αναπτύσει την άποψη ότι έλαβε τον πρώτο βαθμό ιερωσύνης στα Ιεροσόλυμα, ενώ την Ερεσσώ ονομάζει Ιερισσό. Πάντως από τις αναφορές του συμπεραίνουμε ότι γνώριζε για την σύνθεση του Μεγάλου Κανόνα και τις ερμηνείες πάνω σ’ αυτόν που είχαν γίνει. Επίσης αναφέρει ότι εναρμόνησε προς την μουσική, Κανόνες και τροπάρια, για να λαμπρύνει τις γιορτές και να δώσει πνευματική ευφροσύνη στον λαό του, όπως και τον Μεγάλο Κανόνα, όχι μόνο για προτροπή σε μετάνοια και κατάνυξη αλλά και για γνώση θεοφιλή και πολυμάθεια εμμελή μέσω της ιεράς ιστορίας.
Υπάρχουν αρκετά εγκώμια ανέκδοτα στον Ανδρέα Κρήτης[6], όπως άλλα τμήματα ανέκδοτης ακολουθίας του στους Παρισινούς Ελλ. Κώδικες αρ. 13, 368, 1575, 1576, καθώς και στην βιβλιοθήκη της Μ. Λαύρας οι κώδικες (Ι, 135), (Γ, 74), (Δ, 45), κτλ. Επίσης στην έκδοση των Βολλανδιστών διασώζεται το εγκώμιο : «Μέγας άνθρωπος και τίμιος ανήρ ανδρεία και σωφροσύνη κεκοσμημένος…»[7].
Ο Ανδρέας Κρήτης ήταν απ’ αυτους τους λίγους που συνδιοργάνωσαν την σύγκλιση της συνόδου του 712 και μαζί με τον πατριάρχη, δύο αρχιερείς και κάποιους τιτλούχους της αυλής υπέγραψαν τον αναθεματισμό της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου και έκαυσαν τα πρακτικά της, παραδεχόμενοι προσωρινά τον μονοθελητισμό[8]. Ο εξωσθής πατριάρχης Κύρος είχε χειροτονήσει τον Ανδρέα Κρήτης, ενώ ο Κυζίκου Γερμανός ήταν φίλος του Ανδρέα ήδη από τα Ιεροσόλυμα και οι δύο ήταν ρήτορες και ποιητές. Φαίνεται ότι ήταν πολιτικό το παιχνίδι και η όλη ιστορία, γιατί αφού όταν έπαυσε να βρίσκεται στο θρόνο ο Αρμένιος Βαρδάνης Φιλιππικός, ο πατριάρχης Ιωάννης προσπάθησε να ανασυντάξη και περισώσει τα λίγα ήδη διασωζόμενα στοιχεία και πρακτικά της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου. Αυτά τα έστειλε σε όσους αρνούντο την καταδίκη του Μονοθελητισμού. Ο Ανδρέας απάντησε με στίχους ιαμβικούς, παραδεχόμενος την διπλή φύση και διπλή θέληση του Θεανθρώπου Κυρίου Ιησού Χριστού. Επίσης αναγνώρισε το δόγμα αυτό και ο Γερμανός Κυζίκου που κατόπιν έγινε πατριάρχης και υπερασπιστής της τιμής των αγίων εικόνων. Πολλά χρόνια αργότερα ο Θεοφάνης (+845) συντάσει Κανόνα στην μνήμη του αγίου Ανδρέου Κρήτης[9].
Ο άγιος Ανδρέας μετά την ενηλικίωσή του περί το (660-675) κατέφυγε στην μονή του αγίου Σάββα των Ιεροσολύμων όπου έλαβε την θύραθεν παιδεία την γραμματική και την θύραθεν φιλοσοφία και την εκκλησιαστική βυζαντινή μουσική και λειτουργική πράξη και ζωή μέχρι το 685. Γνώριζε την αραβική γλώσσα και την σχετική παιδεία τους, όπως αρκετοί πατέρες της αυτης μονής μέψχρι σήμερα όπως προσωπικά διαπίστωσε ο γράφων στην προ διετίας εκεί επίσκεψή μου.
Πολύ νωρίτερα από τον Ανδρέα το ίδιο από την Βηρυττό νέος είχε φτάσει στην Κων/πολη και ο Ρωμανός ο Μελωδός, που μάλλον εγκαταβίωσαν στο γνωστό μοναστήρι της Θεοτόκου των Βλαχερνών, όπου και οι δύο το ίδιο αφωσιώθηκαν στην Παναγία Θεοτόκο. Στην Πόλη ο Ανδρέας διακρίθηκε ως ρήτωρ και ως διοικητικός υπεύθυνος φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, ενώ από ταπείνωση γράφει ότι δεν έχει γνώση και θύραθεν παιδεία[10].
Μετά την εκθρόνιση του αιρετικού βασιλέα Βαρδάνη Φιλιππικού ο Ανδρέας πλέκει ωραίους ιαμβικούς στίχους[11], τους οποίους στέλνει με τον αρχιδιάκονο χαρτοφύλακα που επιστρέφει στην αγιωτάτη του Θεού Μεγάλη Εκκλησία Κων/πόλεως, ο οποίος του είχε φέρει τα περισωθέντα πρακτικά της αγίας ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου.
Στην Κρήτη γράφηκε το μεγαλύτερο μέρος του Κανόνα του, εκεί όπου και πρωτοψάλθηκε για πρώτη φορά. Ο λόγιος αυτος ποιητής και καλλιτέχνης και πρακτικός απλός άνθρωπος ενίσχυσε τον μοναστικό βίο της Κρήτης, ίδρυσε οίκους πτωχών και ασθενών και συμπαραστάθηκε στον λαό σε καιρό ανομβρίας, νόσων και λοιμών. Οι περατικές επιδρομές, οι Άραβες, οι Σαρακηνοί και άλλοι ανάγκαζαν την νήσο να οχυρώνεται, το ίδιο και τα μοναστήρια. Οργάνωσε την άμυνα της νήσου με τις έμπειρες συμβουλές του και κάποιοι βιογράφοι του νόμισαν ότι και ο ίδιος αμύνθηκε με τους πολεμιστές κατά των εχθρών όμως τέτοια πληροφορία δεν έχουμε (όπως το παράδειγμα Εφραίμ του Σύρου στη Μεσοποταμία, του πατριάρχη Σωφρόνιου Ιεροσολύμων, του πατριάρχη Σέργιου Κων/πολεως).
Ο Μέγας Κανόνας είναι δημιούργημα του Ανδρέα Κρήτης[12]. Πρωτότυπο στο είδος του και στην έκτασή του. Ο κανόνας έχει 250 τροπάρια και 11 ειρμούς. Τα τροπάρια κατά ωδές είναι : α’ 25, β’ 41, γ’ 28, ε’ 23, στ’ 33, ζ’ 22, η’ 22, και θ’ 27. Σύμφωνα με το συναξάριο του αγίου και του Κανόνα[13], ο ποιητής τα εναρμόνισε για την αποφυγή των φαύλων και στην μετάνοια να προσφεύγουμε. Αλλού επισημαίνει ότι εσχάτη η ώρα εστί γι’ αυτό προτρέπει την προετοιμασία προς την έξοδο και τα προς ταφή επιτήδεια[14]. Ομιλεί για την μετά την αμαρτία μετάνοια.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ