Από την ταπεινή όνο της Κυριακής των Βαΐων στον λίθο του μνήματος του Μεγάλου Σαββάτου

18 Απριλίου 2022

Όσοι παρακολουθούν με συνέπεια, προσοχή και πνεύμα μαθητείας τα βιβλικά και υμνογραφικά κείμενα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αγωνιζόμενοι να πορευτούν μαζί προς το πάθος και την ανάσταση, είναι αδύνατον να μην παρατηρήσουν την έντονη συμμετοχική παρουσία και έκφραση του φυσικού κόσμου.

Η επιστράτευση ζώων, φυτών και ύλης σε μια τόσο σημαντική χρονική περίοδο όπως η Μ. Εβδομάδα, δεν είναι καθόλου τυχαία. Σηματοδοτεί αφενός τον στενό σύνδεσμο μεταξύ της φύσης και των ανθρώπων και αφετέρου την σταθερή βούληση της Εκκλησίας να επιστρατεύει όλους τους έμμεσους τρόπους αποτελεσματικής αφύπνισης και λυτρωτικής επιστροφής των άσωτων και ταλαιπωρημένων ανθρώπων στην πατρική οικία, σεβόμενη απόλυτα την ελευθερία που ο Θεός χάρισε στα λογικά του πλάσματα. Και επειδή κάποιοι από εμάς πιθανόν να μην είχαμε την ευκαιρία να εντοπίσουμε μέχρι τώρα και να αξιολογήσουμε αυτή την πολύ σημαντική παράμετρο, κάναμε μια προσπάθεια να την καταγράψουμε σε αδρές γραμμές, διευκολύνοντας την Παράδοση να επικοινωνήσει τα μηνύματά της στη σύγχρονη ανθρωποκεντρική και άκρως ορθολογική πραγματικότητα.

-Την Κυριακή των Βαΐων, λοιπόν, η φύση κάνει την παρουσία της με την όνο και τα Βάια. Η μεν όνος λειτουργεί ως ο επίγειος θρόνος του βασιλέα Χριστού αλλά και ως το απαραίτητο ταπεινό όχημα για την θριαμβευτική είσοδό του στα Ιεροσόλυμα. Είναι προφανές το μήνυμα: Χωρίς ταπείνωση δεν μπορεί κάποιος να μετάσχει ούτε στο πάθος μα ούτε και την Ανάσταση. Τα δε κλαδιά των βαΐων ή των φοινίκων γίνονται στα χέρια του λαού τα απαραίτητα συνοδευτικά της προϋπάντησης, δοξολογίας και αποθέωσης του Μεσσία, σηματοδοτούν δε τη στενή σχέση και συμπόρευση ανθρώπου και φύσης.

-Τη Μεγάλη Δευτέρα προβάλλεται το αρνητικό πρότυπο της συκιάς που επειδή είχε μόνο φύλλα και όχι καρπούς ξεράθηκε. Αυτή η εικόνα σηματοδοτεί την τύχη όσων αρνούνται να επιδείξουν καρπούς άξιους της μετάνοιας.

-Τη Μεγάλη Τρίτη προβάλλονται φυσικές εικόνες με πολύ διαφορετικά σημαινόμενα: α) τα τριάκοντα αργύρια της προδοσίας του Ιούδα μαρτυρούν τις ολέθριες συνέπειες της δυσσέβειας και φιλαργυρίας, β) η εκκοπείσα συκιά δείχνει τις επιπτώσεις όσων αποκόπτονται από το σώμα του Χριστού, γ) οι σβησμένες λαμπάδες των πέντε μωρών παρθένων παριστάνουν τη ράθυμη και ανελεήμονα ζωή, την πνευματική στασιμότητα και προχειρότητα, δ) οι αναμμένες (καιόμενες) λαμπάδες των σοφών παρθένων παραπέμπουν στην ενάρετη ζωή, την πνευματική ετοιμότητα και επαγρύπνηση, τα καλά έργα, την κοινωφελή χρήση των ταλάντων, ε) τα ερίφια εικονίζουν την τραχύτητα της αμαρτίας, την διεστραμμένη πορεία της ζωής και την κατάταξη στα αριστερά του Πατρός, στ) τα πρόβατα συμβολίζουν όσους ακολουθούν πιστά τον ποιμένα Χριστό και γι’ αυτό βρίσκονται στα δεξιά, ζ) η στολή, που ανάλογα με την ποιότητά της, αν δηλαδή εκφράζει την ατιμία ή τη δόξα, αποτελεί μέσο αποκλεισμού ή  ένδυμα εισόδου στην «πνευματική εστίαση του νυμφώνα».

-Τη Μεγάλη Τετάρτη δεσπόζει αφενός η εικόνα των δακρύων της πόρνης, μαρτύρια του μεγέθους της μετάνοιας αλλά και του μίσους κατά της αισχρής αμαρτίας και των ηδονών του σώματος, και αφετέρου το πολύτιμο μύρο, με το οποίο άλειψε η ίδια τα πόδια του Ιησού, προεικονίζοντας τα μύρα της ταφής και συμβολίζοντας την ειλικρινή και έμπρακτη μετάνοια.

-Στην Υμνογραφία του Εσπερινού και της Θείας λειτουργίας της Μεγάλης Πέμπτης κυριαρχούν οι εικόνες α) του άκακου και αθώου πρόβατου που οδηγείται στη σφαγή, β) των εχιδνών, γέννημα των οποίων χαρακτηρίζεται ο Ιούδας και οι Φαρισαίοι, για να δηλωθεί η αχαριστία κατά του ευεργέτου, γ) του άρτου και οίνου, που χρησιμοποιούνται κατά την παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας στη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, εικονίζοντας το σώμα και αίμα του Χριστού, δ) το ύδωρ της λεκάνης με την οποία ο Χριστός έπλυνε τα πόδια των μαθητών, διδάσκοντας την ταπείνωση και το πνεύμα της διακονίας, ε) ο κήπος της Γεσθημανή, που γίνεται τόπος προσευχής και μάρτυρας της ολιγωρίας των μαθητών, της ετοιμασίας προς το πάθος και της προδοσίας του Διδασκάλου. στ)του πετεινού, που με τα τρία λαλήματά του θυμίζει στον Πέτρο τα προειδοποιητικά λόγια του Χριστού, οδηγώντας τον  στην ευεργετική συναίσθηση της προδοσίας.

-Στην ακολουθία των Παθών αναδεικνύεται πρωτίστως ο ρόλος του ξύλου του Σταυρού, ενώ την εικόνα εμπλουτίζουν το αγκάθινο στεφάνι, που μηχανεύονται οι σταυρωτές για να εμπαίξουν τον «τήν γῆν ζωγραφήσαντα τοῖς άνθεσι», η λόγχη, τα καρφιά και η ψευδή πορφύρα. Ως προς το ξύλο, πάνω στο οποίο επρόκειτο να σταυρωθεί ο Χριστός,  η λαϊκή παράδοση, όπως την καταγράφει ο Γ. Πολίτης, θέλει να μην αποτελεί προϊόν συγκατάθεσης της φύσης αλλά προϊόν προδοσίας: Όταν έμαθαν τα φυτά ότι καταδικάστηκε ο Χριστός συγκεντρώθηκαν τη νύκτα και αποφάσισαν, κανένα από αυτά να μην συγκατατεθεί στη μετατροπή του σε σταυρό. Όπως όμως συνέβη και με τον Ιούδα, και εδώ ένα δένδρο από αυτά, η λοιδοριά, πρόδωσε τη συμφωνία, με αποτέλεσμα να αναθεμαστεί από τα υπόλοιπα δένδρα και να θεωρείται αφορισμένη. Μύθος μεν αλλά δείγμα που μαρτυρεί με παραστατικό τρόπο την αντίδραση της φύσης στις ασεβείς επιλογές των ανθρώπων.

Ο υμνογράφος βρίσκει στην ευκαιρία να αντιπαραβάλει το ξύλο του σταυρού, που εισάγει το ληστή στον παράδεισο, προς το ξύλο του Αδάμ, που έγινε η αιτία να τον απωλέσει, καθώς και το μάνα και το ύδωρ της ερήμου, προς τη χολή και το ξύδι που πρόσφεραν οι σταυρωτές στον ευεργέτη τους.  Ταυτόχρονα περιγράφει την ματωμένη πλευρά του Χριστού ως κρουνό ζωής, ως πηγή που αναβλύζει την Εκκλησία και ποτίζει τον λογικό παράδεισο. Είναι η ίδια με τον πελεκάνο που από την πληγωμένη του πλευρά επιστάζει ζωτικούς κρουνούς στα πεθαμένα παιδιά του για να τους ξαναδώσει τη ζωή.

Εντυπωσιακή εμφανίζεται η αντίδραση της κτίσης που εικονίζεται να τρέμει, η γη να φρίττει, τα θεμέλια της γης να δονούνται από θείο φόβο, οι φωτεινοί αστέρες να σκοτεινιάζουν, η ημέρα να μεταβάλλεται σε νύκτα, το καταπέτασμα του Ναού να διαρρηγνύεται, τα όρη να τρομάζουν, η θάλασσα να συρρικνώνεται, οι πέτρες να σχίζονται, οι τάφοι των νεκρών να ανοίγουν και οι νεκροί να εξέρχονται, δείγμα ότι «τά πάντα συνέπασχον τῶ τά πάντα κτίσαντι».

          -Στην ακολουθία του πρωινού και του Εσπερινού της Μεγάλης Παρασκευής, αλλά και του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, κυριαρχεί η εικόνα του ενταφιασμού. Η γη «ξενοδοχεί» και αγκαλιάζει τον Κύριο της δόξης, αυτόν που η φύση της θεότητάς του παραμένει απερίγραπτη και αδιόριστη. Συνέχει αυτόν που κρατά στην παλάμη του ολόκληρη την κτίση, συμψάλλοντας εξόδιους ύμνους. Ιωσήφ και Νικόδημος δανείζονται από τη φύση μύρα και αρώματα για να κηδεύσουν με τον καλύτερο τρόπο το σώμα του Ιησού.

Την εικόνα συμπληρώνει ο τεράστιος λίθος, που χρησιμοποιούν οι φύλακες για το ασφαλές σφράγισμα της εισόδου του τάφου και την κάλυψη αυτού που με την αρετή του καλύπτει τους ουρανούς, όπως σχολιάζει ο υμνογράφος.

Σε αντίθεση προς τον δυστυχή και αφιλόξενο άνθρωπο ο τάφος χαρακτηρίζεται «ὄλβιος», ευτυχισμένος, γιατί υποδέχεται ως υπνούντατον Δημιουργό, γιατί φιλοξενεί τον «ξένο», τον αποξενωμένο από τους ανθρώπους.  Από τάφος θανάτου μεταβάλλεται σε τάφο της ζωής και της ανάστασης, σε θείο θησαυρό της ζωής, σε πηγή της εγέρσεως. Γι’ αυτό και δικαίως χαρακτηρίζεται ζωοδόχος, ζωοπάροχος, ζωοποιός και πανάγιος, ενώ καθιερώνεται ως το κέντρο του Ναού της Αναστάσεως και Προσκυνηματικό κέντρο ολόκληρης της χριστιανοσύνης.

-Τελικά, η γήινη πορεία του Θεανθρώπου Χριστού αρχίζει και τελειώνει στα σπλάχνα της γης, μακριά από παλάτια και άλλες περίοπτες πολιτιστικές κατασκευές. Γεννιέται σε ένα σπήλαιο και πεθαίνει σε έναν τάφο.