Η πατερική ανθρωπολογία. Το διφυές της ανθρώπινης φύσης
15 Μαρτίου 2022Τόσο η Παλαιά όσο και η Καινή Διαθήκη, έθεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η χριστιανική ανθρωπολογία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας στηρίχθηκαν στα βιβλικά αυτά θεμέλια, για να ερμηνεύουν, να αναπτύξουν και να εξηγήσουν την ανθρώπινη φύση.[1] Πρόκειται για κοινή αντίληψη όλων των Πατέρων της Εκκλησίας ότι η φύση του ανθρώπου είναι μυστήριο. Ο Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι εφόσον ο Θεός ως προς την ουσία του είναι ακατάληπτος και η ανθρώπινη ουσία είναι ακατάληπτη[2].
Όπως αναφέρθηκε και στην προηγούμενη ενότητα, ο Παύλος ασχολήθηκε περισσότερο από όλους τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης με το ζήτημα του ανθρώπου. Μετά τον Παύλο, οι αποστολικοί Πατέρες και οι Απολογητές δεν ανέπτυξαν σε μεγάλο βαθμό την ανθρωπολογία. Ωστόσο ήταν κοινή η πεποίθηση για το δισύνθετο του ανθρώπου και η αγιογραφική θεώρηση του ως ενιαία ψυχοσωματική ολότητα, χωρίς μάλιστα να αντιμετωπίζεται το ανθρώπινο σώμα με την πλατωνική απαξίωση. Χαρακτηριστικά, μπορούμε να αναφερθούμε στον Ιγνάτιο Αντιοχείας, ο οποίος αποκαλούσε το σώμα ναό του Χριστού, ενώ και ο Κλήμης Ρώμης τόνιζε το ενιαίο του ανθρώπου, μέσα από τη διδασκαλία του για τη σωτηρία του σώματοςμαζί με αυτήν της ψυχής[3].
Ο Ειρηναίος Λουγδούνου, τον 2ο αι.μ.Χ, ασχολήθηκε πολύ περισσότερο με το πρόβλημα του ανθρώπου. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι μετά τον απόστολο Παύλο, ήταν ο Ειρηναίος εκείνος ο οποίος, με συστηματικό τρόπο καθόρισε τις ανθρωπολογικές συνιστώσες του Χριστιανισμού. Σε μία εποχή κατά την οποία η αίρεση του Γνωστικισμού απέδιδε τη δημιουργία του ανθρώπου και του κόσμου στον κακό Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, ο Ειρηναίος τόνιζε τη δημιουργία από τον ένα και μοναδικό Θεό[4], ενώ παράλληλα υπερασπίζονταν την ενότητα ψυχής και σώματος[5]. Ο άνθρωπος μετέχοντας με την ψυχή στον άυλο κόσμο και με το σώμα στον υλικό, έγινε το μεθόριο ανάμεσα στον Θεό και στον κόσμο[6]. Ωστόσο το ασώματο της ψυχής ο Ειρηναίος το έβλεπε σχετικά, σε σύγκριση με την παχύτητα του σώματος αφενός και το άυλο του Θεού αφετέρου, υπονοώντας μία λεπτής υφής μορφολογία της ψυχής[7]. Αν και η ψυχή θεωρούνταν ανώτερη από το σώμα, λόγω της αφθαρσίας και της αθανασίας που τη διέκρινε, ωστόσο ο Ειρηναίος απέρριπτε κατηγορηματικά την προΰπαρξη των ψυχών και την απόδοση στην ψυχή της ιδιότητας της ζωοδοσίας, αφού την ιδιότητα αυτή την έχει αποκλειστικά και μόνο ο Θεός[8], ενώ η αθανασία της οφείλεται στη θεία χάρη.
Τη διττή φύση του ανθρώπου υποστήριξε και ο Μ. Αθανάσιος, ενώ τη βιβλική φράση πνοή ζωής, την ερμήνευε ως το Άγιο Πνεύμα που μεταδίδει τη χάρη του Θεού και όχι ως την ψυχή του ανθρώπου[9]. Την ίδια διδασκαλία ανέπτυξαν και οι Καππαδόκες Πατέρες, στους οποίους μπορούμε να ανιχνεύσουμε εκτός από τη χριστολογική θεμελίωση της ανθρωπολογίας και τριαδολογικές αναφορές[10]. Ο Γρηγόριος Νύσσης είναι ο θεολόγος εκείνος που ασχολήθηκε συστηματικότερα με την ανθρώπινη φύση και τα ιδιώματα της. Στο έργο του «Περί του μη είναι τρείς Θεούς», υπερασπίστηκε την ενότητα της,αφού «Η δε φύσις μία εστίν, αυτή προς εαυτήν ηνωμένη και αδιάτμητος ακριβώς μονάς»[11], ενώ το διφυές του ανθρώπου τον καθιστά μεθόριο ανάμεσα στην κτίση και τον άκτιστο Θεό[12]. Δεν δέχονταν την προΰπαρξη των ψυχών[13], αφού το σώμα δεν νοείται χωρίς την ψυχή και η ψυχή χωρίς το σώμα. Άλλωστε η ψυχή δεν μπορεί να εντοπιστεί σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο του σώματος, αλλά το διακατέχει ολόκληρο[14]. Το σώμα ο άνθρωπος πρέπει να το φροντίζει, γιατί με αυτό θα πετύχει τη σωτηρία του[15].Για τον Νύσσης δεν είναι το σώμα η αιτία της αμαρτίας, αλλά η προαίρεση της ψυχής[16].
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Θεωρούσε ότι ο άνθρωπος μετέχει σε δύο κόσμους. Με την ψυχή του στον άυλο, πνευματικό και νοητό κόσμο και με το σώμα του και στον κτιστό, υλικό και αισθητό[17].Η ανθρώπινη φύση είναι μεικτή, από το πνευματικό και το υλικό στοιχείο[18].Αν και κάποιες φορές χρησιμοποιεί πλατωνίζουσες εκφράσεις, όπως όταν χαρακτηρίζει το σώμα φυλακή της ψυχής, ωστόσο δεν συμμερίζονταν τον βαθμό υποτίμησης του σώματος των ελλήνων φιλοσόφων, αλλά ήθελε με αυτήν τη φράση να εκφράσει τη δική του λαχτάρα για τη μετά θάνατον συνάντησή του με τον Θεό και την προσδοκία της ανάστασης[19].
Για τον Μέγα Βασίλειο ο άνθρωπος είναι το κορυφαίο δημιούργημα του Θεού[20]. Με την ψυχή του έχει κάτι από τον Θεό, ενώ με το σώμα του μετέχει της κτιστής φύσεως[21]. Δεν περιφρονούσε το σώμα, αντίθετα θεωρούσε ότι το σώμα είναι η κατάλληλη κατοικία της ψυχής, αν και όπως συνέβη και με τον φίλο του τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, η σωματικότητα πολλές φορές ένιωθε να τον δεσμεύει από την επιθυμία του για την ουράνια ζωή[22].
Οι Καππαδόκες Πατέρες καθώς στηρίζονταν στη βιβλική θεώρηση του ανθρώπου και ιδιαίτερα στην παύλεια ανθρωπολογία, αναφέρονταν αρκετά συχνά στον αγώνα ανάμεσα στη σάρκα και στο πνεύμα, αλλά με διαφορετική έννοια από αυτή του πλατωνισμού και νεοπλατωνισμού, που έβλεπαν το σώμα ως φυλακή της ψυχής. Όταν οι Καππαδόκες θεολόγοι αναφέρονταν στη σάρκα, εννοούσαν τον όλο άνθρωπο, ψυχή τε και σώματι,με την αγιογραφική έννοια του σαρκικού φρονήματος, δηλαδή της υποταγής στη φιληδονία και της απομάκρυνσης από την πνευματικότητα του Θεού[23].
Λίγους αιώνες αργότερα, ο Μάξιμος ο Ομολογητής υποστήριξε και αυτός ότι ο άνθρωπος αποτελεί μέγα μυστήριο, αφού αν και δημιουργήθηκε όπως και όλα τα όντα εκ του μηδενός, ωστόσο οι λόγοι της δημιουργίας τους βρίσκονταν εντός του Θεού[24], με την έννοια της κατ΄εικόνας δημιουργίας[25].Το δε δισύνθετο του ανθρώπου ο Μάξιμος το αποδείκνυεμέσα από τη διδασκαλία του για το χάσμα μεταξύ κτιστού κόσμου και άκτιστου Θεού, ένα χάσμα το οποίο μόνο ο άνθρωπος μπορεί να καλύψει με την πορεία του προς τον Θεό[26],ενώ την άρρηκτη σχέση ψυχής και σώματος της ανθρώπινης φύσης, θεμελίωνε πάνω στη βάση τηςΕνσάρκωσης του Χριστού και την ενότητα της θείας και ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο Του[27].
Στον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, το κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η ψυχή, ενώ το σώμα είναι το όργανο μέσα από το οποίο η ψυχή πραγματώνεται[28]. Για τον λόγο αυτό ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αλλάξει μόνο όσο διαθέτει σώμα. Χωρίς το σώμα είναι αδύνατο η ψυχή να αλλάξει[29], άρα χάνεται και η δυνατότητα της μετάνοιας.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό, ότι η πατερική διδασκαλία για το δισύνθετο του ανθρώπου, την ενότητα ψυχής και σώματος καθώς και την αξία του δεύτερου, είναι κοινή σε όλους τους Πατέρες διαχρονικά, ενώ δεν θα έπρεπε να παραλείψουμε και τη διδασκαλία τουΓρηγορίου Παλαμά, ότι ο άνθρωπος είναι ανώτερος ακόμα από τους αγγέλους, ακριβώς επειδή διαθέτει το ανθρώπινο σώμα[30], το οποίο λείπει από αυτούς.Για τον Παλαμά, το ενιαίο του ανθρώπου αποδεικνύεται αφενός από τη συμμετοχή του σώματος σε νοητικές λειτουργίες όπως η προσευχή[31] και αφετέρου απότην εμφάνιση της αμαρτίας και στην ψυχή και στο σώμα[32]. Η αμαρτία πηγάζει από την ανικανότητα του ανθρώπου να διαχειριστεί κατάλληλα τα δώρα που του χάρισε ο Θεός κατά τη δημιουργία του, ενώ το σώμα ακολουθεί τις επιλογές της ψυχής.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ