Έπρεπε; Αντικρουόμενες απόψεις για την αναγκαιότητα της Μικρασιατικής Εκστρατείας  

5 Απριλίου 2022

103 χρόνια έχουν περάσει από την 2α  Μαΐου του 1919, ημέρα κατά την οποία με ενθουσιασμό ξεχύθηκε στην προκυμαία της Σμύρνης ο Ελληνισμός της, προκειμένου να υποδεχτεί τον ελληνικό στρατό. Τα μπαλκόνια πλημμυρισμένα στα γαλανόλευκα χρώματα και οι καρδιές πλημμυρισμένες από πατριωτική αγαλλίαση, καθώς όλα έδειχναν ότι τα εθνικά δίκαια της Φυλής είχαν επιτέλους εκπληρωθεί.

Δυόμισι χρόνια αργότερα, αυτός ο Ελληνισμός της Σμύρνης θα πλημμύριζε και πάλι την προκυμαία με φόντο όχι τις γαλανόλευκες σημαίες αλλά τις φλόγες. Θα κοίταζε πάλι την θάλασσα, όχι προσμένοντας τον απελευθερωτή ελληνικό στρατό αλλά ένα οποιοδήποτε πλεούμενο, προκειμένου να γλιτώσει τη σφαγή.

Τότε η Ελλάδα έδειχνε να υλοποιεί την Μεγάλη Ιδέα δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Τώρα ο Ελληνισμός τριών χιλιάδων ετών στη Μικρά Ασία ξεριζωνόταν οριστικά, χωρίς καμία ελπίδα επιστροφής.

Ποια ήταν τα αίτια αυτής της ιλιγγιώδους μεταστροφής; Πολλά από τα ιστορικά ερωτήματα παραμένουν ανοικτά και ίσως παραμείνουν για πολλά χρόνια, εξαιτίας της πολυπλοκότητας των συνθηκών και των αιτίων.

Για την ιστορία και ιδιαίτερα για την πολιτική, το καλό και το κακό κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί κανείς να αποφύγει τον λογισμό πως, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, θα ήταν απείρως προτιμότερο να μην είχε γίνει η επέμβαση της Ελλάδας στη Μικρά Ασία.

Μπορεί όμως αλήθεια κάνεις να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα ασφαλές χωρίς να λάβει υπόψη του όλες τις ιστορικές συνθήκες; Φαίνεται πως όχι, πολλώ δε μάλλον όταν δεν έχουν διευκρινιστεί πλήρως και τα κίνητρα της εκστρατείας. Ως προς αυτό το θέμα υπάρχουν δύο εκδοχές:

Η μια είναι πως η Ελλάδα ενήργησε σαν χωροφύλακας των Άγγλων και των Γάλλων, άποψη που εκφράζουν οι ιστορικοί της αριστεράς αλλά και ο μη αριστερός διπλωμάτης Κ.  Σακελλαρόπουλος στο γνωστό έργο του «Η σκιά της Δύσεως» (εκδ. ΕΚΑΤΗ, Αθήνα, Ιούνιος 2009):

«Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι βρέθηκαν σύμφωνοι να σταλεί στράτος για να καταλάβει τη Σμύρνη πριν τους Ιταλούς. Ούτε όμως οι Άγγλοι ούτε οι Γάλλοι είχαν διαθέσιμο στρατό για τον σκοπό αυτό. Έτσι βρέθηκαν μπροστά στον ποντικό του παραμυθιού του Λαφοντέν και την αμηχανία τους αυτή έλυσε ο Αγγλος πρωθυπουργός Τζορτζ βρίσκοντας την Ελλάδα πρόσφορη να κρεμάσει το κουδούνι στην ουρά της γάτας. Ο Κλεμανσώ και ο Τζώρτζ ρώτησαν τον Βενιζέλο και αυτός δέχτηκε πρόθυμα να καταλάβει τη Σμύρνη με τον ελληνικό στρατό».

Όλα όμως δείχνουν πως η θέση αυτή υπεραπλουστεύει τα γεγονότα. Η πίεση των ελληνικών πληθυσμών στο υπό σύσταση νέο τουρκικό κράτος ήταν δεδομένη, όπως δεδομένη ήταν και η εξ αυτής της πιέσεως αλυτρωτική πολιτική εκ μέρους της Ελλάδας, η οποία θεωρούσε καθήκον της να προστατέψει τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Το γεγονός είναι πως η έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν δημιουργήσει άκρως ευνοϊκές συνθήκες, ώστε η Ελλάδα να εδραιώσει την θέση της ανάμεσα στους ισχυρούς λαούς της Ευρώπης, όχι βέβαια ως ισότιμη αλλά οπωσδήποτε ως αξιόπιστη συνομιλήτρια. Γεγονός επίσης ήταν όμως πως η κόπωση λαού και στρατού από μία δεκαετία εμπόλεμη κατάσταση αλλά και η όξυνση των διαχρονικών εμφυλίων παθών δεν ελήφθησαν όσο σοβαρά έπρεπε υπόψη.

Ανεξάρτητα όμως από τα δεδομένα, αυτά υπήρχε ένα απλό όσο και καθοριστικό στην απάντηση του ερώτημα: Ήταν σε θέση η Ελλάδα να διατηρήσει στην κατοχή της τη Σμύρνη και την περιοχή της; Μήπως, ούτως ή άλλως, το εγχείρημα αυτό ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένο;

Δύο και πάλι οι εκδοχές:

Η πρώτη είναι πως η εκστρατεία ήταν σε θέση να συντρίψει τη δύναμη του Κεμάλ αν δεν είχαν συμβεί οι λάθος πολιτικοί χειρισμοί στο εσωτερικό και αν δεν μας είχαν εγκαταλείψει οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις που μας έστειλαν στη Μικρά Ασία.

Η άλλη εκδοχή είναι ότι, έτσι κι αλλιώς, η προσπάθεια υπερέβαινε τις δυνάμεις της Ελλάδας. Υπέρ της άποψης αυτής τέθηκε με σαφήνεια ο Ιωάννης Μεταξάς πριν αλλά και κατά την εκστρατεία, όπως και άλλοι στρατιωτικοί. Ο στρατηγός Π. Παναγάκος στο βιβλίο του «Συμβολή εις την ιστορίαν της δεκαετίας 1912-1922» (Αθήνα 1961), γράφει:

«Δεν αξιολόγησέ ο Βενιζέλος σωστά τη δυσκολία του ελληνικού στρατού να καθυποτάξει την απέραντη χώρα της Τουρκίας και δεν έλαβε υπόψη ότι, ακόμη και αν η Ελλάς νικούσε, θα ευρίσκετο σε αδυναμία αργότερα να κρατήσει τις επαρχίες της Μικράς Ασίας καθώς απαιτείτο μόνιμη εγκατάσταση 100.000 στρατιωτών οι οποίοι έπρεπε να προστεθούν στις 50.000 που απαιτούνται για την ασφάλεια των βορείων συνόρων της. Προκειμένου λοιπόν να συντηρηθεί ένα στράτευμα 150 χιλιάδων ανδρών επιβάλετο να καθιερωθεί επιπλέον τετραετής θητεία δια έκαστον στρατευσίμον Έλληνα με οικονομικές επιπτώσεις δυσβάστακτες για την Ελληνική οικονομία της εποχής».

Όπως αναφέρει ο Σ. Γρηγοριάδης στο άρθρο του «Ο ελληνικός στρατός μπαίνει στη Σμύρνη» (Ιστορία Εικονογραφημένη, αρ. 131, Μάιος 1979, σ. 34), ο Γάλλος στρατάρχης Φος, αρχιστράτηγος των Συμμάχων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατόπιν Αρχιστράτηγος της Γαλλίας, είχε προειδοποιήσει τον Βενιζέλο από το 1919. Ο ίδιος είχε αναθέσει σε ομάδα επιτελών του να μελετήσουν τις στρατιωτικές δυνατότητες του κεμαλικού κινήματος και κατόπιν δικών του εκτιμήσεων είπε στον Έλληνα πρωθυπουργό:

«Για να συντριβεί η στρατιωτική δύναμη της Τουρκίας θα χρειαστεί να καταληφθεί σχεδόν όλη η χώρα. Απαιτούνται 27 μεραρχίες, δηλαδή περίπου 400.000 άνδρες. Έχετε τόσες δυνάμεις;»

«Διαθέτουμε τις μισές» απάντησε ο Βενιζέλος «αλλά οι στρατιωτικοί μου σύμβουλοι πιστεύουν ότι είναι αρκετές για να επιβληθούμε στη μικρά Ασία».

«Δεν συμφωνώ και ακούστε με», επέμενε ο Φος.

Όπως καταλήγει ο γρηγοριάδης;

«Δυστυχώς, ούτε ο Βενιζέλος αλλά ούτε και οι αντίπαλοι του τον άκουσαν και συνέχισαν την εκστρατεία. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό».

Η Διδώ Σωτηρίου δίνει τη δική της ερμηνεία:

«Ο Βενιζέλος υποτίμησε τον δυναμισμό του τουρκικού έθνους που το πίστευε νεκρό. Την πτωμαΐνη όμως την ανάδινε το διεφθαρμένο δουλικό καθεστώς του σουλτάνου».

Η μάχη υπέρ βωμών και εστιών που επί αιώνες αποτελούσε το μέγα κίνητρο των Ελλήνων και την πηγή του ενθουσιασμού και της γενναιότητας τους αφορούσε τώρα το τουρκικό έθνος, του οποίου η προθυμία για παλλαϊκό πόλεμο σε βάθος χώρου και χρόνου υπήρξε η ιστορική παγίδα για την Ελλάδα.

Αυτό που δεν συνέλαβε ούτε ακόμη και η πολιτική μεγαλοφυΐα του Βενιζέλου το συνέλαβε η πολιτική οξυδέρκεια του Κεμάλ Ατατούρκ:

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ευρώπη οδηγείται οριστικά εκτός της λογικής των αυτοκρατοριών και προσανατολίζεται στη σύσταση εθνικών κρατών με ομοιογενή πληθυσμό. Πάνω σε αυτήν την πολιτική κινήθηκε ο Κεμάλ και πάνω στο βωμό αυτής της πολιτικής θυσιάστηκε ο Ελληνισμός της Ιωνίας.