Από την οικογνωσία στη θεογνωσία

15 Μαρτίου 2022

Ας εξετάσουμε πρώτα κατά πόσο είναι σε θέση ο άνθρωπος να γνωρίζει σε όλο το βάθος και το πλάτος το φυσικό κόσμο.

Αν λάβουμε υπόψη ότι η ταυτότητα του ανθρώπου δεν σχηματίζεται μονοδιάστατα αλλά πολυδιάστατα, τότε μπορούμε να θέσουμε το πλαίσιο εντός του οποίου είναι δυνατή η αποτελεσματική προσέγγιση και πραγματική γνώση του φυσικού κόσμου: Η οικογνωσία πλαισιώνεται από τη θεογνωσία, την αυτογνωσία και την κοινωνιογνωσία, γιατί χωρίς αυτές η θεογνωσία είναι είτε αδύνατη, είτε αποσπασματική είτε  προβληματική. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για την καθεμιά από αυτές. Εν προκειμένου γνωρίζει καλύτερα τη φύση όποιος γνωρίζει το Δημιουργό της, τον εαυτό του και τον πλησίον. Το ίδιο ισχύει αν θέσουμε την οικογνωσία ως προϋπόθεση της γνώσης του Θεού, του ανθρώπου και του συνανθρώπου.

Το Θεό γνωρίζει ορθά αυτός που κοινωνεί με αυτόν στη βάση της ορθόδοξης πίστης, του ορθόδοξου ήθους και της ορθόδοξης στάσης ζωής.  Μια ορθή γνωριμία του εαυτού μας προϋποθέτει την αυτογνωσία που προκύπτει από την ορθή απάντηση στα ερωτήματα ποιος είμαι, γιατί υπάρχω και πού πηγαίνω.  Με την απάντηση στα ίδια ερωτήματα επιτυγχάνεται και η γνώση του άλλου.

Η αθέτηση των ανωτέρω προϋποθέσεων οδηγεί σε ακραίες, και γι’  αυτό  λαθεμένες, οικολογικές προσεγγίσεις, που φιλοσοφικά εκφράστηκαν ως φυσιοκρατία ή αντιφυσιοκρατία ενώ θεολογικά ως φυσιολατρία ή ακραίες ασκητικές  τάσεις και στάσεις.

Η θεοποίηση του φυσικού κόσμου, ή αλλιώς ειδωλολατρία, και η λατρεία των κτισμάτων, προϋποθέτει την απιστία και την αδυναμία του ανθρώπου να οδηγείται μέσω των κτισμάτων στον Κτίστη, δείγματα και τα δύο της έλλειψης κοινωνίας με το Δημιουργό του κόσμου. Σ’ αυτή τη συνάφεια είναι δυνατόν να περιορίζει κάποιος την πίστη του στις δημιουργικές ενέργειες του Θεού αλλά να απιστεί στην ενεργή κυβερνητική και προνοητική του παρουσία. Πρόκειται για τη θεωρία του δεϊσμού που πολλοί «δήθεν» άνθρωποι του Θεού επικαλούνται για να ενεργούν ως πληρεξούσιοί του επί της γης.

Η αποθέωση των κτισμάτων μπορεί να εκφράζεται με τρεις τρόπους: α) την θεοποίηση και λατρεία των φυσικών δυνάμεων, ιδιαίτερα κατά το παρελθόν, όταν κυριαρχούσαν δεισιδαιμονικές απόψεις και απουσίαζε η επιστημονική προσέγγιση και απόδειξη των φαινομένων, β) την συναφή άρνηση και αποχή από τη χρήση ιερών φυσικών όντων, και γ) την υπερκατανάλωση και υπεραπόλαυση των φυσικών αγαθών, κάτι που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα την εποχή μας και εντάσσεται στον υπέρμετρο ευδαιμονισμό.

Σχετικά με τη δαιμονοποίηση του φυσικού κόσμου, αυτή αναπτύσσεται κυρίως σε θρησκευτικά περιβάλλοντα, όπου η ύλη και η χρήση της ταυτίζονται με το κακό και την αμαρτία. Πρόκειται για γνωστικές και μανιχαϊστικές θεωρήσεις που αφορμώνται από μια δυαρχική αντίληψη για τη σχέση σώματος και ψυχής, με το σώμα να θεωρείται πηγή της αμαρτίας και εχθρός της ψυχής. Αντίληψη παντελώς απαράδεκτη στην βιβλική και ορθόδοξη Παράδοση που αντιμετωπίζει το σώμα ως Ναό του αγίου Πνεύματος, υποστηρίζοντας ότι ο ασκητής δεν είναι σωματοκτόνος αλλά παθοκτόνος.

Είναι φανερό ότι και οι δύο ανωτέρω στάσεις του ανθρώπου προς το φυσικό περιβάλλον αφενός ακυρώνουν κάθε δυνατότητα αληθινής οικο-θεογνωσίας και αφετέρου ανοίγουν το δρόμο για την κατάχρηση ή την παράχρηση του φυσικού κόσμου.

Ο μόνος τρόπος για να οδηγηθεί κάποιος από τη γνώση του κόσμου στη γνώση του Θεού είναι αυτός που απαγορεύει τη θεώρηση και χρήση του ως αυτοαγαθού. Μια τέτοια αντίληψη απορρίπτεται τόσο από την αιτία της δημιουργίας του όσο και από την αποστολή του. Ο κόσμος πλάστηκεεπειδή επρόκειτο να δημιουργηθεί ο άνθρωπος με μοναδική αποστολή να υπηρετεί τις ανάγκες του. Άρα ο κόσμος υπάρχει για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για τον κόσμο.

Η θεώρηση του κόσμου ως αυτοαγαθού αυτονόητα οδηγεί στην απο-θέωσή του με την έννοια της άρνησης του ανθρώπου να τον συνδέσει με το Δημιουργό Θεό, αναζητώντας αλλού το αίτιο της ύπαρξής του. Στο πλαίσιο αυτό αναπτύσσονται αθεϊστικές θεωρίες, θεωρητικού ή πρακτικού χαρακτήρα, για την αυθυπαρξία του κόσμου.  Οι μεν θεωρητικές στηρίζονται σε «υπερβατικά» επιστημονικά άλματα, για τα οποία θα μιλήσουμε στο επόμενο άρθρο μας, οι δε πρακτικές στην έμπρακτη αθεΐα, την ωφελιμιστική και ιδιοτελή άρνηση αναφοράς του κόσμου στο Θεό. Τέτοιες απόψεις καταγράφονται ήδη από τους Πατέρες της Εκκλησίας, κυρίως από το Μ. Βασίλειο και το Γρηγόριο το Θεολόγο, απόψεις που αναφέρονται στον αυτοματισμό, την τύχη, την κακή συντυχία, κ. ά.

Σε όποιον δεν χρησιμοποιεί ή δεν γνωρίζει τον αποτελεσματικότερο τρόπο θεογνωσίας, που εξασφαλίζεται με την εκκλησιαστικοποίηση, δύο είναι οι δρόμοι που υπήρχαν εξ αρχής και οδηγούν στη θεογνωσία, καθώς γράφει ο ιερός Χρυσόστομος, ο φυσικός κόσμος και η συνείδηση. Αυτού του είδους η θεογνωσία είναι έμμεση και χαρακτηρίζεται «φυσική» σε αντιδιαστολή προς την «υπερφυσική» γνώση που είναι άμεση και προκύπτει από την προσωπική κοινωνία Θεού και ανθρώπου στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού. Ο συγκεκριμένος τύπος γνώσης δεν είναι καινούριος αφού συνιστούσε χαρακτηριστικό της αρχέγονης παραδείσιας ζωής, όταν ο άνθρωπος συνομιλούσε ως ίσος προς ίσο με τον Δημιουργό του. Διακόπηκε με την αμαρτία και επειδή ο Θεός ουδέποτε απομακρύνθηκε ούτε και εγκατέλειψε τον άνθρωπο, του έδωσε τις δύο παραπάνω ικανότητες για να μη χαθεί παντελώς η επικοινωνία και επομένως η υλική και πνευματική τροφοδοσία.

Στο πλαίσιο της «φυσικής» θεογνωσίας ο φυσικός κόσμος, καθώς σημειώνει ο Μ. Βασίλειος, λειτουργεί ως διδασκαλείο των λογικών όντων και ως παιδευτήριο θεογνωσίας, επειδή μέσω των αισθητών και ορατών πραγμάτων ο νους χειραγωγείται στην προσέγγιση και ερμηνεία  των αοράτων. Αυτονόητα πίσω από την αναφορά στα αόρατα κρύβονται οι δημιουργικές, κυβερνητικές και προνοητικές ενέργειες του Θεού.Το δόγμα της θεολογίας, γράφει ο Μ. Βασίλειος, είναι εγκατεσπαρμένο μυστικά στη φύση. Είναι το ίδιο που και ο Παύλος έγραψε: «τάἀόρατααὐτοῦἀπό κτίσεως κόσμου τοῖςποιήμασι νοούμενα καθορᾶται» (Ρωμ. 1, 20).

Αυτές τις ενέργειες συναντά όποιος διερευνά τα ορατά και αισθητά της Δημιουργίας, ιδιαίτερα οι επιστήμονες, αρκεί να επιχειρείται με αγαθή προαίρεση, δέος και σεβασμό. Τότε μόνο, με τη συνέργεια της Χάριτος, μπορούν να ακούσουν τους μεν ουρανούς να διηγούνται τη δόξα του Θεού, το δε στερέωμα να αναγγέλλει το Δημιουργό του, καθώς γράφει ο ψαλμωδός (Ψαλμ. 18,1-3).

Ωστόσο η φύση δεν αρκείται μόνο στη αναγγελία του Δημιουργού αλλά αναλαμβάνει και το ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ Θεού και ανθρώπου, ιδιαίτερα μετά την απομάκρυνση του τελευταίου από τον Παράδεισο, αν κρίνουμε από όσα διαλαμβάνει όχι μόνο το σχετικό τροπάριο του όρθρου της Τυρινής αλλά και πολλά τροπάρια της Μ. Εβδομάδος. Διαμεσολάβηση που συμβάλλει μέσω ακραίων και καταστροφικών φυσικών φαινομένων στη συναίσθηση της αμαρτίας ως απαραίτητης προϋπόθεσης για  την αποκατάσταση της κοινωνίας του ανθρώπου με τον Πλάστη.

Με λίγα λόγια όποιος έχει καθαρά μάτια, ανοικτά αυτιά και σε ετοιμότητα όλες τις λοιπές αισθήσεις του μπορεί εύκολα μέσα από την ελάχιστη παρατήρηση των φυσικών φαινομένων να εντοπίσει την παρουσία και δράση του Θεού.

Λεπτομέρειες και παραδείγματα για τον τρόπο που τα όντα «θεολογούν» θα έχουμε την ευκαιρία να παραθέσουμε σε επόμενες σελίδες αυτής της σειράς.