Η πείνα και τα δάκρυα εις την προσευχή…

21 Απριλίου 2022

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης
Λόγος υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων

Των υστέρων ο δεύτερος
Περί προσευχής

 Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=338456

7. Αναλγησία λοιπόν είναι αυτό το οποίον καταργεί την προσευχήν, την οποίαν οι Πατέρες ονομάζουν πώρωσιν, αλλ’ όχι το άλγος της αφής, όπως εφιλοσόφησε πρώτος αυτός με άπρακτα λόγια εναντίον των γνωριζόντων με έργα.

Διά τούτο μερικοί από τους Πατέρας εχαρακτήριζαν την νηστείαν τρόπον τινά ουσίαν της προσευχής· διότι, λέγει, «πρώτη ύλη της προσευχής είναι η πείνα». Άλλη δε ωνόμασαν ταύτην ποιότητα αυτής, διότι γνωρίζουν ότι η άνευ κατανύξεως προσευχή είναι άποιος [δεν έχει καμία ποιότητα].

Τι εννοεί δε ο λέγων «δίψα και αγρυπνία θλίβουν την καρδίαν, όταν δε θλίβεται η καρδία, εκπηδούν δάκρυα», και πάλιν «η προσευχή είναι και μήτηρ και θυγάτηρ των δακρύων;».

Είδες πως το άλγος αυτό κατά την αφήν, όχι μόνον δεν γίνεται εμπόδιον εις την προσευχήν αλλά και την υποβοηθεί εξόχως;

Τι δε είναι αυτά τα δάκρυα των οποίων η προσευχή είναι θυγάτηρ και μήτηρ;

Δεν είναι εκ φύσεως οδυνηρά και πικρά και δηκτικά εις τους μόλις γευθέντος το μακάριον πένθος, εις δε τους απολαύσαντας αυτά μεταβάλλονται εις γλυκά και ανώδυνα;

Είδες λοιπόν πως δεν καταστρέφουν την προσευχήν, μάλλον δε πως και την γεννούν και γεννώνται από αυτήν τα σωματικώς ενεργούμενα, τα οποία και κατ’ αίσθησιν γλυκαίνουν και αλγαίνουν;

Και πώς τα χαρίζει ο Θεός, συμφώνως προς τον λέγοντα, «αν απέκτησες δάκρυον εις την προσευχήν σου, ο Θεός ήγγισε τους οφθαλμούς της καρδίας σου και ανέβλεψες νοερώς»;

 

8. «Αλλ’ ο Παύλος», λέγει, «αρπαγείς έως τον τρίτον ουρανόν, δεν εγνώριζεν αν ήτο εντός του σώματος ή εκτός του σώματος, διότι είχε λησμονήσει όλα τα σωματικά· αν λοιπόν εις τον σπεύδοντα προς τον Θεόν διά προσευχής ταιριάζη να αναισθητή ως προς τα σωματικά, πώς είναι δώρα του Θεού αυτά τα οποία ταιριάζει να απαλλάσσεται ο σπεύδων προς αυτόν;».

Αλλ’ ο σπεύδων προς την θείαν ένωσιν δεν αρμόζει να απαλλάσσεται μόνον από τας σωματικάς ενεργείας, αλλά και από τας νοεράς ενεργείας, και να εγκαταλείψη όλα τα θεία φώτα και πάσαν ανάβασιν όλων των αγίων ακροτήτων κατά τον μέγαν Διονύσιον.

Κανέν λοιπόν από αυτά δεν είναι δώρον Θεού, ούτε καν η ανάβασις όλων των αγίων ακροτήτων, επειδή ο σπεύδων προς την θείαν ένωσιν αρμόζει να απαλλάσσεται τούτων: «Και πώς θα ηδύναντο να προέρχωνται από την χάριν αυτά τα οποία δεν πρόκειται να αισθάνεται κατά την νοεράν προσευχήν την ενώνουσαν τον άνθρωπον προς τον Θεόν; Τούτο θα συνέβαινε ματαίως, των εκ του Θεού δε τίποτε δεν είναι μάταιον».

Αγαπάς την ματαιολογίαν, άνθρωπε, αφού καταβιβάζεις και ημάς εις τοιούτους λόγους και ούτω νομίζεις σχεδόν ότι η θεία ένωσις δεν υπεραναβιβάζει από τα μεγάλα και αναγκαία, αλλά μόνον από τα μάταια, και θεωρείς μάταιον ότι δεν υφίσταται όταν πραγματοποιείται αυτή.

Πράγματι είναι φανερόν ότι δεν κατέστησες ο ίδιος σεαυτόν ανώτερον των ματαίων· διότι, αν είχες υπερανυψωθή, θα εγνώριζες πόσον υπερβαίνει και τα χρήσιμα η προς Θεόν ένωσις.

 

Απόσπασμα από τον τόμο, «Γρηγορίου Παλαμά, Άπαντα τα έργα 2, Λόγοι υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων», της σειράς «Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας» των Πατερικών Εκδόσεων «Γρηγόριος ο Παλαμάς». Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια, Παναγιώτης Χρήστου.