«Η Εκκλησία εκ φύσεως είναι ριζοσπαστική στα μέσα για την σωτηρία του ανθρώπου, και ταυτόχρονα αυθεντικά παραδοσιακή.»

13 Μαρτίου 2022

« Ἡ Ἐκκλησία ἐκ φύσεως εἶναι ριζοσπαστική στά μέσα γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, καί ταυτόχρονα αὐθεντικά παραδοσιακή.»

Π: Μέσα στίς ἔκτακτες ὑγειονομικές συνθῆκες πού βιώνει ἐδῶ καί δύο χρόνια ἡ ἀνθρωπότητα, ποιές ἀλλαγές πιστεύετε ὅτι ἔχουν συντελεσθεῖ στήν ζωή τῶν Χριστιανῶν;

Γ: Κατ ̓ ἀρχήν εὐχαριστῶ γιά τήν τιμή νά δώσω μία συνέντευξι στήν καθόλα φιλότιμη φοιτητική προσπάθεια τοῦ περιοδικοῦ σας. Ὄντως εἶναι ὡραῖο, σύγχρονο καί ὠφέλιμο καί στό πλαίσιο τοῦ χρόνου μου φροντίζω νά διαβάζω κάποια ἄρθρα του. Βέβαια δέν ζῶ στόν σφυγμό τοῦ κόσμου, ἀλλά στόν ρυθμό καί τήν ἀτμόσφαιρα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἑπομένως οἱ σκέψεις μου θά εἶναι ἑνός ἁγιορείτου πού τυχαίνει, λόγῳ τῆς διακονίας του, νά ἀφουγκράζεται προβλήματα καί προβληματισμούς ποικιλίας ἀνθρώπων πού ἐπισκέπτονται τήν Μονή. Ἄν καί ἡ ἐρώτησή σας ἀπαιτεῖ εἰδικές γνώσεις τῆς συγχρόνου πραγματικότητος, κοινωνικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς, θά προσπαθήσω νά εἶμαι ἐντός τοῦ θέματος.

Στό πρῶτο ἐρώτημα ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι σέ μιά πρώτη ματιά φαίνεται ὅτι ἔχουν συντελεσθεῖ ἀλλαγές στήν ζωή τῶν χριστιανῶν. Πρῶτα ἀπ ̓ ὅλα ἔχουν ὑποστεῖ δυσκολίες ὅσες ὑπέστη καί ὅλη ἡ κοινωνία. Δημοσκοπήσεις καί ὅσες ἐν γένει ἀπόψεις κυκλοφοροῦν ποικιλοτρόπως καταλήγουν στό ἴδιο συμπέρασμα: «ἡ κοινωνία βρίσκεται σέ βρασμό μέ χαλασμένο θερμοστάτη». Ἡ πανδημία ἔβρεξε «ἐπί δικαίους καί ἀδίκους». Κυριαρχεῖ παντοῦ, στήν ἀρχή πιό ἔντονα, τώρα πιό ἤπια, τό ἄγχος, ἡ ψυχική ἐξάντληση, ὁ φόβος, ἡ αἴσθηση τῆς ρουτίνας, ἡ διστακτικότητα, ἡ καχυποψία, ἡ θλίψη. Καί αὐτό δέν εἶναι παράλογο, διότι γενικά οἱ ἐπιδημίες–πανδημίες -αὐτό εἶναι κανόνας, ὄχι ἐξαίρεση-, ἀλλάζουν τήν ἱστορία, τήν τοπική καί παγκόσμια. Μοιάζουν σάν τούς ἀσκούς τοῦ Αἰόλου καί ἀποκαλύπτουν «τούς διαλογισμούς τῶν καρδιῶν», τῆς κοινωνίας καί κάθε ἀνθρώπου ξεχωριστά, τόν λόγο καί τόν τρόπο μέ τά ὁποῖα πορεύονται μέσα στήν ἱστορία.

Οἱ πιστοί χριστιανοί ὡς πρός τίς ψυχικές ἐπιβαρύνσεις, εἴτε αὐτές ἐμφανίζονται σάν παθολογικά φαινόμενα, εἴτε εἶναι περιστασιακές ἀτομικές ἤ οἰκογενειακές, ἔχουν καλύτερη ἀσπίδα προστασίας καί πλεονεκτοῦν στά μέσα ἀντιμετώπισης ἀπ ̓ ὅσους, θά λέγαμε, δέν ἔχουν σχέση μέ μιά ἐκκλησιαστική κοινότητα ἤ πνευματική ἀναφορά. Ἀκόμη καί ἡ μοιραία ἀπομόνωση, λόγῳ περιοριστικῶν μέτρων, γιά τούς χριστιανούς δέν ἦταν καί δέν εἶναι μιά ψυχική ἀπομόνωση, ἀλλά μόνωση μέ τήν αἴσθηση τῆς μυστικῆς κοινωνίας στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν προσευχή, τήν μελέτη, τήν, ἔστω περιορισμένη, λατρεία καί προσφορά. Ἐνῶ ὁ κόσμος στήν ἀρχή τοῦ ἐγκλεισμοῦ μιλοῦσε γιά πράγματα πού πρώτη ἴσως φορά ἐκτιμοῦσε τόσο, ἐνῶ στήν πραγματικότητα τά ὑποτιμοῦσε, οἱ χριστιανοί αὐτά τά ἔχουν, σχεδόν πάντα, σάν δεδομένα, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς πρωτοφανέρωτες συνθῆκες καί δυσκολίες, καί δέν ἀφήνουν νά ὑπερισχύσουν οἱ τοξικές καί φοβικές ἐκδοχές ἀντιμετωπίσεως ἑνός «ἰσχυροῦ» ἀντιπάλου. Ἀναφέρομαι σ ̓ αὐτά, ὄχι ὡς ἄγνωστα, ἀλλά γιά νά τονίσω τό συγκριτικό πλεονέκτημα τοῦ πνευματικοῦ ὁπλοστασίου τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία φυλάσσει στά ἀμπάρια της «μέλι, κερί καί λιβάνι» γιά τήν θεραπεία ψυχῶν καί σωμάτων.

Ἀσφαλῶς στόν τόπο ἀσκήσεως τῆς προσωπικῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς συμμετοχῆς στήν λατρεία, τά μυστήρια καί τίς λοιπές δράσεις προσφορᾶς, ὑπῆρξαν καί διατηροῦνται περιορισμοί καί ἀλλαγές, τά ὁποῖα, ἐμπιστευόμενοι στίς συντεταγμένες ἡγεσίες τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας, ἀποβλέπουν στήν προστασία τῆς δημόσιας ὑγείας καί ἔχουν προσωρινό χαρακτήρα. Ὅμως αὐτά, πέρα ἀπό τήν εὔλογη ἀντίδραση πού φέρνουν, εἶναι ἐξωτερικά καί προσωρινά. Αὐτά τά στερητικά μέτρα εἶχαν γιά πολλούς μία θετική ἀντίδραση. Δηλαδή ἔφεραν μιά προσμονή καί μιά δίψα. Αὐτό πού φαινόταν δεδομένο καί τό ἔχασαν νοιώθανε νά τούς λείπει. Συνειδητοποίησαν πολλοί τήν ἀξία τοῦ ἐκκλησιασμοῦ καί τό γεγονός ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τροφός καί τά Μυστήρια δίνουν τήν ὄντως Ζωή. Ἔπειτα, ἡ ἀγωνία γιά τήν ὑγεία ὁδήγησε πολλούς σέ προσευχή τόσο γιά τούς ἴδιους καί τούς οἰκείους τους, ὅσο καί γιά ἄλλους ἀνθρώπους πού ἀντιμετώπιζαν πρόβλημα. Ἡ καθημερινή μάλιστα συνάντηση τῆς ἀπειλῆς τοῦ θανάτου, σέ οἰκείους, φίλους, ἀδελφούς, νοηματοδότησε εὐεργετικά τόν τρόπο ζωῆς καί συμπεριφορᾶς. Ὅμως τά ὑποστηρικτικά αὐτά μέτρα διευκολύνσεως γιά τήν παρακολούθηση τῶν ἀκολουθιῶν ἤ συνάξεων, πρέπει νά θεωροῦνται καί αὐτά προσωρινά καί νά μή μείνουν ὡς πιό εὔκολος καί ἀτομικός τρόπος συμμετοχῆς στήν ἐκκλησιαστική ζωή.

Ἀκόμη ἡ πανδημία ὑποχρέωσε καί τούς πιστούς νά ἐξετάσουν τόν τρόπο εἰρηνικῆς καί δημιουργικῆς συμβίωσης στήν οἰκογένεια, στήν δική τους «κατ ̓ οἶκον ἐκκλησίαν», καθώς
καί νά μετρήσουν τό πνεῦμα ἠθικῆς εὐθύνης καί σεβασμοῦ ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον.

Δόθηκε ἀκόμη ἡ ἀφορμή νά προβληματισθεῖ ὁ πιστός στό θέμα τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως, πού ἀποτελεῖ καίριο θέμα τῆς ζωῆς του καί λειτουργεῖ ὡς πόλος ἑνότητος καί ὡριμάνσεως ἐν Χριστῷ.

Ἡ κυριώτερη ὅμως ἀλλαγή πού ἦλθε στό φῶς μέσα στίς ἔκτακτες ὑγειονομικές συνθῆκες εἶναι ἡ ἀτομική καί μεμονωμένη ἔκφραση μέ διάφορους τρόπους στά μέσα ἐνημερώσεως, ἀπόψεων σχετικῶν μέ τά θέματα τῆς πανδημίας πού καλλιεργοῦν τήν τάση διχασμοῦ καί διασπάσεως τῆς ἑνότητος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Δέν εἶναι αὐτό κάτ ̓ ἀνάγκην κακό οὔτε εἶναι κάτι πρωτοφανές, ἀλλά τείνει μέ τήν πανδημία νά λάβη φανατικές διαστάσεις καί νά ντυθεῖ τόν μανδύα μιᾶς ἰδεολογίας. Δέν ὑπάρχει, κατά μίμηση τῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητος, διάλογος ἤ ὑπεύθυνες ὁμάδες ἐργασίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου διεξάγονται συζητήσεις, ἐξετάζονται ἐπιλογές καί λαμβάνονται ἀποφάσεις. Αὐτό θά ἦταν ἐπωφελές καί παιδαγωγικό, ἰδιαιτέρως χρήσιμο γιά τήν διαμόρφωση ἑνός κοινοῦ πλαισίου ἐκφράσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως καί ἐνημερώσεως κάθε ἐνδιαφερομένου.

Ἐν τέλει οἱ ἀλλαγές πού εἶναι ἐμφανεῖς μέ τήν πανδημία στήν ζωή τῶν χριστιανῶν, διαγράφουν μία ἀπειλή, ὅμως ἀποτελοῦν καί σημαντική εὐκαιρία ἀναστοχασμοῦ καί ἀνακάλυψης μιᾶς πιό οὐσιαστικῆς σχέσεως μέ τήν ἐκκλησιαστική παράδοση καί ζωή, τά ὁποῖα δέν ξεχωρίζουν τήν κοινωνική καί πνευματική ζωή, ἀλλά τήν ταυτίζουν στό ὅραμα τοῦ ἐν Χριστῷ «καινοῦ ἀνθρώπου».

Εἶναι ἐνδιαφέρον νά προσέξουμε μία παράγραφο τοῦ μηνύματος τῶν Χριστουγέννων τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου, ὅπου σημειώνονται τά ἑξῆς : «Ἀπαιτεῖται εἰς τήν ἐποχήν μας ποιμαντική φαντασία, διάλογος ὄχι ἀντίλογος, μετοχή ὄχι ἀποχή, συγκεκριμένη πρᾶξις ὄχι ἀπόκοσμος θεωρία, δημιουργική πρόσληψις ὄχι γενική ἀπόρριψις. Ὅλα αὐτά δέν λειτουργοῦν εἰς βάρος τῆς πνευματικότητος καί τῆς λατρευτικῆς ζωῆς, ἀλλά ἀναδεικνύουν τήν ἀδιάσπαστον ἑνότητα τῆς λεγομένης «καθέτου» καί «ὁριζοντίου» διαστάσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς παρουσίας καί μαρτυρίας. Πιστότης εἰς τήν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἐγκλωβισμός εἰς τό παρελθόν, ἀλλά ἀξιοποίηση τῆς πείρας τοῦ παρελθόντος προσφυῶς ἐν τῷ παρόντι».

Π: Πῶς ἡ Ἐκκλησία, ὡς πνευματική Μητέρα, μπορεῖ νά συμβάλλει στήν πνευματική διαχείριση τῶν κρίσεων τῶν ἀνθρώπων;

Γ: Σέ μιά γενικόλογη διατύπωση ἀσφαλῶς ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μητέρα, ὅπως τό λέτε, πού ἀγκαλιάζει τά παιδιά της μέ τό χάδι τῆς χάριτος, τά θηλάζει μέ τό ζωοποιό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τά παρηγορεῖ μέ τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀναπτερώνει τήν ἀπολελυμένη χαρά καί δίνει τήν ἐλπίδα τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου προβάλλοντας τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Κάνει ἱκανό ἕναν ἄνθρωπο νά διαχειριστεῖ αὐτήν καί ἄλλες κρίσεις καλλιεργώντας τό φρόνημα τῶν ἁγίων, τήν ἀμετακίνητη πίστη τους, τήν ἀκατάβλητη ἀνδρεία, τήν ζωηρή μαχητικότητα, τό ἀπόλυτο δόσιμο στό θέλημα τοῦ Κυρίου.

Πιό συγκεκριμένα ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέν ἀντιπαρατίθεται μέ τό ποίμνιό της, οὔτε κρίνει ἤ καταδικάζει τίς σκέψεις, τούς φόβους ἤ τίς ἐνέργειές του, ἀλλά ἀγκαλιάζει τούς φόβους καί τούς προβληματισμούς, τούς ἀξιολογεῖ καί στό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου τά θεραπεύει. Πρό παντός κλειδί τῆς ποιμαίνουσας Ἐκκλησίας εἶναι ἡ καλλιέργεια σχέσης ἐμπιστοσύνης μέ τό ποίμνιό της γιά νά γίνεται ἀποδεκτός ὁ λόγος της, ἀλλά καί μεταξύ τῶν πιστῶν ὁ τονισμός τῆς ἔννοιας τοῦ ἑνός σώματος, ὅπου ὅλοι μοιράζονται ἀπό κοινοῦ τήν πίστη, τήν διακονία, τήν ἀλληλοκατανόηση, τήν ἀγάπη καί φιλανθρωπία.

Ἡ παροῦσα κρίση ἀποτελεῖ εὐκαιρία ὥστε ἡ Ἐκκλησία, συλλογικά καί τοπικά, νά ὀργανωθεῖ καλύτερα καί νά δημιουργήσει ὁμάδες ἐργασίας γιά τήν μελέτη ἀντιμετωπίσεως κρίσεων μέσα στίς σύγχρονες ἐξελίξεις καί στίς ἔκτακτες συνθῆκες. Ὑπάρχουν ἀσφαλῶς ἀνθεκτικές δομές στήν Ἐκκλησία, ἀλλά χρειάζονται ἐμπλουτισμό καί μεγαλύτερη ἔμπνευση.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἕνας ἀπειλητικός ἰός συστράτευσε σέ χρόνο ρεκόρ χιλιάδες ἐρευνητῶν, ὥστε νά γράφεται «σέ διάστημα μηνῶν ἡ ἐπιστήμη ‘’κορωνοποιήθηκε’’». Καμμία ἄλλη ἀσθένεια δέν εἶχε μελετηθεῖ τόσο ἐντατικά ἀπό τόσο μεγάλο πνευματικό κεφάλαιο τόσο σύντομα. Ἡ συλλογική προσπάθεια ἀπέδωσε καρπούς, ὥστε ἡ ἀνθρωπότητα νά ὠφεληθεῖ ἀπό τά κέρδη τῆς ἐπιστημονικῆς συστράτευσης καί ἡ ἐπιστήμη νά ὠφεληθεῖ ἀπό τά μαθήματα μεγάλης ἐμπειρίας. Ἡ ἐπιστήμη συστρατεύεται. Δέν εἶναι δίκαιο ὁ κατ ̓ἐξοχήν φορέας ἑνότητος, ἡ Ἐκκλησία, νά μή συστρατεύεται. Ἔτσι θά ὠφεληθεῖ ὁ κόσμος, ἡ ἀνθρωπότητα, ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία θά ἔχει πληρέστερη ἐμπειρία στήν διαχείριση κρίσεων πού, ὅπως λέγεται, εἶναι ἑπόμενες καί ἀναπόφευκτες. Αὐτές ὅμως θά βροῦν ἀπέναντί τους μία Ἐκκλησία πιό ἔμπειρη, πιό διακριτική, πιό σοφή. Ἐάν ἡ ἰατρική εἶναι σύν τοῖς ἄλλοις κοινωνική ἐπιστήμη, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἰατρική μεγάλης κλίμακος, ψυχῆς καί σώματος, ζωῆς καί θανάτου.

Π: Ἕνα ἀπό ὅσα ἀνεδείχθησαν στήν περιόδο αὐτή τῆς πανδημίας στήν ζωή μας ὡς Χριστιανῶν, εἶναι ἡ ἔλλειψη κατήχησης. Συζητήσεις γιά τό ἄν μέσῳ τῆς Θείας Μεταλήψεως μεταδίδεται ὁ ἰός, ἀτομικοποίηση τῆς θείας λατρείας ὡς τρόπου μετοχῆς στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας κ.ἄ. Ποιές πρωτοβουλίες θά μποροῦσαν νά ληφθοῦν, ὥστε νά ἀξιοποιηθεῖ γόνιμα αὐτή ἡ περίοδος καί ἀντί γιά ἀφορμή ἀπομάκρυνσης ἀπ ̓ τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, νά καταστῆ εὐκαιρία ἐπανευαγγελισμοῦ μας ὡς Χριστιανῶν;

Γ: Τό θέμα τοῦ ἐπανευαγγελισμοῦ τῶν χριστιανῶν «ἐντός τῶν τειχῶν» καί ἔξω αὐτῶν εἶναι μόνιμο καί δυσχερές ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἵδρυσης τῆς Ἐκκλησίας. Χρειάζονται πάντοτε Ἀπόστολοι, θερμουργοί ἄνδρες, νέοι ἀπόστολοι, πού θά μεταφέρουν τό σωτήριο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Πρωτοβουλίες ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν, ὅπως παραδείγματος χάριν εἶναι ἡ δική σας προσπάθεια. Ἕνα περιοδικό, πού λειτουργεῖ σέ ἐθελοντική βάση σάν διακονία, εἶναι μία ποιμαντική πρωτοβουλία καί μία πτυχή ἀποστολικοῦ ζήλου καί ποιμαντικῆς μέριμνας. Ἐπίσης πολλές ἐνορίες ἤ οἱ πνευματικές κινήσεις υἱοθετοῦν τίς διπλές ἤ ἀκόμα καί τίς νυκτερινές Λειτουργίες. Οἱ διαδικτυακές συνάξεις ἔδειξε, σέ πολλές περιπτώσεις, ὅτι προσέλκυσαν τόν κόσμο καί ξεδίψασαν τήν πνευματική τους δίψα. Μέσα ἀπό τίς συχνότητες τῶν ἐκκλησιαστικῶν ραδιοφώνων μπαίνει στά σπίτια τῶν ἀνθρώπων ὁ ἐκκλησιαστικός ἦχος καί λόγος. Αὐτές οἱ κινήσεις ποικίλλουν ἀναλόγως μέ τήν ὀργάνωση καί τά πρόσωπα τῶν ἐκκλησιαστικῶν φορέων καί ἐξαρτῶνται ἀπό τίς ἐμπνεύσεις καί τίς γνώσεις τους.

Πέραν αὐτῶν, ἐπιτρέψτε μου νά ἀναφέρω ἐν συνόψει τά ἑξῆς, πού ἀποτελοῦν διαχρονικά τόν κορμό τῆς βιώσεως τῆς χριστιανικῆς πίστεως.

Πρῶτα, ὅποιος ἐκλήθη σέ μία διακονία μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας (ἐπισκοπή, ἐνορία, καθοδήγηση, μοναστήρι, πνευματική κίνηση, ἱεραποστολή) νά ἀφιερώνεται σ ̓ αὐτήν, ψυχῇ τε καί σώματι, καί νά τήν ἐπιτελῆ ἐπιμελῶς, ἐπειδή ἐπιβλέπων σ ̓ αὐτήν εἶναι ὁ ἀόρατος Θεός. Ἡ διακονία του ὀφείλει νά εἶναι πέρα ἀπό κάθε ἀτομική προβολή, ταπεινή καί ἀνιδιοτελής. Νά μήν πολυπραγμονεῖ, ἀλλά νά θεραπεύει τίς ἀνάγκες τοῦ Κυριακοῦ σώματος.

Δεύτερον, ἡ εὐαγγελική καί χριστιανική ἀγωγή, ἰδίως στήν νεότητα, πρέπει νά ἔχει βιωματικό χαρακτῆρα, νά καλλιεργεῖ τήν προσωπική σχέση μέ τόν Θεό, νά δίνει ἔμφαση καί συμμετοχή στήν λειτουργική ζωή καί τήν ἑρμηνεία της.

Βίωση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί τῆς ἀληθινῆς γεύσης τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, χωρίς νέα φιλοκαλική ἀναγέννηση μέ κέντρο τήν προσωπική προσευχή, τήν λατρεία καί τά μυστήρια, στά ἴχνη τῶν παλαιῶν ἡσυχαστῶν καί τῶν συγχρόνων ἁγίων, δέν ὑπάρχει. Ὅλα τά σχήματα καί οἱ πρωτοβουλίες εἶναι καλά καί ἐπωφελῆ, ἀλλά παρέρχονται. Τά βιώματα τῶν ἁγίων ὅμως τρέφουν γενεές καί γεννοῦν νέους ἁγίους.

Τέλος, μιά τρίτη ἀναγκαία μέριμνα εἶναι ἡ καλλιέργεια καί ἡ ἀνάδειξη στελεχῶν πού θά ἐπανδρώσουν καί θά διακονήσουν τήν Ἐκκλησία. Θά ἔλεγα ἱκανῶν καί συνειδητοποιημένων στελεχῶν. Ἄν οἱ γονεῖς φροντίζουν τήν ἐπιμήκυνση τοῦ ὀνόματος, οἱ δάσκαλοι ἀναζητοῦν διαδόχους, πολύ περισσότερο ἡ Ἐκκλησία χρειάζεται πνευματική κληρονομιά, διαδόχους καί ἀποστόλους πού θά μεταφέρουν τό γνήσιο μήνυμα τοῦ Χριστοῦ ἀπό γενεά σέ γενεά, ἔμπρακτα, βιωματικά, αὐθεντικά.

Π: Ποιά εἶναι κατά τήν γνώμη σας τά κριτήρια πού πρέπει νά ἔχη ἡ Ἐκκλησία ὥστε νά προσαρμόζει τό μήνυμά της σέ κάθε ἐποχή, δίχως νά προδίδει τήν ἀλήθειά της;

Γ: Ἡ Ἐκκλησία ἐκ φύσεως εἶναι ριζοσπαστική στά μέσα γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, καί ταυτόχρονα αὐθεντικά παραδοσιακή. Δέν εἶναι ἕνα ἰδεολόγημα πού ὑπόκειται σέ συνεχεῖς ἀλλαγές καί διαφημίσεις γιά τήν προσέλευση νέων ὀπαδῶν. Δέν ἔχει ὀπαδούς ἀλλά ἀδελφούς. Τό Εὐαγγέλιο εἶναι τό αὐτό χθές καί σήμερα καί στούς αἰῶνες. Ὁ Χριστός εἶναι ἀμετάθετο κριτήριο τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ οἱ ἐποχές νά ἀλλάζουν, ὅμως ὁ ἄνθρωπος παραμένει μέ τίς ἴδιες ὑπαρξιακές ἀνάγκες καί ἀγωνίες. Ἡ φθορά καί ὁ θάνατος εἶναι τό ἀξεπέραστο καί ἀγέραστο πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία ἀπαντᾶ σέ αὐτό τό πρόβλημα μέ τά ἴδια πάντα λόγια, «Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν». Τό ἀναστάσιμο γεγονός σαρκώνεται στή ζωή καί τό ἔργο τῶν ἁγίων, γι ̓ αὐτό καί ὅταν ἐγγίζεις ἕναν ἅγιο, ὁ φόβος διαλύεται σάν νυκτερινό ὄνειρο, ἀνθίζει στήν καρδιά ἡ χαρά, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἴδια ἡ ζωή, δηλαδή ὁ Χριστός πού κατοικεῖ σέ ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο καί πλημμυρίζει τήν ὕπαρξή του. Ἄς φέρουμε γιά παράδειγμα τόν Ἅγιο Παΐσιο. Οἱ ἄνθρωποι πού τόν πλησίαζαν δέν ἔψαχναν σέ αὐτόν μιά ἐπικαιροποιημένη, σύμφωνα μέ τήν ἐποχή, ἐκδοχή τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, ἀλλά λύση στά προβλήματά τους, θεραπεία στίς ἀσθένειές τους, καθοδήγηση στή ζωή τους, δηλαδή ἕναν τρόπο νά ἀντιμετωπίσουν τήν ὑπαρξιακή τους ἀγωνία. Ὁ Ἅγιος πλημμύριζε ἀπό χάρη Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀσκοῦσε μία ἀκταμάχητη ἑλκτική δύναμη χωρίς νά ὑπάρχει ἀνάγκη προσαρμογῆς τῆς πίστης.

Ἡ Ἐκκλησία ὅμως δέν φοβᾶται γιά κάποιου εἴδους προσαρμογή καί πράττει μέ διάκριση τίς προσαρμογές πού δέν ἀφοροῦν τήν οὐσία τῆς πίστης, ἀλλά ἄλλα χρήσιμα σχήματα, ὅπως ὁ κηρυκτικός λόγος, ὁ λειτουργικός χρόνος, ἡ συνετή χρήση τῆς τεχνολογίας στήν κατήχηση καί στήν ὀργάνωση τῶν δομῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης μπορεῖ νά χρησιμοποιήσει ἐπιστημονικές ἀνακαλύψεις, ψυχολογικές προσεγγίσεις καί ἄλλες ἀνθρωπιστικές προτάσεις, ὅταν βοηθοῦν στήν μεταφορά τοῦ μηνύματός της καί στήν ἐπικοινωνία της μέ τόν κόσμο. Πάντα ὅμως ἡ καιομένη καρδία κάθε ἀγωνιστῆ της παραμένει ὁρόσημο στήν Ἐκκλησία.

Π: Σύμφωνα μέ πλῆθος ἐπιστημονικῶν ἐρευνῶν τόσο στήν Ἑλλάδα ὅσο καί στό ἐξωτερικό, ἀπό τήν μελέτη τῶν λυμάτων παρατηρεῖται μία τεράστια ἔκρηξη τῆς χρήσης ψυχοφαρμάκων καί ἀντικαταθλιπτικῶν φαρμάκων. Πῶς ἡ πνευματική ζωή μπορεῖ νά βοηθήσει στήν ἀποφυγή ἤ ἀντιμετώπιση τῶν πνευματικῶν νοσημάτων;

Γ: Πρῶτα μία διόρθωση. Δέν πρόκειται γιά πνευματικά νοσήματα πού θεραπεύει ἡ χρήση ψυχοφαρμάκων, ἀλλά γιά ἐγκεφαλικές δυσλειτουργίες πού ἐπιδροῦν στόν ψυχικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου. Τό θέμα αὐτό εἶναι μεγάλο καί ἔχει πολλές εὐαίσθητες πτυχές. Μέ δύο λόγια ὅμως πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἀρνεῖται τίς ψυχοπαθολογικές διαταραχές τῶν ἀνθρώπων οὔτε τήν βοήθεια τῆς ἰατρικῆς ἤ ψυχιατρικῆς ἐπιστήμης. Ἀντίθετα συνεργάζεται γιά τήν βελτίωση τῆς σωματικῆς καί ψυχικῆς ὑγείας τους. Καί αὐτή ἡ συνεργασία πρέπει νά γίνει πιό ἀνοικτή πλέον γιά νά ξεπεραστοῦν προκαταλήψεις καί νά γίνει πιό μεθοδική καί ἀποτελεσματική.

Ἡ πνευματική ζωή, ἔχοντας ὡς κριτήρια τήν αὐτογνωσία, τήν ταπείνωση, τήν αὐθυπέρβαση τοῦ ἐγώ καί τήν παράδοση τοῦ εἶναι στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νά βοηθήσει ὄχι τόσο στήν ἀποφυγή, ἀλλά στήν ἀντιμετώπιση τῶν ψυχικῶν παθήσεων. Καί αὐτές οἱ παθήσεις δανείζονται νοσηρές ἐκδηλώσεις τοῦ ἐγώ καί τίς ἐπιδεινώνουν. Ὁ πνευματικός ἔλεγχος τοῦ ἐγώ ἀντανακλᾶ εὐεργετικά καί στά ψυχικά συναισθήματα.

Ἡ ἀποδοχή τῆς ψυχικῆς παθήσεως μέ ταπείνωση ἐπιτρέπει τήν κατά δύναμη ἄσκηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς συνεργασίας μέ τούς ἄλλους, ἐνῶ ταυτόχρονα ἡ πνευματική ζωή ἐλαφρύνει τήν ἄρση τοῦ σταυροῦ τῆς ἀσθενείας. Δέν συγκρούονται, ἀλλά τό ἕνα βοηθεῖ τό ἄλλο. Ἔτσι ὁ Χριστός πού εἶπε, «δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς»,γίνεται ἡ χαρά τῆς ψυχῆς, τό θάρρος καί ἡ ἐλπίδα. Νοιώθει ὁ ἄνθρωπος ὅτι δέν εἶναι μόνος καί ἀβοήθητος, παραμελημένος καί χαμένος, ἀλλά δοῦλος τοῦ Κυρίου. Ἡ ἀσθένεια ἀπό βάρος καί ντροπή καί ἐμπόδιο γίνεται μέσον ἐγγίσματος τοῦ Θεοῦ.

Π: Κάθε φορά μέσα σέ ἀντίστοιχες συνθῆκες, πολλοί ἐπαναφέρουν τό γνωστό ἀφήγημα τῆς πίστης πού δῆθεν ἀντιστρατεύεται τήν ἐπιστήμη μένοντας ἀπολιθωμένη στό παρελθόν, ἐκμεταλλευόμενη τούς φόβους τῶν ἀνθρώπων. Τελικά, ποιό εἶναι τό μεθόριο πίστης – ἐπιστήμης;

Γ:Ἀπορῶ πῶς αὐτή ἡ ἀντίληψη δέν ἔχει ξεπερασθεῖ ἀκόμη. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει συστήσει καί λειτουργεῖ τόσες Ἐπιτροπές μέ συνεργάτες ποικίλων ἐπιστημονικῶν κλάδων. Γιά παράδειγμα, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί ὄχι μόνο, ἔχει τήν Ἐπιτροπή Βιοηθικῆς μέ μέλη κληρικούς καί ἐπιστήμονες. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει μεγάλη ἐπιστημονική ἐμπειρία, διότι στούς κόλπους της εἶχε καί ἔχει ἐπιστήμονες ἁγίους καί ἀνθρώπους πού γνωρίζουν νά συνδυάζουν γνήσια ὀρθόδοξη πίστη καί ἔρευνα.

Ἐξάλλου, τά πορίσματα τῆς ἐπιστήμης δέν παραθεωροῦνται ἀπό τήν πίστη, ἀλλά χρησιμοποιοῦνται. Ἀντιθέτως ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἡ ἔμπνευση τοῦ Θεοῦ καί τά πορίσματά της ἐπεκτείνουν τήν γνώση γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο καί συνεπικουροῦν στήν λύση πολλῶν προβλημάτων. Ἡ ἐπιστήμη ὅμως ἔχει τήν δυνατότητα τῆς διερεύνησης τοῦ κτιστοῦ, ὅπως λέμε στήν θεολογική γλῶσσα. Ἡ πίστη βλέπει τόν ἄνθρωπο μέσα ἀπό τό πρίσμα πού λέγεται Χριστός. Ὁ Χριστός εἶναι τό ἀρχέτυπο τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι Αὐτός πού καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά ὁμοιάσει καί ἔτσι νά καταξιωθεῖ ὑπαρκτικά.

Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἐπιστήμη ἐξαντλεῖ τίς δυνατότητες ἀναζήτησης στόν τρόπο πού ὑπάρχει τό κτιστό, ἐνῶ ἡ πίστη θέλει νά ἐμβαθύνει στή σχέση μέ τό πρόσωπο τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ. Ὅταν ἡ ἐπιστήμη εἰσέρχεται στό ἄδυτο τοῦ ἀκτίστου καί αὐτή μπερδεύεται καί τούς ἀνθρώπους μπερδεύει. Ἀντίθετα ὅταν ἡ πίστη ἀπαιτήσει ἐκλογίκευση χάνει τήν ἐκστατική δυναμική τῆς σχέσης μέ τό ἄκτιστο καί ὑποβιβάζεται σέ ὅ,τι μπορεῖ νά ψηλαφήσει ἡ περιοριστικότητα τοῦ κτιστοῦ.

Π: Ὁ μακαριστός Γ. Αἰμιλιανός συχνά στούς λόγους του συμβούλευε «νά ἐνδιαφερόμαστε νά ἔχουμε ζωντανή σχέση μέ τόν Χριστό».

Γ: Ὁ Γέροντας Αἰμιλιανός εἶχε καλές ρίζες καί βίωσε τήν προσωπική σχέση μέ τόν Χριστό ἀπό μικρός. Ἀφιέρωσε στόν Χριστό τόν ἑαυτό του καί κάθε ἰκμάδα τῆς ὕπαρξής του. Καί αὐτό μετά τό ἔκανε ἐπίκεντρο τῶν λόγων του. «Νά ἔχουμε ζωντανή σχέση μέ τόν Χριστό» σημαίνει νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος τήν χαρά καί τήν εὐγενική καταγωγή μαζί του καί νά ἀκολουθεῖ τά ἴχνη του στόν δρόμο τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, στήν πάλη τῆς προσευχῆς καί στό δόσιμο τοῦ ἑαυτοῦ του ὑπέρ τῶν ἄλλων. Καθημερινά νά ἔχει ὁ Χριστός χῶρο μέσα του, νά ἔχει τόν λόγο στά λόγια, στίς σκέψεις, στά συναισθήματά του, στήν διαγωγή, στίς ἐκφράσεις του.

Ἡ ἐπιμονή σέ αὐτήν τήν προσπάθεια ἀνοίγει τόν οὐρανό καί ὁ Χριστός δέν εἶναι ἁπλῶς τό περιεχόμενο μιᾶς θρησκευτικῆς πίστης, ἀλλά τό γεγονός μιᾶς ζωνταντῆς σχέσης, γίνεται ὁ
Χριστός μου.

Π: Ἄν σᾶς ρωτοῦσε ἕνας καλοπροαίρετος νέος ἄνθρωπος γιατί εἶναι ἐπίκαιρο καί σημαντικό γιά τήν ζωή του τό γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ στήν σημερινή ἐποχή, τί θά τοῦ ἀπαντούσατε;

Γ: Ἄν εἶχε τό κατάλληλο ὑπόβαθρο γνώσεως, θά τοῦ ἔλεγα τήν ἀλήθεια τῶν Πατέρων, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά γίνη ὁ ἄνθρωπος θεός κατά χάρη καί μετοχή. Ὁ ἴδιος μάλιστα ὁ ἐνανθρωπήσας Κύριος ἔδειξε ἐμπειρικά στόν ἄνθρωπο τόν δρόμο, τόν τρόπο καί τά μυστικά γιά τήν θέωση.
Ἄν ὅμως ἔπρεπε νά τοῦ μιλήσω γιά νά τόν ἀγγίξη κάτι, θά τοῦ ἀπαντοῦσα ὅτι ὁ Χριστός ἦλθε ἀνάμεσά μας ὡς ἕνας ἀπό μᾶς, γιά νά παραμένει πάντα σέ ὅλη τήν ζωή μας ἕνας πιστός, ἀκίνδυνος, ἀνιδιοτελής καί αἰώνιος φίλος. Ὁ Χριστός παραμένει φίλος καί μετά θάνατον. Εἶναι δέσμευση τοῦ Χριστοῦ σέ μᾶς ὁ λόγος Του «ὅτι ποτέ δέν θά σᾶς ἀφήσω μόνους, θά εἶμαι πάντα μαζί σας».

Επιμέλεια:
Κλεάνθης Νιζάμης
Υπ. Διδάκτορας Ηθικής
MSc Βιολόγος, Θεολόγος

Πηγή:  Περιοδικό «Παρεμβολή»