Παιδεία και υπόδουλο Γένος

2 Απριλίου 2022

Η διπλή αντίσταση του Γένους

Σε όλη τη διάρκεια της τουρκικής κατάκτησης, ο στόχος ήταν, «κάτι» που ερχόταν από το παρελθόν έπρεπε να επιζήσει και το Γένος να είναι έτοιμο να ξαναδώσει σε αυτό το «κάτι» τη λάμψη και το μεγαλείο που είχε χάσει με την Άλωση.

Αυτό το «κάτι» ήταν κυρίως η ελευθερία από τον τουρκικό ζυγό. Ήταν όμως και αυτό που θα γεννούσε η ελευθερία: Ένα νέο ελληνικό κράτος με τις αξίες και τα οράματα της Ρωμηοσύνης, μιας κοινωνίας, δηλαδή, που θα στηριζόταν στη συμπόρευση μιας πολιτικής εξουσίας δικαίου και μιας πνευματικής δυνάμεως-της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας- με βασικά χαρακτηριστικά, την φιλανθρωπία και τον πνευματικό αγώνα για θέωση του ανθρώπου.

Οι μορφές αντίστασης εναντίον του κινδύνου, αυτά τα οράματα να ατροφήσουν και να εξαφανιστούν ήταν δύο:

Πρώτα η ένοπλη αντίσταση η οποία εκδηλωνόταν περιστασιακά όταν η καταπίεση είχε φτάσει πλέον στο απροχώρητο και όταν οι συνθήκες φαίνονταν να ευνοούν έναν ξεσηκωμό. Σε ολόκληρη Τουρκοκρατία εκδηλώθηκαν τοπικά η και ευρύτερα επαναστατικά κινήματα και όλα, πλην του ΄21, είχανε τραγική κατάληξη.

Υπήρχε όμως και μία δεύτερη αντίσταση, μυστική, διαρκής, αναίμακτη αλλά όχι ακίνδυνη: Ήταν η ρωμαίικη ελληνική παιδεία, η οποία δεν μετέδιδε απλώς στις επόμενες γενεές ένα σύνολο γνώσεων, αλλά, μέσω της γλώσσας και της ιστορίας, κρατούσε ζωντανό το όραμα μιας ελεύθερης πατρίδας και ενός πολιτισμού ριζικά διαφόρου από εκείνον του κατακτητή.

 Η μέθοδος και η δομή της παιδείας που κληρονόμησε το υπόδουλο γένος από την βυζαντινή αυτοκρατορία αποτελούσε κύριο μέλημα κράτους. Μετά την Άλωση, η Εκκλησία ως πνευματική αλλά και πολιτική κεφαλή του υπόδουλου γένους ανέλαβε εκ των πραγμάτων και αυτό το καθήκον.

Η διπλή έννοια της παιδείας

Η λέξη «παιδεία» έχει ήδη από την αρχαιότητα την έννοια κυρίως της ανατροφής του παιδιού, της εκπαίδευσης του μέσω μιας συστηματικής διαδικασίας αγωγής και της απόκτησης πρακτικών, πνευματικών, αλλά και ηθικών και κοινωνικοπολιτικών γνώσεων.

Η παιδεία όμως δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό. Επεκτείνεται στο απόθεμα των γνώσεων που θα ακολουθήσουν τον άνθρωπο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, στην πνευματική καλλιέργεια, στο ήθος, την προσωπικότητα, τη γενικότερη συμπεριφορά του, τη δυνατότητα του να ενταχθεί αρμονικά και να συνεισφέρει θετικά στο κοινωνικό σύνολο και, κυρίως, τη διαμόρφωση της πνευματικότητας, δηλαδή των αρχών των αξιών του, των οραμάτων του και γενικότερα της υπαρξιακής του συγκρότησης πού θα απαντήσει τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής και του θανάτου. Αυτού του είδους η παιδεία αποτελεί το ιδεώδες τόσο της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας όσο και της βυζαντινής.

Εκκλησία και παιδεία

Θεωρητικά κείμενα και μελέτες που να διευκρινίζουν πώς ακριβώς οι κεφαλές του Γένους αντιλαμβάνονταν διαχρονικά και θεωρητικά την έννοια της παιδείας δεν υπάρχουν. Το θέμα απασχόλησε συστηματικά τους Έλληνες λόγιους όταν το υπόδουλο Γένος ήρθε σε επαφή με το ρεύμα του Διαφωτισμού. Μέχρι τότε, συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε μόνο από τις συνθήκες και τις διαδικασίες της παιδείας κατά τόπους και κατά περίοδο[1].

Είναι βέβαιον πως, μέσα από την μελέτη των ιστορικών συνθηκών, αναδεικνύεται η πεποίθηση όλου του υπόδουλου Γένους πως η παιδεία κράτησε όλο το βάθος και τις διαστάσεις που κληρονόμησε από την αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο. Το κύρος της παιδείας αναδεικνύεται κατά την Τουρκοκρατία μέσα από εκκλησιαστικά κείμενα, πατριαρχικές εγκυκλίους αλλά και κηρύγματα λίγο ή περισσότερο μορφωμένων κληρικών που προσπαθούν να στηρίξουν την ρωμαίικη παιδεία, όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.

Η παιδεία διαχρονικά και με ποικίλους τρόπους διακηρύσσεται ως το υπέρτατο αγαθό στη ζωή των ανθρώπων, «θεάρεστον και θεοφιλές έργον»[2]. Συχνότατα η άποψη αυτή θεμελιώνεται με την παράθεση κειμένων από την Αγία Γραφή (ενδ. «δράξασθε παιδείας μήποτε οργισθή Κύριος και απολείσθε εξ οδού δικαίας» [Ψαλμ. 2,12]), τον Απ. Παύλο  και τους Πατέρες της Εκκλησίας[3].

Από τα εκκλησιαστικά αυτά κείμενα δεν λείπουν – και αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον -, έστω και σπανιότερα, κείμενα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ξενοφώντα, του Ερμογένη και άλλων αρχαίων συγγραφέων[4]. Η αναφορά στους αρχαίους Σοφούς εντάθηκε ιδιαίτερα κατά τον 18ο αιώνα όπου, υπό την επίδραση των εξελίξεων στη Δύση, το θέμα «παιδεία» αρχίζει και αναζητά ρίζες και μέθοδο με πιο συστηματικό τρόπο.

Η διπλή σοφία

Παρά τις ελλείπεις πηγές, ένα συμπέρασμα είναι αδιαμφισβήτητο: το Γένος κράτησε διπλή την έννοια της παιδείας, η οποία συχνά αναφέρεται και ως σοφία. Την ακριβή έννοια αυτής της διπλής Σοφίας διευκρινίζει διεξοδικά ο Χρύσανθος Νοταράς:

«Με δύο τρόπους αποκτιέται η σοφία στην Αγία Γραφή: Κατά πρώτον, με αυτό που ονομάζομαι «θεοσέβεια» δηλαδή τον φόβο του Θεού και με της ζωής το μέτρο, το οποίον έρχεται ως επακόλουθο. Κατά δεύτερον με την άσκηση της διάνοιας στους φυσικούς νόμους και στην επακόλουθη τεχνική γνώση, τα οποία έμμεσα μπορούν να οδηγήσουν και στην γνώση τον υπέρ φύσιν. Έτσι Σοφία ονομάζεται η επιστήμη και των θείων και των ανθρώπινων πραγμάτων»[5] (μεταγλ. του συντάκτη).

Οι ρίζες αυτού του διαχωρισμού βρίσκονται στην βυζαντινή αλλά και στην αρχαιοελληνική παράδοση και επαληθεύουν την διαχρονικότητα της ελληνικής – ρωμαίικης Παιδείας. Ο Πυθαγόρας ήταν εκείνος που πρώτος έκανε χρήση της διπλής σοφίας λέγοντας:

«Η σοφία είναι η επιστήμη όλων των θείων και των ανθρώπινων. Και θείων ονομάζω αυτών που αφορούν το τέλειο και υπερτέλειο και άπειρο Θεό και όλα εκείνα που δημιουργήθηκαν από αυτόν. Και ανθρώπινων ονομάζω όλων των πράξεων των ανθρώπων και όλων των έργων του» [6](μεταγλ. του συντάκτη)..

Αυτά παραπέμπουν άμεσα και στη βυζαντινή παράδοση με τον διαχωρισμό της έξωθεν κοσμικής σοφίας, δηλαδή της αρχαίας Ελληνικής παιδείας, από την έσωθεν, την πνευματική, τη χριστιανική πίστη, τη θεολογία[7].

Πλήρης ταύτιση εκκλησιαστικών και λαϊκών λογίων για το περιεχόμενο και την ανάγκη της παιδείας

Όταν αναζητούνται τα αγαθά που προκύπτουν από την παιδεία στις πηγές, τόσο κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όσο και στην περίοδο λίγο πριν την Επανάσταση, παρουσιάζεται μεταξύ όλων των πνευματικών κεφαλών του Γένους μία συμφωνία στα περισσότερα, αν όχι σε όλα τα σημεία. Η παραδοσιακή άποψη περί του σκοπού της παιδείας ήταν πως, πρωτίστως, θα πρέπει να οδηγεί στην ηθική τελείωση του ανθρώπου και την ορθή και πλήρη κατανόηση της χριστιανικής θρησκείας, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η ψυχική σωτηρία. Παράλληλα όμως, δινόταν έμφαση στο ρόλο της ως προς τη διάπλαση του χαρακτήρα των ανθρώπων, την απόκτηση της αρετής και άλλων επιθυμητών ηθικών στοιχείων, που είναι σημαντικά για τη λειτουργία της κοινωνίας και τη συμμετοχή του ατόμου σε αυτή. Με περιεκτικό και υπέροχο τρόπο, σε μία μόνο φράση που περιλαμβάνεται σε έγγραφο σύστασης σχολείου στη Λάρισα στα 1731, περιγράφεται το διαχρονικό ιδεώδες της Ελληνικής Παιδείας: «Και όπου εισί σχολεία ελληνικών μαθημάτων εκείσε σεμνότης ανθεί, και μετριότης και ευγένεια»[8].

Για όλες τις κεφαλές του Γένους, διαχρονικά, η έλλειψη Παιδείας είχε ως συνέπεια την αμάθεια και την απαιδευσία, οι οποίες θεωρούνταν τα μεγαλύτερα ίσως των δεινών που ταλάνιζαν το υπόδουλο Γένος και είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια της ελευθερίας του. Σε όλα σχεδόν τα σωζόμενα κείμενα, από την Άλωση και εξής, αναφερόταν με κάθε τρόπο το γεγονός πως οι Έλληνες που είχαν φωτίσει τους άλλους, είχαν οι ίδιοι περιπέσει σε βαθύτατο σκότος. Κείμενα λογιών, επιστολές Πατριαρχών, δοκίμια Εξάρχων του Πατριαρχείου, εμπνευσμένες πραγματείες Διδασκάλων του Γένους, όπως του Ευγένιου Βούλγαρη[9]  και του Αδαμάντιου Κοραή[10], σημειώνουν τις καταστρεπτικές συνέπειες της αμάθειας η οποία όχι μόνον κρατά τους Έλληνες στο επίπεδο των αλόγων ζώων αλλά και τους ταπεινώνει απέναντι στους άλλους λαούς[11].

Ακόμη και όταν, υπό την επίδραση του Διαφωτισμού, προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ των κύκλων των Διαφωτιστών και των κύκλων του Πατριαρχείου σχετικά με την αναλογία του μείγματος της παιδείας μεταξύ των νέων εντυπωσιακών επιστημονικών επιτευγμάτων της Δύσεως και της παραδοσιακής γνώσης που επί αιώνες καλλιεργούνταν στο υπόδουλο Γένος, η απόλυτη συμφωνία για τη χρησιμότητα της παιδείας δεν ανεστάλη ποτέ.

Σε κάθε ισορροπία πάντοτε καραδοκούν τα άκρα. Έτσι, οι λόγιοι, ιδιαίτερα εκείνοι που είχαν στενή επαφή με τον Διαφωτισμό της Δύσης, θέλοντας να επικρίνουν τη θρησκοληψία, διετύπωσαν ενίοτε ακραίες θέσεις για την παραδοσιακή παιδεία, οι δε οπαδοί της παραδοσιακής γνώσης, θέλοντας να επικρίνουν τη μονομέρεια της επιστήμης και την υποτίμηση του υπαρξιακού – πνευματικού χαρακτήρα της μόρφωσης, διετύπωσαν ενίοτε απορριπτικές θέσεις για κάθε τι που ερχόταν από τη Δύση.

Η σταδιακή αναγέννηση της Παιδείας του Γένους και η συμμετοχή της Εκκλησίας

Οι δύο πρώτοι αιώνες της οθωμανικής υποδούλωσης χαρακτηρίζονται από όλους τους ιστορικούς, βάσει των πηγών, ως αιώνες σκότους και βαθιάς αμάθειας.

Ακόμη όμως και κατά την περίοδο αυτή, η Εκκλησία συνέχισε να τροφοδοτεί τον υπόδουλο Ελληνισμό με ξεχωριστές μορφές:

Ο άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης υπήρξε κληρικός, λόγιος, μαχητικός ορθόδοξος συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1520. Το 1560 εξελέγη Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης. Το 1574 εκλέγεται Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης. Υπήρξε πραγματικός Δάσκαλος του Γένους. Μεταξύ άλλων έγραψε τον «Θησαυρό Δαμασκηνού του υποδιακόνου και Στουδίτου του Θεσσαλονικεώς, μετά της προσθήκες εν τω τέλει και ετέρων επτά λόγων ψυχοφελεστάτων και της εξηγήσεως του Πάτερ ημών». Ο βιβλίο περιείχε 36 αγιολογικούς πανηγυρικούς και ηθικούς λόγους, γραμμένους σε γλώσσα κατανοητή από τον απλό λαό. Μετριάστηκε σε όλες τις γλώσσες των Βαλκανίων και ωφέλησε τα μέγιστα τους Ορθοδόξους, οι οποίοι έπρεπε να σταθούν όρθιοι απέναντι στο καταπιεστικό Ισλάμ και την προπαγάνδα των Δυτικών Χριστιανών[12].

Ο Μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος ο Φιλόσοφος (για τους οπαδούς του) ή Σκυλόσοφος (για τους επικριτές του) γεννήθηκε το 1541 στην Ήπειρο. Και θανατώθηκε μαρτυρικά από τους Τούρκους το 1611, μετά την αποτυχία της δεύτερη εξεγέρσεώς του. Εξελέγη Επίσκοπος Λαρίσης το 1593. Συμμετείχε στην προσπάθεια να πειστεί η Δύση για την αναγκαιότητα απελευθέρωσης του Γένους των Ελλήνων. Αξίζει να αναφερθεί, διότι συνδύασε την πλούσια μόρφωσή του με το αγωνιστικό φρόνημα, κάτι που αποδεικνύεται από την ανάληψη της ηγεσίας δύο εξεγέρσεων με τραγική βεβαίως κατάληξη[13].

Το 1572 γεννήθηκε στην Κρήτη ένας κορυφαίος Διδάσκαλος του Γένους, ο Κύριλλος Λούκαρις. Σπούδασε στη Βενετία και στην Πάδοβα της Ιταλίας. Το 1620 εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Με δύο περίφημα κείμενά του τού 1616, γραμμένα σε δημώδη γλώσσα προσπάθησε να αφυπνίσει την εθνική συνείδηση των Ελλήνων και να τους στρέψει την μόρφωση και την συνειδητή Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη. Αντιμετώπισε το κήρυγμα των Λατίνων και με υπέροχο και γλαφυρό τρόπο απευθύνεται σε αυτούς λέγοντας:

«Έχουν δίκιο οι Λατίνοι όταν λέγουν πως δεν έχουμε σήμερα σοφία και αλήθεια. Αλλά ας μετρήσουν δυό πράγματα: πρώτα ότι τον καιρόν όπου η Ελλάδα ήταν η πατρίδα της σοφίας, οι Έλληνες είχαν τους Λατίνους για βαρβάρους. Και τώρα, αν εμείς γίναμε βάρβαροι και εκείνοι σοφοί, δεν είναι παράξενο. Η φτώχια και η απώλεια της βασιλείας (Ρωμανίας) το προκάλεσαν και ας έχουμε υπομονή. Δεύτερον, ας σκεφτούν ότι κι αν δεν έχουμε εξωτερική σοφία, με τη χάρη του Χριστού έχουμε σοφία εσωτερική και πνευματική, που στολίζει την ορθόδοξη πίστη μας. και σ΄ αυτό πάντοτε θα είμαστε ανώτεροι από του Λατίνους. Αν είχε βασιλέψει ο Τούρκος στην Φραγκία δέκα χρόνια, χριστιανούς δεν θα εύρισκες. Και στην Ελλάδα τριακόσια χρόνια τώρα τους βρίσκεις να υποφέρουν και να βασανίζονται για την πίστη τους. Την σοφία σου (Δύση) δεν την θέλω αν είναι να χάσω την πίστη στον Χριστό. Μακάρι να έχω και τα δύο. Αλλά αν είναι να διαλέξω, προτιμώ τον Χριστό»[14].

Μόλις από τα τέλη του 17ου αιώνα φαίνεται να ανατέλλει μία επιθυμία συστηματικής δράσης. Έτσι π.χ., οι Καστοριανοί της Πόλης έγραψαν το Μάιο του 1682 στους συμπατριώτες τους στην Καστοριά:

«Είναι λοιπόν μεγάλη μας αγνωσία όπου οι μεν άλλοι άνθρωποι και ξένοι να ποτίζωνται από την πηγή της πατρίδας μας και η εδική μας πατρίς να μένη διψασμένη και σκοτισμένη από τη σκότωσιν της αμάθειας και την δίψα των μαθημάτων»[15].

Και συνεχίζουν, ζητώντας να δημιουργηθεί σχολείο στην Καστοριά.

Την ίδια εποχή – μέσα του 17ου αιώνα, ιδιαίτερα αρχές του 18ου– αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο οι δωρεές και τα κληροδοτήματα για ίδρυση σχολείων, με σκεπτικό σχεδόν πανομοιότυπο, κάτι που μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε δύο σημαντικά σημεία:

  • Πρώτον, μια συνείδησή του λαμπρού πολιτιστικού παρελθόντος που διεγείρει το φιλότιμο να φανούν οι σύγχρονοι Έλληνες αντάξιοι των προγόνων τους που φώτισαν τον κόσμο.
  • Δεύτερον, η βαθιά δίψα για μάθηση η οποία προηγείται τουλάχιστον ένα αιώνα από τον Διαφωτισμό, πράγμα που αποδεικνύει πως οι Έλληνες δεν περίμεναν τα Φώτα της Δύσεως για να θυμηθούν την ανάγκη της παιδείας.

Την προσφορά μεμονωμένων ατόμων ακολούθησαν πιο οργανωμένες πρωτοβουλίες. Κάτοικοι ολόκληρων χωριών, από Δήμους, Κοινότητες αλλά και συντεχνίες άρχισαν να επιδίδονται σε συστηματικούς εράνους. Οι γουναράδες π.χ. της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι «ως ευσεβείς και φιλέλληνες» αφιέρωσαν 3.500 γρόσια για τη λειτουργία της σχολής της Πάτμου το 1753[16], στο χωριό Τρύπη της Λακωνίας το 1746[17], στο Μεσολόγγι[18], στο Ναύπλιο[19] και στη Λάρισα[20] έχουμε ίδρυση σχολείων με ποικιλόμορφη ενίσχυση, είτε των αποδήμων, είτε μέσω των εράνων, είτε ακόμα και με την ενίσχυση Ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας[21].

Σε όλες αυτές τις πρωτοβουλίες, η Εκκλησία είναι παρούσα, είτε προσφέροντας πόρους, είτε ενθαρρύνοντας εύπορους συμπατριώτες να συνεισφέρουν, είτε τονίζοντας σε κάθε περίπτωση την ωφέλεια της παιδείας και την ευεργεσία που προκύπτει προς το Γένος από την ίδρυση σχολείων. Όσοι συμβάλουν στο έργο αυτό χαρακτηρίζονται «φιλοπατρίδες και φιλογενείς, φιλόμουσοι και φιλόκαλοι, και της παιδείας προστάτες». Αντιθέτως, εκείνοι που παρακωλύουν τη λειτουργία των σχολείων, συνήθως με καταχρήσεις των κληροδοτημάτων, χαρακτηρίζονται ως «εχθροί του καλού, Θεομάχοι και διώκτες της αρετής και του Γένους, επίβουλοι»  και σχεδόν πάντοτε απειλούνταν από την Εκκλησία με αφορισμό για τη ζημιά και την ψυχική βλάβη που προξενούν στο Γένος[22].

Παραπομπές:

[1] Ελένης Αγγελομάτη-Τσαγκαράκη, «΄΄Προς ψυχικήν ωφέλειαν και επίδοσιν του ημετέρου γένους΄΄. Οι αντιλήψεις για την παιδεία κατά την Τουρκοκρατία», στο: Η ζωή των υπόδουλων Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας, Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Πρακτικά Β΄ Συνεδρίου, εκδ. Αρχονταρίκι, Αθήνα 2014, 211,

[2] Ό. παρ., υπος. 1 & 2, 212.

[3] Ό. παρ., 213.

[4] «Θέσεις τινές της οικοδομής των σχολείων Χρυσάνθου πρεσβυτέρου και αρχιμανδρίτου του Παναγίου Τάφου», στο: Βαγγέλη Σκουβαρά, Χρύσανθος Νοταράς πατριάρχης Ιεροσολύμων, ένας πρωτοπόρος του νεοελληνικού Διαφωτισμού, Ζευς Ομαγύριος, 1 (1971-1972), 127-144.

[5] «Θέσεις τινές…», κώδικας ΜΠΤ 411, 217.

[6] Νικηφόρου Θεοτόκη, Στοιχεία Φυσικής εκ των νεωτέρων συνερανισθέντα υπό Νικηφόρου ιερομονάχου του Θεοτόκου, τ. Α΄, Λειψία 1766, 1-3.

[7] Donald M. Nicol, Church and Society in the Last Centuries of Byzantium, Cambridge University Press, Cambridge and New York 1979, 31-65.

[8] Ελένης Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, «Συμβολή στην ιστορία της οικονομικής, κοινωνική και εκπαιδευτικής ζωής της Λάρισας κατά την Τουρκοκρατία», στο : Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά, τ. 3 (1990), 324.

[9] Η Λογική εκ παλαιών τε και νεωτέρων συνερανισθείσα…εκδοθείσα σπουδή τε και φιλοτίμω δαπάνη του Ελλογιμωτάτου και Εξοχωτάτου εν Ιατροφιλοσόφοις κυρίου Θωμά Μανδακάσου…Λειψία 1766, 40.

[10] Τα εις διαφόρους συγγραφείς εκδοθέντας από τον Κοραήν Προλεγόμενα, Δεύτερον εκδιδόμενα διά συνδρομής των ομογενών, α.τ. 1815, 197-201, 245,249,250.

[11] Ελένης Αγγελομάτη-Τσαγκαράκη, «΄΄Προς ψυχικήν ωφέλειαν…΄΄, 218-220.

[12] Κωνσταντίνου Ι. Χολέβα, το 1821 σήμερα. Τα μηνύματα του 1821 και τα σύγχρονα εθνικά θέματα, εκδ. Αρχονταρίκι, Αθήνα 2020, 75.

[13] Όπ. παρ., 80.

[14] Όπ. παρ., 86-8.

[15] Γεωργίου Κουρνούτου, «Σχολεία της Τουρκοκρατούμενης Καστοριάς», Γέρας Αντωνίου Κεραμοπούλου, Αθήνα 1953, 428-429.

[16] Ιωακείμ Φορόπουλος, «Έγγραφα του Πατριαρχικού Αρχειοφυλακίου. Πηγαί της ιστορίας, ιδρύσεως, συντηρήσεως και διοικήσεως των Σχολών του Γένους εν Κωνσταντινουπόλει και ταις επαρχίαις του Οικουμενικού θρόνου», Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος Κ΄ (1900), 303.

[17] Όπ. παρ., 515-517.

[18] Όπ. παρ., 519-520.

[19] Όπ. παρ., 517-518.

[20] Ελένης Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, «Συμβολή…», τ. 3, (1900), 293-302, 322-326.

[21] Ερμής ο Λόγιος, 16 (15 Αυγούστου 1819), 682-688.

[22] Ι. Φορόπουλου, όπ. παρ., 398.

Σχετικά άρθρα 1821-2021: Ανάσταση του Γένους
25η Μαρτίου 1821, Ο Ευαγγελισμός και οι Άνθρωποι του Θεού έφεραν το Πάσχα της ελευθερίας 25 Μαρτίου 2024 Πάνω ο «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου», κάτω και από αριστερά Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Άγιος Αλέξιος ο Άνθρωπος του Θεού και ο Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός  «... με ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη διά να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως». Θεόδωρος Κολοκοτρώνης Με την πτώση της Κωνστ...
«Ο Άνθρωπος του Θεού», ο ευλογών την Ελληνική Επανάσταση 17 Μαρτίου 2024 Η παρουσία της Υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας στο σώμα της Εκκλησίας είναι αναμφισβήτητη, αυτή είναι «ἡ προστασία τῶν Χριστιανῶν ἡ ἀκαταίσχυντος καί ἡ μεσιτεία πρός τόν Ποιητήν ἡ ἀμετάθετος»(Κοντάκιον, Ἦχος β΄). Η Παναγία έλαβε το Άγιον Όρος από τον Υιό και Θεό της ως κλήρο δικό της κατά τον Ζ΄ ή Η΄ αιώνα σύμφωνα με ...
Νικολάου Γύζη: Η Δόξα των Ψαρών 20 Ιουνίου 2023 Με το έργο του αυτό, ο Γύζης συμπορεύεται με τον Σολωμό. Είναι και οι δυό τους εκφραστές του ιδεώδους της αθάνατης δόξας, που -δυστυχώς- είναι το τίμημα ελαχίστων, διότι λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να την εννοήσουν και να την εκτιμήσουν. Το έργο αυτό εντάσσεται στο σύνολο των θεμάτων που έχει εκτελέσει ο Γύζης, και τα οποία είχαν αποκλειστικές α...
Στρατηγός Μακρυγιάννης: Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ συνεχιστής του Ρήγα! 10 Απριλίου 2023 (Επιμέλεια Στέλιος Κούκος) Απόσπασμα από το έργο "Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα". Μεταγραφή από το πρωτότυπο Γιάννης Βλαχογιάννης, επεξεργασμένη από τον καθηγητή Γιάννη Καζάζη.   Εδώ εις Αθήνα ήρθε ένας πρωτοεταιρίστας Λουκάς Λιονταρίδης , προκομμένος άνθρωπος. Πιαστήκαμεν φίλοι. Τον ρώτησα δια τον πατέρα της λευτεριάς μας, το...
Οι γυναίκες στη φλόγα της επανάστασης 25 Μαρτίου 2023 Παρακολουθήστε ένα εμπεριστατωμένο αφιέρωμα του ΓΕΛ Νέας Περάμου Αττικής για τις Ηρωίδες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Οι πρωτεργάτες της ελληνικής επανάστασης του 1821 απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν κυρίως άντρες. Ωστόσο  πολλές γυναίκες συνέβαλαν σημαντικά σε όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, με τα δικά τους μέσα και τ...