Κάρολος Ντίκενς. Η συντροφιά της εφηβείας μας (Γεννήθηκε σαν χθες)

7 Φεβρουαρίου 2023

Των παιδικών δωματίων πλέον τα ράφια, αν και όπου υπάρχουν, είναι γεμάτα από cd παιχνιδιών, μουσικής ή ταινιών. Αν και κατά πως δείχνουν τα πράγματα, όλα σιγά-σιγά θα συμπυκνωθούν σε ένα-δύο στικάκια με χωρητικότητα τόση όσο μία ολόκληρη βιβλιοθήκη της δεκαετίας του ΄80 και του ΄90.

Μέχρι εκέινη την εποχή πάντως, τα ράφια μιας παιδικής βιβλιοθήκης ήταν γεμάτα βιβλία, έστω κι αν δεν ανοίγονταν τόσο συχνά. Ακόμη όμως κι οι πλάτες τους ήταν μία διαρκής συντροφιά. Η ποικιλία μεγάλη, κάποια όμως βιβλία ήταν απαραίτητα. Ανάμεσά τους πάντα, ο Όλιβερ Τουίστ και ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ. Και πίσω από αυτούς τους τίτλους, ένας μεγάλος άγγλος συγγραφέας, ο Κάρολος νίκες.

Μπορεί, ως ελληνόπουλα, να μην είχαμε τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις του μεγάλου συγγραφέα. Η Ελλάδα του τέλους του 19ου αιώνα και πολύ περισσότερο των αρχών του 20ου, οπότε και τον γνώρισε το πλατύ ελληνικό κοινό, δεν είχε καμία σχέση με την εφιαλτική ατμόσφαιρα τον αγγλικών μεγαλουπόλεων και ιδιαίτερα του Λονδίνου κατά τα μέσα του 19ου αιώνα οπότε και άρχισε η βιομηχανική επανάσταση. Όπως όμως συμβαίνει με τους παγκοσμίως συγγραφείς, τα συναισθήματα των ηρώων του Ντίκενς είχαν τον τρόπο να αγγίζουν τις εφηβικές καρδιές, κάτι που συνεχίστηκε και αργότερα μέσω του κινηματογράφου, ιδιαίτερα με τις πολλαπλές κινηματογραφικές εκδόσεις της περίφημης Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας του τοκογλύφου Σκρούτζ.

Η Βιομηχανική Επανάσταση (1760-1860) που συμπεριλαμβάνει την πιο δημιουργική περίοδο του Ντίκενς, είχε ήδη εξαπλωθεί στην Αγγλία και δεν χαριζόταν σε κανέναν. Η εκμετάλλευση των πάντων και ιδίως των παιδιών ήταν ανελέητη. Στο Μάντσεστερ λόγου χάρη, μία από τις πιο ανθούσες πόλεις της Αγγλίας και την πιο προηγμένη βιομηχανικά, το 1842, η μέση ηλικία των εργατών, και των τεχνιτών ήτανε τα 17 έτη ενώ αντίθετα στις αγροτικές περιοχές, έφτανε τα 38 έτη. Σε ανήλιαγες φάμπρικες και σε άθλιους και ανθυγιεινής χώρους, χιλιάδες αγόρια και κορίτσια ήταν υποχρεωμένα να κάνουν δουλειά ενηλίκου χωρίς ανάπαυλα. Το Λονδίνο και οι πιο σημαντικές αγγλικές πόλεις της εποχής παρουσίαζαν υπερπληθυσμό, υψηλή θνησιμότητα, αταξία, πολιτική και κοινωνική διαφθορά. Όπως έγραφε ο κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Πάρκερ, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα «…οι ίδιοι δρόμοι που δέχονται τα απορρίμματα μιας κοινωνίας που αποστρέφεται τη δουλειά, ποτίζονται κάθε πρωί από τα δάκρυα των αθώων θυμάτων που θυσιάζονται στον καταραμένο βωμό της απληστίας».

Μία φαρμακερή αποπνικτική ομίχλη έπνιγε τα πάντα. Από τις εκατοντάδες καμινάδες των εργοστασίων ξεχύνονταν θανατηφόροι καπνοί που μόλυναν μαζί με την ατμόσφαιρα και τους πνεύμονες των κατοίκων. Υπήρχε βρωμιά και ακαταστασία στους δρόμους που οι περισσότεροι χρησίμευαν ακόμη σαν υπόνομοι. Για τον βικτωριανό συγγραφέας Τζον Ράσκιν «το Λονδίνο, η μεγάλη και βρώμικη πόλη, θόρυβεί, καπνίζει, βρωμά. Είναι ένα φρικτό συνονθύλευμα από τούβλα που ξερνούν δηλητήριο από κάθε τους πόρο, ένα γήπεδο του κρίκετ χωρίς χορτάρι, ένα τεράστιο τραπέζι του μπιλιάρδου χωρίς πράσινη τσόχα και με τρύπες βαθιές σαν απύθμενη άβυσσο». Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η αποφορά της κοινωνικής διαφθοράς και η εγκληματικότητα συμπλήρωναν με τον πιο τραγικό τρόπο την δυσωδία των δρόμων, των λιμανιών και των εργοστασίων.

Αυτός είναι ο καμβάς πάνω στον οποίον ο Κάρολος Ντίκενς ξεδίπλωσε τον γλαφυρό, χαριτωμένο και ρέοντα λόγο του. Η συγγραφή του δεν προήρχετο από τη θέση του παρατηρητή. Ο ίδιος είχε υποφέρει βαθιά από τις αδικίες αυτές. Η φυλάκισή του πατέρα του για χρέη υποχρέωσε τον 12χρονο Τσάρλς (είχε γεννηθεί κοντά στο Πόρτσμουθ στις 7 Φεβρουαρίου του 1812) να αφήσει το σχολείο και να δουλέψει σαν εργάτης στη μικρή βιομηχανία κάποιου μακρινού του συγγενή. Για ατελείωτες ώρες κάθε μέρα άπλωνε κόλλα και κολλούσε ετικέτες πάνω σε κουτιά με βερνίκι παπουτσιών. Ποτέ δεν ξέχασε την πικρή γεύση του μόχθου και τον ταπεινώσεων που είχε υποστεί τότε και ποτέ, όπως έλεγε, δεν έφυγε από τη μύτη του η ανυπόφορη οσμή της χρωματίνης , ενός από τα υλικά που χρησιμοποιούσε.

Από τη θέση αυτή ήρθε σε άμεση επαφή με την τραγωδία χιλιάδων παιδιών που πό την ηλικία των 10 χρόνων ρίχνονταν με το ζόρι στην παραγωγή, στις φάμπρικες, στα κλωστήρια και στα ορυχεία με την υποχρέωση να δουλεύουνε 16 ώρες την ημέρα με ελάχιστη αμοιβή, ξυλοδαρμούς και κάθε λογής ταπεινώσεις.

Μία απρόσμενη μικρή κληρονομιά έγινε η αιτία να ξαναγυρίσει στην Ακαδημία Γουέλινγκτον Χάουζ -κάτι ανάλογο με το σημερινό Γυμνάσιο- μέχρι τα 15 του χρόνια. Εργάστηκε για λίγο ως κλητήρας σε δικηγορικά γραφεία μέχρι ότου, στα 18 του χρόνια, ένας θείος του από τη μεριά της μητέρας του τού προσφέρει τη δυνατότητα να ακολουθήσει το επάγγελμα του δημοσιογράφου. Άρχισε τότε στον ελεύθερο χρόνο του να συνεργάζεται με περιοδικά, αποστέλλοντας μικρά πεζογραφήματα τα οποία έτυχαν καλής κριτικής και άρχισα, να τον κάνουν γνωστό στο αναγνωστικό κοινό. Τα πρώτα του έργα θεωρούνται ανάλαφρα και ασχολούνται με την καθημερινότητα ανέμελων επαρχιωτών ευγενών που μπλέκονται σε κωμικοτραγικά επεισόδια. Το 1837 όμως, όλη η οδύνη και η αγανάκτηση του για την τραγωδία των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, που την βίωσε και ο ίδιος, γίνονται το σκηνικό μέσα στο οποίο διαδραματίζεται το πιο γνωστό από τα έργα του, ο Όλιβερ Τουίστ. Ο ορφανός Όλιβερ που το σκάει από το άσυλο για να αποφύγει την καταναγκαστική δουλειά, μπαίνει τυχαία στον κόσμο των κακοποιών και γίνεται θύμα των μηχανορραφιών του εβραίου Φάγκαν και της σπείρας του. Ο Ντίκενς θέλησε να δώσει happy end στο μυθιστόρημα αυτό με την τιμωρία των κακοποιών και την δικαίωση και αποκατάσταση του μικρού Όλιβερ. Γνώριζε όμως καλά πως χιλιάδες μικροί Όλιβερ στο Λονδίνο και στις άλλες αγγλικές πόλεις ήταν καταδικασμένοι σε μία άθλια και σύντομη ζωή.

Στον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, που κατά τους κριτικούς θεωρείται το αριστούργημα του Ντίκενς, ο πρωταγωνιστής είναι πάλι ένα παιδί και τα θέματα που θίγει ο συγγραφέας απαράλλακτα: η εκμετάλλευση που υφίστανται οι ανήλικοι στον κόσμο των επιχειρήσεων, η σκληρότητα και ο σαδισμός που βασίλευαν στα σχολεία, ο απεγνωσμένος και μάταιος αγώνας εναντίον της φτώχειας και της ανέντιμης και υποκριτικής κοινωνίας.

Ταξίδεψε πολύ στην ηπειρωτική Ευρώπη αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου και βίωσε βαθιά απογοήτευση γιατί ακόμη και εκεί που πίστευε πως βρισκόταν ο παράδεισος της δημοκρατίας, οι γυναίκες δούλευαν 12 ώρες την ημέρα, το σωφρονιστικό σύστημα ήταν ίσως χειρότερο από το αγγλικό, η διαφθορά κυριαρχούσε στην πολιτική και η πληγή της δουλειάς έμενε ακόμη ανοιχτή.

Στους τίτλους των έργων του προστέθηκαν ο «Νίκολας Νίκελμπι», η «Μικρή Ντόριτ», οι «Μεγάλες Προσδοκίες» και πολλά ακόμη. Μία επιβλητική παραγωγή που δεν σταμάτησε ποτέ να προσφέρει τις υπηρεσίες της στην κοινωνία, όπως ο ίδιος είχε υποσχεθεί στην εισαγωγή του Όλιβερ Τουίστ, την οποία ο Ρώσος εξόριστος Αλεξάντερ Χέρτσεν, φανατικός αναγνώστης του Ντίκενς, χαρακτήριζε «τρομερή μυρμηγκοφωλιά όπου κάθε νύχτα 100.000 άνθρωποι δεν έχουν πού την κεφαλήν κλίναι και όπου η αστυνομία βρίσκει συχνά γυναίκες και παιδιά νεκρά μπροστά στις πόρτες των πανδοχείων που δεν μπορεί κανείς να γευματίσει με λιγότερο από δύο στερλίνες».

Είναι πανθομολογούμενο πως τα έργα του Ντίκενς ξεσήκωσαν τη λαϊκή αγανάκτηση και πίεσαν πολύ περισσότερο από τους πολιτικούς την αναβλητική κυβέρνηση και την ευρύτερη βικτωριανή κοινωνία να αντιμετωπίσει τα προβλήματα αυτά. Από άποψη καθαρά λογοτεχνική, οι κριτικοί είχαν αρχίσει να τηρούν αρνητική στάση απέναντι στο περιεχόμενο των έργων του, κατηγορώντας τον πως απευθύνεται σε κοινό χαμηλής στάθμης, ότι προκαλούσε μόνον επιφανειακές συγκινήσεις και ότι την πραγματικότητα ήταν αγράμματος.

Έπρεπε να φτάσουμε στις αρχές του 20ου αιώνα για να ανασυρθεί το έργο του από την αφάνεια, πρώτα από τον κριτικό και ποιητή ΤΑ. Έλιοτ και αργότερα από τον Τζόρτζ Όργουελ, συγγραφέα του «1984» και της «Φάρμας των ζώων», ο οποίος έγραψε το 1940:

«Ο Ντίκενς έδωσε φωνή σε έναν ηθικό κώδικα στον οποίον οι ά άνθρωποι πιστεύουν, ακόμη και αν τον παραβιάζουν». Τελικώς αναγνωρίστηκε ως η μεγαλύτερη δημιουργική μεγαλοφυΐα της γενιάς του.

Στις 12 Ιουνίου του 1870, τρεις μέρες μετά τον θάνατο του από εγκεφαλική αιμορραγία, ο Κάρολος Ντίκενς ετάφη μέσα σε γενικό πένθος, ενώ η εφημερίδα Ντέιλι Νιουζ έγραφε πως «ο Ντίκενς αξίζει να συγκαταλεχθεί ανάμεσα στους ευεργέτες της ανθρωπότητας».

Ανάμεσα στο πλήθος που παρακολουθούσε την κηδεία του, αναφέρουν τα χρονικά, ένα παιδάκι ρώτησε τι συνέβαινε. Και όταν του απάντησαν πως είχε πεθάνει ο Κάρολος Ντίκενς, φώναξε: «Μα, λοιπόν, μπορεί να πεθάνει ο Άγιος Βασίλης;»

Αυτό το περιστατικό, έστω και αν αποτελεί έξυπνο εύρημα, αποδεικνύει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη θεώρηση ποια ήταν τα λαϊκά αισθήματα που ο συγγραφέας ήξερε να αφυπνίζει και πόσο είχε σημαδέψει το πνεύμα της εποχής του.