Διαίρεση και Περιεχόμενο των ΚΔ’ Οίκων του Ακαθίστου Ύμνου
5 Απριλίου 2022Η Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου ψάλλεται στον Όρθρο του Σαββάτου της Ε’ Εβδομάδας των Νηστειών η κατά το απόγευμα της Παρασκευής της αυτής εβδομάδας συναρμοσμένη με την ακολουθία του Μικρού Αποδείπνου, ολόκληρη κατά τις ημέρες που προαναφέρθηκαν ενώ τμηματικά κατά τις τέσσερις Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής, «εν είδει προεορτίων και μεθεόρτων» της εορτής του Ευαγγελισμού, τα οποία καταλιμπάνονται λόγω του «πένθιμου» και κατανυκτικού χαρακτήρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Αν εξεταστεί η Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου κατά το περιεχόμενό της θα διαπιστωθεί πως τα επί μέρους τμήματα που την απαρτίζουν, δηλ. ο κανόνας της Θεοτόκου και οι ΚΔ’ Οίκοι των Χαιρετισμών της Θεοτόκου έχουν χαρακτήρα χαρμόσυνο και ευφρόσυνο προβάλλοντας συνεχώς το αίσθημα της χαράς με την επανάληψη της λέξης «χαίρε» και των φράσεων «χαίρε Κεχαριτωμένη» «χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε«, υπενθυμίζοντας έτσι το χαιρετισμό του Αρχαγγέλλου που μνημονεύει ο ευαγγελιστής Λουκάς «χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου» (Λουκ. 1,28) και προβάλλουν επίσης το μοναδικό ρόλο της Θεοτόκου στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας και της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους.
Στην Ακολουθία αυτή επισυνάπτεται ο κανόνας της Θεοτόκου «Ανοίξω το στόμα μου«, ο οποίος διακρίνεται για το περιεχόμενο του, όπου εξιστορούνται τα γεγονότα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, καθώς και άλλα δογματικά ζητήματα που αφορούν το πρόσωπο της Θεοτόκου και το κοσμοσωτήριο έργο του Κυρίου.
Ο κανόνας της Ακολουθίας του Ακαθίστου ύμνου «Ανοίξω το στόμα μου«, του οποίου πολλά τροπάρια απαντούν και στον κανόνα του Όρθρου της εορτής του Ευαγγελισμού είναι ποίημα του Ιωσήφ του υμνογράφου ενώ οι ειρμοί των ωδών, δηλ τα πρώτα τροπάρια, είναι γραμμένα από τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό.
Οι δυο αυτοί υμνογράφοι επικεντρώνονται σε τέσσερα κυρίως σημεία:
α. στις προτυπώσεις του Χριστού και της Θεοτόκου στην Παλαιά Διαθήκη,
β. στη θεότητα και την ανθρωπότητα του Ιησού Χριστού,
γ. στην προσωπικότητα και το ρόλο της Υπεραγίας Θεοτόκου στην εκπλήρωση του σχεδίου της θείας Οικονομίας και
δ. στην εν Χριστώ σωτηρία του κόσμου.
Οι ΚΔ’ Οίκοι του Ακαθίστου Ύμνου σχηματίζουν ακροστιχίδα, δηλ. είναι γραμμένοι δηλ. με την ίδια σειρά που είναι τοποθετημένα τα γράμματα του ελληνικού αλφάβητου και η ακροστιχίδα τους μαρτυρεί την ακεραιότητα του ύμνου αλλά δυστυχώς όχι τον ποιητή, ο οποίος παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστος.
Οι ΚΔ’ Οίκοι του Ακαθίστου Ύμνου διαιρούνται σε δυο μεγάλες ενότητες με δυο υποενότητες η καθεμία. Ο υμνωδός τους προσπαθεί έτσι να παρουσιάσει στην μεν πρώτη την ιστορική αποκάλυψη του Θεού, ενώ στη δεύτερη αποσκοπεί να εκθέσει τη χριστολογία και τη σωτηριολογία.
Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει τους Οίκους Α – Μ, στους οποίους εκτίθενται τα θαυμαστά γεγονότα της ζωής του Κυρίου από τη στιγμή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου μέχρι και την Υπαπαντή του. Χαρακτηρίζεται ως ιστορική με την πρώτη υποενότητα (Οίκοι Α -Ζ) να αναφέρεται στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, αρχής γενομένης με το «Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη ειπείν τη Θεοτόκω το χαίρε» ενώ η δεύτερη υποενότητα (Οίκοι Η – Μ) αναφέρεται στη Γέννηση του Χριστού, όπως περιγράφεται στα ευαγγέλια του Λουκά και του Ματθαίου. Ξεκινά με τη φράση «ήκουσαν οι ποιμένες των αγγέλων υμνούντων την ένσαρκον Χριστού παρουσίαν» και έχει ως υπόβαθρο τη διήγηση του κατά Λουκάν ευαγγελίου σύμφωνα με την οποία: «είπεν τοις ποιμέσι ο άγγελος· Μη φοβείσθε· ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ ος εστιν Χριστός Κυριος εν πόλει Δαυίδ» (Λουκ. 2,10-11).
Η δεύτερη ενότητα περιλαμβάνει τους Οίκους Ν – Ω και εκθέτει τη δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας κυρίως σε χριστολογικό και σωτηριολογικό επίπεδο. Εξετάζει η μεν πρώτη υποενότητα (Οίκοι Ν – Σ) τα κύρια σημεία της θείας ενανθρώπησης με αναφορά στη θεότητα του Ιησού Χριστού, το σκοπό της ενανθρώπησης και την εν Χριστώ σωτηριολογία. Ο Χριστός χαρακτηρίζεται ως «Βασιλεύς«, «Κύριος«, «απερίγραπτος Λόγος«, «απρόσιτος Θεός«, «άυλον φως«, «υψηλός Θεός» και ο υμνογράφος αποσκοπεί να καταδείξει τη θεία ιδιότητα, το υπερβατικό του Θεού, το θείο, το ακατάληπτο, το ομοούσιο και ομόθρονο της υποστάσεως του Υιού και Λόγου του Θεού ως δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος.
Φυσικά η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού δεν πρέπει να νοηθεί ως τοπική κίνηση, αλλά ως άκρα συγκατάβαση. Οι Πατέρες της Εκκλησίας συνηθίζουν καταχρηστικά να χρησιμοποιούν τον όρο «κίνηση του Λόγου» για να προσδιορίσουν το γεγονός της κενώσεως του Λόγου και της προσλήψεως της ανθρωπίνης φύσεως.
Η θεότητα του Υιού και Λόγου του Θεού δεν διαιρείται αλλά ούτε και μερίζεται. Ο Λόγος ήταν «όλος εν τοις κάτω» χωρίς να εγκατάλειψη τα άνω «και των άνω ουδόλως«. Ένα ακόμα υμνολογικό χωρίο που μπορεί να μας αποσαφηνίσει ότι η θεότητα ούτε μερίζεται ούτε περιορίζεται από τοπικές και χωροχρονικές διαστάσεις είναι ένα από τα τροπάρια της ζ’ ωδής του κανόνος του Όρθρου του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου, το οποίο πολύ επεξηγηματικά αναφέρει: «Μια υπήρχεν, η εν τω Άδη αχώριστος, και εν τάφω, και εν τη Εδέμ, Θεότης Χριστού, συν Πατρί και Πνεύματι«.
Τέλος η δεύτερη υποενότητα του δευτέρου τμήματος των ΚΔ’ Οίκων του Ακαθίστου Ύμνου (Οίκοι Τ – Ω) αναφέρεται καθαρά στο σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε η κυρία Θεοτόκος στο σωτήριο σχέδιο της θείας Οικονομίας, όπως πολύ ωραία αναφέρει ο ΚΔ’ και τελευταίος Οίκος των Χαιρετισμών «Ω Πανύμνητε Μήτερ, η τεκούσα τον πάντων αγίων Αγιώτατον Λόγον«.