«Αντιλήψεις για τον Θεό στη διαρκεία της ιστορίας» 2ο μέρος: «Από την προτεσταντική μεταρρύθμιση έως σήμερα»

23 Μαρτίου 2022

Την Αναγέννηση διαδέχεται η εποχή της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης. Πρωτεργάτης της βέβαια είναι ο ιερωμένος της Παπικής Εκκλησίας, Μαρτίνος Λούθηρος. Ο Λούθηρος είναι βέβαια θρήσκος άνθρωπος, αλλά επαναστάτης. Επαναστάτησε εναντίον του Παπισμού. Δεν δέχτηκε το ρόλο του Πάπα και της Κληρικοκρατίας της Δυτικής Εκκλησίας, να είναι αναγκαίος μεσολαβητής μεταξύ Θεού και ανθρώπων (ας θυμηθούμε τα περίφημα συγχωροχάρτια).

Ο Λούθηρος γίνεται ένας θρησκευτικός επαναστάτης εναντίον της αυθεντίας του Πάπα. Δίνει μεγαλύτερη αξία στη συμβολή της θείας Χάρης για τη σωτηρία του ανθρώπου, επηρεασμένος από τις διδασκαλίες του Ιερού Αυγουστίνου. Αντίθετα η παπική Εκκλησία είχε κατασταλάξει στο γεγονός ότι ο άνθρωπος μπορεί με τις δικές του κυρίως δυνάμεις και τη συμβολή βεβαίως του ιερού κλήρου να οδηγηθεί στη σωτηρία. Η σκέψη που κυριαρχεί στο Λούθηρο και λίγο – πολύ σε όλες τις μεταγενέστερες προτεσταντικές ομάδες είναι το ότι δεν χρειάζεται ο άνθρωπος τον πάπα και τον κλήρο του (την αυθεντία του Πάπα και του Κλήρου) για να σωθεί, αλλά ο άνθρωπος μόνος του, με τη δική του προσωπική, δυνατή πίστη μπορεί να προσελκύσει τη θεία Χάρη και Αυτή να τον σώσει. Δίδεται δηλαδή, με τον προτεσταντισμό, μεγάλη σημασία στο Εγώ του ανθρώπου (εγώ θα πλησιάσω– μόνος μου- τον Θεό για να σωθώ, χωρίς την βοήθεια του πάπα και του ιερού κλήρου).

Εξέλιξη του προτεσταντικού τρόπου σκέψης είναι ο Ορθολογισμός. Ο Ορθολογισμός ορίζεται ως η συνειδητοποίηση των δυνάμεων του λόγου (λογικής) απέναντι στις αυθεντίες. Δέχεται ότι ο άνθρωπος έχει apriori (εκ των προτέρων) γενικές ιδέες κι ότι σιγά – σιγά αποκτά συνείδηση των δυνατοτήτων του λόγου του (του λογικού του). Ο εισηγητής του Ορθολογισμού στη νεώτερη εποχή είναι ο Καρτέσιος (De Cart), ο οποίος δεν ενδιαφέρεται για την ημιμάθεια του ανθρώπου, όπως αυτή επιδιωκόταν στο μεσαίωνα, αλλά για την πλήρη γνώση, για το βέβαιο. Στο μεσαίωνα είδαμε, ότι ο μόνος βέβαιος και αδιαμφισβήτητος είναι ο Θεός. Ο Καρτέσιος το απορρίπτει αυτό λέγοντας ότι, τουλάχιστον με τη λογική ή με επιστημονικά δεδομένα, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το Θεό. (Σ’ αυτό είχε δίκιο από την άποψη ότι ο Θεός δεν αποδεικνύεται με επιστημονικά δεδομένα, αλλά προσεγγίζεται μόνο με την πίστη). Και αλλάζει την βεβαιότητα του Θεού, με την βεβαιότητα του Εγώ. Του σκεπτόμενου Εγώ. Διακηρύσσει: Cogito ergo sum’’ (σκέφτομαι άρα υπάρχω). Ο άνθρωπος δηλαδή μόνο για τον εαυτό του μπορεί να είναι βέβαιος, όταν μάλιστα μπορεί να σκέφτεται και να διατηρεί τα λογικά του (δηλ. ένας τρελός δεν έχει βεβαιότητα ούτε για την ύπαρξη του εαυτού του). Από το μεσαίωνα κι έπειτα δεν επικεντρώνεται πια η βεβαιότητα του ανθρώπου στο Θεό, αλλά στο λογικό του, στο εγώ του. Αρχίζει μια άλλη πορεία. Ο άνθρωπος του μεσαίωνα έχει ως ανώτατη απόδειξη των όσων λέει τον Θεό. Η μεγαλύτερη βεβαιότητά του είναι η έννοια του Θεού. Όπως και την εποχή του μύθου είναι περισσότερο βέβαιος για την ύπαρξη του Θεού παρά για τον εαυτό του. (Θα αναρωτηθεί κάποιος: «μα που είναι το κακό; Στο μεσαίωνα ο άνθρωπος έχει γνωρίσει πλέον τον αληθινό Θεόž τον Χριστό». Ναι! Αλλά τον πιστεύει και τον λατρεύει χωρίς πλήρη συνείδηση του εαυτού του. Μοιρολατρικά κι όχι ελεύθερα και με εξελιγμένη τη συνείδησή του, από φόβο και συνήθεια κι όχι  από αγάπη κι επειδή ο ίδιος το επέλεξε. Δηλαδή όπως κι ο πρωτόγονος στην εποχή του μύθου). Δεν στηρίζεται ο άνθρωπος του μεσαίωνα καθόλου στον εαυτό του. Ενώ από την Αναγέννηση κι έπειτα, ο άνθρωπος σκέφτεται σιγά – σιγά όχι με το μύθο και τη μαγεία, η οποία είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις στο μεσαίωνα, όχι με συναισθήματα, αλλά με το λόγο (λογικό).  Αυτή η αλλαγή παίρνει σάρκα και οστά, την εποχή του Ορθολογισμού, και η βεβαιότητα του Θεού, αλλάζει με τη βεβαιότητα του Εγώ. Στηρίζεται δηλαδή ο άνθρωπος (ο ορθολογιστής) αποκλειστικά στον εαυτό του. Η πορεία αυτή του ορθολογισμού ολοκληρώνεται στην εποχή και στο Πνευματικό κίνημα του Διαφωτισμού. Ως Διαφωτισμός ή Διαφώτιση, ορίζεται η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του για την οποία είναι υπεύθυνος ο ίδιος. Ο Διαφωτισμός είναι η κορύφωση της ιστορίας του πνεύματος, (όχι μόνο της Δύσης), όπου ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τις δυνατότητες του λόγου, του μυαλού του. Καταργεί κάθε είδους δογματισμού, και ‘‘σφαγέας’’ του δογματισμού, όπως τον είπαν, ήταν ο Κάντιος (Cant), ο οποίος ως φιλόσοφος ανήκει και στη διαφώτιση και στο κίνημα του ιδεαλισμού. Μάλιστα έχει καταγραφεί στην ιστορία όχι ως διαφωτιστής, αλλά ως κριτικός ιδεαλιστής. Με τον διαφωτισμό κατανοείται και συνειδητοποιείται η ανάγκη απόδοσης των δικαιωμάτων του στον πολίτη. Γενικά και χονδρικά μπορούμε να πούμε ότι ο Κάντιος χωρίζει τη νεώτερη εποχή από το μεσαίωνα. Στόχος και επίτευγμα της νεώτερης εποχής μπορεί να θεωρείται το «ξεγύμνωμα» του δογματισμούž της αποδοχής δηλαδή άκριτα και άνευ αποδείξεων, αρχών και αυθεντιών, ως αυτονόητες. Πολύ σημαντικός προς την πορεία αυτή υπήρξε ο ρόλος της εμπειρίας και ειδικότερα του πειράματος για τις θετικές επιστήμες. Με τη βοήθεια τους περάσαμε σιγά – σιγά από τη μακριά εποχή του μεσαίωνα, στη νεώτερη, αυτή του διαφωτισμού. Με την εμπειρία προσλαμβάνεις στην ορθή τους διάσταση τα φυσικά φαινόμενα και τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων για παράδειγμα, και δεν τα αποδίδεις σε εξαιρετικά θαύματα και οράματα. Με την εμπειρία έχεις μια πιο άμεση αναφορά στον κόσμο κι όχι έμμεση όπως παλιά, που τα έβλεπες όλα μέσα από το θεϊκό πρίσμα και την βούληση του Θεού (πχ ο Θεός ανατέλλει τον ήλιο, ο Θεός τον δύει, ο Θεός ρίχνει κεραυνούς, ο Θεός φέρνει πλημύρες, τρικυμίες κ.ο.κ.). Πρόδρομος του διαφωτισμού υπήρξε όπως είδαμε ο ορθολογισμός, ενώ στην τελική του έκβαση ο διαφωτισμός μπορεί να χωριστεί σε τρία είδη:

Α) τον Αγγλικό: όπου εισάγεται έντονα το θετικιστικό στοιχείο του εμπειρισμού και του οικονομίστικου διαφωτισμού.

Β) τον Γαλλικό: στον οποίο κυριαρχεί η ιδεολογία των εγκυκλοπαιδιστών, και ο οποίος αποκλείει μαζί με την μυθολογία, και τη μαγεία κάθε είδους θρησκείας, τονίζοντας το αντιθρησκευτικό στοιχείο. Γι’ αυτόν υπάρχει μόνο η λογική και απορρίπτεται πλήρως η Θρησκεία. Αυτό έγινε κυρίως από αντίδραση στη στάση των γάλλων κληρικών της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, που από τόσους αιώνες πριν, είχαν ταχθεί στο πλευρό και με το μέρος των συμφερόντων των φεουδαρχών και των πλουσίων.

Γ) τον Γερμανικό: ο οποίος είναι αυτός που εισάγει κυρίως την έξοδο του ανθρώπου από την ανωριμότητά του και δεν απορρίπτει τη θρησκεία. (Η ανωριμότητα, ας τονίσουμε εδώ, δεν θεωρείται ως κάτι το αρνητικό για το οποίο φταίει ο ίδιος ο άνθρωπος ως σύνολο, ως πολιτισμός, ως ανθρωπότητα, αλλά θεωρείται ως ένα αναγκαίο φυσικό κακό ένεκα της προς εξέλιξη πνευματικής ηλικίας του ανθρώπου. Δηλαδή δεν μπορείς να ζητάς από ένα παιδί 10 ετών για παράδειγμα, να δείξει ωριμότητα ενός τριαντάρη. Αυτή θα έρθει με τον καιρό και τις εμπειρίες που θα του προσφέρει η ηλικιακή του αύξηση. Έτσι και η ανθρωπότητα, κλήθηκε και ωρίμασε σιγά – σιγά, μετά από κάποια στάδια ανάπτυξης). Ο γερμανικός διαφωτισμός λοιπόν, σε αντίθεση με τον γαλλικό, διαλογίζεται και φιλοσοφεί με τις «αποδείξεις» περί Θεού που τον προσφέρει η θρησκεία και συνδιαλέγεται μαζί της. Ας ξαναπιάσουμε όμως λίγο τον Κάντιο, γιατί ως κριτικός ιδεαλιστής είναι αυτός που γίνεται γέφυρα για να περάσει η σκέψη της Δυτικής Ευρώπης και στη συνέχεια της ανθρωπότητας από το κίνημα του Διαφωτισμού, σε εκείνο του Ιδεαλισμού. Για τον Κάντιο, η έννοια του Θεού δεν έχει καμιά θέση μέσα στην κριτική του καθαρού λόγου. Ο Καντ δεν αρνείται την έννοια του Θεού, δεν είναι άθεος, αλλά δεν στήριζε την ύπαρξη του Θεού σε αποδείξεις του κριτικού λόγου, της πρακτικής λογικής, αν προτιμάτε, γιατί τέτοιες δεν υπάρχουν για τον Θεό, αλλιώς τι Θεός θα ήταν άλλωστε; Αλλά την στήριζε στον πρακτικό λόγο-στην πρακτική λογική. Δηλαδή ο άνθρωπος έχει ανάγκη τον Θεό, νοιώθει την ανάγκη της ύπαρξης του Θεού και έχει την ανάγκη να πιστέψει σε αυτόν, άρα υπάρχει, λέει ο Κάντιος, Θεός. Αποδέχεται δηλαδή την ύπαρξη του Θεού ως αίτημα του ανθρώπου για να τιμωρείται το κακό και να αμείβεται το καλό, έστω και στην άλλη ζωή, για να μπορεί η ζωή του- η επίγεια -του ανθρώπου, να έχει νόημα. Διότι πρέπει να τιμωρείται το κακό και να αμείβεται το καλόž αυτή είναι κατά τον Κάντιο και η απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Μπορεί να θεωρείται ως μια καθαρά δυτικότροπη και δυτικού πνεύματος η συλλογιστική αυτή,  αλλά βοήθησε πολύ το νεώτερο άνθρωπο στο να απαλλαγεί σταδιακά από προλήψεις και δεισιδαιμονίες, στις οποίες ενέπλεκαν και το πρόσωπο ή τη φύση του Θεού, απομακρυσμένοι πολύ από τη βίωση και αυτών ακόμη των στοιχειωδών δογμάτων του χριστιανισμού. Ιδεαλισμός λοιπόν είναι η ταύτιση του είναι – της ουσίας του κόσμου με το νοείν και το σκέπτεσθαι. Δηλαδή όλος ο κόσμος δεν είναι τίποτα άλλο εκτός από έννοιες. Όλος ο κόσμος είναι μέρος της νόησης του ανθρώπου. Όλος ο κόσμος υπάρχει μέσα μας. Όλα είναι λειτουργίες του πνεύματος. Και αυτή ακόμα η ιστορία του πνεύματος βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο. Όλα είναι μέρος της αυτοσυνειδησίας του ανθρώπου. Βέβαια υπάρχουν διάφορα είδη ιδεαλισμούž όπως ο κριτικός του Κάντ, ο υποκειμενικός του Φίχτε, ο αντικειμενικός του Σέλλινγκ, ο απόλυτος του Εγέλου. Γενικά όμως μπορούμε να πούμε ότι ο ιδεαλισμός υπονοεί ότι ο κόσμος στην πραγματικότητα μπορεί να μην είναι όπως τον βλέπουμε ή να μην υπάρχει καν με την έννοια που εμείς τον καταλαβαίνουμε. Αλλά ό, τι γίνεται γύρω μας, φαίνεται έτσι, επειδή ο δικός μας νους θέλει ή μπορεί να τα συνειδητοποιεί έτσι, από την κατασκευή του. Όλα τα νιώθουμε μέσα από το προσωπικό μας ανθρώπινο πρίσμα και τη δική μας ανθρώπινη ιδέα.

Ο Υλισμός, που θεωρείται αντίποδας του ιδεαλισμού, γιατί το μόνο σημαντικό γι’ αυτόν είναι η ύλη και πατέρας του είναι ο Μαρξ, πιστεύει ότι το πνεύμα είναι μια απλή αντανάκλαση της ύλης και απολυτοποιεί τον οικονομικό παράγοντα. Όμως αυτός ο διαχωρισμός, στην ουσία δεν έχει νόημα, διότι ο υλισμός θέλει να θεμελιώσει την ιστορικο-κοινωνική του πραγματικότητα επί τη βάσει μιας ιδέας. Για χάρη της οποίας, πολλοί οπαδοί του υλισμού χάθηκαν σε διάφορες κοινωνικο-πολιτικές επαναστάσεις. Η πολύκροτη αντίθεση λοιπόν υλισμού και ιδεαλισμού είναι μάλλον εξωτερικό γεγονός ή το πολύ-πολύ να δεχθεί κανείς ότι ο υλισμός αποτελεί μια διαφοροποίηση ιδεαλισμού ή ένα περαιτέρω στάδιο εξέλιξης του σαν κι αυτά που αναφέραμε παραπάνω.

Εν συνεχεία, ο Κίργκεγκορντ, ως πατέρας του υπαρξιακού προβληματισμού, στρέφει τα προβλήματα που απασχολούν τον άνθρωπο, από ιδεολογικά σε υπαρξιακά. Δηλαδή τον προβληματίζει το τι γίνεται με την ύπαρξη του ανθρώπου καθ’ εαυτή, ως όλον, και ο σκοπός της ύπαρξης του ανθρώπου στη ζωή. Ο Σοπενχάουερ πιστεύει ότι το εγώ του κάθε ανθρώπου θέλει, αισθάνεται και πάσχει και δεν έχει καμιά δουλειά ο Θεός, ούτε καμιά σημασία, σε σχέση με τον άνθρωπο και το εγώ του, με τα πάθη του και τα προβλήματά του. έχουμε τον άνθρωπο να πάσχει στον υπαρξισμό και σιγά-σιγά να οδηγείται σε αδιέξοδο. Να οδηγείται στα όριά του και να καταλήγει στο μηδέν και στον λεγόμενο «θάνατο» του Θεού. Με την έννοια ότι ο Θεός πέθανε, δηλαδή έχασε κάθε σημασία και κάθε ρόλο που έπαιζε στη ζωή του ανθρώπου, διότι ο άνθρωπος ένιωσε ότι δεν τον χρειάζεται πλέον και τον απομάκρυνε από τη ζωή του. αναπόφευκτα λοιπόν ο άνθρωπος οδηγήθηκε στον 20ο αιώνα, στο μηδενισμό. Ο άνθρωπος πνίγεται από το μηδέν που τον περιβάλλει, όταν βλέπει ότι όλα γύρω του έχουν ένα τέλος. Όλα τα όντα πεθαίνουν και μαζί τους κάποτε κι αυτός. Η αγωνία του ανθρώπου για το τίποτα, τον θάνατο, και την αμφιβολία για το αν υπάρχει ζωή μετά από αυτόν ή την σιγουριά ότι δεν υπάρχει, τον οδηγεί στο αδιέξοδο που ονομάζουμε μηδενισμό. (Ζαν Πωλ Σαρτρ = ηρωικός μηδενισμός).

Βέβαια, για να βάλουμε μια σχετικά επίκαιρη και ευχάριστη νότα, στο σημείο αυτό που αναφέραμε για τον θάνατο του Θεού, υπό την έννοια ότι η ανθρωπότητα του 20ου αιώνα κατέληξε στο μηδενισμό, στην απομάκρυνση από τον Θεό, στο να μην υπολογίζει την έννοια του Θεού καθόλου στη ζωή της, και άρα, σιγά-σιγά να καταλήξει σε ουσιαστική αθεΐα, πρέπει να πούμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει κι εκείνη θεολογία του θανάτου του Θεού, αλλά που χαρακτηρίζεται από την ατμόσφαιρα της Μεγάλης Παρασκευής. Κι εδώ είναι νεκρός ο Θεάνθρωπος, κατά την ανθρώπινη φύση του, αλλά όχι μόνο δεν πεθαίνει ο Θεός, αλλά ούτε κι αυτός ο άνθρωπος Ιησούς δε μένει για πολύ νεκρός. Είναι βέβαιη η προοπτική της αναστάσεώς του. Γι’ αυτό η νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής χαρακτηρίζεται ως νύχτα χαρμολύπης! Γιατί είναι βεβαία η σύντομος ανάσταση του Κυρίου, που αποτελεί την ελπίδα και για την προσωπική του καθενός μας ανάσταση.

Συνοψίζοντας λοιπόν την μακρά ως εδώ πορεία μας στον χρόνο και στην ιστορία, είδαμε ότι το σκέπτεσθαι του ανθρώπου ή η ιστορία της φιλοσοφίας του, ενωμένης ως ένα σημείο αδιάσπαστα με την Θεολογία του ή αν προτιμάτε, η ιστορία της εξέλιξης του ανθρωπίνου πνεύματος, ακολούθησε (χονδρικά) την πορεία: Μυθολογία, Δογματιστική Μεταφυσική του Μεσαίωνα, Αναγέννηση, Προτεσταντισμός, Ορθολογισμός, Διαφωτισμός, Ιδεαλισμός και Υλισμός, Υπαρξισμός και, τέλος, Μηδενισμός.

Κι ενώ οι κοινωνίες γενικότερα και ειδικότερα εκείνες του λεγομένου δυτικού πολιτισμού οδεύουν προς την καθολική – γενική δηλαδή αθρησκία ή μη θρησκευτικότητα κι όχι αθεΐα, θα έλεγα, ξαφνικά, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, παρουσιάζεται, σε όλα τα πολιτισμένα έθνη, μια απότομη στροφή προς την θρησκεία και την θρησκευτικότητα και σπεύδουν, όλοι σχεδόν οι εκπρόσωποι και οι αρχηγοί των θρησκειών και ακόμα περισσότερο οι αρχηγοί των εκκλησιών του χριστιανισμού αλλά και των μουσουλμάνων, να χαρούν και να θριαμβολογήσουν, πιστεύοντας πως ο κόσμος έκανε στροφή 180ο και επιστρέφει από την αθρησκία και την θρησκευτική αδιαφορία, στον θρησκευτικό τρόπο ζωής και στην πίστη των πατέρων του. Όμως πολλές είναι και εκείνες οι φωνές, των ανθρώπων του πνεύματος κυρίως, που συνιστούν να είμαστε πιο συγκρατημένοι όσον αφορά στο θέμα αυτό, διότι παρατηρείται μεν στροφή γενικότερη της ανθρωπότητας προς την θρησκεία, αλλά όχι με ορθό, εξελιγμένο και σύγχρονο ή αυθεντικό, αν προτιμάτε, τρόπο, αλλά με έντονη δεισιδαιμονία, φόβο για το υπερφυσικό και γενικότερα με έναν μυθολογικό και πρωτόγονο τρόπο σκέψης και θρησκεύειν, για να θυμηθούμε κι αυτά που λέγαμε για τους μύθους. Τούτο το φαινόμενο, αν είναι έτσι, όσο χρόνο κι αν διαρκέσει, δεν θα είναι παρά μια παρένθεση στην όλη πορεία εξέλιξης του ανθρωπίνου πνεύματος, οπότε κάποτε θα γυρίσουμε στα ίδια και στην αθεΐα ή καλύτερα αθρησκία, όπως προτιμάμε να την λέμε, ή και αγνωστικισμό, και θα εξηγήσουμε παρακάτω το γιατί. Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή και ιδιαίτερη προσπάθεια από τους ανθρώπους που εκπροσωπούν τις θρησκείες και ιδιαιτέρως την χριστιανική, ώστε να καλλιεργούν στους πιστούς, αλλά και οι ίδιοι οι πιστοί να φροντίζουν για την πνευματική τους καλλιέργεια τοιουτοτρόπως, ώστε να εκφράζονται και να θρησκεύουν αυθεντικά και παραδοσιακά μεν, αλλά απαλλαγμένοι από στείρα σχήματα και αντιλήψεις προχριστιανικών ή και μεσαιωνικών εποχών. Διότι αλλιώς η πίστη τους δεν χτίζεται σε στέρεο έδαφος και βράχο, αλλά κινδυνεύει από τα ιδεολογικά, κι όχι μόνο, ρεύματα κάθε εποχής και ιδιαίτερα των ημερών μας και επέκεινα, όπου οι εξελίξεις, σε όλους τους τομείς, τρέχουν με ραγδαίους ρυθμούς και ταχύτητες.

Τι πρέπει ή τι μπορεί να γίνει λοιπόν, από εδώ κι έπειτα; Ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος μιας Ορθόδοξης Θεολογίας και μιας Ορθόδοξης Εκκλησίας σήμερα, σε μια σύγχρονη Ελλάδα καταρχάς και σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο κατόπιν, τώρα που έπεσαν τα σύνορα της επικοινωνίας χάρη στην επιστήμη και στην τεχνολογία; Τι νόημα μπορεί να δώσει στον τρόπο ζωής και στην αυτοσυνειδησία του σύγχρονου πολιτισμένου ανθρώπου; Μπορεί να γίνει η αιχμή του δόρατος που θα οδηγεί, ως οφείλει, την ανθρωπότητα στο επέκεινα, στο παραπέρα, στο δέον γενέσθαι, στην αλήθεια και στην πραγματική γνώση του εαυτού μας και του σκοπού μας επί της γης; Μπορεί να σώσει τον σύγχρονο άνθρωπο από τα τόσα προβλήματα που τον αποπροσανατολίζουν και τον ρίχνουν προς τα πίσω κι όχι προς τα εμπρός, προς την απελπισία κι όχι προς την ελπίδα, ουσιαστικά προς τον θάνατο κι όχι προς την ζωή;

Η απάντηση εκ πρώτης όψεως θα ήταν ίσως απλή κι εύκολη, αν παραδεχόμαστε ότι πράγματι, εκ φύσεως, αλλά και παραδειγματισμένοι από τον όλο ρόλο της στην ιστορία, η Ορθοδοξία μπορεί να σώζει τον άνθρωπο. Τον εξανθρωπίζει και τον αγιάζει, τον οδηγεί δηλαδή στον αυθεντικό στόχο και σκοπό του, στο επέκεινα, στο υπερβατικό. Ναι! Έτσι λέμε και κηρύττουμε, αλλά καταλαβαίνουμε όταν τα λέμε αυτά, τι ακριβώς εννοούμε; Ή μιλάμε τελείως από θρησκευτικής πλευράς και δεν γνωρίζουμε πώς να λειτουργήσουμε ως άνθρωποι κι ως ορθόδοξοι χριστιανοί μέσα στην Εκκλησιά μας; Για να υποψιαστούμε κάπως, όλοι μας, αυτά που άλλοι τα ζουν και τα βιώνουν, χωρίς να τα εκφράζουν με λόγια, πρέπει ίσως να προβληματιστούμε σε κάποια θέματα και να τα δούμε υπό το πρίσμα της εποχής μας, και να τα ορίσουμε έτσι που θα τα πλησιάζει η λογική μας και θα τα νοιώθει απόλυτα η ψυχή μας. Τι δέον γενέσθαι από εδώ κι έπειτα στην ανθρωπότητα;

Προσεγγίζοντας κατ’ αρχάς απολογητικά τον Θεό, παραδεχόμαστε ότι υπάρχει, αφού ο άνθρωπος μπορεί και μιλά για την έννοια του Θεού και τον έχει συνεχώς σχεδόν, εντός του νου του. Αν δεν υπήρχε, αν ήταν ανύπαρκτος, πως θα μπορούσε να συλλάβει από το πουθενά ο άνθρωπος την έννοια του Θεού; Έτσι υποστηρίζει ένας κανόνας, ένα επιχείρημα της Απολογητικής Θεολογικής Επιστήμης. Ούτε θα διερωτάτο ο άνθρωπος αν υπάρχει ή όχι Θεός. Σκοπός του ανθρώπου, όπως και ουσία του είναι να πετύχει ο άνθρωπος την αυθυπέρβασή του. Να μεταβεί δηλαδή από αυτό που είναι, σε αυτό που πρέπει να γίνει. Το «πρόβλημα» της Εκκλησίας είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο αξιολογικά προς το καλύτερο. Και καλύτερο για τον άνθρωπο είναι αυτό που πασχίζει χρόνια η Εκκλησία να το καταφέρει. 2000 χρόνια τώρα, προσπαθεί, και στην Ανατολή με αρκετή επιτυχία, (το μαρτυρούν τα νέφη των αγίων της), να κάνει τον άνθρωπο από άτομο ή μάζα, πρόσωπο! Και τι πρόσωπο; Όμοιο με εκείνο του Θεανθρώπου Χριστού. Αυτό είναι η σωτηρία, έτσι όπως την εννοούμε. Το να πορεύομαι δηλαδή συνεχώς, προς το ξεπέρασμα του εαυτού μου. Να αναχθώ στον Θεό, στο υπερβατικόν. Μπορεί να κατέληξε το ανθρώπινο πνεύμα, στον 20ο αιώνα, στο μηδενισμό, αλλά η ουσία του ανθρώπου, είναι αυτή η ορμή που έχει, για να ξεπεράσει τον εαυτό του. Αυτό είναι στη φύση του και γι’ αυτό προοδεύει, διότι είναι αναπόφευκτο να προσπαθούμε για το καλύτερο, το οποίο το βρίσκουμε με την κριτική της σκέψης μας, την λογική, την εξάσκηση του πνεύματος μας, την καλλιέργεια του νου μας και την πίστη μας. Βέβαια, στην προσπάθεια αυτή ο άνθρωπος παίρνει συχνά λάθος δρόμο, με καταστροφικές, πολλές φορές, συνέπειες για αυτή την ίδια την σωτηρία του. Αλλά και τούτο είναι το μεγαλείο της ανθρώπινης φύσης, η απόλυτη Ελευθερία της επιλογής του δρόμου του. Άρα λοιπόν, αληθινός πιστός  άνθρωπος, είναι εκείνος που προοδεύει σε όλους τους τομείς της ζωής και προχωράει με έργα προς την αυθυπέρβασή του. Όχι με λόγια. Στα λόγια πολλοί είναι οι πιστοί ή και προσποιητά, με υποκρισία, κάνουν τους πιστούς. Στα έργα όμως, και στην πρόοδό τους μένουν στάσιμοι ή πάνε και προς τα πίσω. Ο τρόπος, τώρα, που πλησιάζει ο άνθρωπος το υπερβατικόν, τον Θεό, είναι οι αξίες. Οι παντός είδους αξίες, κι όχι μόνο οι θρησκευτικές, διότι του Θεού ή της Εκκλησίας είναι το οποιοδήποτε αγαθό που συμβαίνει σε τούτο τον κόσμο. κι οποιαδήποτε αξία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο! Πιο αληθινό, πιο ξεχωριστό, πιο υπερβατικό, πιο άγιο, και τούτο πολλές φορές παρουσιάζεται σε αξίες που φαίνεται να μην έχουν καμιά σχέση με τη θρησκεία (πχ το να γίνεις ένας σωστός και καλός επιστήμονας, είναι αξία μη θρησκευτική, αλλά στην ουσία της βαθιά θεολογική και εκκλησιαστική, γιατί βοηθάς τον εαυτό σου και τους συνανθρώπους σου, για το καλύτερο, είτε σωματικά, είτε πνευματικά). Αντίθετα, απαξία είναι η ειδωλολατρία, που πολλές φορές συμβαίνει χωρίς να την καταλαβαίνουμε, διότι ειδωλολατρία είναι να λατρεύεις κάτι σχετικό και εφήμερο, κάτι ατελές, σαν αιώνιο και τέλειο, σαν κάτι το απόλυτο, σαν Θεό (πχ αθλητική ομάδα, πολιτικό κόμμα, χρήμα, τον εαυτό μου, κάποιον ηγέτη, εραστή, ερωμένη, κλπ).

Άθεος όμως, δεν είναι απαραίτητα εκείνος που δεν θρησκεύει, αλλά εκείνος που στερείται τον Θεό, εκείνος ο άνθρωπος που «δεν έχει το Θεό του», όπως λέει ο λαός μας. Κάθε φορά δηλαδή που πράττει έτσι, ώστε να κάνει το αντίθετο από εκείνο που πρέπει σε κάθε περίπτωση, εκείνος που κάνει δηλαδή το κακό. Αυτό κάποτε, άλλος σπάνια, άλλος πιο συχνά, το κάνουμε όλοι, και στην προκειμένη περίπτωση, γινόμαστε άθεοι ή αμαρτωλοί, αν το προτιμάτε, λοξοδρομούμε δηλαδή από την πορεία που μας οδηγεί στο υπερβατικόν, στο δέον, στον Θεό.

Θεό, αντίθετα, έχει εκείνος που βρίσκεται κοντύτερα από πριν στον Θεό. Αυτό το κοντά, αυτό το κοντύτερα, ονομάζεται αγιότητα. Έχει Θεό λοιπόν, έχει θρησκεία αυτός που έχει εγγύτητα στο Θεό, και εγγύτητα έχει ο άνθρωπος, όταν έχει πρόσωπο που λέγαμε, όταν πράττει το δέον, όταν προχωράει προς το υπερβατικό, όταν σκέφτεται αληθινά, όταν πραγματοποιεί το καθ’ ομοίωση, το να μοιάσει δηλαδή με την εικόνα του προσώπου του Θεού, που είναι (η οποία εικόνα είναι) ο Ιησούς Χριστός, το 2ο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Τότε έχεις κάνει την αυθυπέρβασή σου, έχεις ανταποκριθεί στην ουσία σου ως ανθρώπου, η οποία ουσία και φύση σου είναι να ξεπεράσεις αυτόν τούτον τον εαυτό σου και να γίνεις, όχι κατά φύσιν και ουσία αλλά κατά χάριν, χαριστικώς δηλαδή, ένας μικρός Θεός, ένας Άγιος. Έτσι, εάν ως αθεΐα ονομάσουμε την αμαρτία, την αλλοίωση του ανθρώπου, τον άνθρωπο χωρίς αληθινές αξίες στη ζωή του, τότε θα παραδεχθούμε ότι ένας άθρησκος, που καλλιεργεί όμως τις αληθινές αξίες στη ζωή του, είναι πολλές φορές κοντύτερα στο Θεό, έχοντας αρνηθεί τις περισσότερες φορές μια παράσταση για τον Θεό, μια μυθολογική έννοια, που προσπάθησαν να του επιβάλλουν ή να του περάσουν κάποιοι «πρωτογονίζοντες» στη θεολογική σκέψη φανατικοί. Γι’ αυτό κι ο λόγος του Κυρίου λέγει ότι στη βασιλεία των ουρανών θα βρεθούμε προ εκπλήξεων, όσον αφορά στην σωτηρία των συνανθρώπων μας. Γι’ αυτό και η Ορθόδοξη Εκκλησία με τους φορείς του και τα διοικητικά της όργανα, αλλά και τους διδασκάλους τους και τους ποιμένες της, πρέπει να είναι εξελιγμένη και σύγχρονη κι όχι στατική (κάτι βέβαια που ομολογουμένως το πέτυχε η ορθοδοξία σε αρκετά υψηλό βαθμό, σε σχέση με άλλες ομολογίες, παρά τον εξωτερικά στάσιμο ή αργοκίνητο τύπο και έκφρασή της). Η Εκκλησία πρέπει σε κάθε εποχή να λαμβάνει υπόψη της την εξέλιξη του πνεύματος που συνετελέσθη στις κοινωνίες και να μην την αγνοεί, αλλιώς δεν είναι Εκκλησιά αλλά μάλλον αίρεση. Δεν πρέπει να γίνεται ερμηνεία και εφαρμογή των Γραφών και των Πατέρων, με βάση την θεολογία της πρώτης μ. Χ. χιλιετίας μόνο, αλλά να λαμβάνεις υπόψιν σου και την δεύτερη χιλιετία, για να ερμηνεύεις σωστά, σύγχρονα και χρήσιμα για σένα, τον άνθρωπο της τρίτης χιλιετίας και το πνεύμα των Γραφών. Η σύγχρονη επιστήμη και η έρευνα δεν πρέπει να αγνοούνται, διότι τότε, σε τίποτα σχεδόν δεν θα σε ωφελήσει αν διαβάσεις τη Γένεση της Παλαιάς Διαθήκης πχ ή την Εξαήμερο του Μεγάλου Βασιλείου, που αναφέρονται στην δημιουργία του κόσμου κι έχουν τόσα υψηλά – θεολογικά – σωτηριολογικά νοήματα. Πρέπει να μη μένεις σε αυτό που διαβάζεις, αλλά να αναζητάς το πέραν, την αλήθεια, πέρα από συμβολισμούς και γλωσσικά σχήματα μιας συγκεκριμένης εποχής. Να μεταφέρεις την ουσία της σωτηρίας στην εποχή σου. Να ερμηνεύεις το παλιό με το πρίσμα του νέου. Όπως, για παράδειγμα, οι πρώτοι Πατέρες της Εκκλησίας, μας δίδαξαν να ερμηνεύουμε την Παλαιά Διαθήκη, υπό το πρίσμα της Νέας – της Καινής. Σωστή ερμηνεία των αξιών της Εκκλησίας και εφαρμογή τους, σημαίνει γνώση. Και μάλιστα γνώση Θεού. Και γνώση Θεού σημαίνει σωτηρία ή θέωση του ανθρώπου. Γνωρίζω τον Θεό, σημαίνει σώζομαι προσπαθώντας – ψάχνοντας να βρω και να πράξω το σωστό. Γίνομαι Άγιος, θα πει γίνομαι πιο αληθινός. Εκκλησία του Χριστού, Θεολογία και αλήθεια, υπάρχει, όπου υπάρχει κοινωνία – επικοινωνία με το Θεό. Αυτό δεν είναι μια διανοητική ενέργεια του ανθρώπου, αλλά η πραγματοποίησή των διαφόρων αξιών μέσα στη ζωή. Εκκλησία και ορθόδοξη θεολογία είναι η ζωή του ανθρώπου στην αυθεντικότητά της, δηλαδή η Θέωση. Γι’ αυτό Θεολογία, Εκκλησία, αληθινή θρησκεία και γνήσια πίστη, είναι κατ’ ουσία ένα και το αυτό γεγονός. Στην εποχή μας, όλα τα επιμέρους προβλήματα του ανθρώπου παίρνουν την λύση τους μόνο αν τα αναφέρουμε ως όλον, κι όχι αποκομμένα από την όλη στάση ζωής μας και κοσμοθεωρίας μας. Αλλά, σήμερα δυστυχώς, έχουμε μεταφυσική πενία και φτώχεια. Ενώ στο μεσαίωνα ο Θεός ήταν η πηγή των λύσεων όλων των προβλημάτων, τώρα –σήμερα μόνο η θεολογία είναι θρησκευτική ή καλύτερα, μόνο η θρησκεία είναι θεολογική. Σήμερα, με τον όρο θρησκεία εννοούμε τον θρησκευτικό, και μόνον, τρόπο αναγωγής μας στο υπερβατικό – στο Θεό. Και ως θεολογία εννοούμε την καλλιέργεια των νοητικών στοιχείων του θρησκευτικού τρόπου αναγωγής μας στο υπερβατικό. Στην εποχή μας, στην πραγματικότητα έχει μειωθεί η γνήσια θρησκευτικότητα και έχει αυξηθεί η μαγεία και η δεισιδαιμονία, διότι και ανθρώπους που εκκλησιάζονται, μπορεί κανείς, όχι σπάνια, να τους δει να καταφεύγουν, για να βρουν λύσεις στα προβλήματά τους, σε αστρολόγους, μάγους, χαρτορίχτρες, μάντεις και απατεώνες, κομπογιαννίτες θεραπευτές ή απλώς, παράλληλα με τον Χριστό, να πιστεύουν και σε πλήθος προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Έχω την εντύπωση ότι επιστρέφουμε στη θρησκεία ως κοινωνία, όχι από γνήσια πίστη και αγάπη προς τον Θεό, αλλά διότι επέστρεψε στη ζωή μας το παράλογο, ο φόβος για τη μετά θάνατον τύχη μας και οι υπαρξιακές και μεταφυσικές ανασφάλειες μας. Και το χειρότερο είναι ότι, για πολλούς, ακόμη και θεολόγους, ακόμη και κληρικούς, ο Θεός είναι πλέον, μόνο μια θρησκευτική έννοια. Μια έννοια, που, πολλές φορές, δεν έχει σχέση με το υπερβατικό και τον υψηλό στόχο της ανθρώπινης φύσης, που είναι η θέωση. Διότι, πραγματικά, ο υπερβατικός Θεός, είναι πιο πέρα από τη θρησκευτική έννοια που δίνουμε στον Θεό, ακόμα και σήμερα. Είναι πλέον τόσο μακριά ο Θεός από εμάς, τους γήινους και χωμάτινους και ξεπερασμένους ανθρώπους, ώστε να μην τον φτάνουμε; Όχι βέβαια, αλλά είδαμε για παράδειγμα το κράτος, σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, να προσπαθεί να αντικαταστήσει τη θρησκεία, όπως και τον αθλητισμό και τους καλλιτέχνες, σε ορισμένες περιπτώσεις, να κάνουν το ίδιο. Όταν λοιπόν δεν υπάρχουν στη ζωή μας αληθινές και αιώνιες αξίες, αλλά σχετικές και εφήμερες, όπως οι παραπάνω (όχι ο αθλητισμός και μη τέχνη ως αξίες, αλλά διάφοροι συγκεκριμένοι φορείς τους), χάνεται στον άνθρωπο η ορμή για ζωή, για θέωση, (διότι οι αξίες οι αληθινές είναι, πέρα από στόχος, και το περιεχόμενο της ζωής) και αναπτύσσεται η ορμή του θανάτου (βλέπε ναρκωτικά – βία – εγκληματικότητα). Ως αποτέλεσμα στις μέρες μας, υπάρχει το φαινόμενο του οικονομισμού, που σημαίνει απολυτοποίηση του κέρδους. Ο άνθρωπος αντικαθιστά τις αξίες, με τον οικονομισμό. Τον κάνει υποκατάστατο των αξιών του. Κατάντησε σήμερα να παραγκωνίσει τις άλλες αξίες και να γίνει ιδεολογία ο οικονομισμός. Είναι το τελευταίο στάδιο της εξέλιξης του ανθρωπίνου πνεύματος, που προς το παρόν μας οδηγεί και στο ίδιο μέλλον. Ο άνθρωπος, επειδή δεν μπορεί να ζει χωρίς αξίες, βρίσκει διάφορα υποκατάστατα αυτών, δηλαδή ψευδείς αξίες. Κι αυτό γιατί η φύση του ανθρώπου μισεί το κενό. Τέτοια ψευδή αξία είναι τα ναρκωτικά και ο οικονομισμός. Είναι βαθιά θεολογικά προβλήματα αυτά, διότι σε αυτή την πλάνη έχουν πέσει και άνθρωποι (όχι λίγοι) που θέλουν να λέγονται «της Εκκλησίας». Κι ενώ η Εκκλησία, εκείνο που κάνει, από τη φύση της, είναι να δίνει στόχους αληθείς στον άνθρωπο, εκείνοι έχουν ως στόχο τους το χρήμα και σε αυτό πιστεύουν και μνέουν περισσότερο από ότι στον Θεό, στον συνάνθρωπο, στον ίδιο τον εαυτό τους. Κι επειδή εμείς όλοι οι άνθρωποι είμαστε η Εκκλησία, εμείς αποτελούμε την Εκκλησία, άλλοι δυνάμει κι άλλοι εν ενεργεία, ας μην πέφτουμε στην πλάνη να θεωρούμε ως άθεους και αμαρτωλούς, ανθρώπους που δεν θρησκεύουν όπως εμείς ή έχουν διαφορετική αντίληψη της έννοιας του Θεού απ’ ότι εμείς, αλλά η ζωή τους είναι υπόδειγμα για πολλούς «αγίους», διότι άθεος, όπως προείπα, είμαστε ο καθένας από εμάς, όταν αμαρτάνουμε, και άγιοι γινόμαστε όταν επανερχόμαστε στην πορεία της κατακτήσεως της κορυφής, καλλιεργώντας τις αξίες του δέοντος τρόπου ζωής, για τον άνθρωπο. Οι καιροί άλλαξαν και η θρησκευτικότητα των ανθρώπων αλλάζει αργά και σταδιακά ανά τους αιώνες – σήμερα ίσως πιο γρήγορα από ποτέ (αλλιώς εκφραζόταν, σε ό, τι αφορά στην επικοινωνία με το θείον, στο Βυζάντιο, αλλιώς θέλει να εκφραστεί τώρα). Κρατάει όμως σαν συνθετικό κρίκο, σαν σκάλα και γέφυρα του κοινού αγώνα των ανθρώπων κάθε εποχής, τον στόχο και τον σκοπό της φυλής μας, του ανθρωπίνου είδους μας, που είναι το ξεπέρασμα της απαξίας και η καλλιέργεια της αξίας, η ομοίωσή μας με το υπερβατικό, το πέρασμά μας στη σφαίρα του αιωνίου και του θείου, μακριά από τα γήινα δεσμά της μικρότητας, της κακίας, του φανατισμού, του εγωισμού, της μισαλλοδοξίας και της κακομοιριάς, που ως μη όφειλαν, μας κρατάνε, πολλούς ίσως από εμάς, «σκλάβους στα δεσμά μας», εμποδίζοντάς μας έτσι να γίνουμε ελεύθεροι. Ελεύθεροι που πολιορκούνται μεν από τις απαξίες ή αντιαξίες της πεπτωκυίας φύσης μας, αλλά ατενίζουν την ελευθερία του ουρανού, του υπερβατού, του θείουž και αγωνίζονται γι’ αυτήν με όλο το σθένος και τη δύναμη της ψυχής τους.

(Πηγή βασική της συγκεκριμένης διάλεξης είναι οι προσωπικές μου σημειώσεις – ανέκδοτες –  από τις προφορικές παραδόσεις του αειμνήστου καθηγητού της Συστηματικής Θεολογίας, της Θεολογικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α., Κωνσταντίνου Παπαπέτρου, στο μάθημα «Εγκυκλοπαιδεία της Θεολογίας», 1995-1999, εμπλουτισμένες, επεξεργασμένες και συστηματοποιημένες, με δικές μου έρευνες, για να λάβουν την σημερινή μορφή).