Προσβάσιμη σελίδα

Ποιμαντικές ευθύνες  και αγωνία για τη λατρεία μας

Τα τελευταία πενήντα χρόνια συχνά προβλημάτισε την Εκκλησία το ζήτημα της γλώσσας της λατρείας και πολλές φορές δημιουργήθηκαν συζητήσεις, συνέδρια, ημερίδες, ακόμα και έριδες σχετικά με το πρόβλημα της μετάφρασης των λειτουργικών κειμένων. Στα 1982 ο αείμνηστος δάσκαλός μας Καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης, μύστης και ρέκτης των λειτουργικών πραγμάτων, δήλωσε ως μάθημα του μεταπτυχιακού του προγράμματος το θέμα: «Προβλήματα μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων», όπου αναπτύχθηκαν θέσεις, απόψεις, σκέψεις, διαφωνίες, προτάσεις και κυρίως προβληματισμοί γύρω από το θέμα αυτό.

Στους προβληματισμούς αυτούς συμμετείχαν όχι μόνο οι φοιτητές του μεταπτυχιακού μαθήματος αλλά κληρικοί και λαϊκοί, λόγιοι και εγκρατείς περί τα λειτουργικά ζητήματα, μεταξύ αυτών οι αείμνηστοι Μητροπόλιτης Κοζάνης Διονύσιος Ψαριανός και π. Κωνσταντίνος Παπαγιάννης, αλλά και οι γνωστοί καθηγητής Σταύρος Μπαλογιάννης, καθηγητής Στέλιος Ράμφος, καθηγητής της Μουσικολογίας Αντώνιος Αλυγιζάκης, ο ομοτιμ. καθηγητής τώρα, σε Πανεπιστήμιο της Αυστρίας Βασίλειος Γκρουν, η αείμνηστη μοναχή Μαρία από την Ολλανδία, που εκείνο το διάστημα μετέφραζε τη θεία λειτουργία στα Ολλανδικά και κάποιοι Πατέρες που είχαν εξειδικευμένα λειτουργικά ενδιαφέροντα.

Παράλληλα οι προσπάθεια των καθηγητών του ερμηνευτικού κλάδου των δύο Θεολογικών Σχολών να δώσουν τη νέα μεταφραστική τους κατάθεση της Αγίας Γραφής συνηγορούσε στην επικαιρότητα του θέματος και στην αναγκαιότητα να δει κατάματα επιτέλους η Εκκλησία της Ελλάδος ένα πρόβλημα που δεν το δημιούργησε βέβαια αυτή με τις νομοθετικές ρυθμίσεις της Βουλής για την καθιέρωση της Δημοτικής γλώσσας, αλλά σίγουρα ένα μερίδιο ευθύνης έπεφτε και στη δική της μεριά, γιατί κατά το παράπονο του καθηγητού Ευάγγελου Θεοδώρου είχε ατονήσει πλήρως το «μυσταγωγικό κήρυγμα», το οποίο είχε τη δυνατότητα και να μυσταγωγήσει τον πιστό λαό στη λατρεία αλλά και να διδάξει την ιστορική συνέχεια της λειτουργικής μας παράδοσης και, γιατί όχι, και το γλωσσικό ιδίωμα της λειτουργικής γλώσσας.

Έκτοτε οι συζητήσεις συνεχίστηκαν, μέσα από συνέδρια που οργάνωσε η ίδια η Εκκλησία της Ελλάδος, ο προβληματισμός παρέμεινε κατά πόσο είναι δυνατή και εφικτή η μετάφραση των λειτουργικών κειμένων και ιδιαίτερα ποιών κειμένων, αφού η λατρεία μας συμπλέκεται με την ποίηση και το μέλος, στοιχεία πολύ δύσκολα στη μετάφραση και την ερμηνεία, γιατί προϋποθέτει ανθρώπους χαρισματούχους και φωτισμένους για το έργο αυτό. Βέβαια η μεγαλύτερη συζήτησε έγινε για το κείμενο της θείας λειτουργίας, μια και οι νέες γενιές των παιδιών δεν είχαν τη δυνατότητα να διδαχτούν τα αρχαία ελληνικά ή και την απλή καθαρεύουσα, για να έχουν έστω μία δυνατότητα πρόσβασης στο κείμενο τουλάχιστον της θείας λειτουργίας του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

Οι συζητήσεις και οι προβληματισμοί εντάθηκαν γύρω στη δεκαετία του 1995-2005, όπου οι «συζητητές» χωρίστηκαν σε αυτούς που θεωρούσαν ότι έπρεπε να μπει η Δημοτική στη λατρεία και σε αυτούς που παρέμειναν νοσταλγοί της «πατρώας» παράδοσης, που όμως «αποκλήρωνε» κατά κάποιον τρόπο τα άλλα παιδιά της Εκκλησίας. Στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών έγιναν οι πρώτες προσπάθειες εισαγωγής των μεταφράσεων, κυρίως στα βιβλικά αναγνώσματα, με την ελπίδα προσέλκυσης των νέων, αλλά στη διαδρομή φάνηκε ότι δεν είναι η γλώσσα αλλά το πνεύμα του κειμένου που μπορεί να συναρπάσει τον λαό και κυρίως τους νέους, που μάλλον είχαν κουραστεί από λόγια και επιθυμούσαν τη σιωπή, ή απλά έμειναν προσκολλημένοι στις σειρήνες της εποχής τους, που τραγουδούσαν το «ζήσε λοιπόν όπως θέλεις, αφού δεν υπάρχει Θεός», κατά τη γνωστή διαφημιστική καμπάνια στη Γαλλία!

Αναμφίβολα το ζήτημα δεν θα μπορούσε να λυθεί με αρθρογραφία και συνεντεύξεις ούτε βέβαια με συμπόσια και συνέδρια αλλά με μία γενναία απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος, με κάτι ανάλογο προς εκείνο που αποφάσισε για το ζήτημα της μεταφράσεως της Αγίας Γραφής, επιλέγοντας για το ευαίσθητο αυτό έργο ανθρώπους γνώστες των λειτουργικών πραγμάτων και της ποιητικότητας της γλώσσας μας. Βεβαίως, αν ο άνθρωπος δεν βιώνει τη γλώσσα του, όχι τη θεία Λειτουργία δεν μπορεί να κατανοήσει αλλά ούτε τον εθνικό μας ύμνο!

Ο λόγος στην ελληνική αλλά και ορθόδοξη παράδοση ήταν πάντα πράξη, εμπειρία ζωής και μόνο μ’ αυτή την προοπτική μπορούμε να δούμε τα λειτουργικά μας κείμενα, που δεν τα ακούμε απλά αλλά τα βιώνουμε και έτσι τα κατανοούμε. Η κατανόηση των πραγμάτων στη ζωή μας είναι συνήθως αποτέλεσμα εμπειρίας πνευματικής. «Ὁ παθών καί μαθών», έλεγε η λαϊκή σοφία, δηλαδή προηγούνταν η εμπειρία και έπονταν η μάθηση. Οι άγιοι στην Εκκλησία μας είναι «οἱ πάσχοντες τήν θέωσιν». Είναι πολύ εύκολο ίσως να κατανοήσει ο πιστός τη φράση «Ἀμήν» ή «Κύριε, ἐλέησον» ή το «Εἰρήνη πᾶσι», όμως όχι η μετάφραση αλλά κυρίως η εμπειρική ερμηνεία αυτών των λέξεων θα τον κάνει μέτοχο της χάριτος που προσφέρει η λατρεία. Το «Ἀμήν» σημαίνει την απόλυτη κατάφαση στη ζωή του Χριστού, το «Κύριε, ἐλέησον» την αδιάλειπτη προσευχή υπέρ πάντων και πασών, την κοινωνία Θεού και ανθρώπων, και το «Εἰρήνη πᾶσι» είναι η προϋπόθεση της μετοχής στο μυστήριο των μυστηρίων, τη θεία Λειτουργία. Σε αυτές τις λέξεις στηρίζεται όλη η ζωή του πιστού. Αυτά λοιπόν δεν είναι ζητήματα γλωσσικής κατανοήσεως αλλά βιωματικής μεθέξεως. Άλλωστε και ένας καλός φιλόλογος δεν θα είχε πρόβλημα να κατανοήσει το λειτουργικό κείμενο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έγινε μέτοχος του μυστηρίου ή μυσταγωγήθηκε πραγματικά μόνο από τις λέξεις. Κάποιος ασκητής, διηγείται ο π. Μωυσής ο Αγιορείτης, έλεγε στους αδελφούς: «Εξήντα χρόνια καλόγερος, μόλις σήμερα κατάλαβα τι θα πει Κύριε, ελέησον»! Η φόρτιση δηλαδή που φέρουν οι λέξεις δεν προσλαμβάνεται με μία απλή μετάφραση, αλλά με μία διερμηνεία πρακτική, εμπειρική, με καύση καρδίας.

 

 

Επομένως, στο ερώτημα που ετέθη από κάποιους: «Μέθεξη ή κατανόηση;», φρονούμε ότι δεν μπορεί να αποτελεί δίλημμα αλλά προτροπή για «μέθεξη ΚΑΙ κατανόηση». Ο αείμνηστος δάσκαλός μας Ιωάννης Φουντούλης έλεγε χαρακτηριστικά:

«Η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν δεσμεύθηκε από καμία “ιερή” γλώσσα ή μορφή γλώσσας, στην οποία και μόνη θα μπορούσε να τελεσθεί η λατρεία της… Αυτό επιβάλλει η έννοια της “ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ” λογικής λατρείας του σώματος του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας, που δεν είναι νοητό να γίνεται από τον λαό του Θεού προς τον Θεό Πατέρα του, παρά σε γλώσσα κατανοητή σ’ αυτόν (τον λαό), όπως είναι η μητρική του γλώσσα … Ο λόγος του Θεού μεταφέρεται προς τον λαό με την ανάγνωση της Αγίας Γραφής, των λόγων των Πατέρων της Εκκλησίας, την υμνογραφία, τα συναξάρια και το κήρυγμα. Αυτά κατά μείζονα λόγο γίνονται και πρέπει να γίνονται στη γλώσσα του λαού, όπως είναι θεωρητικά και πρακτικά αυτονόητο και όπως δείχνει και η ανέκαθεν πρακτική της Εκκλησίας»[1].

Αναμφίβολα η γλώσσα της λατρείας μας θεωρητικά είναι η μητρική μας γλώσσα, όμως η απομάκρυνση από τη σπουδή της απέκοψε και τον ομφάλιο λώρο με τα λειτουργικά μας κείμενα. Στη λατρεία βέβαια δεν έχουμε κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι σε άλλα λογοτεχνικά είδη στην αρχαία Ελλάδα, όπου το κάθε είδος είχε και το δικό του γλωσσικό ιδίωμα. Η γλώσσα επομένως της λατρείας μας είναι το γλωσσικό της ιδίωμα, όπως ο ποιητικός λόγος του Παπαδιαμάντη ή του Ελύτη έχει το δικό του γλωσσικό ιδίωμα, που για την κατανόησή του και την όποια απόπειρα πρόσληψης του πνεύματος του ποιητή είναι απολύτως αναγκαία η λογοτεχνική του ανάλυση. Αυτό το θέμα το αντιμετώπισε πολύ σοφά ο Δαμασκηνός Στουδίτης στον «Θησαυρό» του, που αποτελεί ένα πραγματικό εγχειρίδιο μελέτης και ανάλυσης του ευαγγελικού λόγου.

Ο Δαμασκηνός αντιλαμβάνεται ότι η περίοδος που ζει (16ος αι.) δεν προσφέρεται για πειράματα στη διαδικασία της διδαχής. «Οἱ ἀκούσαντες ζήσονται», λέει το Ευαγγέλιο, και αυτή τη δυνατότητα ζωής και σωτηρίας δεν τη σπαταλά ο Δαμασκηνός. Λειτουργεί ως πραγματικός δάσκαλος του λαού του Θεού. Το μορφωτικό επίπεδο του λαού βρίσκονταν σε σημείο που δεν επέτρεπε την κατανόηση του ευαγγελικού κειμένου. Παρόλα αυτά, στους λόγους του, παραθέτει αυτούσιο το ευαγγελικό κείμενο που θα σχολιάσει, ακολουθεί η κατά λέξη μετάφραση του κειμένου και συνεχίζει να ξεκλειδώνει το κείμενο με ανάλυση και ερμηνεία λέξεων, όρων και πραγμάτων που προκύπτουν από το κείμενο και προχωρεί σε έναν αναλυτικό υπομνηματισμό, όπου πραγματικά διδάσκει την ιερά ιστορία στην κάθε της λεπτομέρεια. Η ανάλυση γίνεται φυσικά στην απλή και καθομιλουμένη γλώσσα του λαού. Η σύνδεση όμως του πρωτοτύπου κειμένου με τη διερμηνεία του δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να ξαναβρεί τη ρίζα του λόγου και το νήμα της ιστορικής εξέλιξης της γλώσσας μας και να μη ξεκόψει παντελώς από την πρωτότυπη γραφή του κειμένου.

Δεν ήταν λίγοι αυτοί που πρότειναν την αλλαγή του Χρυσοστομικού κειμένου με άλλο κείμενο που να εκφράζει την εποχή μας ή μία μετάφραση σύγχρονη που να βοηθά στην κατανόηση, αλλά μάλλον λησμονούν τη δομή του λειτουργικού κειμένου, πέρα από την ιεροπρέπειά του, ότι το κείμενο της θείας Λειτουργίας, έτσι όπως μας έχει παραδοθεί, μπορεί να δίνει την εντύπωση πεζού λόγου, αλλά έχει ρυθμούς και μέτρα, στίχους ανισοσύλλαβους ετερόμετρους, παρουσιάζει όλα τα είδη της τονικής ποίησης και μάλιστα με μία τεράστια ποικιλία σε αριθμό συλλαβών, σε τομές, σε σύνθετους και σε μεικτούς στίχους που συνδυάζονται με μέτρα ιαμβικά, τροχαϊκά, αναπαιστικά, μεσοτονικά κ.λπ.[2].

Οι δυσκολίες λοιπόν στη μετάφραση και παρουσίαση ενός καλού και αποδεκτού λειτουργικού κειμένου, φαίνεται να είναι εγγενείς και είναι δύσκολο να ξεπεραστούν, χωρίς καλή μελέτη και γνώση των ζητημάτων της γλώσσας αλλά και της θεολογίας του κειμένου. Στην εποχή μας δεν λείπουν οι άνθρωποι που ασχολούνται με την ποιητική υμνογραφική παραγωγή και τη συγγραφή νέων ακολουθιών, όμως το περίεργο είναι ότι κανείς δεν αποπειράθηκε να δώσει μία ακολουθία στην καθομιλουμένη δημοτική γλώσσα. Γιατί άραγε;

Ο Πάνος Σινόπουλος στα 1997 (εκδ. Ίκαρος) έκανε μία πολύ καλή και επαινετή προσπάθεια για μετάφραση της θείας Λειτουργίας κρατώντας την τονικότητα και την ισοσυλλαβία των στίχων με το αντίστοιχο του Χρυσοστομικού κειμένου, που άνετα θα μπορούσε να υιοθετηθεί ως η καλύτερη προσπάθεια μυσταγωγικής αγωγής, κυρίως των νέων, όμως φαίνεται πως δεν έτυχε της ανάλογης προσοχής από τους αρμοδίους εκκλησιαστικούς φορείς. Η δική μας προσπάθεια δεν έρχεται απλά να προσθέσει ένα ακόμα κείμενο για την κατανόηση της θείας λειτουργίας, κοντά στις τόσες άλλες μεταφράσεις που κυκλοφορούν, αλλά θέλει να υπογραμμίσει το ξεχωριστό γλωσσικό ιδίωμα του λειτουργικού λόγου και να απομυθοποιήσει τη θέση για το δύσκολο και δυσνόητο του κειμένου. Από την προσπάθειά μας προέκυψε ότι από ένα κείμενο 6.867 λέξεων, τα σημεία που παρουσιάζουν μία κάποια δυσκολία κατανόησης δεν ξεπερνούν τα 900-1000 περίπου, δηλαδή περίπου το 1/7 του κειμένου χρειάζεται κάποια επεξήγηση, ενώ τα άλλα 6/7 είναι απόλυτα και εύκολα κατανοητά. Τι λοιπόν πρέπει να γίνει; Να αλλάξουμε το κείμενο και τη γλώσσα; Ή να κάνουμε αυτό που προβλέπει αυτονόητα η ποιμαντική ευθύνη, δηλαδή να διερμηνεύσουμε τον λόγο μέσα από τη διδαχή και το κήρυγμα, μέσα από την ευθύνη της κατηχήσεως και της συνεχούς και άοκνης προσπάθειας να διδάξουμε τον λειτουργικό λόγο ώστε να πλουτίσουμε τον λαό; Άλλωστε κατά το μυστήριο της ιερωσύνης ο κληρικός επωμίζεται και με το έργο του διδασκάλου, «εἰς τό ἱερουργεῖν τόν λόγον τῆς ἀληθείας».

Σήμερα οι νέοι, έχουν μία μεγάλη έφεση και άνεση στη σπουδή και την εκμάθηση αρκετών γλωσσών, γιατί τους συνεπαίρνει η γοητεία της επικοινωνίας με άλλους λαούς, αλλά κατά παράδοξο τρόπο δεν δείχνουν το ίδιο ενδιαφέρον να μυηθούν στη μητρική τους ελληνική γλώσσα, της οποίας τον πλούτο αγνοούν γιατί το εκπαιδευτικό μας σύστημα απλοποιεί τα πράγματα τόσο που χάνεται η ιστορικότητα της γλώσσας μας. Αν συνειδητοποιήσουν ξαφνικά ότι οι ευρωπαϊκές γλώσσες που μαθαίνουν στηρίζονται σε χιλιάδες ελληνόριζες λέξεις, τότε ίσως κατανοήσουν αυτό που γνωρίζουν ήδη οι ευρωπαϊκοί λαοί και εκτιμήσουν τη γλωσσική μας κληρονομιά. Αυτό όμως πρέπει να το διδαχτούν και υπεύθυνοι της διδαχής είναι και οι εκκλησιαστικοί πατέρες, οι τελευταίοι θύλακες παράδοσης και πολιτισμού.

Από την άλλη πλευρά, αν σταθούμε και προβληματιστούμε για λίγο στο θέμα του «Έλληνος λόγου» που δέχεται πανταχόθεν πυρά, ακόμη και από αυτούς που φέρουν το βάρος της διδασκαλίας του, με τα γνωστά ωστόσο αποτελέσματα, θα συνειδητοποιήσουμε ότι η Εκκλησία παρέμεινε τελικά ο τελευταίος πύργος αντίστασης και το τελευταίο μετερίζι, όπου το γένος έχει να υπερασπιστεί τη γλώσσα του και τον πολιτισμό που κουβαλάει αυτή.

Δυστυχώς αυτοί που συνήργησαν στη γλωσσική μεταρρύθμιση λειτούργησαν σαν να αγνοούσαν τη δυναμική της ελληνικής γλώσσας. Η γλώσσα φέρει μία φόρτιση που αν τη χάσει ξεθωριάζει η λάμψη της. Η γλώσσα, λέει ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης, «αποτελεί ένα μάγμα, ένα πλέγμα, όπου οι λέξεις παράγονται οι μεν από τις δε, όπου οι σημασίες γλιστράνε από τη μία στην άλλη, είναι μία οργανική ενότητα από την οποία δεν μπορείς να βγάλεις και να κολλήσεις πράγματα … Η κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων είναι η κατάργηση της ορθογραφίας, που είναι τελικά η καταστροφή της συνέχειας. Ήδη τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, γιατί αυτοί είναι γεμάτοι από τον πλούτο των αρχαίων ελληνικών».

Όμως το κακό έγινε. Το τι μέλει γενέσθαι, είναι αυτό που πρέπει να μας προβληματίσει. Στην προσπάθειά μας λοιπόν να εντοπίζουμε τα δυσνόητα σημεία της θείας Λειτουργίας, μοιράσαμε το κείμενό της σε ανθρώπους διαφόρων μορφωτικών προϋποθέσεων και ζητήσαμε να υπογραμμίσουν τι είναι αυτό που τους δυσκολεύει στην κατανόηση του λειτουργικού κειμένου και αποτελεί εμπόδιο στη μετοχή τους στο μυστήριο. Έτσι κινηθήκαμε μεταφραστικά μόνο ως προς τις δύσκολες έννοιες ή τις λέξεις που αποτελούν τροχοπέδη κατανόησης. Γι᾽ αυτό δεν παραθέσαμε μία μετάφραση πλάι σε ένα κείμενο, αλλά μέσα στο ίδιο το κείμενο, περάσαμε τη μετάφραση μέσα σε παρένθεση, ώστε άμεσα να λύνεται η απορία του αναγνώστη. Με τον ίδιο τρόπο εργάζονταν και αρκετοί δάσκαλοι του γένους στη σύνταξη των «μαθηματαρίων», δηλαδή των βιβλίων που χρησιμοποιούσαν κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, προκειμένου να διδάξουν στον λαό τη γλώσσα, και βέβαια τα κείμενα ήταν αμιγώς λειτουργικά και υμνογραφικά.

Έτσι σε ένα μαθηματάριο του 1745 βλέπουμε τον δάσκαλο να αντιγράφει όλους τους εορταστικούς κανόνες του Δωδεκαόρτου και δίπλα ακριβώς από το κάθε τροπάριο έχει τη διερμηνεία του, ώστε και ο παπάς και ο ψάλτης αλλά και δάσκαλοι και οι μαθητευόμενοι να έχουν τη δυνατότητα κατανόησης των κειμένων. Αυτά στην τουρκοκρατία! Σήμερα τι κάνουμε;

Πάντως μακάρι η Εκκλησία, που σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς αγωνίζεται να κατηχήσει τα παιδιά της, να δώσει και αγίους Πατέρες και υμνογράφους για να γράψουν νέες ακολουθίες και να προσαρμόσουν, αν μπορούν (!!!), τα κείμενα στις ανάγκες και τις δυνατότητες του λαού, και πάντως πώς θα γίνει; θα μεταφράσουμε την υμνολογική ποίηση ή θα την βάλουμε στο περιθώριο χάριν μια νέας υμνολογικής παραγωγής; Αλλιώς η ποιμαντική ευθύνη των πατέρων ας λάβει υπ’ όψιν την δίψα του λαού για λειτουργική αγωγή, η οποία επι το πλείστον λείπει από τον διδασκαλικό λόγο της εποχής μας. Ως τότε όμως καλό θα είναι να παραμένουμε σταθεροί και ενωμένοι γύρω από την πατρική μας κληρονομιά και τη μητρική μας γλώσσα και να ζητήσουμε από τον Θεό αυτό που ζητούσε διακαώς και ο μέγας πατήρ και θεολόγος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, που έκραζε καθημερινώς: «Κύριε, φώτισόν μου τό σκότος».

Αν ο Θεός δεν απαντήσει θετικά στην ευχή που διαβάζουμε στη θεία Λειτουργία:

«Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τό τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καί τούς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμούς εἰς τήν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν …», τότε καμιά μετάφραση και κανένας εκλαϊκευτικός λόγος δεν θα είναι αρκετός για «μέθεξη και κατανόηση» της θείας Λειτουργίας.

Η ΘΕΙΑ  ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ:  Υπόδειγμα λειτουργικής αγωγής.

Διάκονος: Εὐλόγησον (εὐλόγησε), Δέσποτα.

Ἱερέας: Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν (τώρα) καί ἀεί (καί πάντοτε) καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Λαός: Ἀμήν.

Διάκονος: Ἐν (μέ) εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου (στόν Κύριο) δεηθῶμεν (ἄς δεηθοῦμε).

Λαός: Κύριε ἐλέησον.

Διάκονος: Ὑπέρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης, καί τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Λαός: Κύριε, ἐλέησον.

Διάκονος: Ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος (ὅλου του) κόσμου, εὐσταθείας (σταθερότητας) τῶν ἁγίων του Θεοῦ Ἐκκλησιῶν, καί τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως (τῆς ἑνώσεως ὅλων), τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Λαός: Κύριε, ἐλέησον.

Διάκονος: Ὑπέρ τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου (αὐτοῦ), καί τῶν μετά πίστεως, εὐλαβείας καί φόβου Θεοῦ εἰσιόντων (εἰσερχομένων) ἐν αὐτῷ, (σ᾽ αὐτόν) τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Λαός: Κύριε, ἐλέησον.

Διάκονος: Ὑπέρ τῶν εὐσεβῶν καί ὀρθοδόξων χριστιανῶν, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Λαός: Κύριε, ἐλέησον.

Διάκονος: Ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τοῦ δεῖνος), τοῦ τιμίου (σεβαστοῦ) πρεσβετερίου, τῆς ἐν Χριστῷ διακονίας (τῶν διακόνων τοῦ Χριστοῦ), παντός του Κλήρου καί τοῦ Λαοῦ, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Λαός: Κύριε, ἐλέησον.

Διάκονος: Ὑπέρ τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Ἔθνους, πάσης (κάθε) ἀρχῆς καί ἐξουσίας ἐν αὐτῷ (σ᾽ αὐτό), τοῦ κατά ξηράν, θάλασσαν καί ἀέρα φιλοχρίστου ἡμῶν στρατοῦ, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Λαός: Κύριε, ἐλέησον.

Διάκονος: Ὑπέρ τῆς πόλεως ταύτης (αὐτῆς), πάσης (κάθε) πόλεως καί χώρας καί τῶν πίστει οἰκούντων (κατοικούντων) ἐν αὐταῖς (σ’ αὐτές), τοῦ Κυρίου δεη-θῶμεν.

Λαός: Κύριε, ἐλέησον.

Διάκονος: Ὑπέρ εὐκρασίας ἀέρων (ἤπιο καιρό), εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς καί καιρῶν (χρόνων) εἰρηνικῶν, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Λαός: Κύριε, ἐλέησον.

Διάκονος: Ὑπέρ πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων (κακοπαθούντων), αἰχμαλώτων καί τῆς σωτηρίας αὐτῶν, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Λαός: Κύριε, ἐλέησον.

Διάκονος: Ὑπέρ τοῦ ρυσθῆναι ἡμᾶς ἀπό πάσης (κάθε) θλίψεως, ὀργῆς, κινδύνου καί ἀνάγκης, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Λαός: Κύριε, ἐλέησον.

Διάκονος: Ἀντιλαβοῦ (βοήθησε), σῶσον, ἐλέησον καί διαφύλαξον ἡμᾶς, ὁ Θεός, τῇ σῇ χάριτι (με τή χάρη σου).

Λαός: Κύριε, ἐλέησον.

Διάκονος: Τῆς Παναγίας, ἀχράντου (πάναγνης), ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου, Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, μετά πάντων (μέ ὅλους) τῶν ἁγίων μνημονεύσαντες (μνημονεύοντας), ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα (ἄς ἀναθέσουμε).

Λαός: Σοί, Κύριε (σέ σένα, Κύριε).

Εὐχή τοῦ πρώτου ἀντιφώνου

Ἱερεύς: Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν (μας), οὗ (τοῦ ὁποίου) τό κράτος ἀνείκαστον (ἡ ἐξουσία εἶναι ἀνυπολόγιστη) καί ἡ δόξα ἀκατάληπτος (ἀσύλληπτη), οὗ (τοῦ ὁποίου) τό ἔλεος ἀμέτρητον καί ἡ φιλανθρωπία ἄφατος (ἀνέκφραστη), Αὐτός Δέσποτα, κατά τήν εὐσπλαγχνίαν σου, ἐπίβλεψον (ρίξε τό βλέμμα σου) ἐφ’ ἡμᾶς καί ἐπί τόν ἅγιον οἶκον τοῦτον καί ποίησον μεθ’ ἡμῶν (χάρισε σέ μας) καί τῶν συνευχομένων (τούς συμπροσευχομένους) ἡμῖν (μέ ἐμᾶς) πλούσια τά ἐλέη σου καί τούς οἰκτιρμούς σου (τήν εὐσπλαχνία σου).

Ἐκφώνως

Ὅτι πρέπει σοι (σέ σένα), πᾶσα (κάθε) δόξα, τιμή καί προσκύνησις, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί (τώρα καί πάντοτε) καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Λαός: Ἀμήν.

[1]. Εισηγήσεις Δ΄ Σύναξης Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 241-2.

[2]. Π. Ν. Σινόπουλου, σσ. 113-116.

Πρόσφατες
δημοσιεύσεις
Λόγος και Μέλος: Άρθρο Μαρκέλλου Πιράρ «Έτσι ψάλανε οι παππούδες»
Λόγος και Μέλος: Άρθρο Θωμά Αποστολόπουλου «Δέκα λεπτομέρειες για τη βυζαντινή μουσική»
Μνήμη Μανόλη Κ. Χατζηγιακουμή: σκαπανέας, διασώστης, κιβωτός
«Το ευ ζην μου εδίδαξε ο Λυκούργος Αγγελόπουλος»
«Θα ανοίξω το στόμα της ψυχής μου και θα γεμίσει από Άγιο Πνεύμα»