Η πατερική ανθρωπολογία. Το κατ΄εικόνα και καθ’ομοίωσιν

24 Μαρτίου 2022

Πρόκειται για την  αγιογραφική εκείνη φράση για την οποία να έχουν γραφτεί πάρα πολλές σελίδες θεολογικής ερμηνείας. Ωστόσο όλοι οι Πατέρες συμφωνούν μεταξύ τους στα βασικά και καίρια σημεία της φράσης σε γενικές γραμμές. Πιο συγκεκριμένα η φράση  κατ’ εικόνα, ερμηνεύεται ως  δηλωτική των  δώρων του Θεού στον άνθρωπο, ενώ στο καθ’ ομοίωσιν φανερώνεται ο σκοπός της δημιουργίας, ο οποίος δεν είναι άλλος από την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό.

Ωστόσο, όσον αφορά στο  κατ΄εικόνα   υπήρξαν κάποιες διαφοροποιήσεις ως προς τα ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Ο Παύλος θεωρούσε ότι η πραγματική εικόνα του Θεού είναι ο Χριστός, ενώ ο άνθρωπος είναι η εικόνα της εικόνας[1]. Ο Παύλος ασχολήθηκε κυρίως με την ηθική διάσταση του όρου, με την έννοια της εσωτερικής ανακαίνισης του ανθρώπου εν Χριστώ[2]. Οι εκκλησιαστικοί Πατέρες όμως, εκτός από την ηθική διάσταση, ασχολήθηκαν και  με το ερώτημα  σε τι συνίσταται αυτή η εικόνα στον άνθρωπο, αν είναι μέρος της φύσης του ή κάποια ιδιότητα και ποιο μέρος της ανθρώπινης φύσης αφορά, την ψυχή, το σώμα ή και τα δύο;

Για να εξεταστούν αυτά τα ερωτήματα, θα πρέπει πρώτα να διερευνηθεί η έννοια της λέξης εικόνα. Ο όρος προέρχεται από το ρήμα είκω ή έοικα που θα πει μοιάζω[3]. Στην αρχαία Ελλάδα ο όρος χρησιμοποιούνταν κυρίως σε σχέση με την τέχνη αλλά και με την έννοια του αντικατοπτρισμού κάποιου ανθρώπου ή άλλου αντικειμένου[4]. Χρησιμοποιούνταν επίσης μεταφορικά, για να δηλώσει την παρομοίωση ή την παραβολή[5]. Στον Πλάτωνα ο όρος δήλωνε την αντανάκλαση του νοητού κόσμου[6], ο οποίος μέσω των αισθητηρίων οργάνων μπορεί και γίνεται ορατός, παραπέμποντάς μας,  έστω και αμυδρά, στη νοητή πραγματικότητα, η οποία  είναι και η μόνη αληθινή[7]. Πολύ αργότερα η  νεοπλατωνική φιλοσοφία έκανε  μία απόπειρα ανθρωπολογικής χρήσης  του όρου και μάλιστα με μία έννοια πνευματικότητας[8]. Ωστόσο η χρήση της εικόνας ως ομοιότητας του Θεού με τον άνθρωπο, αποτελεί ιδιαιτερότητα όσο και θεμέλιο της χριστιανικής ανθρωπολογίας.

Σχεδόν όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας ασχολήθηκαν με την ανθρωπολογία της συγκεκριμένης φράσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι διδάσκαλοι της Αλεξανδρινής σχολής, γνωστής για τη χρήση της αλληγορικής μεθόδου ερμηνείας των γραφών, θεωρούσαν ότι με το κατ’ εικόνα εννοούνται κυρίως τα πνευματικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου[9]. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διδασκαλία, το  πνευματικό συστατικό της ανθρώπινης φύσης, το νοερό, η ψυχή ή αλλιώς το πνεύμα, είναι αυτό που μοιάζει στον Θεό. Κάθε τι άλλο δεν θα αποτελούσε παρά ειδωλοποίηση της θεότητας. Από την άλλη πλευρά η σχολή της Αντιοχείας, ερμήνευε τις ιερές γραφές με βάση την ιστορικογραμματική μέθοδο, περισσότερο δηλαδή κατά γράμμα και όχι κατά πνεύμα όπως έκανε η σχολή της Αλεξάνδρειας. Οι Πατέρες της σχολή αυτής θεωρούσαν ότι το κατ΄εικόνα δεν αναφέρεται μόνο στην ψυχή του ανθρώπου, αλλά σε ολόκληρο τον άνθρωπο και κατά συνέπεια και στο σώμα. Στην εύλογη απορία ότι ο Θεός δεν έχει σώμα, η απάντηση ήταν ότι το πρωτότυπο της εικόνας είναι ο ενσαρκωμένος Υιός και Λόγος του Θεού[10].

Για τον Ωριγένη, τον κατεξοχήν εκπρόσωπο της Αλεξανδρινής σχολής, αλλά και για τον Γρηγόριο Νύσσης και τον Κύριλλο Αλεξανδρείας, το κατ’ εικόνα αναφέρεται στην ψυχή του ανθρώπου. Συγκεκριμένα, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας πίστευε ότι ο άνθρωπος δεν είναι απευθείας  εικόνα του Θεού, αλλά όπως και ο Παύλος, έβλεπε στον άνθρωπο την εικόνα της πραγματικής εικόνας του Θεού, η οποία    είναι μόνο ο Χριστός. Για τον λόγο αυτόν και έκανε διάκριση μεταξύ της εικόνας Θεού και της φράσης κατ΄εικόνα Θεού, θεωρώντας ότι ο άνθρωπος είναι κατ΄εικόνα Θεού και όχι η εικόνα του Θεού[11]. Η εικόνα αφορά στις δυνατότητες του ανθρώπου, οι οποίες είναι δοσμένες από τον Θεό, με την προοπτική αυτές οι δυνατότητες να βοηθήσουν στη θέωση του, δηλαδή στην απόκτηση της φυσικής του πληρότητας[12]. Τα χαρακτηριστικά αυτά μπορεί να βρίσκονται στην ανθρώπινη φύση, αλλά δεν ανήκουν σε αυτήν, γιατί πρόκειται για θείες δωρεές αφενός και αφετέρου γιατί η ανθρώπινη ουσία διαφέρει απολύτως από την ουσία του Θεού[13]. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι την εποχή που έζησε ο Κύριλλος, υπήρχαν αρκετές αιρετικές ομάδες, οι οποίες  έβριθαν ανθρωπολογικών αντιλήψεων[14]. Έτσι, στο έργο του Κατά ανθρωπομορφιτών εξηγούσε με επιχειρήματα ότι είναι αίρεση η χρήση των ανθρωπομορφικών εκφράσεων χωρίς όρια, αφού είναι άτοπο ο Θεός να εννοείται ως ένα  ενσώματο Ον[15], για αυτό και συσχέτιζε  τα δώρα του κατ΄εικόνα κυρίως με τα πνευματικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Για αυτόν τον λόγο υπάρχουν και τριαδολογικές αναφορές στο έργο του Κύριλλου σχετικά με τη θεολογική ερμηνεία της συγκεκριμένης φράσης, αφού θεωρούσε ότι ο πληθυντικός στο ημετέραν δηλώνει τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας[16].

Παρόμοια θέση εξέφραζε  και ο Γρηγόριος Νύσσης. Πιο συγκεκριμένα, θεωρούσε ότι το κυριότερο συστατικό του ανθρώπου  είναι το λογικό, γιατί είναι η αντανάκλαση της τελειότητας του Θεού στον άνθρωπο.[17] Είναι αυτή ακριβώς η ιδιότητα που κάνει τον άνθρωπο μοναδικό μέσα στη φύση[18]. Θεωρούσε ότι οι δυνατότητες που υπάρχουν στην ανθρώπινη φύση ως θεϊκά δώρα, είναι το λογικό, το αρχικό, το κοινωνικό και το δημιουργικό[19]. Από το λογικό πηγάζει το αυτεξούσιο, με άλλα λόγια η ικανότητα της ελεύθερης βούλησης[20]. Το πόσο μεγάλη σημασία απέδιδε ο Νύσσης στο αυτεξούσιο, φαίνεται από τον χαρακτηρισμό του ως ισόθεο[21], αφού  πίστευε ότι αυτή δυνατότητα μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην ένωση του με τον Θεό.

Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός χώριζε το λογικό σε δύο μέρη. Ένα θεωρητικό και ένα πρακτικό μέρος. Στο θεωρητικό πίστευε ότι ανήκουν  οι γνωστικές λειτουργίες του νου και η δυνατότητα για σοφία, ενώ στο πρακτικό η βούληση και η φρόνηση[22]. Το αυτεξούσιο, επειδή συνδέεται με τη θέλησή και κατά συνέπεια με τις πράξεις, θεωρούσε ότι ανήκε  στο πρακτικό μέρος του λογικού[23] και κατά τον Ιωάννη, είναι αυτό που καθιστά ικανό τον άνθρωπο να ρυθμίζει τα φυσικά του ένστικτα[24].

Για τον Μάξιμο τον Ομολογητή, το αυτεξούσιο είναι η βασική προϋπόθεση  του  κατ΄εικόνα[25]. Το αυτεξούσιο μπορεί να στραφεί είτε στο καλό είτε στο κακό, αφού «η προαίρεσις τρεπτή»[26].Πίστευε ότι μέσα από την κίνηση του αυτεξούσιου εκδηλώνεται η ανθρώπινη ελευθερία. Άρα η προσπάθεια του ανθρώπου να φθάσει στο Θεό, να πετύχει δηλαδή την ομοίωση, χαρακτηρίζεται από κινητικότητα, η οποία είναι χαρακτηριστικό των κτιστών όντων[27], αφού ο Θεός είναι τέλειος και αμετάβλητος. Ο άνθρωπος, έχοντας ως βάση και εφόδια τα δώρα του κατ΄εικόνα, καλείται να κινηθεί, αξιοποιώντας την ελευθερία του, προς τον Θεό, ώστε να φθάσει στο καθ΄ομοίωσιν. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι την ιδέα της κίνησης προς τον Θεό την είχε εισάγει ήδη ο Ειρηναίος, όταν έλεγε ότι ο άνθρωπος είναι ον προς κίνηση[28].

Η διδασκαλία της ομοίωσης του ανθρώπου με τον Θεό, γεννήθηκε στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά μεγάλωσε και ανατράφηκε  στην Καινή, ιδιαίτερα με τις επιστολές του Παύλου και τη σωτηριολογία του για την εν Χριστώ ένωση του ανθρώπου με τον Θεό[29]. Η  ομοίωση ταυτίζεται με τη θέωση του ανθρώπου. Στην πατερική γραμματεία τον όρο θέωση, πρώτος χρησιμοποίησε ο Ειρηναίος Λυών, ο οποίος  θεώρησε ότι  είναι ο  σκοπός της δημιουργίας και της εν χρόνω ύπαρξης του ανθρώπου, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, αυτός που θα ανέπτυσσε την εν λόγω διδασκαλία, θα ήταν  ο Μ. Αθανάσιος με την περίφημη ρήση του «Αὐτὸς γὰρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»[30]. Στη συνέχεια όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας θεολόγησαν πάνω στη βάση της θέωσης, προσπαθώντας να διευκρινίσουν την έννοια και τη σημασία της για τον άνθρωπο.

Στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, υπάρχει έντονη σχέση ανάμεσα στο κατ΄εικόνα και στο καθ΄ομοίωσιν. Στο κείμενο της Γένεσης, ο σύνδεσμος και φανερώνει αφενός τη στενή συνάφεια τους και αφετέρου την μη ταύτισή τους[31]. Στον Ειρηναίο η σχέση μεταξύ τους παρουσιάζει κάποιες ασάφειες, με αποτέλεσμα να υπάρχει η άποψη ότι ταυτίζονται[32]. Ωστόσο η διδασκαλία του Ειρηναίου για τη νηπιακή ηλικία του ανθρώπου κατά τη δημιουργία και η πεποίθησή του ότι ο άνθρωπος είναι ον προς τελείωση, εμμέσως καταδεικνύει ότι η ομοίωση είναι η τελική μορφή του ανθρώπου και κατά συνέπεια δεν μπορεί να ταυτίζεται με το κατ΄εικόνα, η οποία  είναι τα δοσμένα δώρα του Θεού στον άνθρωπο.

Στον Γρηγόριο Νύσσης η ιδέα της τελείωσης σχετίζεται με τη διδασκαλία του για την καθολικότητα της ανθρώπινης φύσης. Ο Νύσσης εφάρμοσε  την τριαδολογική διάκριση μεταξύ ουσίας και υπόστασης  και στην ανθρωπολογία του, ώστε να καταδείξει το ενιαίο αυτής. Όταν αναφέρονταν στην ανθρώπινη ουσία, στην πραγματικότητα αναφέρονταν στην καθολικότητα του ανθρώπου ως είδους, ενώ με τον όρο υπόσταση εννοούσε  τη συγκεκριμένη ανθρώπινη ύπαρξη σε χρόνο και σε τόπο[33]. Για τον λόγο αυτόν, η ανθρώπινη ουσία θεωρούσε ότι είναι μία και ενιαία και ολόκληρος[34]. Την καθολικότητα της ανθρώπινης φύσεως ο Νύσσης θεμελίωνε στην κατ΄εικόνα δημιουργία[35], η οποία θεωρούσε ότι λειτουργεί ως οντολογική βάση, πάνω στην οποία καλείται ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά να αναπτυχθεί για να φθάσει στο καθ΄ομοίωσιν.

Στον Κύριλλο Αλεξανδρείας, η σχέση μεταξύ της εικόνας και της ομοίωσης είναι ανάλογη με αυτή του Γρηγορίου Νύσσης. Πρόκειται για ένα δοσμένο δυναμικό και μία αξιοποίηση αυτού του δυναμικού, με σκοπό την τελείωση του ανθρώπου[36]. Για τον αλεξανδρινό θεολόγο η ομοίωση έχει διπλή σημασία. Αφενός έχει  να κάνει με την ύπαρξη των φυσικών ιδιωμάτων (φυσικών με την χαρισματική έννοια και όχι με αυτή της ιδιοσυστασίας, αφού πρόκειται για θεϊκά δώρα) και αφετέρου με τον δυναμισμό της τελειοποίησης του ανθρώπου[37].

Όσον αφορά όμως στην  τελειοποίηση, τίθεται το ερώτημα τι ακριβώς εννοούσαν οι Πατέρες. Για να μπορέσει να απαντηθεί το συγκεκριμένο ερώτημα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η διδασκαλία της Εκκλησίας για την αρχέγονη φύση του ανθρώπου αφενός και αφετέρου η διδασκαλία για το  προπατορικό αμάρτημα.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

[1]Ι. Καραβιδόπουλου, «“Εικών Θεού” και “κατ’ Εικόνα Θεού”  παρά τω Αποστόλω  Παύλω»,36.

[2]Όπ.,36.

[3]Χ. Σακελλαρίου, Νέο Λεξικό δημοτικής, 299.

[4]Ι. Καραβιδόπουλου, «“Εικών Θεού” και “κατ’ Εικόνα Θεού”  παρά τω Αποστόλω  Παύλω»,17.

[5]Όπ., 18.

[6]Όπ.,19.

[7]Όπ.,19.

[8]Όπ.,19.

[9]Φ. Χριστοδούλου., «Η Ανθρωπολογία και η Φιλοσοφία της Παιδείας στο “Περί κατασκευής ανθρώπου” έργο του Γρηγορίου Νύσσης»(Διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ 2018)68.

[10]Όπ.,69-70.

[11]Ν. Β. Βεσελίν, «Ο άνθρωπος ως εικόνα Θεού στα έργα του αγίου Κύριλλου Αλεξανδρείας» (Διδακτορική διατριβή ΑΠΘ 2016) 19,36.

[12]Όπ.,45.

[13]Όπ.,51,53.

[14]Β. Γεωργόπουλου, «Η περί Σωτηρίας του ανθρώπου διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας» (διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ 2006)34.

[15]Όπ., 34,35.

[16]Όπ.,22.

[17]Γ. Φλορόφσκυ, Οι Ανατολικοί Πατέρες του τέταρτου αιώνα, ελλ. μετ. Π.Κ. Πάλλη(Θεσσαλονίκη: εκδ. Πουρναρά,2006)278.

[18]Όπ.,278.

[19]Φ. Χριστοδούλου., «Η Ανθρωπολογία και η Φιλοσοφία της Παιδείας στο “Περί κατασκευής ανθρώπου” έργο του Γρηγορίου Νύσσης»93.

[20]Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, PG 44,145BC.

[21]Φ. Χριστοδούλου., «Η Ανθρωπολογία και η Φιλοσοφία της Παιδείας στο “Περί κατασκευής ανθρώπου” έργο του Γρηγορίου Νύσσης»124.

[22]Ι. Δαμασκηνού, «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως», PG 94,960C.

[23]Όπ., PG 94, 960D.

[24]Όπ., PG 94, 361Α.

[25]Χ. Καψιμαλάκου, «Ελευθερία και αναγκαιότητα κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή»,268.

[26]Μάξιμου Ομολογητού, Προς Μαρίνον,P.G., 91,20A.

[27]Χ. Καψιμαλάκου., «Ελευθερία και αναγκαιότητα κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή»,270.

[28]L. Slavoljub, «Η ανθρωπολογία του Ειρηναίος Λυώνος» 152.

[29]Π. Μπρατσιώτη, «Η περί θεώσεως του ανθρώπου διδασκαλία των ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας», Θεολογία, τ. 42, τευχ. 1-4(1971)40.

[30]Μ. Αθανασίου, «Λόγος περί ενανθρωπήσεως του Λόγου», P.G. 25,192A

[31]Ι. Καραβιδόπουλου, «“Εικών Θεού” και “κατ’ Εικόνα Θεού”  παρά τω Αποστόλω  Παύλω»,27.

[32]L. Slavoljub L, « Η ανθρωπολογία του Ειρηναίος Λυώνος»100.

[33]Κ. Σκουτέρη, «Η ενότης της ανθρώπινης φύσεως ως πραγματική προϋπόθεσις της σωτηρίας» (εκ της ανθρωπολογίας του Γρηγορίου Νύσσης)»,Θεολογία τ. 40, τευχ. 1-4(1969)416,418.

[34]Όπ.,420.

[35]Όπ., 421.

[36] Ν. Β.Βεσελίν, «Ο άνθρωπος ως εικόνα Θεού στα έργα του αγίου Κύριλλου Αλεξανδρείας»45.

[37]Όπ.,51.