«Eν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν»

30 Απριλίου 2022

«Ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών, ούτως και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ., στ’ 4). Η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί, κατά τον Απόστολο Παύλο, πρόσκληση για μια «καινή» εν Χριστώ ζωή. Κατά την Διακαινήσιμο εβδομάδα που διανύομε γευόμαστε πράγματι, οι άνθρωποι και η κτίση όλη, την εμπειρία αυτής της καινούργιας αναστημένης ζωής.

Όπως παλαιότερα κατ’ αυτές τις ημέρες οι νεοφώτιστοι αδελφοί μας που ελάμβαναν το βάπτισμα έλαμπαν μέσα στα λευκά λαμπριάτικα ενδύματά των, έτσι και εμείς σήμερα, οι αναβαπτισμένοι και ενδεδυμένοι τον χιτώνα της νέας αναστημένης εν Χριστώ ζωής, βιώνομε την χαρά της Λαμπρής και αστραποβολούμε μέσα στα νέα φωτεινά μας ενδύματα.

Εξ άλλου, όταν κάποιος παραμένει ενωμένος με τον Χριστό, αυτός αποτελεί πλέον καινούργιο δημιούργημα: «ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις» (Β’ Κορ., ε’ 17). Στο εξής τίποτε στην καινή αυτήν κτίση δεν θυμίζει το παρελθόν: «Τα αρχαία παρήλθε, ιδού γέγονε καινά τα πάντα» (ο.π.).

Έτσι και ο υμνογράφος, με την σειρά του, αναφωνεί: «νυν τα πάντα πεπλήρωται φωτός», διότι πριν από την Ανάσταση, στον κόσμο της πτώσεως και της φθοράς, δεν υπήρχε φως αλλά σκότος, δεν υπήρχε χαρά αλλά λύπη, δεν υπήρχε γαλήνη και ειρήνη αλλά μόνον ταραχή και σύγκρουση.

Η «καλή αλλοίωση» που προκαλεί η νέα εν Χριστώ ζωή θα φαίνονταν καλύτερα, εάν λ.χ. κάναμε μια ακτινογραφία σε έναν άνθρωπο προ της Αναστάσεως και κατόπιν κάναμε άλλη μία στον ίδιο άνθρωπο μετά από την Ανάσταση. Βεβαίως, για να συντελεστή η καλή αυτή αλλοίωση, χρειάζεται να το θέλη και ο ίδιος ο άνθρωπος.

Επειδή όμως το πνεύμα των ημερών είναι αναστάσιμο, και λίγο έως πολύ οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν υποστή σε έναν βαθμό την θετική αυτήν αλλαγή, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η μετααναστάσιμη ακτινογραφία των θα έχη λιγότερες «σκιές» στα επίμαχα σημεία και για κάποιους μάλιστα θα είναι εντελώς καθαρή! Σε κάποιους άλλους ασφαλώς, που εναντιώνονται με πείσμα στην Ανάσταση, η ακτινογραφία θα εξακολουθή να έχη σκιερά σημεία και μετά.

Γι’ αυτούς όμως που βίωσαν την αναστάσιμη εμπειρία, έστω και σε μικρό βαθμό, το ζήτημα είναι πλέον πως θα διατηρηθή η ακτινογραφία των καθαρή από νέα στίγματα και νέες σκιές. Την απάντηση μας την δίνει και πάλι ο Απόστολος Παύλος: «ει ούν συνηγέρθητε τω Χριστώ, τα άνω ζητείτε, τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης» (Κολοσ., γ’ 1-2).

Όποιος έζησε την εμπειρία της συναναστάσεως με τον Χριστό, κανονικά δεν θέλει να γευτή και πάλι την πτώση, την αμαρτία, τον πόνο, τον θάνατο. Επειδή όμως ως άνθρωπος είναι υποκείμενος στον νόμο της φθοράς, κάθε φορά που αισθάνεται ότι σύρεται προς τα κάτω, δεν έχει παρά να απλώση το χέρι του και να ζητήση βοήθεια από τον Κύριο του ελέους και της αγάπης, ο Οποίος «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν».

Όπως επομένως ο Αναστάς Κύριος κατήλθε στον ζοφερό Άδη και ανέσυρε από κεί τον πεπτωκότα άνθρωπο, πιάνοντάς τον απαλά και σταθερά από τον καρπό και τραβώντας τον προς τα άνω, έτσι, με την ίδια σταθερότητα και αποφασιστικότητα, θα συνεγείρη και τον κάθε πεσμένο από εμάς, αρκεί μόνον να απλώσωμε το χέρι μας, και τότε Εκείνος θα μας προσφέρη το δικό Του, διότι «ο Υιός του ανθρώπου ήλθε ζητήσαι και σώσαι το απολωλός» (Λουκ., ιθ’ 10).

Αλλά και όσοι από εμάς έχομε κάνει μια προεργασία, «καθαρίσαμε τις αισθήσεις μας, για να αντικρύσωμε το απρόσιτο φως της αναστάσεως», τον ίδιο τον Χριστό, τώρα θα αφεθούμε και πάλι να γεμίσωμε από ακαθαρσίες; Δεν θα διατηρήσωμε τον καθρέπτη της ψυχής μας καθαρό, ώστε να ακτινοβολή επάνω του απρόσκοπτα το φως; Δεν θα θελήσωμε να καθαρίσωμε έστω την λερωμένη επιφάνεια, ώστε το φως να εισχωρή καλύτερα στο εσωτερικό της;

Αφού κοπιάσαμε και απεκδυθήκαμε «τον παλαιόν άνθρωπον συν ταίς πράξεσιν αυτού», και ενδυθήκαμε «τον νέον τον ανακαινούμενον κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν», πως ανεχόμαστε να ζούμε και πάλι με κακία, οργή, θυμό, βλασφημία, αισχρολογία και μάλιστα χωρίς συγχώρεση και αγάπη ανάμεσά μας; Άρα ψευδόμεθα στον εαυτό μας και «εις αλλήλους», και πάνω από όλα στον Χριστό, «ος εχαρίσατο ημίν» (Κολοσ., γ’ 8-10, 13)!

Ο Απόστολος Ιωάννης, ο μαθητής της αγάπης, επικρίνει την υποκριτική συμπεριφορά των κατά τ’ άλλα «αναστημένων» ανθρώπων: «εάν είπωμεν ότι κοινωνίαν έχομεν μετά του Χριστού και εν τω σκότει περιπατώμεν, ψευδόμεθα και ου ποιούμεν την αλήθειαν». Προτιμώτερο είναι «εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών (τις αδυναμίες/τα ολισθήματά μας), και τότε Εκείνος έχει την δυνατότητα και την θέληση «να καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (Α’ Ιωάν., α’ 6, 9).

Χρειάζεται λοιπόν να είμαστε συνεπείς και να ευθυγραμμίζωμε την ζωή μας με την ζωή του Χριστού, έτσι ώστε, όπως Εκείνος περπάτησε «εν τω φωτί», έτσι οφείλομε «και ημείς εν τω φωτί περιπατείν» (ο.π. β’ 6), εάν βεβαίως θέλωμε να ζούμε διαρκώς στο φως της Αναστάσεώς Του.

Τότε και η χαρά μας θα είναι «πεπληρωμένη» και κανείς δεν θα μπορή να μας την αφαιρέση (Ιωάν., ιστ’ 22-24), και η ειρήνη μας θα είναι εξασφαλισμένη με τον Χριστό και τους εν Χριστώ ανακαινισμένους και μόνιμα αναστημένους αδελφούς. Αυτήν την χαρά της αιωνίου αναστημένης ζωής ένοιωθαν όλοι μας οι Άγιοι και μάλιστα ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ και την μετέδιδε σε όλους με τον χαιρετισμό του: «Χριστός ανέστη, χαρά μου».

Είθε την ίδια αναστάσιμη χαρά να βιώνωμε και εμείς, μεταδίδοντάς την με την σειρά μας προς πάσα κατεύθυνση, ώστε «το φως το αληθινό» να διαχέεται παντού, και μέσα μας και γύρω μας, και να σκορπίζη τα παχυλά σκοτάδια του κόσμου τούτου. Γένοιτο!

Χριστός Ανέστη και «ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν», ίνα εν Χριστώ και εν αληθεία νυν και αεί ζήσωμεν!